Στην
ελληνική παραγωγή στρέφονται ολοένα και περισσότεροι λιανέμποροι από
τον χώρο της ένδυσης προκειμένου να αποδεσμευτούν από τις εισαγωγές, οι
οποίες γίνονται εξαιρετικά δύσκολες.
Η στροφή εκδηλώνεται κυρίως με τρεις τρόπους. Πρώτον, οι έμποροι
ενισχύουν συνεχώς τις παραγγελίες και τις αγορές τους από έλληνες
κατασκευαστές ρούχων. Δεύτερον, όσοι διαθέτουν δική τους παραγωγή
αυξάνουν τον αριθμό των παραγόμενων κομματιών. Τρίτον, ορισμένοι
μελετούν το ενδεχόμενο να στραφούν σε δική τους παραγωγή..
Οι εξελίξεις οι οποίες αναμένεται να ενισχυθούν κατά τη διάρκεια
του έτους εκτιμάται ότι ανοίγουν μια νέα σελίδα στην αγορά ένδυσης και
υπόδησης της χώρας, η οποία τα τελευταία χρόνια στηρίζεται σχεδόν
αποκλειστικά σε εισαγόμενα είδη.
«Τις τελευταίες δύο σεζόν έχουμε διπλασιάσει τα εμπορεύματα που
ράβονται σε ελληνικές εταιρείες» δηλώνει ο Γιώργος Μουρτζούχος,
διευθύνων σύμβουλος της αλυσίδας γυναικείων ειδών Raxevsky. Ετσι, ενώ
μέχρι πρότινος μόνο το 15% των ρούχων στα ράφια και τις κρεμάστρες των
καταστημάτων της αλυσίδας ήταν ελληνικά, σήμερα ανέρχονται στο 30% και
θα αυξηθούν ακόμη περαιτέρω.
Παραγωγή στην Ελλάδα. «Το μερίδιο της ελληνικής παραγωγής στο
σύνολο των εμπορευμάτων μας θα αυξηθεί πολύ περισσότερο», προσθέτει ο κ.
Μουρτζούχος, ο οποίος μελετά να προχωρήσει σε ανανέωση της εικόνας της
αλυσίδας ενδυμάτων δίνοντας έμφαση στην ελληνική τους ταυτότητα.
Μάλιστα, δεν αποκλείει να επιστρέψει και πάλι η εταιρεία του στην
παραγωγή ρούχων δημιουργώντας μονάδα εντός της Αττικής, και όχι στη
Βουλγαρία όπου διέθετε εγκαταστάσεις μέχρι το 2006.
Αλλά και η εισηγμένη εταιρεία ανδρικών ειδών Δούρος μελετά την
ενίσχυση της παραγωγής της στην Ελλάδα. «Υπάρχει στροφή προς την
ελληνική παραγωγή εξαιτίας της δυσπιστίας που αντιμετωπίζουμε από τους
ξένους προμηθευτές» δηλώνει ο Θεόδωρος Δούρος, διευθύνων σύμβουλος της
ομώνυμης επιχείρησης, γνωστής για το σήμα dur. Η Δούρος διαθέτει μονάδα
παραγωγής στην έδρα της, στην Πάτρα, όπου τις τελευταίες δεκαετίες η
παραγωγή λόγω του υψηλού κόστους μειώθηκε σημαντικά. Σήμερα, όμως, η
διοίκηση της εταιρείας προγραμματίζει την ενίσχυσή της σταδιακά, ώστε η
παραγωγή να αντιστοιχεί σε μεγαλύτερο μέρος των εμπορευμάτων της
επιχείρησης. «Στόχος μας είναι να καλύψουμε πλήρως τα εμπορεύματά μας,
κατά 100%, με δική μας παραγωγή» δηλώνει ο διευθύνων σύμβουλος της
εισηγμένης επιχείρησης.
Σε άνοδο βρίσκονται και τα γυναικεία ενδύματα της αλυσίδας
Τσαντίλης. «Κατά τη χειμερινή περίοδο διπλασιάσαμε το μερίδιο των ρούχων
που αγοράζουμε από έλληνες παραγωγούς», δηλώνει ο κ. Αλέξης Τσαντίλης,
διευθύνων σύμβουλος της αλυσίδας. Πλέον, τα ελληνικά φορέματα και άλλα
είδη που βρίσκονται στα καταστήματά της αντιστοιχούν στο 10% των
εμπορευμάτων, από 5% πέρυσι, ενώ το καλοκαίρι ενδεχομένως να διευρυνθεί
περαιτέρω.
Ευέλικτες παραγγελίες. «Το ελληνικό ρούχο μάς δίνει ευελιξία ενώ
λόγω κρίσης το κόστος του έχει μειωθεί», εξηγεί ο κ. Τσαντίλης. «Μέχρι
πρότινος έπρεπε να παραγείλεις στο εξωτερικό έξι μήνες νωρίτερα. Τα
ελληνικά ρούχα είναι πλέον οικονομικά, δεν στοκάρεις και μπορείς να
παραγείλεις με ευέλικτο χρονοδιάγραμμα. Αν βλέπεις ότι πουλάνε,
συνεχίζεις να αγοράζεις, αν όχι, σταματάς τις παραγγελίες άμεσα».
Η στροφή στην ελληνική παραγωγή ενισχύει εταιρείες που ράβουν
ενδύματα, όπως είναι οι βορειοελλαδίτικες Στέφανος Αμπατζής - Top Line,
Mash Fashion, Πετρογκίνης και άλλες που έχουν την έδρα τους στην Αττική,
όπως η Δαμπασίνας.
Οι νέοι έμποροι. Ελληνες παραγωγούς επιλέγουν και οι
νεοεισερχόμενοι στην αγορά λιανικού εμπορίου, για τους οποίους εκ των
πραγμάτων είναι κλειστοί οι δρόμοι των εισαγωγών. «Στις εμπορικές
εκθέσεις καταγράφουμε την παρουσία νέων μαγαζιών», επισημαίνει ο Παύλος
Ραβάνης, πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών. «Οι άνθρωποι
αυτοί προχωρούν σε παραγγελίες από ελληνικές βιομηχανίες και
βιοτεχνίες». Η αύξηση της ζήτησης σε ελληνικά παραγόμενα ρούχα
δικαιολογεί, εξάλλου, όπως παρατηρεί ο κ. Ραβάνης, τη συγκράτηση των
λουκέτων στις βιοτεχνίες. Το 2011 έκλεισαν 3.900 βιοτεχνίες έναντι 4.500
το 2010. «Αυτό δείχνει ότι οι επιχειρήσεις καταφέρνουν να συντηρηθούν
χάρη στη ζήτηση που έχει αναπτυχθεί» προσθέτει ο πρόεδρος των βιοτεχνών.
Δύσκολες οι εισαγωγές. Η στροφή των ελλήνων λιανεμπόρων της ένδυσης
οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στις
εισαγωγές. Οι ξένοι προμηθευτές θέτουν ασφυκτικούς όρους στις συναλλαγές
με τους έλληνες πελάτες τους αναγκάζοντας τους δεύτερους να αναζητήσουν
τρόπους αποδέσμευσής τους από τις ξένες εταιρείες. Ορισμένοι, μάλιστα,
δεν διστάζουν να αποκλείσουν οποιαδήποτε συναλλαγή με έλληνες εμπόρους
και επιχειρηματίες, ακόμη και αν πρόκειται για υγιείς επιχειρήσεις.
«Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι έλληνες έμποροι με τους
προμηθευτές τους θα οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης για την ελληνική
παραγωγή υφασμάτων και ενδυμάτων», δηλώνει ο κ. Ελευθέριος Κούρταλης,
πρόεδρος των ελλήνων κλωστοϋφαντουργών.
Εξάλλου, όπως επισημαίνει ο κ. Μουρτζούχος, «η Κίνα και η Ινδία
γίνονται ολοένα και πιο ακριβές ενώ η Αίγυπτος και η Συρία έχουν βγει
από το κάδρο της παραγωγής λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν». Δεν
είναι τυχαίο ότι επιχειρηματίες από το Ισραήλ ζητούν να προμηθευτούν
ενδύματα ελληνικής παραγωγής. «Είναι η πρώτη φορά που Ισραηλινοί
στρέφονται προς εμάς ως αγοραστές ελληνικής παραγωγής» τονίζει ο
επικεφαλής της Raxevsky και εκτιμά ότι η Ελλάδα θα μπορούσε σύντομα να
αποκτήσει παραγωγή πιο φθηνή από την τουρκική, η οποία κυμαίνεται σήμερα
σε επίπεδα 15% υψηλότερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου