Η Ολλανδία πέρασε μπροστά από τη Γαλλία και την Ελβετία στην κατάταξη με τις χώρες που διαθέτουν τη μεγαλύτερη επάρκεια σε υγιεινά και θρεπτικά τρόφιμα, ενώ οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν μία θέση στην πρώτη εικοσάδα, όπως προκύπτει από σχετική έκθεση που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η διεθνής ΜΚΟ Oxfam.
Τελευταίο στη λίστα με τις 125 χώρες βρίσκεται το Τσαντ, μετά την Αιθιοπία και την Ανγκόλα.
«Η Ολλανδία έχει δημιουργήσει μία καλή αγορά που επιτρέπει στους πολίτες να εξασφαλίσουν αρκετά τρόφιμα. Οι τιμές είναι σχετικά χαμηλές και σταθερές και η διατροφή των καταναλωτών είναι ισορροπημένη», δήλωσε σε συνέντευξή της σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έκθεσης η Ντέμπορα Χαρντούν, υψηλόβαθμη ερευνήτρια στην Oxfam.
Η μη κυβερνητική οργάνωση για την καταπολέμηση της φτώχειας κατέταξε τις χώρες με βάση τη διαθεσιμότητα, την ποιότητα και τις τιμές των τροφίμων, ενώ εξέτασε και το ποσοστό των ελλιποβαρών παιδιών, την ποικιλία σε τρόφιμα και την πρόσβαση στο πόσιμο νερό καθώς και το ποσοστό των αρνητικών επιδράσεων της κακής διατροφής, όπως είναι ο διαβήτης κι η παχυσαρκία.
Στην πρώτη 12άδα της κατάταξης βρίσκονται ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και η Αυστραλία που μαζί με την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και το Λουξεμβούργο μοιράζονται την όγδοη θέση.
Η Βρετανία δεν βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα, αλλά στην 13η θέση εξαιτίας της ρευστότητας των τιμών των τροφίμων σε σύγκριση με άλλα αγαθά, που σύμφωνα με την Oxfam είναι όμοια με του Περού (51η θέση), της Μάλτας (33η) και του Κιργιστάν (65η).
Οι αφρικανικές χώρες μαζί με το Λάος (112), το Μπανγκλαντές (102), το Πακιστάν (97) και την Ινδία (97) βρίσκονται στις τελευταίες 30 θέσεις της κατάταξης.
Παρότι οι ΗΠΑ διαθέτουν τα πιο προσιτά και καλής ποιότητας τρόφιμα, τα υψηλά επίπεδα παχυσαρκίας και διαβήτη οδήγησαν τη χώρα στην 21η θέση της κατάταξης μαζί με την Ιαπωνία, η οποία εμφανίζει χαμηλές επιδόσεις στην κατηγορία της σχέσης των τιμών των τροφίμων με εκείνες άλλων αγαθών.
Η Ολλανδία έλαβε υψηλή βαθμολογία για τις χαμηλές τιμές των τροφίμων και τα επίπεδα των κρουσμάτων διαβήτη, ενώ το Τσαντ είχε το χειρότερο σκορ για το κόστος των τροφίμων στη χώρα και τον αριθμό των ελλιποβαρών παιδιών (34%). Οι μοναδικές χώρες όπου οι τιμές των τροφίμων είναι υψηλότερες είναι η Γουινέα και η Γκάμπια, οι οποίες βρίσκονται αμφότερες στις τελευταίες θέσεις της κατάταξης.
Το Μπουρούντι (119), η Υεμένη (121), η Μαδαγασκάρη (122) και η Ινδία έχουν τα περισσότερα ελλιποβαρή παιδιά και τα περισσότερα κρούσματα κακής διατροφής, σύμφωνα με την Oxfam.
Σύμφωνα με την οργάνωση, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι κάθε μέρα περνούν το κατώφλι της πείνας 840 εκατομμύρια άνθρωποι παρότι υπάρχει επάρκεια τροφίμων για τους υποσιτιζόμενους. Η οργάνωση κάνει έκκληση για αλλαγές στον τρόπο που παράγονται και διανέμονται τα τρόφιμα ανά τον κόσμο.
Τα αίτια της πείνας, προσθέτει η οργάνωση, περιλαμβάνουν την έλλειψη επενδύσεων σε υποδομές στις αναπτυσσόμενες χώρες και στο γεωργικό τομέα, τον τομέα της ασφάλειας, τις εμπορικές συμφωνίες προληπτικού χαρακτήρα, τους στόχους σχετικά με τη χρήση των βιοκαυσίμων και τις επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή.
Σύμφωνα με την οργάνωση, η έρευνα υποδηλώνει ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να αυξήσει τον αριθμό των ανθρώπων που κινδυνεύουν από λιμό κατά 20 με 50% μέχρι το 2050.
Πηγή: ΑΜΠΕ
Τελευταίο στη λίστα με τις 125 χώρες βρίσκεται το Τσαντ, μετά την Αιθιοπία και την Ανγκόλα.
«Η Ολλανδία έχει δημιουργήσει μία καλή αγορά που επιτρέπει στους πολίτες να εξασφαλίσουν αρκετά τρόφιμα. Οι τιμές είναι σχετικά χαμηλές και σταθερές και η διατροφή των καταναλωτών είναι ισορροπημένη», δήλωσε σε συνέντευξή της σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έκθεσης η Ντέμπορα Χαρντούν, υψηλόβαθμη ερευνήτρια στην Oxfam.
Η μη κυβερνητική οργάνωση για την καταπολέμηση της φτώχειας κατέταξε τις χώρες με βάση τη διαθεσιμότητα, την ποιότητα και τις τιμές των τροφίμων, ενώ εξέτασε και το ποσοστό των ελλιποβαρών παιδιών, την ποικιλία σε τρόφιμα και την πρόσβαση στο πόσιμο νερό καθώς και το ποσοστό των αρνητικών επιδράσεων της κακής διατροφής, όπως είναι ο διαβήτης κι η παχυσαρκία.
Στην πρώτη 12άδα της κατάταξης βρίσκονται ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και η Αυστραλία που μαζί με την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και το Λουξεμβούργο μοιράζονται την όγδοη θέση.
Η Βρετανία δεν βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα, αλλά στην 13η θέση εξαιτίας της ρευστότητας των τιμών των τροφίμων σε σύγκριση με άλλα αγαθά, που σύμφωνα με την Oxfam είναι όμοια με του Περού (51η θέση), της Μάλτας (33η) και του Κιργιστάν (65η).
Οι αφρικανικές χώρες μαζί με το Λάος (112), το Μπανγκλαντές (102), το Πακιστάν (97) και την Ινδία (97) βρίσκονται στις τελευταίες 30 θέσεις της κατάταξης.
Παρότι οι ΗΠΑ διαθέτουν τα πιο προσιτά και καλής ποιότητας τρόφιμα, τα υψηλά επίπεδα παχυσαρκίας και διαβήτη οδήγησαν τη χώρα στην 21η θέση της κατάταξης μαζί με την Ιαπωνία, η οποία εμφανίζει χαμηλές επιδόσεις στην κατηγορία της σχέσης των τιμών των τροφίμων με εκείνες άλλων αγαθών.
Η Ολλανδία έλαβε υψηλή βαθμολογία για τις χαμηλές τιμές των τροφίμων και τα επίπεδα των κρουσμάτων διαβήτη, ενώ το Τσαντ είχε το χειρότερο σκορ για το κόστος των τροφίμων στη χώρα και τον αριθμό των ελλιποβαρών παιδιών (34%). Οι μοναδικές χώρες όπου οι τιμές των τροφίμων είναι υψηλότερες είναι η Γουινέα και η Γκάμπια, οι οποίες βρίσκονται αμφότερες στις τελευταίες θέσεις της κατάταξης.
Το Μπουρούντι (119), η Υεμένη (121), η Μαδαγασκάρη (122) και η Ινδία έχουν τα περισσότερα ελλιποβαρή παιδιά και τα περισσότερα κρούσματα κακής διατροφής, σύμφωνα με την Oxfam.
Σύμφωνα με την οργάνωση, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι κάθε μέρα περνούν το κατώφλι της πείνας 840 εκατομμύρια άνθρωποι παρότι υπάρχει επάρκεια τροφίμων για τους υποσιτιζόμενους. Η οργάνωση κάνει έκκληση για αλλαγές στον τρόπο που παράγονται και διανέμονται τα τρόφιμα ανά τον κόσμο.
Τα αίτια της πείνας, προσθέτει η οργάνωση, περιλαμβάνουν την έλλειψη επενδύσεων σε υποδομές στις αναπτυσσόμενες χώρες και στο γεωργικό τομέα, τον τομέα της ασφάλειας, τις εμπορικές συμφωνίες προληπτικού χαρακτήρα, τους στόχους σχετικά με τη χρήση των βιοκαυσίμων και τις επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή.
Σύμφωνα με την οργάνωση, η έρευνα υποδηλώνει ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να αυξήσει τον αριθμό των ανθρώπων που κινδυνεύουν από λιμό κατά 20 με 50% μέχρι το 2050.
Πηγή: ΑΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου