Ερχόμαστε σήμερα σε ένα κρίσιμο σημείο της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ,
όπως και άλλων κομμάτων, αναφορικά με τα ΜΜΕ, τη δημόσια
ραδιοτηλεόραση.
Αν και το ζήτημα αυτό έχει σημασία για όλα τα κόμματα, για το ΣΥΡΙΖΑ έχει πολύ μεγαλύτερη καθώς η πολιτική του είναι στραμμένη υπέρ της προστασίας των δημόσιων αγαθών, από τις αρπακτικές διαθέσεις των νεοφιλελεύθερων και των νεοσυντηρητικών εντός και εκτός Ελλάδας. Το δεύτερο μέρος (διαβάστε εδώ το πρώτο) της ανάλυσης Ο (επερχόμενος) ΣΥΡΙΖΑ και τα ΜΜΕ. Γράφει ο Ειδικός Συνεργάτης Μάξιμος Αλιμπέρτης
Όμως όταν μιλάμε για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση, θα πρέπει να έχουμε
στο μυαλό μας ορισμένους βασικούς άξονες. Τα κρίσιμα ζητήματα στην
οργάνωση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, ειδικά από τη σκοπιά ενός
αριστερού ριζοσπαστικού κόμματος, είναι τέσσερα. Πρώτον τι είναι η
δημόσια ραδιοτηλεόραση εν γένει, κάτι για το οποίο φοβούμαι πως υπάρχει
σχετική άγνοια στη χώρα μας, πέρα από το στενό κύκλο των ειδικών, καθώς
δεν υπήρξε ποτέ ως τώρα πραγματικά δημόσια ραδιοτηλεόραση στην Ελλάδα.
Δεύτερον, ποιο μοντέλο δημόσιας ραδιοτηλεόρασης πρέπει να επιλεγεί στη χώρα μας. Τρίτον ποια είναι η αριστερή άποψη για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση και τέταρτον, ποια θα πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης σήμερα, σε περίοδο κρίσης, σε εποχή γενικευμένης επίθεσης κατά των δημόσιων αγαθών και της ίδια της ιδέας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.
Σε ότι αφορά το πρώτο ερώτημα είναι εξαιρετικής σημασίας η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για αποκατάσταση της ΕΡΤ, για τη θεραπεία του πραξικοπήματος που έγινε την 11η Ιουνίου 2013, καθώς και των συνεπειών του, που αποτέλεσε κορυφαία στιγμή επίθεσης και ταυτόχρονα σύνθημα για γενικευμένη επίθεση στα δημόσια αγαθά. Είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντικό πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποδέχεται - και θα πρέπει να συνεχίσει να έχει αυτή τη στάση-, την επιστροφή στην παλιά ΕΡΤ, η οποία ήταν λόγω του θεσμικού της πλαισίου ήταν εξαρτημένη από την εκάστοτε κυβέρνηση και φερέφωνό της, αλλά αντίθετα έχει διακηρύξει τη δημιουργία μιας νέας ΕΡΤ, πραγματικά δημόσιας.
Εδώ είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε πως δεν μιλάμε για τον οργανισμό ως τέτοιο (ΕΡΤ) αποκομμένο από το χαρακτήρα που (οφείλει να) έχει, αλλά για τη μορφή της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στην Ελλάδα. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση είναι πολύ σημαντική πολιτική, ιδεολογική και πολιτιστική υπόθεση, για πολλούς λόγους.
Α) διότι συνδέεται άμεσα με τη δημοκρατία και το χαρακτήρα της. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση αποτελεί βήμα έκφρασης όλων των πολιτικών απόψεων και πολιτικών προτιμήσεων, αλλά και διαλόγου, και έτσι συμβάλλει στην ισότιμη ανταλλαγή όλων των απόψεων, άρα και σε μια περισσότερο ακηδεμόνευτη πληροφόρηση, η οποία είναι χρήσιμη για να ασκήσουν το ρόλο τους οι πολίτες και όχι να είναι αντικείμενο χειραγώγησης, όπως έχουν πράξει μέχρι σήμερα οι δικτατορίες και η επί σχεδόν χρόνια 40 δικομματική ολιγαρχία. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση, αποτελεί δηλαδή πεδίο αλλά και μέσο προώθησης της δημοκρατίας, σε μια εποχή που αυτή έχει περιέλθει σε κρίση, και ο μαρασμός της δημοκρατίας έχει γίνει το βασικό εργαλείο της φτωχοποίησης του πληθυσμού και της αφαίρεσης πλήθους δικαιωμάτων. Γι’ αυτό και η αποκατάσταση και η δημιουργία μιας ισχυρής και σύγχρονης δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, μιας νέας ΕΡΤ, βρίσκεται στον πυρήνα της αριστεράς και όλων των δυνάμεων που αντιστέκονται στη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα.
Β) Διότι η δημόσια ραδιοτηλεόραση μπορεί να διαθέτει υψηλή ποιότητα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, να θέτει τα στάνταρτ, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως πλαίσιο ακόμα και για τα ιδιωτικά, και έτσι να συμβάλλει στη συνολική αναβάθμιση του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση είναι δηλαδή εργαλείο επιρροής, αλλά και περιορισμού των αποκλίσεων της ιδιωτικής από το κανόνα της ποιότητας στην ενημέρωση και στον πολιτισμό.
Γ) Είναι μέσο υποστήριξης και προώθησης του πολιτισμού, εκτός ραδιοτηλεόρασης, σε πλείστους τομείς (μουσική, κινηματογράφος, λογοτεχνία, εκπαίδευση κ.ά.), κάτι που δεν μπορεί να το κάνει και εν πάσει περιπτώσει δεν είναι ο προορισμός της ιδιωτικής.
Δ) Μπορεί να φέρει θετικά αποτελέσματα στη ζωή των πολιτών τόσο σε βραχυπρόθεσμο, όσο και πολύ περισσότερο σε βραχυπρόθεσμο διάστημα.
Ωστόσο όταν μιλάμε για δημόσια ραδιοτηλεόραση, για τη νέα ΕΡΤ, δεν πρέπει στιγμή να ξεχνάμε ότι μιλάμε για ραδιοτηλεόραση δημόσιας υπηρεσίας. Αυτό σημαίνει ότι όσο και αν θα το ήθελαν κάποιοι, ακόμα και ο γράφων αυτές τις γραμμές, η δημόσια ραδιοτηλεόραση δεν είναι ούτε εργατική, ούτε επαναστατική ούτε σοσιαλιστική ή πολύ περισσότερο κομματική ραδιοτηλεόραση. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να δημιουργήσει χώρο για διάφορα εγχειρήματα και αντιλήψεις σε κοινωνική και όχι επιχειρηματική ή κρατική βάση, αλλά αυτά δεν πρέπει να συγχέονται με τη δημόσια ραδιοτηλεόραση.
Η δημόσια ραδιοτηλεόραση λοιπόν είναι μια ραδιοτηλεόραση ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ, ακόμα και για όσους είναι σήμερα υπέρ της μνημονιακής πολιτικής. Στην παραγωγή, στην πρόσβαση και στο περιεχόμενό της πρέπει να αντανακλώνται ΟΛΟΙ, με την διαφορά ότι αυτό πρέπει να γίνεται στο υψηλότερο για τη δημοφιλία του μέσου επίπεδο, σύμφωνα με τους κανόνες κάθε ραδιοτηλεοπτικού είδους (ειδήσεων, συνεντεύξεων, έρευνας, σειρών, μουσικών προγραμμάτων κ..α), και οπωσδήποτε με τους κανόνες της αμεροληψίας. Αν και η δημόσια τηλεόραση δεν είναι σοσιαλιστική ή οτιδήποτε τέτοιο, ωστόσο είναι η μόνη η οποία υπό τις παρούσες συνθήκες μπορεί να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή και αμερόληπτη (δηλαδή χωρίς προσπάθεια χειραγώγησης ή υπονόμευσης) ραδιοτηλεοπτική παρουσία και της αριστεράς, προς όλους τους πολίτες, κάτι που είναι δύσκολο έως αδύνατο στην ιδιωτική – επιχειρηματική ραδιοτηλεόραση και μάλιστα την ελληνική.
Με τα ζητήματα αυτά συνδέεται και το μοντέλο οργάνωσης της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, καθώς και οι αρχές του προγράμματος της. Αυτό είναι ίσως και το πλέον σημαντικό, το πιο κρίσιμο ζήτημα, που μπορεί να δώσει νόημα και υπόσταση στα υπόλοιπα ερωτήματα που θέσαμε. Όπως έχουν τονίσει κάπου αλλού άλλοι αναλυτές, δεν υπάρχουν άπειρες πηγές στελέχωσης της δημόσιας αλλά και κάθε άλλης, θα προσέθετα εγώ, ραδιοτηλεόρασης.
Α) Το πρώτο είναι η αγορά, δηλαδή οι ιδιωτικές εταιρείες. Είναι αυτονόητο πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να το υιοθετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, και άλλωστε σ’ αυτόν τον παράγοντα στήριξε και στηρίζει εν πολλοίς η συγκυβέρνηση την οργάνωση της ΔΤ/ΝΕΡΙΤ προκείμενου να την ελέγχει πολιτικά, αλλά και προκειμένου να εξυπηρετεί ιδιωτικά εταιρικά μεγαλο-συμφέροντα.
Β) Η δεύτερη πηγή είναι το κράτος. Αυτό αν και μπορεί να δελεάσει κάποιους από την αριστερά, είναι κάτι που πρέπει να το αποφύγει ο ΣΥΡΙΖΑ πάσει θυσία. Και όταν μιλάμε για την αποκοπή από τον κυβερνητισμό δεν θα πρέπει να εννοούμε μόνο από την κυβέρνηση, αλλά συνολικά από το πολιτικό σύστημα , λ.χ. τη διάσκεψη των προέδρων της Βουλής όπως έχει γραφτεί κάπου. Το τελευταίο είναι ένας άλλος, έμμεσος, τρόπος πολιτικού ελέγχου της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, ο οποίος αλληλοσυμπληρώνεται με τον κρατικό συνδικαλισμό σε αυτήν. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποφύγει την παγίδα της εξάρτησης της νέας ΕΡΤ από την κυβέρνηση, το πολιτικό σύστημα ή το κράτος. Το τελευταίο πρέπει να είναι ο εγγυητής όχι ο διευθυντής ορχήστρας της νέας ΕΡΤ.
-Πρώτον, διότι αν έπασχε από κάτι η παλιά ΕΡΤ που την εμπόδιζε να είναι πραγματικά δημόσια, ήταν ο κυβερνητισμός και ο κρατισμός που την καθιστούσαν φερέφωνο κάθε κυβέρνησης της δικομματικής ολιγαρχίας, αλλά και εξυπηρέτησης πολλαπλών πελατειακών συμφερόντων με τα οποία συνδέονταν αυτές οι κυβερνήσεις.
-Δεύτερον, διότι έχοντας αποτύχει το μοντέλο της κρατικής τηλεόρασης, πολύ περισσότερο αν υποκατασταθεί η δημόσια τηλεόραση από μια εργατική ή σοσιαλιστική κοκ τηλεόραση, δεν θα βρει τη συμπαράσταση της κοινωνίας, όπως δεν τη βρίσκει τώρα η ΝΕΡΙΤ, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην ωφεληθεί ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να υποστεί πολιτική βλάβη, καθώς θα δώσει τροφή και δικαιολογία στην πολιτική του μαύρου. Σ’ αυτήν την περίπτωση, είναι πιθανό μια επόμενη, λίγο πολύ νεοφιλελεύθερη ή νεοσυντηρητική κυβέρνηση να διαλύσει και ως ιδέα τη δημόσια ραδιοτηλεόραση στην Ελλάδα, όπως έχει γίνει σε άλλες χώρες. Πράγμα που δεν θα συμβεί αν ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να δημιουργήσει μια πραγματική και σύγχρονη, αποτελεσματική δημόσια ραδιοτηλεόραση.
- Τρίτον, ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να «επαναφέρει» την ΕΡΤ, όπως ενδεχομένως προσδοκούν ορισμένοι, στην προηγούμενη κατάσταση του 1730/87, κάτι που νομικά είναι εύκολο αλλά πρακτικά πολύ δύσκολο, τότε ίσως δώσει το έναυσμα στις δυνάμεις της αδράνειας να ανακόψουν την δημοκρατική αλλαγή στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, τη νέα ΕΡΤ, προσπαθώντας να επαναφέρουν παλιές νοοτροπίες και πρακτικές, ενώ θα προσφέρει έτοιμο ένα ισχυρό εργαλείο χειραγώγησης σε μια επόμενη κυβέρνηση, δια χειρός ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η εμπειρία των κοινωνικών πειραμάτων τις προηγούμενες δεκαετίες έχουν αποστρέψει ιδεολογικά την αριστερά από το κράτος ως αποκλειστικό φορέα του δημοσίου συμφέροντος.
Γ) Η τρίτη δυνατή πηγή στελέχωσης και οργάνωσης της διοίκησης της ελληνικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, της «νέας ΕΡΤ», είναι η κοινωνία πολιτών. Σωστά ο ΣΥΡΙΖΑ στρέφεται προς αυτήν και θα πρέπει να παραμείνει αταλάντευτος μέχρι τέλους σ’ αυτήν τη στρατηγική. Το όργανο διοίκησης της νέας ΕΡΤ ( ασχέτως αν θα λέγεται Εποπτικό Συμβούλιο ή Θανάσης) πρέπει να είναι η γέφυρα με την κοινωνία. Να θέτει τους στόχους και της αρχές λειτουργίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, της νέας ΕΡΤ, εξ ονόματος της κοινωνίας.
Όποιος θέλει μια δημόσια ραδιοτηλεόραση ανεξάρτητη από την κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα κατ’ ανάγκη θα πρέπει να δεχτεί και τη συγκρότηση ενός σώματος διοίκησης και λειτουργίας από την κοινωνία και εξ ονόματός της, στην οποία και θα απολογείται, όπως και στους εκπροσώπους του ελληνικού λαού. Κάποια κριτική που διατυπώθηκε, πως π.χ. το Εποπτικό Συμβούλιο (ΕΣ) αντιγράφει το αντίστοιχο της ΝΕΡΙΤ, βασίζεται είτε σε άγνοια είτε σε πρόθεση να υπαχθεί η δημόσια ραδιοτηλεόραση στον έλεγχο της (νέας) κυβέρνησης (του ΣΥΡΙΖΑ). Κι τούτο διότι το ΕΣ δεν αποτελεί νερίτικη πρωτοτυπία. Υπάρχει δεκαετίες τώρα, σε άλλες χώρες (λ.χ. Γερμανία), όπου λειτουργεί η δημόσια ραδιοτηλεόραση, με τρόπο ώστε να μην ελέγχεται από την πολιτική εξουσία, τουλάχιστον με τον τρόπο που συμβαίνει στην Ελλάδα.
Αυτό που έκανε η συγκυβέρνηση ήταν να συγκροτήσει το ΕΣ με τέτοιο τρόπο (βλ. άρθρο 16 και περαιτέρω του Ν/Σ για τη ΝΕΡΙΤ) ώστε να μπορεί να ελέγχει πολιτικά τη δημόσια ραδιοτηλεόραση, όχι μόνο τώρα αλλά και τα επόμενα 10 σχεδόν χρόνια, είναι δεν είναι στην κυβέρνηση, και ταυτοχρόνως να στηρίζεται στα, και να εξυπηρετεί ιδιωτικά μεγαλο-συμφέροντα, όπως άλλωστε το απέδειξε με την κάλυψη της προεδρίας, την παρέμβασή της ώστε για να μη μεταδοθεί η ομιλία του Τσίπρα κ.ά.
Από την άποψη αυτή είναι εξαιρετικά κρίσιμο, στην πρότασή του ΣΥΡΙΖΑ για τη νέα ΕΡΤ να διευκρινιστεί ο τρόπος τρόπο με τον οποίο θα εκπροσωπηθεί η κοινωνία στη συγκρότηση αυτού του οργάνου. Η απουσία παρόμοιας διευκρίνησης, πέρα από την ασάφεια που δημιουργεί, καλλιεργεί προσδοκίες με τις οποίες πιθανόν να βρεθεί αντιμέτωπος όταν έρθει στην εξουσία, κυρίως όμως στερεί από τον εαυτό του ένα σχέδιο για το πώς θα υλοποιήσει αυτή την προγραμματική του δέσμευση. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ περιμένει να βρει τον τρόπο μετά την εκλογική νίκη τότε θα χάσει πολύτιμο χρόνο, ενώ οι δυνάμεις της αδράνειας και εκείνων που πιθανόν δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα από την παλιά ΕΡΤ, να προβάλουν σθεναρή ίσως και ανυπέρβλητη αντίσταση, καθώς μάλιστα έχουν κάθε λόγο να τον περιτριγυρίζουν προεκλογικά.
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί κάτι ακόμα. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως έχει διατυπωθεί σε διάφορα κείμενα, ορθά επισημαίνει την ενσωμάτωση των κατακτήσεων μετά την 11η Ιουνίου στη νέα ΕΡΤ. Μεταξύ αυτών είναι και η «αυτοδιαχείριση» (αν και δεν είναι η μόνη κατάκτηση, είναι όμως σημαντική γιατί έχει να κάνει με την οργάνωση και λειτουργία του οργανισμού της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης). Η αυτοδιαχείριση προέκυψε ως ανάγκη επειδή αφενός η ΕΡΤ έχασε το φορέα που εκπροσωπούσε (το κράτος) και δεύτερον τη διοίκησή της, που διοριζόταν από το αυτόν το φορέα. Ωστόσο η σημασία της αναδείχθηκε όχι τόσο στη διοίκηση (αυτό είναι ένα κεφάλαιο που χρειάζεται ξεχωριστή συζήτηση) όσο στην παραγωγή του προγράμματος.
Με άλλα λόγια, η αυτοδιαχείριση είναι ζωτικής σημασίας σε μια νέα, πραγματικά δημόσια ΕΡΤ, αλλά στον τομέα της παραγωγής, όπως άλλωστε και στην περίοδο μετά το μαύρο. Όχι όμως στον τομέα της διοίκησης. Το ξαναλέμε, η δημόσια ραδιοτηλεόραση είναι μια ραδιοτηλεόραση για όλους, και σ’ αυτήν εκπροσωπείται όλη η κοινωνία Επιπλέον, είναι θεσμικό ασυμβίβαστο, μάλιστα σε οργανισμό δημόσιας υπηρεσίας, οι παραγωγοί, και μάλιστα μέσα από μια συνδικαλιστικού χαρακτήρα οργάνωση, να αποτελούν και το όργανο διοίκησης του οργανισμού. Τέτοια όργανα δεν μπορεί να ασκούν συνδιοίκηση, πολύ δε περισσότερο διοίκηση, αλλά να παλεύουν για τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Αν η συνδικαλιστική οργάνωση ασκεί διοίκηση, αυτό είναι ο πιο σύντομος δρόμος για την αποτυχία του δημόσιου οργανισμού και εν τέλει του εγχειρήματος της αυτοδιαχείρισης. Μια τέτοια συνδιοικητική ή διοικητική αντίληψη της αυτοδιαχείρισης δεν είναι συμβατή με τους οργανισμούς δημόσιας υπηρεσίας. Άλλωστε τέτοιες αντιλήψεις και πρακτικές δοκιμάστηκαν παλιότερα από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, απέτυχαν και τις απέρριψε κοινωνία, ενώ συνδέθηκαν με σοβαρά προβλήματα δυσλειτουργίας.
Η διοικητική αντίληψη της αυτοδιαχείρισης είναι εφαρμόσιμη σε ιδιωτικές επιχειρήσεις που πτώχευσαν ή σε συνεταιριστικά σχήματα. Στις δημόσιες υπηρεσίες τέτοιες πρακτικές γίνονται αριστερισμός που εν τέλει οδηγεί στη συρρίκνωση της ίδια της δημόσιας υπηρεσίας. Σε κάθε περίπτωση, η απουσία περιγραφής του τρόπου στελέχωσης του οργάνου διοίκησης της νέας ΕΡΤ, μπορεί να τροφοδοτήσει παρόμοιες αντιλήψεις για την αυτοδιαχείριση ή την έλλειψη στρατηγικής, και αδυναμία που στην πράξη θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Αυτό ενισχύεται μάλιστα από την απουσία ενός «οδικού χάρτη» για το πώς θα δημιουργηθεί η νέα ΕΡΤ από το σημείο που βρισκόμαστε σήμερα (ΝΕΡΙΤ), πρόβλημα που θα συναντήσει ο ΣΥΡΙΖΑ όταν έρθει στην εξουσία. Γι’ αυτό θα πρέπει να καλύψει το εν λόγω κενό πάραυτα. Το κενό αυτό αν συνεχίσει να υπάρχει είτε θα λειτουργήσει παραλυτικά την επαύριο της ανάληψης της διακυβέρνησης είτε θα ενισχύσει όσους θέλουν την παλιά ΕΡΤ (και μάλιστα χωρίς τους νερίτες), όχι μόνο διότι είναι γνώριμη και βολική, αλλά επειδή φοβίζει κιόλας ένα ασαφές αύριο.
Αυτό μας φέρνει και στο επόμενο σημείο που έχει να κάνει με τη σημερινή ΝΕΡΙΤ. Πολλοί θέλουν απλά να διαλυθεί η ΝΕΡΙΤ, και ταυτόχρονα να αποκατασταθεί η παλιά ΕΡΤ χωρίς τους Νερίτες. Εδώ αξίζουν προσοχής δυο σημεία. Πρώτον, τι θα συμβεί στο επίπεδο οργανισμού, δηλαδή νέας ΕΡΤ-ΝΕΡΙΤ, και δεύτερο τι θα συμβεί στο επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού. Το τι θα συμβεί σε επίπεδο οργανισμού πρέπει να διευκρινίζεται στον «οδικό χάρτη» προς τη νέα ΕΡΤ.
Η μόνη περίπτωση να μη χρειαστεί τέτοιος οδικός χάρτης, είναι να ανασυσταθεί απλώς η παλιά ΕΡΤ (1730/87) και να διαλυθεί η ΝΕΡΙΤ. Αν και το πρώτο είναι το πιο σημαντικό, για ευνόητους λόγους, σε αρκετές διαμάχες, ιδιαίτερα μεταξύ των απολυμένων της ΕΡΤ, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, έχει επικρατήσει το δεύτερο. Δηλαδή έχει επικρατήσει η διάθεση να «τιμωρηθούν» όσοι πήγαν στη ΝΕΡΙΤ. Κατ’ αρχήν αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό, αν και σε κάθε περίπτωση η ηθική και υλική δικαίωση όσων αγωνίστηκαν και αγωνίζονται κατά του μαύρου έχει μεγάλη πρακτική και συμβολική σημασία. Κατά δεύτερο λόγο, όσοι πήγαν στην ΝΕΡΙΤ πήγαν με μια νόμιμη διαδικασία (όποιος το αμφισβητεί είναι σαν να δέχεται τη ρήση του Πάγκαλου «μαζί τα φάγαμε»). Ωστόσο πρέπει να διαχωριστεί η θέση στο επάγγελμα από τη θέση ευθύνης. Το προσωπικό που στελεχώνει τη δημόσια ραδιοτηλεόραση θα πρέπει να είναι το καλλίτερο δυνατόν επαγγελματικά που διαθέτει η χώρα, αλλά και θα μπορεί εξίσου να λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, ανεξάρτητα και ακηδεμόνευτα.
Σε ότι αφορά το τρίτο σημείο, την αριστερή άποψη για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση, η διαφορά της αριστερής πρότασης από οποιαδήποτε άλλη, όπως ήδη φάνηκε, βρίσκεται ακριβώς στη σημασία που δίνει στην κοινωνία πολιτών για την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, της «νέας ΕΡΤ». Η προσφυγή στην κρατική πατρωνεία ή στην πατρωνεία της αγοράς είναι ξένη προς τη λογική της αριστεράς. Η αγορά είναι ιδεολογικά και υλικά αντίθετη με τα δημόσια αγαθά ει μη μόνο ως αγελάδες κατάλληλες για άρμεγμα. Για το δε κράτος, οι δημόσιοι οργανισμοί σε ένα πελατειακό περιβάλλον, είναι ένα εργαλείο πολιτικού και ιδεολογικού ελέγχου, αλλά και, στη χώρα μας, πελατειακών σχέσεων, που εν τέλει πορεύονται εν αρμονία με τα συμφέροντας της «αγοράς».
Τέλος σε ότι αφορά το προφίλ της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης σε συνθήκες κρίσης και επίθεσης στα δημόσια αγαθά, κωδικοποιημένα μόνο μπορούμε να πούμε ότι η σύγχρονη δημόσια ραδιοτηλεόραση δεν πρέπει να επαναπαύεται στις δάφνες της, να θεωρεί την ύπαρξή της δεδομένη. Αμφισβητείται και θα αμφισβητείται διαρκώς και θα πρέπει να βελτιώνει και να υπερασπίζεται τον εαυτό της, και το ίδιο θα πρέπει να κάνουν όσοι πιστεύουν στην ιδέα των δημόσιων αγαθών, όσοι είναι εναντίον της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας.
Η δημόσια ραδιοτηλεόραση θα πρέπει να μελετά και να μετρά διαρκώς την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρει, τα αποτελέσματα αυτού του έργου στο κοινό της, την άποψη του ίδιου του κοινού της. Θα πρέπει να βελτιώνεται διαρκώς, να καινοτομεί, να πειραματίζεται. Θα πρέπει να υπερασπίζεται τον εαυτό της, να αναλαμβάνει εκστρατείες γι’ αυτό.
Όμως πάνω απ’ όλα θα πρέπει να μάχεται υπέρ της σημασίας των δημόσιων αγαθών σε όλους τους τομείς, στην υγεία, την παιδεία κ.λπ. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση θα πρέπει να ασκεί τον πιο αυστηρό έλεγχο στη λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων, των δημόσιων πανεπιστημίων και σχολείων, των δημόσιων συγκοινωνιών κοκ. Όμως ταυτόχρονα θα πρέπει να ασκεί τον ίδιο αυστηρό και έλεγχο για αποκλίσεις από την εθνική και διεθνή νομιμότητα και στάνταρτς, των ιδιωτικών κερδοσκοπικών εταιρειών επίσης σε όλους τους τομείς. Κάτι που μέχρι τώρα σχεδόν ήταν ανύπαρκτο.
Ο έλεγχος και η κριτική στα ιδιωτικά νοσοκομεία, τα ιδιωτικά σχολεία κ.λπ. ήταν απούσα στην κρατική ΕΡΤ. Ο ιδιωτικός τομέας αν και άγγιζε και αγγίζει τα συμφέροντα των ελλήνων πολιτών, ήταν στο απυρόβλητο της παλιάς ΕΡΤ. Υπήρχε ταμπού, υπήρχε ένα πέπλο σιωπής γύρω από τη λειτουργία αυτού του τομέα δραστηριοτήτων
Υπάρχουν πολλά ακόμα που μπορούμε να πούμε, αυτά ήταν μερικά από τα πιο σημαντικά. Αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι η διαδικασία της αλλαγής στη χώρα έχει ήδη ξεκινήσει. Το τραίνο αυτό θα το οδηγήσει όχι εκείνος που έχει την εικόνα του καλλίτερου μηχανοδηγού, αλλά εκείνος που πραγματικά είναι προετοιμασμένος να φτάσει πολύ μακριά.
πηγη
Αν και το ζήτημα αυτό έχει σημασία για όλα τα κόμματα, για το ΣΥΡΙΖΑ έχει πολύ μεγαλύτερη καθώς η πολιτική του είναι στραμμένη υπέρ της προστασίας των δημόσιων αγαθών, από τις αρπακτικές διαθέσεις των νεοφιλελεύθερων και των νεοσυντηρητικών εντός και εκτός Ελλάδας. Το δεύτερο μέρος (διαβάστε εδώ το πρώτο) της ανάλυσης Ο (επερχόμενος) ΣΥΡΙΖΑ και τα ΜΜΕ. Γράφει ο Ειδικός Συνεργάτης Μάξιμος Αλιμπέρτης
Δεύτερον, ποιο μοντέλο δημόσιας ραδιοτηλεόρασης πρέπει να επιλεγεί στη χώρα μας. Τρίτον ποια είναι η αριστερή άποψη για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση και τέταρτον, ποια θα πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης σήμερα, σε περίοδο κρίσης, σε εποχή γενικευμένης επίθεσης κατά των δημόσιων αγαθών και της ίδια της ιδέας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.
Σε ότι αφορά το πρώτο ερώτημα είναι εξαιρετικής σημασίας η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για αποκατάσταση της ΕΡΤ, για τη θεραπεία του πραξικοπήματος που έγινε την 11η Ιουνίου 2013, καθώς και των συνεπειών του, που αποτέλεσε κορυφαία στιγμή επίθεσης και ταυτόχρονα σύνθημα για γενικευμένη επίθεση στα δημόσια αγαθά. Είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντικό πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποδέχεται - και θα πρέπει να συνεχίσει να έχει αυτή τη στάση-, την επιστροφή στην παλιά ΕΡΤ, η οποία ήταν λόγω του θεσμικού της πλαισίου ήταν εξαρτημένη από την εκάστοτε κυβέρνηση και φερέφωνό της, αλλά αντίθετα έχει διακηρύξει τη δημιουργία μιας νέας ΕΡΤ, πραγματικά δημόσιας.
Εδώ είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε πως δεν μιλάμε για τον οργανισμό ως τέτοιο (ΕΡΤ) αποκομμένο από το χαρακτήρα που (οφείλει να) έχει, αλλά για τη μορφή της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στην Ελλάδα. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση είναι πολύ σημαντική πολιτική, ιδεολογική και πολιτιστική υπόθεση, για πολλούς λόγους.
Α) διότι συνδέεται άμεσα με τη δημοκρατία και το χαρακτήρα της. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση αποτελεί βήμα έκφρασης όλων των πολιτικών απόψεων και πολιτικών προτιμήσεων, αλλά και διαλόγου, και έτσι συμβάλλει στην ισότιμη ανταλλαγή όλων των απόψεων, άρα και σε μια περισσότερο ακηδεμόνευτη πληροφόρηση, η οποία είναι χρήσιμη για να ασκήσουν το ρόλο τους οι πολίτες και όχι να είναι αντικείμενο χειραγώγησης, όπως έχουν πράξει μέχρι σήμερα οι δικτατορίες και η επί σχεδόν χρόνια 40 δικομματική ολιγαρχία. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση, αποτελεί δηλαδή πεδίο αλλά και μέσο προώθησης της δημοκρατίας, σε μια εποχή που αυτή έχει περιέλθει σε κρίση, και ο μαρασμός της δημοκρατίας έχει γίνει το βασικό εργαλείο της φτωχοποίησης του πληθυσμού και της αφαίρεσης πλήθους δικαιωμάτων. Γι’ αυτό και η αποκατάσταση και η δημιουργία μιας ισχυρής και σύγχρονης δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, μιας νέας ΕΡΤ, βρίσκεται στον πυρήνα της αριστεράς και όλων των δυνάμεων που αντιστέκονται στη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα.
Β) Διότι η δημόσια ραδιοτηλεόραση μπορεί να διαθέτει υψηλή ποιότητα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, να θέτει τα στάνταρτ, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως πλαίσιο ακόμα και για τα ιδιωτικά, και έτσι να συμβάλλει στη συνολική αναβάθμιση του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση είναι δηλαδή εργαλείο επιρροής, αλλά και περιορισμού των αποκλίσεων της ιδιωτικής από το κανόνα της ποιότητας στην ενημέρωση και στον πολιτισμό.
Γ) Είναι μέσο υποστήριξης και προώθησης του πολιτισμού, εκτός ραδιοτηλεόρασης, σε πλείστους τομείς (μουσική, κινηματογράφος, λογοτεχνία, εκπαίδευση κ.ά.), κάτι που δεν μπορεί να το κάνει και εν πάσει περιπτώσει δεν είναι ο προορισμός της ιδιωτικής.
Δ) Μπορεί να φέρει θετικά αποτελέσματα στη ζωή των πολιτών τόσο σε βραχυπρόθεσμο, όσο και πολύ περισσότερο σε βραχυπρόθεσμο διάστημα.
Ωστόσο όταν μιλάμε για δημόσια ραδιοτηλεόραση, για τη νέα ΕΡΤ, δεν πρέπει στιγμή να ξεχνάμε ότι μιλάμε για ραδιοτηλεόραση δημόσιας υπηρεσίας. Αυτό σημαίνει ότι όσο και αν θα το ήθελαν κάποιοι, ακόμα και ο γράφων αυτές τις γραμμές, η δημόσια ραδιοτηλεόραση δεν είναι ούτε εργατική, ούτε επαναστατική ούτε σοσιαλιστική ή πολύ περισσότερο κομματική ραδιοτηλεόραση. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να δημιουργήσει χώρο για διάφορα εγχειρήματα και αντιλήψεις σε κοινωνική και όχι επιχειρηματική ή κρατική βάση, αλλά αυτά δεν πρέπει να συγχέονται με τη δημόσια ραδιοτηλεόραση.
Η δημόσια ραδιοτηλεόραση λοιπόν είναι μια ραδιοτηλεόραση ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ, ακόμα και για όσους είναι σήμερα υπέρ της μνημονιακής πολιτικής. Στην παραγωγή, στην πρόσβαση και στο περιεχόμενό της πρέπει να αντανακλώνται ΟΛΟΙ, με την διαφορά ότι αυτό πρέπει να γίνεται στο υψηλότερο για τη δημοφιλία του μέσου επίπεδο, σύμφωνα με τους κανόνες κάθε ραδιοτηλεοπτικού είδους (ειδήσεων, συνεντεύξεων, έρευνας, σειρών, μουσικών προγραμμάτων κ..α), και οπωσδήποτε με τους κανόνες της αμεροληψίας. Αν και η δημόσια τηλεόραση δεν είναι σοσιαλιστική ή οτιδήποτε τέτοιο, ωστόσο είναι η μόνη η οποία υπό τις παρούσες συνθήκες μπορεί να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή και αμερόληπτη (δηλαδή χωρίς προσπάθεια χειραγώγησης ή υπονόμευσης) ραδιοτηλεοπτική παρουσία και της αριστεράς, προς όλους τους πολίτες, κάτι που είναι δύσκολο έως αδύνατο στην ιδιωτική – επιχειρηματική ραδιοτηλεόραση και μάλιστα την ελληνική.
Με τα ζητήματα αυτά συνδέεται και το μοντέλο οργάνωσης της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, καθώς και οι αρχές του προγράμματος της. Αυτό είναι ίσως και το πλέον σημαντικό, το πιο κρίσιμο ζήτημα, που μπορεί να δώσει νόημα και υπόσταση στα υπόλοιπα ερωτήματα που θέσαμε. Όπως έχουν τονίσει κάπου αλλού άλλοι αναλυτές, δεν υπάρχουν άπειρες πηγές στελέχωσης της δημόσιας αλλά και κάθε άλλης, θα προσέθετα εγώ, ραδιοτηλεόρασης.
Α) Το πρώτο είναι η αγορά, δηλαδή οι ιδιωτικές εταιρείες. Είναι αυτονόητο πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να το υιοθετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, και άλλωστε σ’ αυτόν τον παράγοντα στήριξε και στηρίζει εν πολλοίς η συγκυβέρνηση την οργάνωση της ΔΤ/ΝΕΡΙΤ προκείμενου να την ελέγχει πολιτικά, αλλά και προκειμένου να εξυπηρετεί ιδιωτικά εταιρικά μεγαλο-συμφέροντα.
Β) Η δεύτερη πηγή είναι το κράτος. Αυτό αν και μπορεί να δελεάσει κάποιους από την αριστερά, είναι κάτι που πρέπει να το αποφύγει ο ΣΥΡΙΖΑ πάσει θυσία. Και όταν μιλάμε για την αποκοπή από τον κυβερνητισμό δεν θα πρέπει να εννοούμε μόνο από την κυβέρνηση, αλλά συνολικά από το πολιτικό σύστημα , λ.χ. τη διάσκεψη των προέδρων της Βουλής όπως έχει γραφτεί κάπου. Το τελευταίο είναι ένας άλλος, έμμεσος, τρόπος πολιτικού ελέγχου της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, ο οποίος αλληλοσυμπληρώνεται με τον κρατικό συνδικαλισμό σε αυτήν. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποφύγει την παγίδα της εξάρτησης της νέας ΕΡΤ από την κυβέρνηση, το πολιτικό σύστημα ή το κράτος. Το τελευταίο πρέπει να είναι ο εγγυητής όχι ο διευθυντής ορχήστρας της νέας ΕΡΤ.
-Πρώτον, διότι αν έπασχε από κάτι η παλιά ΕΡΤ που την εμπόδιζε να είναι πραγματικά δημόσια, ήταν ο κυβερνητισμός και ο κρατισμός που την καθιστούσαν φερέφωνο κάθε κυβέρνησης της δικομματικής ολιγαρχίας, αλλά και εξυπηρέτησης πολλαπλών πελατειακών συμφερόντων με τα οποία συνδέονταν αυτές οι κυβερνήσεις.
-Δεύτερον, διότι έχοντας αποτύχει το μοντέλο της κρατικής τηλεόρασης, πολύ περισσότερο αν υποκατασταθεί η δημόσια τηλεόραση από μια εργατική ή σοσιαλιστική κοκ τηλεόραση, δεν θα βρει τη συμπαράσταση της κοινωνίας, όπως δεν τη βρίσκει τώρα η ΝΕΡΙΤ, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην ωφεληθεί ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να υποστεί πολιτική βλάβη, καθώς θα δώσει τροφή και δικαιολογία στην πολιτική του μαύρου. Σ’ αυτήν την περίπτωση, είναι πιθανό μια επόμενη, λίγο πολύ νεοφιλελεύθερη ή νεοσυντηρητική κυβέρνηση να διαλύσει και ως ιδέα τη δημόσια ραδιοτηλεόραση στην Ελλάδα, όπως έχει γίνει σε άλλες χώρες. Πράγμα που δεν θα συμβεί αν ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να δημιουργήσει μια πραγματική και σύγχρονη, αποτελεσματική δημόσια ραδιοτηλεόραση.
- Τρίτον, ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να «επαναφέρει» την ΕΡΤ, όπως ενδεχομένως προσδοκούν ορισμένοι, στην προηγούμενη κατάσταση του 1730/87, κάτι που νομικά είναι εύκολο αλλά πρακτικά πολύ δύσκολο, τότε ίσως δώσει το έναυσμα στις δυνάμεις της αδράνειας να ανακόψουν την δημοκρατική αλλαγή στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, τη νέα ΕΡΤ, προσπαθώντας να επαναφέρουν παλιές νοοτροπίες και πρακτικές, ενώ θα προσφέρει έτοιμο ένα ισχυρό εργαλείο χειραγώγησης σε μια επόμενη κυβέρνηση, δια χειρός ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η εμπειρία των κοινωνικών πειραμάτων τις προηγούμενες δεκαετίες έχουν αποστρέψει ιδεολογικά την αριστερά από το κράτος ως αποκλειστικό φορέα του δημοσίου συμφέροντος.
Γ) Η τρίτη δυνατή πηγή στελέχωσης και οργάνωσης της διοίκησης της ελληνικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, της «νέας ΕΡΤ», είναι η κοινωνία πολιτών. Σωστά ο ΣΥΡΙΖΑ στρέφεται προς αυτήν και θα πρέπει να παραμείνει αταλάντευτος μέχρι τέλους σ’ αυτήν τη στρατηγική. Το όργανο διοίκησης της νέας ΕΡΤ ( ασχέτως αν θα λέγεται Εποπτικό Συμβούλιο ή Θανάσης) πρέπει να είναι η γέφυρα με την κοινωνία. Να θέτει τους στόχους και της αρχές λειτουργίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, της νέας ΕΡΤ, εξ ονόματος της κοινωνίας.
Όποιος θέλει μια δημόσια ραδιοτηλεόραση ανεξάρτητη από την κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα κατ’ ανάγκη θα πρέπει να δεχτεί και τη συγκρότηση ενός σώματος διοίκησης και λειτουργίας από την κοινωνία και εξ ονόματός της, στην οποία και θα απολογείται, όπως και στους εκπροσώπους του ελληνικού λαού. Κάποια κριτική που διατυπώθηκε, πως π.χ. το Εποπτικό Συμβούλιο (ΕΣ) αντιγράφει το αντίστοιχο της ΝΕΡΙΤ, βασίζεται είτε σε άγνοια είτε σε πρόθεση να υπαχθεί η δημόσια ραδιοτηλεόραση στον έλεγχο της (νέας) κυβέρνησης (του ΣΥΡΙΖΑ). Κι τούτο διότι το ΕΣ δεν αποτελεί νερίτικη πρωτοτυπία. Υπάρχει δεκαετίες τώρα, σε άλλες χώρες (λ.χ. Γερμανία), όπου λειτουργεί η δημόσια ραδιοτηλεόραση, με τρόπο ώστε να μην ελέγχεται από την πολιτική εξουσία, τουλάχιστον με τον τρόπο που συμβαίνει στην Ελλάδα.
Αυτό που έκανε η συγκυβέρνηση ήταν να συγκροτήσει το ΕΣ με τέτοιο τρόπο (βλ. άρθρο 16 και περαιτέρω του Ν/Σ για τη ΝΕΡΙΤ) ώστε να μπορεί να ελέγχει πολιτικά τη δημόσια ραδιοτηλεόραση, όχι μόνο τώρα αλλά και τα επόμενα 10 σχεδόν χρόνια, είναι δεν είναι στην κυβέρνηση, και ταυτοχρόνως να στηρίζεται στα, και να εξυπηρετεί ιδιωτικά μεγαλο-συμφέροντα, όπως άλλωστε το απέδειξε με την κάλυψη της προεδρίας, την παρέμβασή της ώστε για να μη μεταδοθεί η ομιλία του Τσίπρα κ.ά.
Από την άποψη αυτή είναι εξαιρετικά κρίσιμο, στην πρότασή του ΣΥΡΙΖΑ για τη νέα ΕΡΤ να διευκρινιστεί ο τρόπος τρόπο με τον οποίο θα εκπροσωπηθεί η κοινωνία στη συγκρότηση αυτού του οργάνου. Η απουσία παρόμοιας διευκρίνησης, πέρα από την ασάφεια που δημιουργεί, καλλιεργεί προσδοκίες με τις οποίες πιθανόν να βρεθεί αντιμέτωπος όταν έρθει στην εξουσία, κυρίως όμως στερεί από τον εαυτό του ένα σχέδιο για το πώς θα υλοποιήσει αυτή την προγραμματική του δέσμευση. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ περιμένει να βρει τον τρόπο μετά την εκλογική νίκη τότε θα χάσει πολύτιμο χρόνο, ενώ οι δυνάμεις της αδράνειας και εκείνων που πιθανόν δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα από την παλιά ΕΡΤ, να προβάλουν σθεναρή ίσως και ανυπέρβλητη αντίσταση, καθώς μάλιστα έχουν κάθε λόγο να τον περιτριγυρίζουν προεκλογικά.
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί κάτι ακόμα. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως έχει διατυπωθεί σε διάφορα κείμενα, ορθά επισημαίνει την ενσωμάτωση των κατακτήσεων μετά την 11η Ιουνίου στη νέα ΕΡΤ. Μεταξύ αυτών είναι και η «αυτοδιαχείριση» (αν και δεν είναι η μόνη κατάκτηση, είναι όμως σημαντική γιατί έχει να κάνει με την οργάνωση και λειτουργία του οργανισμού της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης). Η αυτοδιαχείριση προέκυψε ως ανάγκη επειδή αφενός η ΕΡΤ έχασε το φορέα που εκπροσωπούσε (το κράτος) και δεύτερον τη διοίκησή της, που διοριζόταν από το αυτόν το φορέα. Ωστόσο η σημασία της αναδείχθηκε όχι τόσο στη διοίκηση (αυτό είναι ένα κεφάλαιο που χρειάζεται ξεχωριστή συζήτηση) όσο στην παραγωγή του προγράμματος.
Με άλλα λόγια, η αυτοδιαχείριση είναι ζωτικής σημασίας σε μια νέα, πραγματικά δημόσια ΕΡΤ, αλλά στον τομέα της παραγωγής, όπως άλλωστε και στην περίοδο μετά το μαύρο. Όχι όμως στον τομέα της διοίκησης. Το ξαναλέμε, η δημόσια ραδιοτηλεόραση είναι μια ραδιοτηλεόραση για όλους, και σ’ αυτήν εκπροσωπείται όλη η κοινωνία Επιπλέον, είναι θεσμικό ασυμβίβαστο, μάλιστα σε οργανισμό δημόσιας υπηρεσίας, οι παραγωγοί, και μάλιστα μέσα από μια συνδικαλιστικού χαρακτήρα οργάνωση, να αποτελούν και το όργανο διοίκησης του οργανισμού. Τέτοια όργανα δεν μπορεί να ασκούν συνδιοίκηση, πολύ δε περισσότερο διοίκηση, αλλά να παλεύουν για τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Αν η συνδικαλιστική οργάνωση ασκεί διοίκηση, αυτό είναι ο πιο σύντομος δρόμος για την αποτυχία του δημόσιου οργανισμού και εν τέλει του εγχειρήματος της αυτοδιαχείρισης. Μια τέτοια συνδιοικητική ή διοικητική αντίληψη της αυτοδιαχείρισης δεν είναι συμβατή με τους οργανισμούς δημόσιας υπηρεσίας. Άλλωστε τέτοιες αντιλήψεις και πρακτικές δοκιμάστηκαν παλιότερα από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, απέτυχαν και τις απέρριψε κοινωνία, ενώ συνδέθηκαν με σοβαρά προβλήματα δυσλειτουργίας.
Η διοικητική αντίληψη της αυτοδιαχείρισης είναι εφαρμόσιμη σε ιδιωτικές επιχειρήσεις που πτώχευσαν ή σε συνεταιριστικά σχήματα. Στις δημόσιες υπηρεσίες τέτοιες πρακτικές γίνονται αριστερισμός που εν τέλει οδηγεί στη συρρίκνωση της ίδια της δημόσιας υπηρεσίας. Σε κάθε περίπτωση, η απουσία περιγραφής του τρόπου στελέχωσης του οργάνου διοίκησης της νέας ΕΡΤ, μπορεί να τροφοδοτήσει παρόμοιες αντιλήψεις για την αυτοδιαχείριση ή την έλλειψη στρατηγικής, και αδυναμία που στην πράξη θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Αυτό ενισχύεται μάλιστα από την απουσία ενός «οδικού χάρτη» για το πώς θα δημιουργηθεί η νέα ΕΡΤ από το σημείο που βρισκόμαστε σήμερα (ΝΕΡΙΤ), πρόβλημα που θα συναντήσει ο ΣΥΡΙΖΑ όταν έρθει στην εξουσία. Γι’ αυτό θα πρέπει να καλύψει το εν λόγω κενό πάραυτα. Το κενό αυτό αν συνεχίσει να υπάρχει είτε θα λειτουργήσει παραλυτικά την επαύριο της ανάληψης της διακυβέρνησης είτε θα ενισχύσει όσους θέλουν την παλιά ΕΡΤ (και μάλιστα χωρίς τους νερίτες), όχι μόνο διότι είναι γνώριμη και βολική, αλλά επειδή φοβίζει κιόλας ένα ασαφές αύριο.
Αυτό μας φέρνει και στο επόμενο σημείο που έχει να κάνει με τη σημερινή ΝΕΡΙΤ. Πολλοί θέλουν απλά να διαλυθεί η ΝΕΡΙΤ, και ταυτόχρονα να αποκατασταθεί η παλιά ΕΡΤ χωρίς τους Νερίτες. Εδώ αξίζουν προσοχής δυο σημεία. Πρώτον, τι θα συμβεί στο επίπεδο οργανισμού, δηλαδή νέας ΕΡΤ-ΝΕΡΙΤ, και δεύτερο τι θα συμβεί στο επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού. Το τι θα συμβεί σε επίπεδο οργανισμού πρέπει να διευκρινίζεται στον «οδικό χάρτη» προς τη νέα ΕΡΤ.
Η μόνη περίπτωση να μη χρειαστεί τέτοιος οδικός χάρτης, είναι να ανασυσταθεί απλώς η παλιά ΕΡΤ (1730/87) και να διαλυθεί η ΝΕΡΙΤ. Αν και το πρώτο είναι το πιο σημαντικό, για ευνόητους λόγους, σε αρκετές διαμάχες, ιδιαίτερα μεταξύ των απολυμένων της ΕΡΤ, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, έχει επικρατήσει το δεύτερο. Δηλαδή έχει επικρατήσει η διάθεση να «τιμωρηθούν» όσοι πήγαν στη ΝΕΡΙΤ. Κατ’ αρχήν αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό, αν και σε κάθε περίπτωση η ηθική και υλική δικαίωση όσων αγωνίστηκαν και αγωνίζονται κατά του μαύρου έχει μεγάλη πρακτική και συμβολική σημασία. Κατά δεύτερο λόγο, όσοι πήγαν στην ΝΕΡΙΤ πήγαν με μια νόμιμη διαδικασία (όποιος το αμφισβητεί είναι σαν να δέχεται τη ρήση του Πάγκαλου «μαζί τα φάγαμε»). Ωστόσο πρέπει να διαχωριστεί η θέση στο επάγγελμα από τη θέση ευθύνης. Το προσωπικό που στελεχώνει τη δημόσια ραδιοτηλεόραση θα πρέπει να είναι το καλλίτερο δυνατόν επαγγελματικά που διαθέτει η χώρα, αλλά και θα μπορεί εξίσου να λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, ανεξάρτητα και ακηδεμόνευτα.
Σε ότι αφορά το τρίτο σημείο, την αριστερή άποψη για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση, η διαφορά της αριστερής πρότασης από οποιαδήποτε άλλη, όπως ήδη φάνηκε, βρίσκεται ακριβώς στη σημασία που δίνει στην κοινωνία πολιτών για την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, της «νέας ΕΡΤ». Η προσφυγή στην κρατική πατρωνεία ή στην πατρωνεία της αγοράς είναι ξένη προς τη λογική της αριστεράς. Η αγορά είναι ιδεολογικά και υλικά αντίθετη με τα δημόσια αγαθά ει μη μόνο ως αγελάδες κατάλληλες για άρμεγμα. Για το δε κράτος, οι δημόσιοι οργανισμοί σε ένα πελατειακό περιβάλλον, είναι ένα εργαλείο πολιτικού και ιδεολογικού ελέγχου, αλλά και, στη χώρα μας, πελατειακών σχέσεων, που εν τέλει πορεύονται εν αρμονία με τα συμφέροντας της «αγοράς».
Τέλος σε ότι αφορά το προφίλ της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης σε συνθήκες κρίσης και επίθεσης στα δημόσια αγαθά, κωδικοποιημένα μόνο μπορούμε να πούμε ότι η σύγχρονη δημόσια ραδιοτηλεόραση δεν πρέπει να επαναπαύεται στις δάφνες της, να θεωρεί την ύπαρξή της δεδομένη. Αμφισβητείται και θα αμφισβητείται διαρκώς και θα πρέπει να βελτιώνει και να υπερασπίζεται τον εαυτό της, και το ίδιο θα πρέπει να κάνουν όσοι πιστεύουν στην ιδέα των δημόσιων αγαθών, όσοι είναι εναντίον της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας.
Η δημόσια ραδιοτηλεόραση θα πρέπει να μελετά και να μετρά διαρκώς την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρει, τα αποτελέσματα αυτού του έργου στο κοινό της, την άποψη του ίδιου του κοινού της. Θα πρέπει να βελτιώνεται διαρκώς, να καινοτομεί, να πειραματίζεται. Θα πρέπει να υπερασπίζεται τον εαυτό της, να αναλαμβάνει εκστρατείες γι’ αυτό.
Όμως πάνω απ’ όλα θα πρέπει να μάχεται υπέρ της σημασίας των δημόσιων αγαθών σε όλους τους τομείς, στην υγεία, την παιδεία κ.λπ. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση θα πρέπει να ασκεί τον πιο αυστηρό έλεγχο στη λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων, των δημόσιων πανεπιστημίων και σχολείων, των δημόσιων συγκοινωνιών κοκ. Όμως ταυτόχρονα θα πρέπει να ασκεί τον ίδιο αυστηρό και έλεγχο για αποκλίσεις από την εθνική και διεθνή νομιμότητα και στάνταρτς, των ιδιωτικών κερδοσκοπικών εταιρειών επίσης σε όλους τους τομείς. Κάτι που μέχρι τώρα σχεδόν ήταν ανύπαρκτο.
Ο έλεγχος και η κριτική στα ιδιωτικά νοσοκομεία, τα ιδιωτικά σχολεία κ.λπ. ήταν απούσα στην κρατική ΕΡΤ. Ο ιδιωτικός τομέας αν και άγγιζε και αγγίζει τα συμφέροντα των ελλήνων πολιτών, ήταν στο απυρόβλητο της παλιάς ΕΡΤ. Υπήρχε ταμπού, υπήρχε ένα πέπλο σιωπής γύρω από τη λειτουργία αυτού του τομέα δραστηριοτήτων
Υπάρχουν πολλά ακόμα που μπορούμε να πούμε, αυτά ήταν μερικά από τα πιο σημαντικά. Αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι η διαδικασία της αλλαγής στη χώρα έχει ήδη ξεκινήσει. Το τραίνο αυτό θα το οδηγήσει όχι εκείνος που έχει την εικόνα του καλλίτερου μηχανοδηγού, αλλά εκείνος που πραγματικά είναι προετοιμασμένος να φτάσει πολύ μακριά.
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου