Η Ελλάδα είναι
καταδικασμένη λόγω της γεωγραφικής της τοποθεσίας να βρίσκεται σε μία
περιοχή η οποία θα βρίσκεται διαρκώς σε αστάθεια και σε πολιτική
αναταραχή. Βρίσκεται στο σημείο όπου τέμνονται οι δύο τεκτονικές πλάκες -
της κατά Brzezinski γεωπολιτικής σκακιέρας- της Δύσης και του Νότου.
Αναπόφευκτα η περιοχή οδηγεί την Ελλάδα στην αντιμετώπιση σύνθετων
απειλών στην ασφάλειά της.
Την ίδια στιγμή η μεγαλύτερη απειλή για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδος, η Τουρκία, διαρκώς αναβαθμίζει τις αξιώσεις της (βλέπε αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάνης) καθώς και την ισχύ της απειλής της. Η Τουρκία βρίσκεται στην διαδικασία αγοράς και ένταξης στις ΕΔ της νέων εξοπλιστικών συστημάτων σε αντίθεση με την Ελλάδα που βρίσκεται σε «αυτοεμπάργκο». Η Τουρκία από το 2020 ως το 2021 θα εντάξει στο δυναμικό της το νέο άρμα μάχης Altay, το νέο μαχητικό αεροσκάφος F35 και το νέο της υποβρύχιο, ενώ διαθέτει βαλλιστικούς πυραύλους ικανούς να πλήξουν το σύνολο της Ελληνικής επικράτειας.
Η Ελλάδα προκειμένου να διατηρήσει την ειρήνη δια της ισορροπίας δυνάμεων και τα εθνικά συμφέροντά της σε Κύπρο, Αιγαίο και Θράκη είναι αναγκασμένη να διατηρεί ένα μεγάλο αμυντικό σύστημα, πολυπληθές, με μεγάλες ανάγκες σε σύγχρονα τεχνολογικά αμυντικά συστήματα τα οποία διαθέτουν και εξαιρετικά δαπανηρές ανάγκες συντήρησης. Δυστυχώς δεν γίνεται αλλιώς και όσοι προτείνουν το αντίθετο, είναι είτε αφελείς είτε εξυπηρετούν σκοπιμότητες. Αν θέλουμε να διατηρήσουμε την ειρήνη, και είναι προς το συμφέρον να τη διατηρήσουμε, δεν πρέπει να επιτραπεί να ανοίξει η ψαλίδα την αμυντικής ισχύος μεταξύ των δύο κρατών. Αυτό σημαίνει και προμήθεια σύγχρονων εξοπλιστικών συστημάτων.
Εξαιτίας των ανωτέρω λόγων η ελληνική Δημοκρατία θα είναι αναγκασμένη να διαθέτει αξιόλογες ένοπλες δυνάμεις με τα ανάλογα αμυντικά συστήματα. Αυτή η κατάσταση την οδηγεί ώστε να ξοδεύει σημαντικό ποσό του προϋπολογισμού για την ασφάλειά της, πόροι χρήσιμοι που θα μπορούσαν να διατεθούν σε άλλους τομείς.
Πώς θα αναπτύξουμε αμυντική βιομηχανία στην Ελλάδα; Υπάρχουν δύο μέθοδοι για αυτό. Η μία είναι αυτή που ακλούθησε η Τουρκία και η άλλη αυτή της Πολωνίας. Η μέθοδος της Τουρκίας ήταν οι εγχώριες αμυντικές βιομηχανίες, κρατικές και ιδιωτικές, να συμμετάσχουν ως υποκατασκευαστικές υποχρεωτικά στις μεγάλες προμήθειες αμυντικού υλικού από ξένες χώρες, ακόμα και αν οι ξένες χώρες εξέφραζαν την ενόχλησή τους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι αμυντικές βιομηχανίες της να αποκτήσουν την τεχνογνωσία και τις κατάλληλες υποδομές για την επόμενη φάση. Στην επόμενη φάση τους οι τουρκικές αμυντικές βιομηχανίες ξεκίνησαν τον σχεδιασμό αλλά και την παραγωγή δικών τους προϊόντων. Τυπικά παραδείγματα οι κορβέτες κλάσης ADA του ΤΠΝ όπου συμμετείχαν πάνω από 50 τουρκικές εταιρείες στην ανάπτυξή και την κατασκευή τους καθώς και η συλλογή αναβάθμισης των γερμανικών αρμάτων μάχης Leopard 2A4 της Aselsan εξ' ολοκλήρου δικής της σχεδίασης.
Η άλλη μέθοδος είναι αυτή της Πολωνίας όπου ιδιωτικοποίησε σε μεγάλο βαθμό τις κρατικές αμυντικές βιομηχανίες της, οι οποίες αγοράστηκαν από μεγάλες διεθνείς του είδους, με αποτέλεσμα την παραγωγή και συναρμολόγηση αμυντικού και αεροδιαστημικού υλικού στην Πολωνία ακόμα και για αμυντικά προγράμματα τρίτων χωρών. Με τον τρόπο αυτό η Πολωνία κατάφερε να συμμετάσχει στην παραγωγή αμυντικών συστημάτων για παραγγελίες που δεν πραγματοποιεί η ίδια και να δημιουργήσει ένα cluster πολωνικών επιχειρήσεων οι οποίοι δρουν ως υπεργολάβοι και ως προμηθευτές των μεγαλύτερων εταιρειών. Αυτές οι επιχειρήσεις είναι και η βάση της δημιουργίας νέων εγχώριων αμυντικών συστημάτων που θα εξυπηρετούν τις εγχώριες ανάγκες και οι οποίες αναπτύσσουν προϊόντα δυτικής σχεδίασης και πετυχαίνουν και εξαγωγές.
Όποιος δρόμος κι αν ακολουθηθεί, τα πλεονεκτήματα από το στήσιμο Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας είναι μεγάλα. Πρώτον, σημαντικό κεφάλαιο από τις αγορές αμυντικού εξοπλισμού, μένει στην Ελλάδα και επανεπενδύεται στο βιομηχανικό δυναμικό της ενώ παράλληλα δημιουργούνται και θέσεις εργασίας υψηλής κατάρτισης. Δεύτερον, η αμυντική βιομηχανία είναι κατά κύριο λόγο υψηλής τεχνολογίας. Έτσι δημιουργείται ανθρώπινο κεφάλαιο και τεχνογνωσία, η οποία θα μπορεί να διαχυθεί και στον πολιτικό τομέα, βάζοντας τις βάσεις για δημιουργία επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας, όπως κατάφερε και έκανε το Ισραήλ. Οι τεχνολογίες που αναπτύχθηκαν για την αμυντική βιομηχανία του Ισραήλ μεταφέρθηκαν στον πολιτικό τομέα, ενώ υπάρχει και το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό για να τις αξιοποιήσει. Δεν είναι τυχαίο πως το Ισραήλ είναι μια από τις πιο καινοτόμες οικονομίες του κόσμου. Ακόμη η Ελλάδα θα διατηρεί την ικανότητα της να συντηρεί τα αμυντικά συστήματά της ανεξάρτητα, χωρίς να ικετεύει την εκάστοτε χώρα προμήθεια και να ξοδεύει πολιτικό κεφάλαιο προκειμένου να πετύχει την αναγκαία συντήρηση.
Αυτά μπορούν να γίνουν, απλώς απαιτείται πολιτική βούληση για μακρόπνοο και προσεκτικό σχεδιασμό, προκειμένου οι αγορές αμυντικών συστημάτων να μην αντιμετωπίζονται από τους λήπτες αποφάσεων ως επίσκεψη σε (διεφθαρμένο) σούπερ μάρκετ, αλλά ως αναπτυξιακό εργαλείο. Όπως επίσης ούτε ως βάρος του προϋπολογισμού, αλλά ως επένδυση για την οικονομία και ασφάλεια της χώρας και το σημαντικότερο, ως επένδυση για τη διασφάλιση της ειρήνης.
Την ίδια στιγμή η μεγαλύτερη απειλή για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδος, η Τουρκία, διαρκώς αναβαθμίζει τις αξιώσεις της (βλέπε αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάνης) καθώς και την ισχύ της απειλής της. Η Τουρκία βρίσκεται στην διαδικασία αγοράς και ένταξης στις ΕΔ της νέων εξοπλιστικών συστημάτων σε αντίθεση με την Ελλάδα που βρίσκεται σε «αυτοεμπάργκο». Η Τουρκία από το 2020 ως το 2021 θα εντάξει στο δυναμικό της το νέο άρμα μάχης Altay, το νέο μαχητικό αεροσκάφος F35 και το νέο της υποβρύχιο, ενώ διαθέτει βαλλιστικούς πυραύλους ικανούς να πλήξουν το σύνολο της Ελληνικής επικράτειας.
Η Ελλάδα προκειμένου να διατηρήσει την ειρήνη δια της ισορροπίας δυνάμεων και τα εθνικά συμφέροντά της σε Κύπρο, Αιγαίο και Θράκη είναι αναγκασμένη να διατηρεί ένα μεγάλο αμυντικό σύστημα, πολυπληθές, με μεγάλες ανάγκες σε σύγχρονα τεχνολογικά αμυντικά συστήματα τα οποία διαθέτουν και εξαιρετικά δαπανηρές ανάγκες συντήρησης. Δυστυχώς δεν γίνεται αλλιώς και όσοι προτείνουν το αντίθετο, είναι είτε αφελείς είτε εξυπηρετούν σκοπιμότητες. Αν θέλουμε να διατηρήσουμε την ειρήνη, και είναι προς το συμφέρον να τη διατηρήσουμε, δεν πρέπει να επιτραπεί να ανοίξει η ψαλίδα την αμυντικής ισχύος μεταξύ των δύο κρατών. Αυτό σημαίνει και προμήθεια σύγχρονων εξοπλιστικών συστημάτων.
Εξαιτίας των ανωτέρω λόγων η ελληνική Δημοκρατία θα είναι αναγκασμένη να διαθέτει αξιόλογες ένοπλες δυνάμεις με τα ανάλογα αμυντικά συστήματα. Αυτή η κατάσταση την οδηγεί ώστε να ξοδεύει σημαντικό ποσό του προϋπολογισμού για την ασφάλειά της, πόροι χρήσιμοι που θα μπορούσαν να διατεθούν σε άλλους τομείς.
Πώς θα μπορούσαν αυτοί οι αναγκαίοι πόροι να μην είναι χαμένοι από την ελληνική οικονομία; Με ποιο τρόπο θα μπορούσε η Ελλάδα να πάψει να είναι από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς αμυντικών συστημάτων; Γίνεται αυτές οι επενδύσεις στην ασφάλεια της χώρας να μην αποτελούν τροχοπέδη για την υπόλοιπη οικονομία της;Η λύση δεν είναι εξωτική. Βρίσκεται στην ανάπτυξη εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Προτού όμως συνεχίσουμε θα πρέπει να διαλύσουμε έναν μύθο. Ο μύθος, να μην μας το επιτρέψουν αυτοί που μας πουλάνε τα όπλα, δηλαδή οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς όπλων των ΗΠΑ και οι παραγωγοί αμυντικού εξοπλισμού της ΕΕ και της Ρωσίας. Αυτός ο μύθος αναπτύσσεται ξεκάθαρα για να δικαιολογήσει την έλλειψη πολιτικής βούλησης, την ανοργανωσιά των ελληνικών αμυντικών βιομηχανιών, την έλλειψη σχεδίου για την αμυντική βιομηχανία και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Στην Ελλάδα η αμυντική βιομηχανία αντιμετωπίζεται από τις πολιτικές ηγεσίες ως ευκαιρία για βόλεμα ημετέρων και οι αγορές εξοπλισμών ως χρήσιμο εργαλείο για αγορά πολιτικής (προσωπικής) επιρροής στις πρωτεύουσες των χωρών προμήθειας.
Πώς θα αναπτύξουμε αμυντική βιομηχανία στην Ελλάδα;Άλλωστε, χώρες χωρίς μεγάλη πολιτική ισχύ αναπτύσσουν αμυντικά συστήματα στον βαθμό που τους επιτρέπουν οι τεχνολογικές και παραγωγικές δυνατότητές τους και πετυχαίνουν και εξαγωγικές επιτυχίες. Για παράδειγμα η αμυντική βιομηχανία Česká Zbrojovka της Τσεχίας μόλις πρόσφατα είχε εξαγωγική επιτυχία και η Πολωνία τελείωσε την αποκλειστικά εγχώρια ανάπτυξη του ατομικού οπλισμού της όπου και ξεκίνησε την παραγωγή για τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας.
Πώς θα αναπτύξουμε αμυντική βιομηχανία στην Ελλάδα; Υπάρχουν δύο μέθοδοι για αυτό. Η μία είναι αυτή που ακλούθησε η Τουρκία και η άλλη αυτή της Πολωνίας. Η μέθοδος της Τουρκίας ήταν οι εγχώριες αμυντικές βιομηχανίες, κρατικές και ιδιωτικές, να συμμετάσχουν ως υποκατασκευαστικές υποχρεωτικά στις μεγάλες προμήθειες αμυντικού υλικού από ξένες χώρες, ακόμα και αν οι ξένες χώρες εξέφραζαν την ενόχλησή τους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι αμυντικές βιομηχανίες της να αποκτήσουν την τεχνογνωσία και τις κατάλληλες υποδομές για την επόμενη φάση. Στην επόμενη φάση τους οι τουρκικές αμυντικές βιομηχανίες ξεκίνησαν τον σχεδιασμό αλλά και την παραγωγή δικών τους προϊόντων. Τυπικά παραδείγματα οι κορβέτες κλάσης ADA του ΤΠΝ όπου συμμετείχαν πάνω από 50 τουρκικές εταιρείες στην ανάπτυξή και την κατασκευή τους καθώς και η συλλογή αναβάθμισης των γερμανικών αρμάτων μάχης Leopard 2A4 της Aselsan εξ' ολοκλήρου δικής της σχεδίασης.
Η άλλη μέθοδος είναι αυτή της Πολωνίας όπου ιδιωτικοποίησε σε μεγάλο βαθμό τις κρατικές αμυντικές βιομηχανίες της, οι οποίες αγοράστηκαν από μεγάλες διεθνείς του είδους, με αποτέλεσμα την παραγωγή και συναρμολόγηση αμυντικού και αεροδιαστημικού υλικού στην Πολωνία ακόμα και για αμυντικά προγράμματα τρίτων χωρών. Με τον τρόπο αυτό η Πολωνία κατάφερε να συμμετάσχει στην παραγωγή αμυντικών συστημάτων για παραγγελίες που δεν πραγματοποιεί η ίδια και να δημιουργήσει ένα cluster πολωνικών επιχειρήσεων οι οποίοι δρουν ως υπεργολάβοι και ως προμηθευτές των μεγαλύτερων εταιρειών. Αυτές οι επιχειρήσεις είναι και η βάση της δημιουργίας νέων εγχώριων αμυντικών συστημάτων που θα εξυπηρετούν τις εγχώριες ανάγκες και οι οποίες αναπτύσσουν προϊόντα δυτικής σχεδίασης και πετυχαίνουν και εξαγωγές.
Όποιος δρόμος κι αν ακολουθηθεί, τα πλεονεκτήματα από το στήσιμο Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας είναι μεγάλα. Πρώτον, σημαντικό κεφάλαιο από τις αγορές αμυντικού εξοπλισμού, μένει στην Ελλάδα και επανεπενδύεται στο βιομηχανικό δυναμικό της ενώ παράλληλα δημιουργούνται και θέσεις εργασίας υψηλής κατάρτισης. Δεύτερον, η αμυντική βιομηχανία είναι κατά κύριο λόγο υψηλής τεχνολογίας. Έτσι δημιουργείται ανθρώπινο κεφάλαιο και τεχνογνωσία, η οποία θα μπορεί να διαχυθεί και στον πολιτικό τομέα, βάζοντας τις βάσεις για δημιουργία επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας, όπως κατάφερε και έκανε το Ισραήλ. Οι τεχνολογίες που αναπτύχθηκαν για την αμυντική βιομηχανία του Ισραήλ μεταφέρθηκαν στον πολιτικό τομέα, ενώ υπάρχει και το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό για να τις αξιοποιήσει. Δεν είναι τυχαίο πως το Ισραήλ είναι μια από τις πιο καινοτόμες οικονομίες του κόσμου. Ακόμη η Ελλάδα θα διατηρεί την ικανότητα της να συντηρεί τα αμυντικά συστήματά της ανεξάρτητα, χωρίς να ικετεύει την εκάστοτε χώρα προμήθεια και να ξοδεύει πολιτικό κεφάλαιο προκειμένου να πετύχει την αναγκαία συντήρηση.
Αυτά μπορούν να γίνουν, απλώς απαιτείται πολιτική βούληση για μακρόπνοο και προσεκτικό σχεδιασμό, προκειμένου οι αγορές αμυντικών συστημάτων να μην αντιμετωπίζονται από τους λήπτες αποφάσεων ως επίσκεψη σε (διεφθαρμένο) σούπερ μάρκετ, αλλά ως αναπτυξιακό εργαλείο. Όπως επίσης ούτε ως βάρος του προϋπολογισμού, αλλά ως επένδυση για την οικονομία και ασφάλεια της χώρας και το σημαντικότερο, ως επένδυση για τη διασφάλιση της ειρήνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου