Μισέλ ντε Ρούυτερ (1607 – 1676)
Ο Μισέλ Αντριανζούν ντε Ρούυτερ υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ναυμάχους του 16ου αιώνα και έπαιξε βαρύνοντα ρόλο στην Ολλανδική θαλασσοκρατία.Γεννήθηκε το 1607 στο Φλύσινγκεν και ο πατέρας του είχε μικρό ζυθοποιείο. Από μικρός αγαπούσε το στρατιωτικό επάγγελμα και τη θάλασσα. Όπως ήταν λογικό μπάρκαρε για πρώτη φορά στα 11 του χρόνια, ενώ πρωτοπολέμησε στα 15 του στο πλευρό του Μαυρίκιου της Νασάου. Το 1631 είχε έναν άτυχο γάμο, αφού η σύζυγός του πέθανε στη γέννα και το μωρό του αμέσως μετά. Συνέχισε τα ταξίδια του ως ναυτικός, αλλά κάτι άλλαξε όταν ξαναπαντρεύτηκε το 1636 την μοναχοκόρη μιας ιδιαίτερα εύπορης οικογένειας.
Την επόμενη κιόλας χρονιά κυβερνούσε το δικό του πλοίο και
προστάτευε τα εμπορικά ολλανδικά πλοία που δεχόντουσαν πειρατικές
επιθέσεις. Αυτό συνέχισε επί τριετία και δεν πέρασε απαρατήρητο από το
Ολλανδικό Ναυαρχείο που του ζήτησε να γίνει κυβερνήτης στο «Χέιζ» ένα
από τα μεγάλα πολεμικά πλοία της χώρας.
Το 1641
οι Ολλανδοί με τον ντε Ρούυτερ να παίζει τον κυρίαρχο ρόλο, νίκησαν ένα
ισπανικό στόλο στο ακρωτήριο του Αγίου Βικεντίου. Επέστρεψε στο
εμπορικό ναυτικό, αγοράζοντας ένα μεγάλο πλοίο, το «Σαλαμάντερ», με το
οποίο ταξίδεψε επί μια δεκαετία στην Αφρική και τις Δυτικές Ινδίες.
Επιτυχημένος ναυτικός και έμπορος αποφάσισε να αποσυρθεί το 1652. Εκείνη
τη στιγμή ξέσπασε ο Α΄ Αγγλο-ολλανδικός πόλεμος και ο ντε Ρούυτερ έγινε
αρχιπλοίαρχος, διοικητής μοίρας, υπό τον εξαίρετο αρχηγό του Ολλανδικού
στόλου, Μάαρτεν Τρομπ. Μαζί του κέρδισε τη ναυμαχία του Πλύμουθ, του
Κέντις Νοκ και του Γκάμπαρντ. Μετά το θάνατο του Τρομπ στη ναυμαχία του
Σεβένινγκεν, αρνήθηκε να γίνει αρχηγός στόλου, υποδεικνύοντας ότι
υπήρχαν κάποιοι «αρχαιότεροι» ναύαρχοι.
Τον
Ιούλιο του 1655 μετέβη επικεφαλής μιας πολεμικής μοίρας στη Μεσόγειο
όπου αντιμετώπισε επιτυχώς πειρατές και την επόμενη χρονιά μετέβη με την
ίδια μοίρα στη Βόρεια θάλασσα, όπου έσπασε την πολιορκία του Δανικού
τότε Γκντανσκ, από τους Σουηδούς. Ήταν η αρχή μιας επιτυχημένης δράσης
τεσσάρων ετών που οδήγησε στο να χρησθεί ο ντε Ρούυτερ ιππότης από τον
Φρειδερίκο Γ΄, βασιλιά της Δανίας. Από το 1661 έως το 1664 επέστρεψε
στην Μεσόγειο. Κατόπιν πέρασε τον Ατλαντικό και επιτέθηκε επικεφαλής 13
πλοίων στην αγγλική αποικία στο Καρλάιλ Μπέυ, στο οποίο βύθισε αρκετά
αγκυροβολημένα πλοία, παθαίνοντας ο ίδιος ζημιές που τον υποχρέωσαν να
πάει στη Γαλλική Μαρτινίκα για επισκευές. Συνέχισε τις επιτυχημένες του
επιδρομές και επέστρεψε ως ήρωας στο Άμστερνταμ τον Αύγουστο του 1665
όπου και ονομάστηκε αντιναύαρχος και έγινε αρχηγός του Ολλανδικού στόλου
με την επίσημη κήρυξη του Β΄ αγγλο-ολλανδικού πολέμου.
Η πρώτη
του επιτυχία ήρθε στη σημαντική ναυμαχία «των τεσσάρων ημερών», αλλά
παραλίγο να ηττηθεί ολοσχερώς στη ναυμαχία της «Ημέρας του Αγίου
Δημητρίου». Κατόπιν αρρώστησε βαριά, αλλά εκτέλεσε την απίστευτη
επιδρομή στο Μέντγουαιη, που αποτέλεσε έναν αληθινό αγγλικό ναυτικό
εξευτελισμό, κάτι ιδιαίτερα σπάνιο για το βρετανικό βασιλικό ναυτικό. Ο
ντε Ρούυτερ έγινε τόσο διάσημος και αγαπητός (οι ναύτες του τον φώναζαν
«παππούλη»), που από το 1667 έως το 1671 του απαγορεύθηκε να ταξιδεύει
για να μην θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του.
Επέστρεψε στην ενεργό δράση στον Γ΄ Αγγλο-Ολλανδικό πόλεμο όπου στο
Σόουλμπεϋ (1672), στο Σούνενβελντ (1673) και στο Τέξελ (1673) νίκησε τον
ενωμένο Αγγλογαλλικό στόλο. Οι Ολλανδοί που είχαν στην ιεραρχία τους ως
ανώτερο βαθμό αυτόν του αντιναυάρχου, δημιούργησαν το βαθμό του
ναυάρχου για τον ντε Ρούυτερ. Το 1676 ως αρχηγός του ενωμένου
ολλανδο-ισπανικού στόλου πολέμησε στις ναυμαχίες του Στρόμπολι και της
Αυγούστας, όπου και τραυματίστηκε θανάσιμα. Ετάφη στη «Νέα Εκκλησία» του Άμστερνταμ στις 18 Μαρτίου 1677.
Τζορτζ Μονκ (1608 – 1670)
Ο
Τζορτζ Μονκ γεννήθηκε στο Πόθεριτζ του Ντέβον στις 6 Δεκεμβρίου 1608.
Γιος ξεπεσμένου ευγενούς, ένιωθε από μικρός έλξη για το στρατιωτικό
επάγγελμα και σε ηλικία 18 ετών πολέμησε ως εθελοντής στην εκστρατεία
του Κάδιξ. Το 1627 συμμετείχε στην ανεπιτγυχή προσπάθεια των Άγγλων να
σπάσουν τον αποκλεισμό της Λα Ροσέλ στην οποία βρισκόντουσαν
εγκλωβισμένοι Γάλλοι Προτεστάντες. Το 1629 μετέβη στην Ολλανδία στης
οποίας το στρατό εντάχθηκε ως μισθοφόρος κερδίζοντας βαθμούς, πείρα και
τον σεβασμό των συμπολεμιστών του. Το 1638 επέστρεψε στη χώρα του και
έγινε υποδιοικητής του συντάγματος του Νιούπορτ με το οποίο πολέμησε
στον επονομαζόμενο «πόλεμο των Επισκόπων» το 1640. Στην αποφασιστική
μάχη του Νιούμπερν απέδειξε τις στρατιωτικές του αρετές και έσωσε το
καταδικασμένο αγγλικό πυροβολικό που διέθετε ελάχιστα πυρομαχικά.
Η
επιτυχία του, οδήγησε τον Λόρδο του Λέστερ να ζητήσει από τον βασιλιά
Κάρολο Α΄ να αναθέσει στον Μονκ τη διακυβέρνηση της περιοχής του
Δουβλίνου με το ξέσπασμα της Ιρλανδικής Στάσης (1641), αλλά ο Κάρολος
προτίμησε τον Λόρδο Λάμπαρτ. Στον Αγγλικό εμφύλιο (1644) πολέμησε με
ανδρεία στο πλευρό του βασιλιά και αιχμαλωτίστηκε κατά τη μάχη του
Νάντουιτς το 1644. Πέρασε τα επόμενα δυο χρόνια φυλακισμένος στον Πύργο
του Λονδίνου, όπου και συνέγραψε ένα εξαιρετικό εγχειρίδιο στρατηγικής,
τις «Παρατηρήσεις επί στρατιωτικών και πολιτικών θεμάτων». Η ηρεμία και
το εμπειροπόλεμό του οδήγησαν στην αποφυλάκιση μετά από διετία και
μάλιστα οι πρώην εχθροί του, οι «Κοινοβουλευτικοί», του ανέθεσαν να
πολεμήσει ένα φιλοβασιλικό στρατό Ιρλανδών. Ο Μονκ ξεκαθάρισε ότι δεν
πολεμά κατά του βασιλιά, αλλά κατά των Ιρλανδών. Επιχειρησιακά δεν είχε
ιδιαίτερη επιτυχία, αλλά δεν του αποδόθηκαν ευθύνες. Αντίθετα, ο Όλιβερ
Κρόμγουελ που τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, του ζήτησε να πολεμήσουν μαζί στη
Σκωτία. Μαζί, στη μάχη του Ντάνμπαρ, διέλυσαν τους αντιπάλους τους σε
μια περίτρανη νίκη των «Κοινοβουλευτικών». Κατόπιν ο Κρόμγουελ τον άφησε
ως στρατιωτικό διοικητή στη Σκωτία και ο Μονκ κατάφερε την πλήρη
υποταγή της.
Το
Νοέμβριο του 1652 ονομάστηκε Ναύαρχος και οδήγησε με μαεστρία το στόλο
κατά τον Α΄ Αγγλο-Ολλανδικό Πόλεμο στον οποίο νίκησαν οι Βρετανοί. Ο
Μονκ ήταν παντού όπου υπήρχε αγγλική επιτυχία. Το 1653 κατέστειλε με
ελάχιστες απώλειες μια στάση στην Σκωτία, στην οποία παρέμεινε ως
Κυβερνήτης, ως προσωπική επιλογή του Κρόμγουελ. Με το θάνατο του
τελευταίου το 1658, ο Τζορτζ Μονκ τήρησε στάση αναμονής.
Οι
«Κοινοβουλευτικοί» του ανέθεσαν την αρχησία του στρατού, με τον οποίο
εισήλθε στο Λονδίνο το Φεβρουάριο του 1660. Εκεί άλλαξε στάση και
στήριξε τον Κάρολο Β΄ στην προσπάθεια να αποκαταστήσει τη μοναρχία.
Μάλιστα του πρότεινε να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες και
διαβεβαιώσεις, τις οποίες ο Κάρολος συμπεριέλαβε στην «Διακήρυξη της
Μπρέντα». Στις 25 Απριλίου 1660 το νέο Κοινοβούλιο αποκατέστησε πλήρως
το βασιλιά και ο Μονκ έγινε το «αγαπημένο παιδί» του μονάρχη, που
πράγματι του όφειλε ευγνωμοσύνη. Το αποτέλεσμα ήταν ο Μονκ να χρισθεί
ιππότης και να γίνει Δούκας του Αλμπεμάρλ, κόμης του Τόρινγκτον και
βαρόνος στο Ντέβον. Εκτός από τους τίτλους και τα χρήματα που έλαβε,
έγινε ένας από τους 8 ευγενείς που απέκτησαν δικαιώματα στην τεράστια
περιοχή της Καρολίνας στη Βόρεια Αμερική.
Η
απίστευτη πολιτική και στρατιωτική του καριέρα τελείωσε άδοξα, αφού με
το ξέσπασμα του Β΄ Αγγλο-ολλανδικού πολέμου το 1665 ξανάγινε Ναύαρχος,
διοκητής του Αγγλικού Στόλου. Όμως υπέστη συντριπτική ήττα με την
ταπεινωτική επιδρομή των Ολλανδών στο Μέντγουαιη, δυο χρόνια αργότερα.
Μετά τον πόλεμο και χωρίς να έχει χάσει την εύνοια του βασιλιά,
ιδιώτευσε μέχρι το θάνατό του στις 3 Ιανουαρίου 1670. Ετάφη με τιμές στο
αββαείο του Ουεστμίνστερ.
Επιδρομή στο Μέντγουαιη (1667)
Ο 17ος
αιώνας βρήκε την Ολλανδία να ανταγωνίζεται τη Βρετανία για τον έλεγχο
των θαλασσών. Μέσα σε 20 χρόνια έλαβαν χώρα τρεις Αγγλο-ολλναδικοί
πόλεμοι, με πλήθος σημαντικών ναυμαχιών. Ο Β΄ Αγγλο-ολλανδικός πόλεμος
ξεκίνησε το 1665, επί βασιλείας Καρόλου Β΄. Οι Βρετανοί είχαν κερδίσει
τον Α΄ Αγγλο-ολλανδικό πόλεμο, αλλά είχαν αποδυναμωθεί αφού μετά από
εμφύλιες διαμάχες και αναταραχές ο πρώτος βασιλιάς μετά την αποκατάσταση
της μοναρχίας ήθελε να περιορίσει τις στρατιωτικές δαπάνες. Οι Βρετανοί
υπέστησαν ήττα στη ναυμαχία των «τεσσάρων ημερών», αλλά νίκησαν στη
«ναυμαχία της ημέρας του Αγίου Δημητρίου». Ενώ η εμπόλεμη κατάσταση
διαρκούσε, ξεκίνησαν επαφές στη Μπρέντα για υπογραφή ειρήνης. Ο Ολλανδός
ηγέτης Γιόχαν ντε Βιτ, καθυστερούσε τις διαπραγματεύσεις ελπίζοντας ότι
θα βελτιώσει τη θέση του πετυχαίνοντας κάποια τετελεσμένα πριν την
ειρήνευση.
Με
τη βοήθεια κάποιων Βρετανών αντιβασιλικών πλοηγών, οι Ολλανδοί
σχεδίασαν την είσοδο του στόλου τους στον Τάμεση και την πυρπόληση
μέρους του Βρετανικού στόλου, κάτι αληθινά αδιανόητο και φυσικά
ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο. Την υλοποίηση του παράτολμου σχεδίου θα
αναλάμβανε ο ναύαρχος Μισέλ ντε Ρούυτερ, ίσως ο μεγαλύτερος ναυμάχος του
17ου
αιώνα, ο οποίος αμφέβαλε ιδιαίτερα για την εφικτότητα του σχεδίου. Στις
17 Μαΐου 1667 άρχισαν να συγκεντρώνονται οι μοίρες του Ολλανδικού στόλου
στο Τέξελ. Οι μοίρες του Ντεν Χέλντερ και του Άμστερνταμ κατέφθασαν
πρώτες, ακολουθούμενες από αυτήν του Ρότερνταμ. Με δεδομένο ότι άλλα
πλοία δε θα συνέδραμαν, λόγω αδυναμίας στρατολόγησης πληρωμάτων, ο ντε
Ρούυτερ αποφάσισε να προχωρήσει με όσα μπόρεσε να συγκεντρώσει.
Απέπλευσε στις 4 Ιουνίου με 62 φρεγάτες, 15 κορβέτες και 12 πυρπολικά.
Μια από τις μοίρες διοικούσε ο βαρόνος φαν Γκαντ, το πρόσωπο – κλειδί
της επιχείρησης. Σημαντικό μέρος της σχεδίασης, αλλά και της εκτέλεσης
του ανατέθηκε από τον Ρούυτερ, αφού ήταν ένας από τους πρώτους
πεζοναύτες, διοικητής του αντίστοιχου σώματος του Ολλανδικού στρατού,
ενός από τα πρώτα στην ιστορία που εξειδικευόταν σε αμφίβιες
επιχειρήσεις.
Στις 6
Ιουνίου η διάλυση της ομίχλης αποκάλυψε την Ολλανδική αρμάδα που έπλεε
προς τις εκβολές του Τάμεση. Οι Άγγλοι αιφνιδιάστηκαν γιατί ποτέ δεν
τους πέρασε από το μυαλό ότι κάποιος αντίπαλός τους θα ήταν τόσο
παράτολμος ώστε να εισέλθει στον Τάμεση. Το Λονδίνο προστατευόταν από
μικρό στόλο, ο οποίος δεν είχε πλήρη επάνδρωση για λόγους οικονομίας.
Μόνο τρεις φρεγάτες και τρια πυρπολικά ήταν ετοιμοπόλεμα στο Μέντγουαιη.
Το χειρότερο είναι ότι στη θέα των Ολλανδικών πλοίων, απλά «πάγωσαν».
Πέραν του συναγερμού που σήμαναν στο ναυπηγείο του Τσάθαμ δεν έλαβαν
κάποιο μέτρο μέχρι τις 9 Ιουνίου όπου κατάλαβαν τις Ολλανδικές προθέσεις
αφού η μοίρα του φαν Γκαντ με 1.000 πεζοναύτες έφτασε στον Τάμεση. Ο
βασιλιάς πανικόβλητος κινητοποίησε όλες τις πολιτοφυλακές στην ευρύτερη
περιοχή του Λονδίνου και μόλις στις 10 Ιουνίου ανέθεσε στο Ναύαρχο Μονκ,
Δούκα του Αλμπεμάρλ να μεταβεί στο Τσάθαμ. Παράλληλα, ο ναύαρχος
πρίγκιπας Ρούπερτ διατάχθηκε να οργανώσει την άμυνα του Γούλγουιτς. Για
να φθάσουν οι Ολλανδοί στο Τσάθαμ, θα έπρεπε να καταλάβουν πρώτα το
μικρό φρούριο του Σήρνες, να πλεύσουν στον Τάμεση μέχρι το Γκρέηβσαντ
και κατόπιν να πλεύσουν στον Μέντγουαιη μέχρι το Τσάθαμ.
Ο
Τζορτζ Μονκ μετέβη στη στρατηγική θέση του Γκρέηβσαντ, όπου διαπίστωσε
ότι το φρούριο διέθετε ελάχιστα πυροβόλα και διέταξε να μεταφερθούν
άμεσα πυροβόλα από το Λονδίνο. Την επόμενη μέρα μετέβη στο Τσάθαμ, το
οποίο θα έπρεπε να είναι ετοιμοπόλεμο. Αντ’ αυτού βρήκε το ναυπηγείο
σχεδόν εγκαταλελειμμένο, με ελάχιστα πυρομαχικά και ισχύ πυρός που δεν
μπορούσε σε καμία περίπτωση να προστατεύσει την αλυσίδα του λιμανιού που
εμπόδιζε την είσοδο στο Μέντγουαιη. Παίρνοντας την κατάσταση στα χέρια
του, διέταξε την άμεση μεταφορά πυροβολικού και στο Τσάθαμ.
Οι
Ολλανδοί εισήλθαν στο Μέντγουαιη στις 10 Ιουνίου και κανονιοβόλησαν τα
ανέτοιμα οχυρωματικά έργα. Κάποια αγκυροβολημένα αγγλικά πλοία
προσπάθησαν να αντιδράσουν. Το καλύτερο αγγλικό πλοίο στην περιοχή, το «Unity»
υποχώρησε μετά από τον αρχικό κανονιοβολισμό. Το μικρό φρούριο στο
Σήρνες έμεινε απροστάτευτο και κατελήφθη μαζί με τα πυροβόλα του από
τους Ολλανδούς πεζοναύτες. Εν τω μεταξύ, οι τοπικοί διοικητές και ο Μονκ
έδιναν αντικρουόμενες εντολές που ενίσχυαν τον βρετανικό πανικό. Στις
11 Ιουνίου ενισχύθηκε ελαφρά το κάστρο του Άπνορ και οι υποχωρούντες
Βρετανοί άρχιζαν να βυθίζουν τα πλοία τους, για να εμποδίσουν την είσοδο
του Ολλανδικού στόλου. Έτσι αυτοβυθίστηκαν τα πρώτα 12 αγγλικά πλοία
συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων «Golden Phoenix» και «House of Sweden».
Οι
προσπάθειες ανάσχεσης των Ολλανδών απέτυχαν και οι τελευταίοι
επιτέθηκαν στην αμυντική διάταξη περί την αλυσίδα της εισόδου του
Τσάθαμ. Οι Άγγλοι ανήμποροι να αντιδράσουν είδαν να καταλαμβάνεται από
τους Ολλανδούς το «Unity» και να τυλίγεται σε φλόγες δυο ακόμα μεγάλα πλοία, το «Matthias» και το «Charles V». Το μεγαλύτερο και πιο σύγχρονο πλοίο, η περίφημη ναυαρχίδα «Royal Charles», έπεσε στα χέρια των Ολλανδών και το «Monmouth»
γλίτωσε την ίδια τύχη και ήταν το μόνο που ξέφυγε με εξαιρετικούς
χειρισμούς. Ο Μονκ βλέποντας την πλήρη καταστροφή διέταξε την αυτοβύθιση
άλλων 16 πλοίων για να μην πέσουν σε ολλανδικά χέρια.
Την
επόμενη μέρα, στις 13 Ιουνίου, οι πλουσιότεροι Λονδρέζοι άρχισαν να
εγκαταλείπουν την πρωτεύουσα σε κατάσταση πανικού. Φήμες για Ολλανδούς
έξω από το Ουεστμίνστερ και για μεγάλη Γαλλική απόβαση στα ανατολικά
ενέτειναν τον πανικό. Οι Ολλανδοί που συνέχισαν την πορεία προς το
Λονδίνο έκαψαν τρία μισοβυθισμένα μεγάλα αγγλικά πλοία και καταδίωξαν
μάταια το «επτάψυχο» «Monmouth».
Τρία από τα τέσσερα μεγαλύτερα αγγλικά πλοία είχαν χαθεί και το τέταρτο
ήταν τυχερό γιατί απλά βρισκόταν στο Πόρτσμουθ, κατά την επιδρομή.
Η
καταστροφή θα ήταν μεγαλύτερη αν οι Ολλανδοί δεν αποφάσιζαν να
αποσυρθούν την επόμενη μέρα για πολιτικούς λόγους. Τουλάχιστον άλλα
τέσσερα μεγάλα πλοία θα είχαν είτε αιχμαλωτιστεί, είτε βυθιστεί. Οι
Ολλανδοί απέφυγαν να λαφυραγωγήσουν στα αγγλικά χωριά, κάτι όμως που
έκαναν οι ίδιοι οι Άγγλοι ναύτες απογοητευμένοι από την «προδοσία» και
την συντριβή. Σε ένα μήνα οι Άγγλοι υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης που φυσικά
ευνοούσε τους νικητές Ολλανδούς, οι οποίοι εκτός από την κατάληψη της
αγγλικής ναυαρχίδας «Royal Charles» και του περίφημου «Unity»
είχαν καταστρέψει 13 μεγάλα πλοία και αναγκάσει σε προσωρινή αυτοβύθιση
περίπου 30 αγγλικά πλοία. Οι δικές τους απώλειες ήταν μηδαμινές τόσο σε
ανθρώπινο δυναμικό, όσο και σε υλικό. Ιδιαίτερη αίσθηση αποτέλεσε ο
προκλητικός τρόπος με τον οποίο οι Ολλανδοί χρησιμοποίησαν την αγγλική
ναυαρχίδα. Επειδή το βύθισμά της δεν επέτρεπε τη χρήση στα σχετικά αβαθή
τους νερά, την ανέλκυσαν και την χρησιμοποιούσαν ως τουριστικό
αξιοθέατο, με ντόπιους και ξένους επισκέπτες, ακόμα και επισήμους, κάτι
κατάφορα προσβλητικό για τον Άγγλο βασιλιά, που τους ζήτησε να
σταματήσουν. Οι Ολλανδοί πράγματι διέλυσαν το πλοίο λίγο πριν τον την
ανανέωση του πολέμου με τους Άγγλους το 1672 (Γ΄ Αγλλο-Ολλανδικός
πόλεμος). Στόν πόλεμο αυτό που κράτησε περίπου τρία χρόνια, οι Άγγλοι
συμμάχησαν με τους Γάλλους εναντίον των Ολλανδών, αλλά δεν κατάφεραν να
τους εξουδετερώσουν χάρη στον εξαιρετικό ναύαρχο ντε Ρούυτερ.
Η
επιδρομή στο Μέντγουαιη αποτελεί την μέχρι σήμερα ταπεινωτικότερη στιγμή
για το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό. Για αρκετά χρόνια οι Ολλανδοί είχαν
πετύχει στην πράξη τη θαλασσοκρατία ή τουλάχιστον την αμφισβήτηση των
πρωτείων του Βρετανικού στέμματος.
Ακολουθείστε μας:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου