Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Σουηδία, όπως και πολλές άλλες χώρες, ήθελε να προστατευτεί από το ενδεχόμενο μιας σοβιετικής εισβολής, και για αυτό το λόγο
άρχισε δικό της πρόγραμμα πυρηνικών όπλων ως εγγύηση ασφαλείας. Αρχικά, επιδίωξε την απόκτηση τεχνογνωσίας από το εξωτερικό, ωστόσο οι ΗΠΑ, αν και στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου ακολουθούσαν μια στρατηγική προώθησης της πυρηνικής ενέργειας, το έκαναν υπό τον όρο πως η τεχνογνωσία θα δινόταν για ειρηνικούς σκοπούς. Ωστόσο στη Σουηδία υπάρχει ουράνιο, και ως εκ τούτου υπήρχε η δυνατότητα για ένα ανεξάρτητο πρόγραμμα. Για τη Σουηδία, πιθανοί στόχοι για πυρηνικές επιθέσεις βρίσκονταν στη Βαλτική (Λετονία, Εσθονία και Λιθουανία, που ήταν υπό σοβιετική κυριαρχία), αλλά ίσως και στην Πολωνία και στην Ανατολική Γερμανία.
Εν τέλει η Σουηδία εγκατέλειψε τις πυρηνικές της φιλοδοξίες (αν και κάποια στιγμή φέρεται να είχε αποκτήσει υλικό που επέτρεπε την κατασκευή μιας πυρηνικής βόμβας μέσα σε έξι μήνες), με το κοινοβούλιό της (Riksdag) να αποκηρύσσει τα πυρηνικά όπλα το 1968 και τη χώρα να εγκαταλείπει επίσημα τις πυρηνικές της φιλοδοξίες στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Πριν από αυτό, πάντως, το 1952-1957 η Σουηδία πραγματοποίησε μια μελέτη βιωσιμότητας για την ανάπτυξη ενός δελταπτέρυγου υπερηχητικού βομβαρδιστικού, με δυνατότητα να φέρει πυρηνικά όπλα. Το βομβαρδιστικό του αποκαλούμενου Προγράμματος 1300 (Project 1300) ήταν επίσης γνωστό ως Saab A-36: Θα μπορούσε να φέρει βόμβες μέχρι και 800 κιλών, με εμβέλεια περίπου 400 χλμ, που επέτρεπε να χτυπηθούν σοβιετικοί στόχοι στη Βαλτική. Σίγουρα δεν επρόκειτο για ένα βομβαρδιστικό μακράς εμβέλειας, ωστόσο επί της προκειμένης, λόγω της γεωγραφικής θέσης της χώρας, κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο: Τα αμερικανικά βομβαρδιστικά της περιόδου θα έπρεπε να πετάξουν σε μεγάλες αποστάσεις για να βομβαρδίσουν τους στόχους τους στην ΕΣΣΔ και τις χώρες- δορυφόρους της, ωστόσο οι βάσεις από όπου θα εξορμούσαν τα σουηδικά αεροπλάνα βρίσκονταν πολύ πιο κοντά, οπότε οι προτεραιότητές τους ήταν διαφορετικές. Τα σουηδικά βομβαρδιστικά θα έπρεπε να φτάσουν γρήγορα στους κοντινούς σοβιετικούς τους στόχους, ενώ θα έπρεπε να είναι σε θέση να επιχειρούν και από διεσπαρμένα/δευτερεύοντα αεροδρόμια (βασικό πυλώνα της σουηδικής στρατηγικής εν γένει), καθώς σε περίπτωση σοβιετικής εισβολής τα μεγάλα αεροδρόμια και βάσεις θα πλήττονταν από νωρίς.
Οι μηχανικοί της Saab δεν είχαν να ανησυχούν πολύ για την εμβέλεια του Α-36, ωστόσο ήθελαν ταχύτητα, και ως εκ τούτου κατέληξαν σε ένα δελταπτέρυγο σχέδιο, που θα επέτρεπε στο αεροσκάφος να πιάνει ταχύτητα Μαχ 2 (διπλάσια του ήχου). Ένα μοντέλο δοκιμών σε αεροδυναμική σήραγγα που έχει διασωθεί περιλαμβάνει ένα δικινητήριο σχέδιο με τους κινητήρες στα φτερά. Καθώς το πρόγραμμα προχωρούσε, αποφασίστηκε η αξιοποίηση του βρετανικού κινητήρα Bristol Olympus- ο ίδιος που ήταν και στο βρετανικό βομβαρδιστικό Avro Vulcan και το Concorde SST.
Οι υψηλές ταχύτητες σήμαιναν, από αεροδυναμικής άποψης, και σημαντικά υψηλές θερμοκρασίες, οπότε μηχανικοί εξέφραζαν φόβους πως οι θερμοκρασίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημιά στα πυρηνικά όπλα- ίσως ακόμα και να τα πυροδοτήσουν πρόωρα. Ως εκ τούτου αποφασίστηκε να φέρεται το όπλο (μια βόμβα ελεύθερης πτώσης) σε εσωτερική θυρίδα, αλλά αυτό σήμαινε εκ των πραγμάτων μικρότερο φορτίο και λιγότερο χώρο για καύσιμα, avionics και άλλα συστήματα- κάτι που περιόριζε την αποτελεσματικότητά του, καθιστώντας το κυρίως μέσο τακτικής χρήσης παρά στρατηγικής πυρηνικής αποτροπής. Το αεροσκάφος θα ήταν μονοθέσιο, και η «οροφή» πτήσης του θα ήταν 18.000 μέτρα.
Εν τέλει το πρόγραμμα ακυρώθηκε το 1957. Online υπάρχουν διάφορες εικόνες, κάποιες με δύο κινητήρες στα φτερά και κάποιες με εισαγωγή αέρα κάτω από το ρύγχος. Αν και το αεροπλάνο δεν τέθηκε ποτέ σε παραγωγή, η εμπειρία από το πρόγραμμα αξιοποιήθηκε για το εμβληματικό Saab 37 Viggen.
Με πληροφορίες από National Interest, 1945, Urban’s Blog
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου