Rabobank: Aλήθεια, έχει η Lagarde στεγαστικό δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου; – Χειρότερη από την... ασθένεια η θεραπεία της ΕΚΤ

 Τη σαφή ανάγκη για εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής της ζώνης του ευρώ επί το χαλαρότερον, εκφράζοντας ωστόσο την έντονη αντίθεσή της με οποιαδήποτε προσέγγιση περαιτέρω σύσφιξης, απορρίπτοντας συνεπώς τις ασυνήθιστα μεγάλες μεταβολές στα επιτόκια, επισημαίνει με πρόσφατη έκθεσή της η ολλανδική Rabobank.

Eιδικότερα, σύμφωνα με το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, τα μακροοικονομικά δεδομένα στις ΗΠΑ δίνουν ελάχιστους λόγους για επανεξέταση του αφηγήματος…
Τόσο η αγορά εργασίας (έκθεση απασχόλησης της ADP μέτρησε 497.000 νέες θέσεις εργασίας τον Ιούνιο) όσο και όσα «αποκάλυψαν» τα πρακτικά της Federal Reserve, ουσιαστικά, προαναγγέλλουν επανεκκίνηση του κύκλου της νομισματικής αυστηροποίησης.
Σε ό,τι αφορά την απασχόληση, οι νέες θέσεις είναι υπερδιπλάσιες από την αναμενόμενες (225.000).
Αυτό επιβεβαιώθηκε από τον ισχυρό ISM για τον τομέα των υπηρεσιών.
Οι εταιρείες του κλάδου ανέφεραν ανάκαμψη στις προσλήψεις, λόγω της σταθερής αύξησης της τρέχουσας δραστηριότητας, καθώς και των εισροών νέων παραγγελιών.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα απότομες κινήσεις τόσο στο χώρο των επιτοκίων όσο και στις μετοχές.
Η καμπύλη των αμερικανικών ομολόγων σημείωσε απότομη πτώση, με αύξηση περίπου 4 μ.β. στο διετές έναντι 10 μ.β. στο δεκαετές.
Οι διακυμάνσεις στην Ευρώπη ήταν ακόμη μεγαλύτερες…
Η κλιμάκωση και των δύο καμπυλών είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα καθώς υποδηλώνει ότι οι αγορές μπορεί να επανεξετάζουν το κατά πόσο οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να διατηρήσουν τα επιτόκια στο μέγιστο ή πόσο χώρο θα υπάρχει για μειώσεις στη συνέχεια, αντί να αναθεωρήσουν απλώς την εκτίμηση των μέγιστων επιτοκίων.
Και οι κεντρικές τράπεζες μπορεί να χρειαστεί να προχωρήσουν περισσότερο ή να διατηρήσουν τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, εφόσον τα αποτελέσματα των αυξήσεων παραμένουν δυσδιάκριτα.
Στις ΗΠΑ, οι πιστωτικοί όροι έχουν χαλαρώσει μετά τη μίνι τραπεζική κρίση.

Τι γίνεται στην Ευρώπη;

Στην Ευρώπη, οι χρηματοοικονομικές συνθήκες έχουν ήδη σφίξει, αλλά οι επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία παραμένουν περιορισμένες μέχρι στιγμής.
Σύμφωνα με τη Rabobank, αυτό μπορεί να είναι εν μέρει το αποτέλεσμα μιας δεκαετίας χαμηλών επιτοκίων, που έκανε νοικοκυριά και επιχειρήσεις να λάβουν μακρόχρονα δάνεια.
Επιπλέον, η ΕΚΤ –σε κάποιο βαθμό– υπονομεύεται ενεργά από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Η (συχνά υπερβολικά) γενναία επιδότηση που δίνεται στους υψηλούς λογαριασμούς ενέργειας είναι αγκάθι στο μάτι της κεντρικής τράπεζας εδώ και μήνες, καθώς στήριξε τη ζήτηση, γεγονός το οποίο απαιτεί περαιτέρω αυξήσεις για να μετριαστεί η δραστηριότητα.
Επιπλέον, πολλές κυβερνήσεις εφαρμόζουν πολιτικές που θα μπορούσαν να περιορίσουν τον αντίκτυπο της πρόσθετης νομισματικής σύσφιξης.
Για παράδειγμα, η ιταλική κυβέρνηση δεν κρύβεται σε ό,τι αφορά την άποψη και τις προθέσεις της για τις επιτοκιακές αυξήσεις.
Η Ιταλίδα πρωθυπουργός Georgia Meloni αναγνώρισε ότι «ο πληθωρισμός είναι ένας μισητός κρυφός φόρος» και ότι η ΕΚΤ δικαίως προσπαθεί να τον καταπολεμήσει αποφασιστικά.
Ωστόσο, αμφισβητεί ανοιχτά τις μεθόδους των Ευρωπαίων policymakers.
«Η απλοϊκή συνταγή της νομισματικής σύσφιξης μέσω αυξήσεων επιτοκίων που έλαβε η ΕΚΤ δεν φαίνεται να είναι ο πιο σωστός δρόμος…
Δεν μπορεί κανείς να μην εξετάσει τον κίνδυνο ότι η συνεχής αύξηση των επιτοκίων είναι πιο επιβλαβής θεραπεία παρά η ασθένεια».
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Salvini έφτασε στο σημείο να χαρακτηρίσει τις αυξήσεις «ανοησίες και επιβλαβείς», ρωτώντας: «Έχει η Lagarde στεγαστικό δάνειο μεταβλητού επιτοκίου; Ξέρετε πόσο αυξάνονται οι δόσεις;
Ποιος ωφελείται από αυτές τις παράλογες αποφάσεις;».
Ωστόσο, η ΕΚΤ έχει επισημάνει πολλάκις ότι δεν σκοπεύει να σταματήσει τις αυξήσεις επιτοκίων εδώ.
Έτσι, η ιταλική κυβέρνηση εξετάζει τρόπους για να μειώσει την πίεση στα νοικοκυριά με στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου.
Ο Salvini είπε στο ραδιόφωνο της Rai την Τρίτη ότι «συνεργαζόμαστε με το υπουργείο Οικονομίας για να αυξήσουμε τον αριθμό των δόσεων για άτομα με στεγαστικό δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου» ενώ και οι τράπεζες εμφανίζονται πρόθυμες να λάβουν υπόψη το κάλεσμα της κυβέρνησης.
Ο πρόεδρος της Ιταλικής Ένωσης Τραπεζών είπε ότι είναι δυνατό να παραταθεί η λήξη των στεγαστικών δανείων για εκείνα τα νοικοκυριά που πληρούν ορισμένα κριτήρια, όπως το να είναι οι πληρωμές τους ενήμερες…
Οι Ιταλοί δεν είναι οι πρώτοι που θωρακίζουν τα νοικοκυριά από το υψηλότερο κόστος στεγαστικών δανείων.
Στην Ισπανία, η κυβέρνηση εισήγαγε διάφορα μέτρα στήριξης για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος.
Αυτά κυμαίνονται από περιόδους χάριτος έως επιλογές για παράταση της λήξης ή αλλαγές από μεταβλητό σε σταθερό επιτόκιο, ανάλογα με την κατάσταση του δανειολήπτη.
Η ισπανική ελάφρυνση συνοδεύεται από σχετικά υψηλά εμπόδια και αυστηρούς όρους, επομένως σίγουρα δεν εξαλείφει όλες τις επιπτώσεις των αυξήσεων επιτοκίων.
Ωστόσο, αποδυναμώνει κάπως τη μετάδοση της πολιτικής.
Σε ποιον βαθμό τα ιταλικά σχέδια θα παρεμπόδιζαν τη μετάβαση της πολιτικής της ΕΚΤ είναι άγνωστο, καθώς οι ακριβείς λεπτομέρειες δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια πιθανή οπισθοδρόμηση εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας.
Κανένα μέτρο δεν θα αναιρέσει πλήρως τον αντίκτυπο των αυξήσεων μέχρι σήμερα – τα νοικοκυριά μπορεί να χρειαστεί να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος με υψηλότερο, πιο μακροπρόθεσμο επιτόκιο ενώ οι παρατάσεις στις λήξεις απλώς μείωσε κάπως τις μηνιαίες εξαγορές για να αντισταθμίσει τα υψηλότερα μεταβλητά επιτόκια.
Τούτου λεχθέντος, λέει η Rabobank, ιδιαίτερα η επιλογή μετατόπισης σε ό,τι αφορά τις λήξεις θα μπορούσε να περιορίσει τον αντίκτυπο των μελλοντικών αυξήσεων στα επιτόκια.
Αυτό, με τη σειρά του, θα μπορούσε να αναγκάσει την ΕΚΤ να κάνει περισσότερα από ό,τι πράττει τώρα, δηλαδή από το να καταστρέφει την οικονομία.
«Αλήθεια, η αύξηση των επιτοκίων σε δυσθεώρητα ύψη δεν είναι για τα στεγαστικά δάνεια μια θεραπεία που είναι χειρότερη από την ασθένεια;» διερωτάται ο αναλυτής της ολλανδικής τράπεζας, Bas van Geffen.
Τουλάχιστον λαμβάνονται επί του παρόντος μέτρα σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, όπου ο πληθωρισμός είναι σχετικά χαμηλός, σε σύγκριση με το μπλοκ, καθώς και όπου η στενότητα στην αγορά εργασίας και, ως εκ τούτου, οι μισθολογικές πιέσεις είναι μικρότερο θέμα από ό,τι στη Γερμανία και την Ολλανδία, για παράδειγμα.
Έτσι, ενώ μειώνουν τη μετάδοση της πολιτικής, δεν εμποδίζεται η μετάδοση σε εκείνα τα μέρη της Ευρωζώνης όπου είναι πολύ αναγκαία.
Από την άλλη, οι κυβερνήσεις δεν βγάζουν τα βιβλιάρια επιταγών τους – κάτι που πιθανότατα θα ήταν πολύ πιο επιζήμιο για τη σταθερότητα των τιμών και θα μπορούσε να θέσει τους κρατικούς προϋπολογισμούς υπό περαιτέρω έλεγχο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα σχέδια που ανακοίνωσε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Lindner νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, τα οποία προβλέπουν φρένο χρέους το 2024, μόλις 16,6 δισ. ευρώ πρόσθετου χρέους και σημαντικές περικοπές δαπανών (σχεδόν 32 δισ. ευρώ) σε πολλούς τομείς.

www.bankingnews.gr                            

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...