Το τυράκι της θετικότητας στη φάκα Μητσοτάκη

 Αν και υπάρχουν πολλές ερµηνείες για το πώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης έγινε πρωθυπουργός (τον τοποθέτησαν επιχειρηµατικά και εκδοτικά συµφέροντα, ξεγέλασε τους ψηφοφόρους, απογοήτευσε τον κόσµο ο πλαδαρός και ανακόλουθος ΣΥΡΙΖΑ), υπάρχει µία και µόνη εξήγηση στο γιατί παραµένει: δεν φαίνεται να υπάρχει εναλλακτική λύση.

Το επιχείρηµα χρησιµοποιεί πρωτίστως ο ίδιος απευθυνόµενος στην εσωκοµµατική αντιπολίτευση και την ασθµαίνουσα πολιτική αντιπολίτευση: αν έχετε κάποια λύση, προχωρήστε. Ο Μητσοτάκης δεν ήταν πολιτικός αλλά πολιτικός γόνος. Η ενασχόλησή του µε την πολιτική αποτελούσε ένα είδος γονεϊκής παροχής και υποχρέωσης. Ακόµη κι όταν έγινε βουλευτής, τον ενδιέφεραν περισσότερο τα ταξίδια στο εξωτερικό, ενώ όταν ο Αντώνης Σαµαράς τον έκανε υπουργό του, παίζοντας ένα παιχνίδι κυνισµού και εκδίκησης απέναντι στη µισητή του Οικογένεια, οι ώρες του στο υπουργείο αφορούσαν περισσότερο προσωπικά του προβλήµατα παρά τα υπουργικά καθήκοντα.

Ο Μητσοτάκης έγινε και πολιτικός και πρόεδρος της Ν∆ αλλά και πρωθυπουργός χωρίς να έχει κανένα από τα χαρίσµατα του αντιπάλου του. Πώς συνέβη αυτό που φαίνεται ως ιστορικό παράδοξο;

Θα µου επιτρέψετε µια ανάλυση που δεν θα σταθεί σε πολιτικές κινήσεις και σχεδιασµούς, αλλά σε µια βασική προϋπόθεση που είχε ο Μητσοτάκης: ήταν ένας νεοφιλελεύθερος που κλήθηκε να κυβερνήσει. Για να το πετύχει, αρκούσε να ακολουθήσει την παγιωµένη οικονοµική και πολιτική συµπεριφορά του νεοφιλελευθερισµού, όπως την τυποποίησε αποτελεσµατικά και άκρως πολιτικά (όχι επικοινωνιακά) ο Σταν Γκρίνµπεργκ. Ο Γκρίνµπεργκ δεν ήταν απλώς επικοινωνιολόγος αλλά διαµεσολαβητής µεταξύ των αξιών που έχει καθιερώσει ο νεοφιλελευθερισµός στη σύγχρονη κοινωνία και της πολιτικής τους έκφρασης σε ένα πρόσωπο-πρότυπο.

Στην ανάλυση χρησιµοποιώ πολλά από αυτά που έχει εντοπίσει ο φιλόσοφος Μπιουγκ Τσουλ Χαν ότι αποτελούν την κοινωνία του νεοφιλελευθερισµού. Προσωπικά συστήνω την ανάγνωση του Χαν σε κάθε προοδευτικό άνθρωπο που θέλει να δώσει ερµηνείες. Οπως και ο Μάικλ Σαντέλ (τον ανακάλυψαν εσχάτως στελέχη της Αριστεράς και ελπίζω να τον έχουν διαβάσει κιόλας) δίνει εξηγήσεις σε όσα ζούµε σήµερα.

Ο νεοφιλελευθερισµός λοιπόν ως άγρια µορφή του σηµερινού καπιταλισµού δεν στηρίζεται στον εξαναγκασµό για να εκµεταλλευτεί. Εχει εγκαταλείψει το «πρέπει» και έχει προτάξει το «µπορείς». ∆εν σε αναγκάζει να υπερεργαστείς µε πίεση. Εµφανίζει την «αγορά» ως το ιδανικό περιβάλλον που αυτορρυθµίζεται και στο οποίο ΜΠΟΡΕΙ να αναπτυχθεί ο καθένας. Γι’ αυτή την ανάπτυξη δεν υπάρχουν οικονοµικά ή κοινωνικά εµπόδια, ταξικές διαφορές και καταπίεση. Απαιτείται ο άνθρωπος να προσπαθήσει, να βελτιωθεί, να κοπιάσει, να ποσοτικοποιήσει την προσφορά του για να πετύχει. Ο άνθρωπος δεν είναι σκλάβος του κεφαλαίου και των ισχυρών αλλά σκλάβος του εαυτού του. Είναι «ελεύθερος» µέχρι τελικής πτώσεως. Ζει την εποχή της εξάντλησης και του ανεκπλήρωτου. Ο εργαζόµενος στη δική του επιχείρηση δεν θεωρεί ότι είναι εργάτης αλλά µελλοντικός επιχειρηµατίας. Αυτή η ταξική ψευτοαναβάθµιση δηµιουργεί τις αυταπάτες του. Ο νεοφιλελευθερισµός δεν εκµεταλλεύεται την εργασία (αφού πλέον µιλάµε για έναν άυλο καπιταλισµό που κερδίζει από ανύπαρκτο χρήµα, χρηµατιστήριο, εικονικά προϊόντα) αλλά συνολικά τον άνθρωπο. Ακόµη και τα συναισθήµατά του.

Ο άνθρωπος οφείλει να είναι «θετικός». Η ζωή των πραγµατικών αντιθέσεων, η εξέλιξη µέσα από εµπόδια και κόπο θεωρείται προβληµατική. Ο πόνος δεν θεωρείται φυσική πραγµατικότητα αλλά αρρώστια. Το υποκείµενο πολίτης οφείλει να είναι διαρκώς ευτυχισµένος (κάτι που είναι αφύσικο και αδύνατο) και να απολογείται αν δεν είναι. Η δυσκολία, η αντιπαράθεση, η αέναη σύγκρουση που χαρακτηρίζουν τη ζωή και αποδεικνύουν την ύπαρξή της βαφτίζονται τοξικότητα. Η ζωή χωρίς αρνητικότητα γίνεται ένα νεκρό «Είναι». Σύµβουλοι ζωής, βελτιωτές συµπεριφορών, ψυχοερµηνευτές καλούνται να χαράξουν τον δρόµο. Η ζωή µετατρέπεται από εµπειρία βαθιάς έντασης και αντιθέσεων σε αφύσικη οµοιογένεια θετικών συναισθηµάτων και χαρωπής ρευστότητας.

Οταν η κοινωνία εκπαιδευτεί σε αυτή την αναγκαιότητα του «νεκρού είναι», όπου δεν υπάρχουν σταθερές, αξίες, κανόνες και ηθικοί φραγµοί, αλλά κατακλύζεται από την ελευθερία του «ετσιθελισµού» (έτσι είναι γιατί έτσι θέλω), είναι εύκολο να χειραγωγηθεί. Είναι ακόµη πιο εύκολο να βρεθούν γι’ αυτό οι κατάλληλοι πολιτικοί ηγέτες.

Οταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε την εξουσία, ήταν ο εκφραστής της «θετικότητας». Οι κάµερες έδειχναν τα µπλε ντοσιέ του επιτελικού κράτους που θα άλλαζαν τη χώρα. Η αλλαγή θα ερχόταν µε αξιολόγηση, αυτοβελτίωση, προσωπική ευθύνη και ανάγνωση της θετικής πλευράς των πραγµάτων. Οι αντιθέσεις δεν υπήρχαν. Ο επιχειρηµατίας µε κέρδη ενός δισεκατοµµυρίου και ο εργαζόµενος µε εισόδηµα 10.000 ευρώ αθροίζονταν σε έναν αριθµό ευτυχίας και ανάπτυξης. ∆εν είχε σηµασία ότι ο ένας είχε και ο άλλος όχι. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης ήταν ένας θετικός άνθρωπος, κολυµβητής, γυρολόγος και οπαδός του wellbeing.

Την περίοδο της Covid-19 η θεωρία-παγίδα της θετικότητας χτύπησε κόκκινο. Η Covid-19 (δηλαδή ο θάνατος) θα γινόταν µάθηµα και ευκαιρία. Ολοι έπρεπε να δείξουν καλή διάθεση και όχι να µιλάνε για τα εκατοµµύρια των απευθείας αναθέσεων, ενώ ήταν τοξικός και ανυπόφορος όποιος έλεγε ότι δεν υπάρχουν ΜΕΘ και δοµές υγείας.

Ο Μητσοτάκης και ο Γκρίνµπεργκ δεν χρειαζόταν να στήσουν κάποιο πολιτικό πλαίσιο και σχέδιο. Απλώς ακολουθούσαν τη µανιέρα του νεοφιλελευθερισµού που έχει πείσει για την αναγκαία «θετικότητα» και έχει ενοχοποιήσει την αντιπαράθεση από κάθε έκφραση της ζωής.

Το στηµένο αυτό παιχνίδι θα µπορούσε να ανακόψει µια πολιτική δύναµη µε σοβαρό πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο (όχι ιδεολογήµατα του καπηλειού), µε ανάλυση των σύγχρονων συνθηκών, που θα ήταν σε ευθεία αντιπαράθεση όχι µε τον Μητσοτάκη, αλλά µε το µάντρωµα της κοινωνίας στη λογική της αυτοσκλαβοποίησης και του καταναλωτισµού.

Τέτοια δύναµη ούτε υπήρξε ούτε υπήρξαν και οι αντίστοιχες πολιτικές ηγετικές µορφές. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέφυγε ακριβώς στη θεωρία της «θετικότητας» (ό,τι ήθελαν ο Μητσοτάκης και ο νεοφιλελευθερισµός), απέφυγε τη σύγκρουση για να µην κατηγορηθεί για τοξικότητα, έκανε αξία όχι το δίκαιο αλλά το σαβουάρ βιβρ και την πολιτικοκενότητα και εφηύρε το πολιτικό κέντρο για να συγκλίνει µε αυτό. Πολιτικό κέντρο φυσικά δεν υπήρχε, παρά µόνο φορείς της συγκατάβασης και της «µετριοπάθειας». ∆εν ήταν τίποτε άλλο από τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι δεν πρέπει να υπάρχουν πολιτικές αντεγκλήσεις αλλά ένας πολιτικός αχταρµάς εσωτερικής «καλότητας» και απολίτικης εναλλαγής στην εξουσία. Οι πρακτικές αυτές ήταν η άρνηση του ίδιου του συνταγµατικού ορισµού του κόµµατος ως πολιτικού οργανισµού που οφείλει να αντιπαρατίθεται µε άλλα κόµµατα για το καλό της κοινωνίας.

Για να χρησιµοποιήσω τη ρήση ενός καλού φίλου, «αν είναι να είσαι η ιµιτασιόν έκδοση του Μητσοτάκη, γιατί ο κόσµος να µην ακολουθήσει τον γνήσιο Μητσοτάκη;».

Μέσω αυτής της πρακτικής ο Μητσοτάκης θεωρεί ότι είναι η µόνη λύση και χωρίς εναλλακτική. Μπορεί να παραπαίει, αλλά οι ίδιοι οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον έχουν αναδείξει ως πρωτοπόρο και δικαιολογηµένο στους χειρισµούς προς όφελος της «θετικότητας». Ο Μητσοτάκης θα υποστεί την πολιτική ήττα µε τον χειρότερο τρόπο, αλλά τα πράγµατα δεν θα πάνε απαραίτητα καλύτερα ακολουθώντας την κατεύθυνση ενός µονόδροµου. Οι πολιτικές δυνάµεις που σήµερα αντιδρούν στον Μητσοτάκη ακούν την ηχώ τους στο δωµάτιο. Αυτές δε που φιλοδοξούν να δηµιουργηθούν, ενδεχοµένως να βλέπουν και τη φωτογραφία τους σε εικονοστάσι. Παράγουν πολιτική θερµοκηπίου που δεν µπορεί να σταθεί σε κανονικές συνθήκες. Αλλά ίσως αυτό το τέλµα να οδηγήσει στη λύση και όχι κάποιος πεφωτισµένος. Η ζωή έχει τη διαλεκτική της.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...