Τι προβλέπει η συμφωνία με ΕΕ-Mercosur
Η συμφωνία ΕΕ–Mercosur αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές συμφωνίες στην ιστορία, δημιουργώντας μια ενιαία αγορά σχεδόν 800 εκατομμυρίων ανθρώπων. Προβλέπει την κατάργηση των δασμών για το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων που διακινούνται μεταξύ των δύο μπλοκ, συμπεριλαμβανομένων αγροτικών προϊόντων από τη Νότια Αμερική – όπως δημητριακά, βοδινό κρέας, ζάχαρη και μέλι – και ευρωπαϊκών προϊόντων, όπως αυτοκίνητα, μηχανήματα, κρασί και ένδυση. Παράλληλα, περιλαμβάνει ρυθμίσεις για επενδύσεις, τελωνειακές διαδικασίες και πνευματικά δικαιώματα.
Σε γεωπολιτικό επίπεδο, η συμφωνία θα μπορούσε να εκληφθεί ως άνοιγμα της Ευρώπης προς τον Παγκόσμιο Νότο, σε μια περίοδο έντονων ανακατατάξεων, με τη Μόσχα και το Πεκίνο να διευρύνουν την επιρροή τους και τις ΗΠΑ να μην εκπέμπουν την αξιοπιστία προηγούμενων δεκαετιών.
Οι γαλλοϊταλικές επιφυλάξεις και η γερμανική επιμονή
Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι αγρότες – κυρίως σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία – αντιδρούν έντονα. Υποστηρίζουν ότι τα εισαγόμενα προϊόντα δεν υπόκεινται στα ίδια περιβαλλοντικά και υγειονομικά πρότυπα με τα ευρωπαϊκά, γεγονός που οδηγεί σε χαμηλότερο κόστος παραγωγής, χρήση απαγορευμένων φυτοφαρμάκων και πρακτικές που συνδέονται με την αποψίλωση δασών. Η άρση των δασμών, όπως υποστηρίζουν, κινδυνεύει να καταστήσει μη ανταγωνιστική την ευρωπαϊκή γεωργία, εάν δεν επιβληθούν «ισοδύναμοι κανόνες» στα εισαγόμενα προϊόντα.
Υπό αυτό το πρίσμα, η επικύρωση της συμφωνίας αναβλήθηκε προσωρινά.
Η ελληνική αγροτική πολιτική ισοδυναμεί με την κακοδιαχείριση επιδοτήσεων
Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα τον τελευταίο χρόνο η δημόσια συζήτηση για τον αγροτικό τομέα μονοπωλείται από το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Οι αρρυθμίες, τα λειτουργικά προβλήματα και τα φαινόμενα διαφθοράς στον οργανισμό ήταν κοινό μυστικό πολύ πριν την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Παρ’ όλα αυτά, κάθε σχετικό δημοσίευμα – είτε από εγχώρια είτε από διεθνή μέσα, όπως το Politico – αντιμετωπιζόταν από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης με προσπάθειες υποβάθμισης του προβλήματος.
Οι αποκαλύψεις για περιπτώσεις αγροτών με πολυτελή αυτοκίνητα, η ύπαρξη «Φραπέδων» και «Χασάπηδων» και η απογοητευτική έως τραγελαφική εικόνα της εξεταστικής στη Βουλή εντείνουν την καχυποψία των πολιτών απέναντι στους θεσμούς. Αν και η σημερινή κυβέρνηση δεν φέρει αποκλειστικά την ευθύνη για ένα διαχρονικό σύστημα αδιαφάνειας στις αγροτικές επιδοτήσεις, αρκετές από τις ατασθαλίες αφορούν τα τελευταία χρόνια, πλήττοντας και το μεταρρυθμιστικό προφίλ που επιδιώκει να προβάλει.
Αποτέλεσμα αυτής της εικόνας είναι ότι η αγροτική πολιτική στη χώρα εμφανίζεται στον δημόσιο διάλογο σχεδόν αποκλειστικά μέσα από τη σκανδαλολογία γύρω από τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Επιβεβαιώνεται επίσης η έλλειψη ενός ολιστικού σχεδίου για την υπέρβαση των προβλημάτων και τον εκσυγχρονισμό του κλάδου, με το πολιτικό σκηνικό να μην αφιερώνει στο συγκεκριμένο ζήτημα τον απαραίτητο χώρο και ενέργεια.
Τα προβλήματα του αγροτικού τομέα
Η πραγματικότητα ωστόσο είναι συγκεκριμένη: Η χώρα πλήττεται όλο και περισσότερο από την κλιματική κρίση, ο Θεσσαλικός κάμπος δεν έχει συνέλθει από τις συνέπειες του Daniel, η λειψυδρία αναδιαμορφώνει τις συνθήκες για τις καλλιέργειες, ενώ η ελληνική αγροτική οικονομία – παραδοσιακά βασισμένη στη μικροϊδιοκτησία – δυσκολεύεται να επιβιώσει σε ένα παγκοσμιοποιημένο και γεμάτο κρίσεις περιβάλλον.
Η κυβέρνηση από την πλευρά της δείχνει εγκλωβισμένη στην προσπάθεια περιορισμού των επικοινωνιακών επιπτώσεων των σκανδάλων και των κινητοποιήσεων, χωρίς, ωστόσο, να έχει παρουσιαστεί ένα ολιστικό πλαίσιο πολιτικών που να απαντά στις δομικές προκλήσεις του αγροτικού κόσμου.
Οι θέσεις των πολιτικών παραγόντων
Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, είναι ενδεικτική η ασάφεια των ελληνικών θέσεων απέναντι στη συμφωνία Mercosur. Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Κώστας Τσιάρας, ανέφερε πρόσφατα στην ΕΡΤ ότι η ελληνική στάση δεν είναι συγκεκριμένη, επικαλούμενος την πολυπλοκότητα του ζητήματος. Από την αντιπολίτευση, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Αρβανίτης απορρίπτει τη συμφωνία, εκτιμώντας ότι θα πλήξει τους μικρομεσαίους αγρότες και, τελικά, τους Ευρωπαίους καταναλωτές. Στο ΠΑΣΟΚ, αν και δηλώνεται γενικά στήριξη στις διακρατικές συμφωνίες, τίθενται ζητήματα περιβαλλοντικών και ποιοτικών κριτηρίων και αποφυγής στρέβλωσης του ανταγωνισμού, κάτι που οδήγησε τους Ευρωβουλευτές του στην καταψήφιση της συμφωνίας.
Έλλειψη συνεκτικού σχεδίου
Συνολικά, λοιπόν, το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα φαίνεται να έχει περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό στο θέμα των επιδοτήσεων. Παρότι αυτές είναι αναγκαίες, τα αποσπασματικά μέτρα που λαμβάνονται υπό την πίεση των κινητοποιήσεων δεν συνιστούν μακροπρόθεσμο σχέδιο βιωσιμότητας, το οποίο θα μπορούσε – υπό προϋποθέσεις – να συμβάλλει και στην αναζωογόνηση της ερημωμένης υπαίθρου.
Την ίδια στιγμή, η σχεδόν ανύπαρκτη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα για το deal ΕΕ–Mercosur αποκαλύπτει το βάθος του προβλήματος, καθώς πρόκειται για μία συμφωνία, που εφόσον επικυρωθεί, θα αναδιαμορφώσει ριζικά το περιβάλλον στο οποίο θα κληθούν να δραστηριοποιηθούν οι Έλληνες αγρότες.
Θα πρέπει λοιπόν, για την ευρύτερη ανόρθωση του αγροτικού κλάδου, να δοθεί έμφαση σε πρώτη φάση σε συγκεκριμένους βασικούς τομείς: Στη διασφάλιση του ανταγωνιστικού κόστους παραγωγής, την εξομάλυνση της ύδρευσης, τη χάραξη νέων προτεραιοτήτων στις καλλιέργειες ώστε η παραγωγή να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της κλιματικής κρίσης και τη στήριξη των αγροτών που θα χρειαστούν να τις αλλάξουν, τουλάχιστον για ένα μεταβατικό χρονικό διάστημα. Με τα σημερινά όμως δεδομένα, το πιθανότερο είναι ότι του χρόνου, την ίδια περίπου περίοδο, θα συζητάμε ξανά τα ίδια προβλήματα, χωρίς ουσιαστικά βήματα προς την επίλυσή τους
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου