Ελληνογερμανικός πόλεμος στη Μύκονο- Η Bild ψαρεύει «φοροφυγάδες» στην Ψαρού

Ο 28άχρονος δημοσιογράφος της γερμανικής εφημερίδας «Bild» όργωσε τη Μύκονο για δύο μέρες - χωρίς να αλλάξει ρούχα και αποφεύγοντας να βουτήξει στα γαλάζια νερά με την εντολή: «Βρες έναν Ελληνα εφοπλιστή που να πίνει σαμπάνιες και να καυχιέται ότι δεν πληρώνει φόρους»

Συνέχεια στο σίριαλ των προκλητικών δημοσιευμάτων κατά της Ελλάδας έδωσε η γερμανική εφημερίδα «Bild», στέλνοντας στη Μύκονο τον γνωστό για τα επιθετικά του άρθρα δημοσιογράφο Πάουλ Ροντσχάιμερ.Η εντολή που είχε δοθεί στον απεσταλμένο από τα γραφεία της στο Βερολίνο ήταν ξεκάθαρη: «Βρες μας έναν Ελληνα εφοπλιστή που να πίνει σαμπάνιες στο νησί και να σου πει ότι είναι μαγκιά του που δεν πληρώνει φόρους» Λίγο πριν αναχωρήσει το πρωί του περασμένου Σαββάτου από τη γερμανική πρωτεύουσα με προορισμό την Αθήνα και από κει με πτήση της Aegean βρεθεί στη Μύκονο, ο ίδιος είχε φροντίσει να επικοινωνήσει με συναδέλφους του στην Ελλάδα ζητώντας να μάθει πληροφορίες για τα στέκια των Ελλήνων τουριστών στο Νησί των Ανέμων.




Σκηνή 1η: Σάββατο 27 Ιουλίου, ώρα 23.30. Ο δημοσιογράφος της «Bild» μαζί με μια Ελληνίδα φωτογράφο που συνεργάζεται με το γερμανικό έντυπο περιπλανιούνται ανάμεσα σε χιλιάδες νεαρούς, Ελληνες και ξένους, που χορεύουν ξέφρενα στους ρυθμούς που «σερβίρει» στους φαν του ο γερόλυκος των decks Βασίλης Τσιλιχρήστος.
 Το σκηνικό θυμίζει κάτι από τα πρώτα πέντε καταιγιστικά λεπτά της εμπορικής εισπρακτικά ταινίας «Blade», με πρωταγωνιστή τον Γουέσλι Σνάιπς. Εκεί όπου εκατοντάδες θαμώνες «χτυπιούνται» ασταμάτητα στο εκκωφαντικό μπιτ της τέκνο μουσικής, για να πέσουν δευτερόλεπτα μετά θύματα επίθεσης από αιμοσταγείς βρικόλακες. Και αν στην πραγματικότητα της Ψαρούς το σενάριο παραμένει στη σφαίρα της φαντασίας, τα υπόλοιπα που βλέπει μπροστά του ο Γερμανός από τους τρελαμένους τουρίστες μάλλον είναι αρκετά για να αποκαλύψουν πιθανώς τη δική του επιπολαιότητα, οδηγώντας τον σε απίθανα ακροβατικές συγκρίσεις.




Ενας από τους νεαρούς που διασκεδάζουν μέσα στη μέθη και την έξαψη της στιγμής ανάβει ένα καπνογόνο. Καθώς χοροπηδάει στον ρυθμό της μουσικής το κουνάει επιδεικτικά και σε αρκετά κοντινή απόσταση από το πρόσωπο του δημοσιογράφου της «Bild». Ο κατά κανόνα και από ψυχοσύνθεση ψύχραιμος Γερμανός δείχνει να χάνει προς στιγμήν το χρώμα του. Η έμπειρη όμως φωτορεπόρτερ που τον συνοδεύει απαθανατίζει το γεγονός. Το ίδιο και ο φωτογραφικός φακός του «ΘΕΜΑτος».

Σκηνή 2η: Επειτα από περιπλάνηση μισής και περισσότερο ώρας ο απεσταλμένος της γερμανικής εφημερίδας θα εντοπίσει σε ένα από τα κεντρικά τραπέζια τον νεαρό εφοπλιστή Βασίλη Μιχαήλ. Θεωρεί πως η εικόνα του νεαρού και εμφανίσιμου επιχειρηματία να τα πίνει με την παρέα του στη Μύκονο είναι λαβράκι για την «Bild». Ειδικά όταν η συγκεκριμένη εικόνα ενισχύεται και από τη παρουσία εντυπωσιακών αιθέριων υπάρξεων, αλλά και δεκάδων λίτρων πανάκριβης σαμπάνιας που προσφέρονται απλόχερα στο τραπέζι του.

Θα ζητήσει να του μιλήσει. Εκείνος θα αρνηθεί ευγενικά επικαλούμενος τον θόρυβο από τη μουσική, αλλά και τον απίστευτο συνωστισμό που επικρατεί. Ο Γερμανός ρεπόρτερ δεν θα εγκαταλείψει, ως όφειλε, την προσπάθεια και θα περιμένει την κατάλληλη στιγμή όπου θα μπορέσει να «αρπάξει» μία τουλάχιστον φωτογραφία του εφοπλιστή να ανοίγει και να πίνει σαμπάνιες.

«Μία εικόνα χίλιες λέξεις» θα επισημάνει με ύφος μανδαρίνου στη φωτογράφο που τον συνοδεύει υπομονετικά σε κάθε του βήμα. Στην προκειμένη όμως περίπτωση η αποστολή τους δεν είναι εύκολη, καθώς η οπτική επαφή με τα πρόσωπα του συγκεκριμένου τραπεζιού εμποδίζεται από σωματώδεις μπόντιγκαρντ.

Επειτα από μία ώρα και πλέον αναμονής η προσπάθειά τους αποτυγχάνει, καθώς η επιχείρηση επιθετικής προσέγγισης του νεαρού εφοπλιστή αποκρούεται από τα φουσκωμένα μπράτσα των σεκιουριτάδων.
Αλλά αυτή η επιχείρηση ήταν μόνο η αρχή. Την επόμενη μέρα ο Πάουλ Ροντσχάιμερ θα έχει μια ακόμα ευκαιρία να συμπληρώσει το ρεπορτάζ του, σύμφωνα με τις οδηγίες και τη γνωστή συνταγή του Βερολίνου.

Μια αναπάντεχη και ολιγόλεπτη συνάντηση που είχε με τον εφοπλιστή κ. Γιάννη Καμπάνη το προηγούμενο βράδυ στο εστιατόριο «Capari», λίγο προτού αναχωρήσει για το «Nammos», του έδωσε όσες ελπίδες χρειαζόταν για να εξακολουθήσει να πιστεύει πως θα φέρει εις πέρας την αποστολή του.


Η «πόρτα» από τον εφοπλιστή

Ο εφοπλιστής είχε συμφωνήσει με τον δημοσιογράφο της «Bild» να μιλήσει μαζί του νωρίς το μεσημέρι της Κυριακής. Το ραντεβού δόθηκε στο εντυπωσιακό γιοτ του κ. Καμπάνη, το οποίο βρισκόταν αγκυροβολημένο στο νέο λιμάνι. Πράγματι, στις 12 ακριβώς ο απεσταλμένος της γερμανικής εφημερίδας είναι εκεί για να πάρει συνέντευξη από τον εφοπλιστή. Για κακή του τύχη όμως ο επιχειρηματίας θα επικαλεστεί έκτακτες επαγγελματικές υποχρεώσεις και θα αναγκαστεί να ακυρώσει τη συνάντησή τους. Ενα από τα καράβια του, όπως εξήγησε, αντιμετώπιζε κάποιο σοβαρό πρόβλημα στη μέση του Ατλαντικού ωκεανού και έτσι ήταν αναγκασμένος να βρίσκεται διαρκώς στα τηλέφωνα προκειμένου να διευθετήσει το ζήτημα.

Ωστόσο, εκτιμώντας τον κόπο του δημοσιογράφου να έρθει να τον συναντήσει του ζήτησε ευγενικά να κάνει υπομονή και να επιστρέψει σε μία ώρα, ελπίζοντας ότι θα μπορέσει να του διαθέσει τον χρόνο που του είχε ζητήσει. Ομως και τη δεύτερη φορά ο εφοπλιστής δεν ήταν διαθέσιμος.

Ο απτόητος Πάουλ επέστρεψε στο λιμάνι το απόγευμα και για τρίτη φορά περίμενε ένα νεύμα για να ανέβει στο σκάφος του κ. Καμπάνη. Ο εφοπλιστής, αν και φάνηκε να ενοχλείται πλέον από την επιμονή του ρεπόρτερ, άφησε ένα μικρό ενδεχόμενο να γίνει η συνάντησή τους το επόμενο πρωινό. Και αυτό το ενδεχόμενο όμως θα αποκλειστεί στην πορεία της ημέρας, ενώ ο ακούραστος Γερμανός δημοσιογράφος θα επιμείνει ξανά και ξανά με τηλεφωνικές οχλήσεις με αποδέκτη συνεργάτη του εφοπλιστή, προσπαθώντας να τον πείσει να μεσολαβήσει για να τον δεχτεί την ίδια μέρα και όχι την επόμενη, καθώς είχε ήδη κλείσει τα εισιτήριά του για την επιστροφή του στο Βερολίνο. Τόσο πειθαρχημένο στην ατζέντα του το παλικάρι και τόσο αλαζονικά πεπεισμένο για την επιτυχία της αποστολής του, δεν διανοήθηκε να αναβάλει για μία ημέρα το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα του. Με έντονη την αίσθηση του επείγοντος και βλέποντας ότι η υπόθεση πήγαινε στράφι θα ζητήσει μέχρι και τη μεσολάβηση του «ΘΕΜΑτος» για να πετύχει τον σκοπό του και να βάλει σε εφαρμογή το πανούργο σχέδιό του. Τελικά το μόνο που θα καταφέρει με την επιμονή και τις άκομψες οχλήσεις του είναι να βάλει σε υποψίες τον εφοπλιστή για τον πραγματικό λόγο της αποστολής του.





Η συνάντηση με Ρέμο, Μαζώ και Γαλάτη

Η τελευταία πράξη στο «δράμα» του Γερμανού δημοσιογράφου στη Μύκονο εκτυλίχθηκε κατά τη διάρκεια της συναυλίας του Γιώργου Μαζωνάκη στην παραλία Καλό Λιβάδι. Ο απεσταλμένος της «Bild» μπήκε, είδε και απήλθε φρικαρισμένος από το κέφι, την πολυκοσμία και τους χορούς πάνω στα τραπέζια. Φαίνεται πως ο ελληνικός τρόπος διασκέδασης δεν ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία του.



Τους μοναδικούς τελικά που κατάφερε να συναντήσει στη Μύκονο ήταν την πατροπαράδοτη φυσιογνωμία του νησιού, τον Γιάννη Γαλάτη, αλλά και τον δημοφιλή τραγουδιστή Αντώνη Ρέμο, ο οποίος όμως του είχε ήδη παραχωρήσει συνέντευξη την προηγούμενη βδομάδα. Ο Γιάννης Γαλάτης με την άνεση, την οικειότητα και το αστείρευτο προσωπικό χιούμορ του κατάφερε μέσα σε μία ώρα να τρελάνει τον Γερμανό δημοσιογράφο. Οσο αυτός προσπαθούσε να του εκμαιεύσει επικρίσεις εναντίον «των πλουσίων που τα σπάνε στη Μύκονο εν καιρώ κρίσης», ο γνωστός μόδιστρος του μιλούσε ακατάπαυστα για τις καλές παλιές εποχές των 70ς και τα πάρτι των VIPs στα οποία πρωταγωνιστούσε. Μετά το τέλος της συνέντευξης, η οποία εκτυλίχτηκε υπό τους ήχους του τραγουδιού «Καλημέρα Ασπρονήσι» του άρχοντα της Μυκόνου, ο Ροντσχάιμερ μοιάζει σαν να κατέβηκε μόλις από τη μηχανή του χρόνου. Παρότι, όμως, η ανακάλυψη του «θησαυρού» αποδεικνύεται άνθρακας, συνεχίζει απτόητος με τη νέα συνέντευξη που του έδωσε ο Αντώνης Ρέμος το μεσημέρι της Κυριακής στην παραλία της Ψαρούς.

Και η «Bild» δημοσιεύει πεισματικά το άρθρο του απεσταλμένου της με τίτλο «Ο κόσμος λιμοκτονεί και οι πλούσιοι Ελληνες δεν πληρώνουν φόρους». Στο γραπτό του ο ευφάνταστος, τουλάχιστον, Ροντσχάιμερ δεν παραδέχεται την ήττα του, αναφέροντας: «Ενας δισεκατομμυριούχος από την Κρήτη πλησιάζει τον Ρέμο και τον αγκαλιάζει θερμά. Την ώρα που πολλοί Ελληνες λιμοκτονούν αυτοί οι πλούσιοι Ελληνες εξακολουθούν να μην πληρώνουν φόρους»- διαπίστωση που ενδεχομένως θα ίσχυε αν ο Γερμανός δημοσιογράφος είχε πρόσβαση στους ελέγχους των φορολογικών δηλώσεων του ανώνυμου Κρητικού επιχειρηματία





Ο υπερόπτης Ροντσχάιμερ

Τολμηρός, εργατικός και γεμάτος ενέργεια μεν, θρασύς, ανυπόμονος και υπερόπτης δε, ο 28χρονος Πάουλ Ροντσχάιμερ παρά το νεαρό της ηλικίας του έχει καταφέρει να αποκτήσει φανατικούς αναγνώστες στην πατρίδα του, αλλά και τον τίτλο του πλέον αντιπαθητικού ανταποκριτή στην Ελλάδα. Κρατάει τις σημειώσεις των ρεπορτάζ του στο smart phone κινητό του τηλέφωνο επειδή, όπως λέει, «με βολεύει γιατί γράφω γρήγορα», ενώ δεν ηχογραφεί σχεδόν ποτέ τις δηλώσεις των συνεντευξιαζόμενών του. Στη Μύκονο κατά τη διάρκεια της διήμερης παραμονής του θα κυκλοφορήσει για ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο χωρίς να αλλάξει ρούχα και θα αποφύγει να βουτήξει στα καταγάλανα νερά του νησιού, ισχυριζόμενος ότι πάνω απ’ όλα προέχει η δουλειά του. Πειθαρχία, αίσθηση καθήκοντος ή αποστροφή στο νερό; - δεν αλλάζει τίποτα στις κακόβουλες ριπές των κειμένων του. Οι περισσότεροι θα τον θυμούνται όταν για τις «ανάγκες» ενός εκ των ρεπορτάζ του είχε φτάσει στο σημείο να μοιράζει δραχμές στην πλατεία Συντάγματος, γράφοντας «ότι οι Ελληνες δεν θα έλεγαν “όχι” στα παλιά χαρτονομίσματα», μιλώντας παράλληλα για σχέδιο -που μόνον αυτός είχε δει- της Τραπέζης της Ελλάδας για επιστροφή στη δραχμή. «Αυτό θα ήταν ό,τι καλύτερο για το ευρώ μας», κατέληγε τότε στην ανταπόκρισή του.




Ο 28χρονος δημοσιογράφος έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια με τις ανταποκρίσεις του από την Αθήνα να χαρίσει πολλά και κραυγαλέα πρωτοσέλιδα στην «Bild» παρουσιάζοντας την Ελλάδα της διαφθοράς, του λαδώματος, περιγράφοντας την εικόνα μιας χώρας που παρά την κρίση γλεντάει με τα χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων.
Είναι γεγονός πως η ελληνική δυστυχία, συνδυασμένη με τις παρασιτικές ακρότητες της χώρας, πρόσφερε ουκ ολίγα θέματα στον δημοσιογράφο της «Bild», ο οποίος τη μια παρουσίαζε συνταξιούχο στη Θεσσαλονίκη με σύνταξη 3.500 ευρώ, την άλλη επιχειρούσε να πάρει αποδείξεις από ταξί, ενώ στα σουβλατζίδικα στο Μοναστηράκι φωτογράφιζε τη δήθεν κραιπάλη των χρεοκοπημένων πλην αμετανόητων Ελλήνων, για να δείξει στους συμπατριώτες του ότι αυτοί οι Νότιοι δεν βάζουν μυαλό.

Σε ένα ακόμη άρθρο του τον Φεβρουάριο του 2012 έγραφε για τον Αλέξη Τσίπρα ότι «στηρίζει ανοιχτά τους βίαιους αναρχικούς», ενώ έφτανε στο σημείο να λέει ότι ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ «είναι κι αυτός μέλος των αναρχικών και τους χρηματοδοτεί». Το ρεπορτάζ μάλιστα είχε προκαλέσει την αντίδραση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά της «Bild», που συνοδεύτηκε και από μια αγωγή. Από τις ανταποκρίσεις του μάλιστα δεν λείπουν οι συχνές αναφορές για τους κινδύνους στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Ελλάδα, αλλά και… φαεινές ιδέες όπως η ενοικίαση αρχαιολογικών μνημείων σαν τον Παρθενώνα.
πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...