Από το 1922 μέχρι σήμερα δεν έφυγε λεπτό από το κέντρο της πολιτικής σκηνής. «Καταχθόνιο» το χαρακτήρισαν πολλοί, το κατηγόρησαν ότι «ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις» και ότι παίζει βρόμικα παιχνίδια. Τελικά, για ποιον «παίζει» το Συγκρότημα; Ο θρύλος του χτίστηκε γύρω από τους αγώνες του ιδρυτή του για τη φιλελεύθερη παράταξη και τη Δημοκρατία. Αλλά μήπως ήταν προορισμένο να παίζει μόνο για τον εαυτό του; Και ποιος μιλάει γι” αυτό;
«Να, εκεί που κάθεσαι καθόταν ο Βενιζέλος. Κι εδώ που κάθομαι εγώ καθόταν ο Λαμπράκης και του υπαγόρευε τα μέλη της κυβέρνησής του. Σε αυτό το μαγαζί ήρθες να δουλέψεις». Τα ίδια αυτά λόγια έχουν χρησιμοποιήσει αρκετά στελέχη του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, με εμφανή αγωνία να μεταλαμπαδεύσουν στους νέους προσήλυτους την υποχρέωση να νιώθουν δέος για τον τόπο εργασίας τους. Αλλά και με εξίσου εμφανή αδιαφορία για την ιστορική ακρίβεια. Ακρίβεια όχι τόσο ως προς το αν ο Δημήτριος Λαμπράκης υπαγόρευε όντως τα μέλη της κυβέρνησής του στον Ελευθέριο Βενιζέλο, αλλά περισσότερο για το γεγονός ότι μια τέτοια συζήτηση δύσκολα θα γινόταν στο μετέπειτα γραφείο ενός μεσαίου στελέχους στην οδό Χρήστου Λαδά 3, πόσο μάλλον στην οδό Μιχαλακοπούλου 80…
Είναι έτσι ο ΔΟΛ. Τον περιέβαλε πάντα μια σχεδόν μυστικιστική αχλή, μια αδιαμφισβήτητη αναγνώριση ότι κατοικούσε σε ένα πολιτικό επίπεδο άπιαστο για τους κοινούς θνητούς. Όποιος τον έχει ζήσει, το ξέρει, το έχει αισθανθεί να αντανακλάται στη συμπεριφορά σχεδόν κάθε εργαζόμενου, από τους πολιτικούς συντάκτες ώς τον μικρό αυτοκράτορα-κλητήρα της εισόδου. Γι’ αυτό και το ενδιαφέρον φαινόμενο δεν είναι ότι εξανάγκασε ίσως κάποιους να κάνουν πράγματα που δεν ήθελαν, αλλά ότι πάρα πολλοί ήθελαν να τα κάνουν. Με πρώτον αναμέσά τους, ασφαλώς, τον πιο πρόσφατο κυρίαρχο του ΔΟΛ, τον Σταύρο Ψυχάρη, όσο κι αν αυτός πρόσφατα έγραψε στο Βήμα: «Δεν είναι δική μας δουλειά η άσκηση της εξουσίας». (Το Βήμα, 9.10.2011)
Η άσκηση της εξουσίας, με την ευθεία έννοια, πράγματι δεν ήταν δουλειά των ιθυνόντων του ΔΟΛ. Ούτε ο ιδρυτής του ΔΟΛ Δημήτρης Λαμπράκης ούτε ο διάδοχός του Χρήστος Λαμπράκης, αλλά ούτε και ο Σταύρος Ψυχάρης μεταπήδησαν ποτέ σε πολιτικό αξίωμα (με την εξαίρεση της διοίκησης του Αγίου Όρους, ο τελευταίος). Πολλά πρώην στελέχη και πρώην εργαζόμενοι εξελέγησαν ή διορίστηκαν, βέβαια, σε αξιώματα αλλά ούτε καν αυτό δεν είναι το θέμα. Το θέμα είναι ότι ο ΔΟΛ, από τη στιγμή της ίδρυσης των εφημερίδων του, έχει μια ιστορία άρρηκτα συνδεδεμένη με τις πολιτικές τύχες της Ελλάδας και όσο και αν κάποιες δεν κατόρθωσε να τις επηρεάσει, το βέβαιο είναι ότι προσπάθησε. Κάτι είχε υπόψη του ο εξόριστος επί Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πρωθυπουργός της Ελλάδας Εμμανουήλ Τσουδερός: μπορεί να παραπονούνταν ότι τις τύχες της χώρας κρίνει ένας «παράφρονας εκδότης», ένας «υστερικός έμπορος διαφημίσεων», αλλά οι επιστολές του προς τον Δημήτριο Λαμπράκη ξεκινούν με την προσφώνηση «Αγαπητέ Μήτσο…».
Τι θα επιδιώξωμεν
Ο Δημήτρης Λαμπράκης ξεκίνησε ως δημοσιογράφος το 1914 στην εφημερίδα Η Πατρίς, η οποία ήταν φιλελεύθερου προσανατολισμού και αντιβασιλική. Ευρέως γνωστός έγινε όταν η Πατρίς δημοσίευσε ένα έγγραφο που καταδείκνυε τον αρνητικό ρόλο μελών και φίλων της βασιλικής οικογένειας στις στρατιωτικές προπαρασκευές της Ελλάδας και τις παρεμβάσεις τους στις σχέσεις με τη σύμμαχο Γαλλία – το γνωστό «έγγραφο Ρούπελ». Οι αντιβενιζελικοί ζήτησαν την «παραδειγματικήν τιμωρίαν των προδοτών», έκλεισαν την εφημερίδα και ο Λαμπράκης, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη, συνελήφθη και φυλακίστηκε.
Απελευθερώθηκε με το κίνημα των Πλαστήρα-Βενιζέλου και αφού διετέλεσε διευθυντής της Πατρίδος, η οποία επανεκδόθηκε, συνίδρυσε και ήταν ο πρώτος διευθυντής της εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα, το 1922. Το πρώτο φύλλο της 6ης Φεβρουαρίου, υπό τον τίτλο «Τι θα επιδιώξωμεν», δεν αφήνει περιθώριο παρεξήγησης: «Πρόγραμμα του “Ελεύθερου Βήματος” είνε το πρόγραμμα του Κόμματος των Φιλελευθέρων, εις το οποίον ανήκουν οι ιδρυταί και οι συνεργάται του». Το 1926 ίδρυσε τον Οικονομικό Ταχυδρόμο και το 1931 τα Αθηναϊκά Νέα, καθώς παράλληλα και άλλες εκδόσεις, κάποιες πολύ βραχύβιες, δίνοντας έτσι σιγά σιγά ζωή στο «Συγκρότημα».
Ο Δημήτριος Λαμπράκης αποτελούσε προσωπική επιλογή του Ελευθέριου Βενιζέλου για την ίδρυση και τη διεύθυνση μιας εφημερίδας που θα εξέφραζε τις πολιτικές του θέσεις – με διαφορετικό τρόπο, ωστόσο, από ό,τι το έκανε η Πατρίς· κυρίως, με τρόπο λιγότερο ακραίο. Η νέα εφημερίδα θα ήταν φιλελεύθερη και αντιμοναρχική, όμως με τρόπο που να έλκει τη μεγαλοαστική τάξη. Ως εκ τούτου, ο θρύλος που οικοδομήθηκε για τον Δημήτρη Λαμπράκη –δραστηριότητα που, μετά από ένα σημείο, ανέλαβε πρώτο το ίδιο τοΣυγκρότημα– δεν είχε να κάνει μόνο με τη δημοσιογραφική και την πολιτική του δράση. Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, μια αίγλη διανόησης και «δημιουργίας» επιστρατεύεται για να δώσει σε κάτι μάλλον βάρβαρο, όπως οι πολιτικοί ανταγωνισμοί, το επίχρισμα της ευγένειας. Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση του Στάθη Ευσταθιάδη, επί μακρόν συντάκτη του Βήματος, ο οποίος σε κείμενό του για τον Δημήτρη Λαμπράκη (Το Βήμα, 17.10.2004) γράφει για τους διάφορους διανοούμενους και καλλιτέχνες που συσπειρώθηκαν γύρω από το Ελεύθερον Βήμα, το οποίο έγινε πόλος έλξης ανθρώπων με προοδευτικό όραμα. Η νομιμοποίηση της διανόησης παρασύρει κι άλλους: «Γύρω από την εφημερίδα», γράφει ο Στ. Ευσταθιάδης, «συγκεντρώθηκαν βιομήχανοι δημιουργοί όπως οι Μποδοσάκης, Μακρής, Σπυρόπουλος, Μεταξάς». Για τον Μποδοσάκη, λόγου χάρη, η περιγραφή «βιομήχανος δημιουργός» είναι τόσο… ευγενική που καταλήγει διασκεδαστική. (Πρόκειται, χάριν μικρού παραδείγματος και μόνο, για τον άνθρωπο που θησαυρίζει όταν η Επιτροπή Μη Επεμβάσεως απαγορεύει την πώληση όπλων από άλλα κράτη στους αντιμαχόμενους τον Ισπανικό Εμφύλιο, όταν ο Φράνκο εξοπλίζεται ήδη αφειδώς από τον Άξονα, καθιστώντας έτσι αδύνατον για τους Δημοκρατικούς να εξοπλιστούν, αφού η βοήθεια που τους παρείχε η ΕΣΣΔ ήταν μικρή. Ο ιδιώτης έμπορος όπλων που ανέλαβε το λαθρεμπόριο, με τις ευλογίες του όχι και τόσο δημοκρατικού ηγέτη Ιωάννη Μεταξά, ήταν ο Μποδοσάκης. Κι αν κανένας μπαίνει στον πειρασμό να πει ότι «τουλάχιστον το λαθρεμπόριο το έκανε για τους Δημοκρατικούς», ας μη βιαστεί: πουλούσε πυρομαχικά και στους δύο, κάποτε μάλιστα ειδοποιώντας την πλευρά του Φράνκο για το δρομολόγιο των πλοίων που είχαν εικονικό προορισμό το Μεξικό. Μία πηγή αναφέρει: «Πολλοί Δημοκρατικοί σκοτώθηκαν από σφαίρες που είχαν προπληρώσει».) Στον τρόπο που χτίζεται ο θρύλος του ΔΟΛ, όμως, η αλήθεια είναι εύπλαστη. Όταν, προ λίγων ετών, κυκλοφόρησε μια βιογραφία του Μποδοσάκη, η οποία ήταν να παρουσιαστεί από τις σελίδες των βιβλίων του Βήματος, ο συντάκτης της παρουσίασης θέλησε να αναφέρει τη σχέση του Λαμπράκη με τον Μποδοσάκη και του φάνηκε καλή ιδέα να περιλάβει και την αναφορά του δανείου 500 χρυσών λιρών, που σε κάποια δυσχερή στιγμή είχε επιδιώξει ο εκδότης από τον έμπορο όπλων. Για κακή του τύχη, προτού τυπωθεί, ευτυχώς γι’ αυτόν, η σελίδα έπεσε στην αντίληψη του διευθυντή του Βήματος Σταύρου Ψυχάρη, ο οποίος τον απέτρεψε από την αναφορά με την κομψή διατύπωση: «Είσαι μαλάκας! Απολύεσαι!»
Αντιμοναρχικός αλλά και αντικομμουνιστής, ο Δημήτρης Λαμπράκης ήταν πράγματι ιδανικός για να ανοίξει το φιλελεύθερο πρόγραμμα στη μεγαλοαστική τάξη. Διατηρούσε σχέσεις με όλους, ακόμη και με τους πιο απίθανους συνομιλητές, όπως προκύπτει από ένα από τα λιγότερο γνωστά κεφάλαια της ζωής του. Έχοντας υπάρξει βασικός συνομιλητής του Βενιζέλου στην ταραγμένη περίοδο του Μεσοπολέμου –με μια αλληλογραφία που περιλαμβάνει από απόψεις για το πολιτειακό ζήτημα ώς τον Θουκυδίδη και ώς την παράκληση του Βενιζέλου να λογοκρίνει ο Λαμπράκης τους ανταποκριτές του–, η είσοδος των Ναζί στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941 βρίσκει τον Δημήτρη Λαμπράκη να παραδίδει την έκδοση των εφημερίδων του σε «Επιτροπή Εργαζομένων». Την 26η Aπριλίου 1941, το δισέλιδο φύλλο των Aθηναϊκών Nέων κυκλοφορεί με την εξής ανακοίνωση: «O κ. Δ. Λαμπράκης εγκαταλείπει την δημοσιογραφίαν, και αποχωρών από το “Eλεύθερον Bήμα”, τα “Aθηναϊκά Nέα” και τον “Oικονομικόν Tαχυδρόμον”, εξεχώρησεν οριστικώς εις το προσωπικόν των εφημερίδων την ιδιοκτησίαν των τίτλων διά την περαιτέρω έκδοσίν των μεταβιβάσας όλα τα σχετικά δικαιώματά του εις τριμελή επιτροπήν, η οποία και θα έχει εφεξής την φροντίδα και τας ευθύνας της συνεχίσεώς των». Η τριμελής επιτροπή είναι οι Γ. Συριώτης, A. Zαφειρόπουλος, I. Tζαρτίλης.
Πολλά έχουν ειπωθεί για εκείνη την περίοδο και ο Δημήτρης Λαμπράκης συχνά κατηγορήθηκε, χρόνια αργότερα, ως συνεργάτης των Γερμανών, διασήμως και από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος υπενθύμισε στο Πανελλήνιο ότι οι εκδόσεις Λαμπράκη είχαν επί Κατοχής συνεταιριστεί με τη γερμανική εταιρεία Μούντους, υψηλός μέτοχος της οποίας φερόταν μάλιστα ο Χέρμαν Γκέρινγκ. Ακόμη και η φυλάκιση του Δημήτρη Λαμπράκη από τους Άγγλους στον Λίβανο, το 1943, έχει αποδοθεί στη συνεργασία του με τους Ναζί.
Η ιστορία είναι γοητευτική, δεν υποστηρίζεται, όμως, από τα ιστορικά στοιχεία. Οι εκδόσεις του Λαμπράκη πράγματι συνεταιρίστηκαν με τη γερμανική εταιρεία. Ο ίδιος, όμως, δεν μετέχει, τουλάχιστον φανερά, και δεν είναι παράλογο να σκεφτεί κανείς ότι απείχε ακριβώς επειδή προέβλεπε ότι οι εφημερίδες του θα ήταν αναγκασμένες, εφόσον παρέμειναν ανοιχτές, να προβούν σε τέτοιου είδους συμβιβασμούς. Αντιθέτως, είναι γνωστό ότι πληροφορεί τακτικά την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση για την κατάσταση στην Ελλάδα. Αυτό που τον καθιστά στόχο των Άγγλων είναι ότι, επιδέξιος καθώς είναι πολιτικά, συνομιλεί ακόμη και με το ΕΑΜ, ακόμη και με το ΚΚΕ.
Μάλιστα, φαίνεται να υποστηρίζει δύο πράγματα σχετικά με τη μεταπολεμική κατάσταση: Πρώτον, ότι ο βασιλιάς θα πρέπει να δεσμευτεί δημόσια ότι θα διενεργηθεί δημοψήφισμα για το αν οι Έλληνες επιθυμούν την επιστροφή του ή όχι και ότι θα σεβαστεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Δεύτερον, ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος να αμβλυνθεί η επιρροή των κομμουνιστών θα ήταν να τους εντάξει κανείς στο πολιτικό σκηνικό και όχι να τους εξοβελίσει στην παρανομία. Ήταν όχι μόνο συνομιλητής τους αλλά και υποστηρικτής της συμμετοχής τους σε κυβέρνηση συνεργασίας από πολύ νωρίς.
Όταν βρίσκεται στο Κάιρο, το 1943, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος φυσικά διαφωνούσε, όπως και οι Άγγλοι, με τη συμμετοχή του ΕΑΜ σε οτιδήποτε, πιέζει τους Άγγλους να «πάρουν μέτρα» εναντίον του Δημήτρη Λαμπράκη, για τον οποίον θεωρούσε ότι δολοπλοκούσε κατά του σχηματισμού κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Οι Άγγλοι τον αναγκάζουν υπό την απειλή σύλληψης να εγκαταλείψει το Κάιρο στις 29 Ιουνίου 1943 και καταφεύγει στον Λίβανο, μαζί με τον φίλο του, Μποδοσάκη. Κρατείται στον Λίβανο σε κατ’ οίκον περιορισμό από τους Άγγλους, ο οποίος παύει με εντολή και πάλι του Γεωργίου Παπανδρέου, στις 10 Σεπτεμβρίου 1944, αφότου η κατάσταση έχει πια αλλάξει και η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, με τη συμμετοχή και του ΕΑΜ, έχει σχηματιστεί και βρίσκεται πλέον στην Ιταλία.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Δημήτρης Λαμπράκης επανεκδίδει τις εφημερίδες του, με άλλους ωστόσο τίτλους, καθώς νόμος της ελεύθερης Ελλάδας απαγορεύει την κυκλοφορία των εφημερίδων που εκδίδονταν στην Κατοχή. Είναι πια Το Βήμα και Τα Νέα.
Με την πρωθυπουργία του Θεμιστοκλή Σοφούλη, ειδικά από το 1947 και μετά, αλλά και υπό τους επόμενους πρωθυπουργούς, ο Δημήτρης Λαμπράκης γίνεται ξανά ο εξ απορρήτων της εξουσίας, άσχετα με το ποιος κυβερνάει. Ο Σπύρος Μαρκεζίνης έχει μάλιστα αφηγηθεί ότι συναντιόταν με τον Λαμπράκη τακτικά στο σπίτι του, όπου συσκέπτονταν με το μέλος της Νομισματικής Επιτροπής Αλ Κονστάντζο, έχοντας συστήσει ένα άτυπο «διευθυντήριο». Δεν είναι δύσκολο να γίνει πιστευτός. Τέτοιου είδους συναντήσεις, πάντα με την πρόθεση να καθοριστεί εκ των προτέρων η πολιτική αλλά χωρίς πάντα –ίσως όχι και συχνά– να το πετυχαίνουν, γίνονται στοιχείο ταυτότητας, κομμάτι της «κουλτούρας», θα έλεγε κανείς, του Συγκροτήματος.
Το διαβολικόν ατύχημα
Το φύλλο του Ταχυδρόμου (ο Ταχυδρόμος είχε κυκλοφορήσει ως «εβδομαδιαία εικονογραφημένη πολιτική, οικονομική, φιλολογική, εγκυκλοπαιδική εφημερίς» το 1954) του Σαββάτου 16 Μαρτίου 1957 κόστισε στον διευθυντή του αρκετή ταραχή – λέγεται, αν και κανείς δεν το ξέρει με βεβαιότητα, κι ένα δυνατό χαστούκι. Ο Δημήτρης Λαμπράκης ήταν έξω φρενών με τον γιο του τον Χρήστο, ο οποίος διηύθυνε τότε τον Ταχυδρόμο, διότι παρά το γεγονός ότι το φύλλο περιλάμβανε ως συνήθως πλείστα όσα, από Νίκο Τσιφόρο ώς Κοσμά Πολίτη, είχε και κάτι ακόμη: ένα ρεπορτάζ για την εκστρατεία του Βατικανού εναντίον των προκλητικών εμφανίσεων διαφόρων κινηματογραφικών αστέρων, με πρώτη την αισθησιακή Μπριζίτ Μπαρντό. Η εικονογράφηση του κειμένου, αναπόδοτη, ήταν ένα φωτομοντάζ όπου ο τότε Πάπας Πίος ΙΒ΄, με τις παλάμες ενωμένες σε στάση προσευχής, ατένιζε ευλαβικά την ημίγυμνη Μπριζίτ Μπαρντό. Τα πράγματα έκανε ακόμη χειρότερα η λεζάντα: «Ο Πάπας μοιάζει αποφασισμένος να προχωρήσει…» Η Καθολική Εκκλησία, όπως θα περίμενε κανείς, διαμαρτυρήθηκε για το προσβλητικό δημοσίευμα και ο Ταχυδρόμος, στο επόμενο φύλλο του, δημοσίευσε επανόρθωση, όπου χαρακτήριζε, με όχι και τόσο κεκαλυμμένη ειρωνεία, το όλο ζήτημα «διαβολικόν ατύχημα».
Ο Χρήστος Λαμπράκης δεν παρέμεινε διευθυντής του Ταχυδρόμου για πολύ ακόμη, όχι όμως λόγω του ατοπήματός του με την Καθολική Εκκλησία. Ο Δημήτρης Λαμπράκης πέθανε στις 12 Αυγούστου του 1957.
Ο ιδρυτής του Ελεύθερου Βήματος άφηνε σίγουρα βαριά κληρονομιά. Ωστόσο, κοντά στο δημοσιογραφικό και πολιτικό του εκτόπισμα, η κληρονομιά του περιλάμβανε και την ιδιαιτέρα του, η οποία χάρη στη μεγάλη εύνοιά του λέγεται ότι είχε εξελιχθεί σε ισχυρότατο παράγοντα και συχνά σε δυνάστη του προσωπικού, σε βαθμό κάποιοι να την αποφεύγουν πάση θυσία, να αλλάζουν και πεζοδρόμιο ακόμη όταν την έβλεπαν τυχαία στο δρόμο.
Το πρωί της επομένης του θανάτου του Δημήτρη Λαμπράκη, εν μέσω μεγάλης αναταραχής και αγωνίας όλων για το άδηλο μέλλον, ο Χρήστος Λαμπράκης πήγε κατευθείαν στο γραφείο του πατέρα του, κάθισε στην καρέκλα του και, μόλις στην πόρτα εμφανίστηκε η ευνοούμενη του ιδρυτή, της είπε: «Κυρία Λοράνδου, απολύεσθε». Δεν είχε προλάβει καν να του εκφράσει τα συλλυπητήριά της.
Άγνωστο από ποιον έμαθε ο Χρήστος Λαμπράκης να ελίσσεται στις σκιερές γωνίες της πολιτικής σκηνής – ως γνωστόν, ο πατέρας του δεν είχε σταθεί ακριβώς «μέντοράς» του. Πάντως, το έμαθε. Δεν είναι λίγες οι ιστορίες που τον εμφανίζουν ως τον ευαίσθητο νέο, με την κλίση στο κλασικό τραγούδι, που άλλα ήθελε κι άλλα αναγκάστηκε να κάνει. Είναι κι αυτά μέρος του θρύλου. Ο Δημήτρης Λαμπράκης ήταν ο αψύς, κυριαρχικός –και αθεράπευτα γυναικάς, έλεγαν, παρά τον μακρό γάμο του με την Έλζα– πατριάρχης. Ο Χρήστος, το ήπιο παιδί, με τον ενθουσιασμό για τον πολιτισμό, ο κοσμοπολίτης ευπατρίδης, που δεν ήθελε το βρόμικο αυτό παιχνίδι, αλλά υποχρεώθηκε να το παίξει επειδή εκεί τον οδήγησε η μοίρα για το καλό της δημοκρατίας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, πάντως, ο οποίος απήλαυσε την «ηπιότητα» του Χρήστου Λαμπράκη σε όλη του τη διαδρομή, από το απόγειο του 1981 ώς το Ειδικό Δικαστήριο, είχε τούτο να πει στο βιβλίο του Η δημοκρατία στο απόσπασμα, σε σχέση με τα γεγονότα του 1965: «Στις 9 Αυγούστου συνήλθε η κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου στην αίθουσα της λέσχης του κόμματος, στην οδό Χρήστου Λαδά, απέναντι στα γραφεία του δημοσιογραφικού οργανισμού Λαμπράκη. Πρώτος μίλησε ο Γεώργιος Παπανδρέου: “Ουδέποτε συνέβη εις το παρελθόν ο βασιλεύς να εισβάλλη εις τα κόμματα και να εκλέγη κατ’ αρέσκειαν μέλη, διά να κατασκευάζη κυβερνήσεις, διαλύοντάς τα. Η μέθοδος της κατασκευής πρωθυπουργών από τας τάξεις της Ενώσεως Κέντρου παραβιάζει το Καταστατικό του Κόμματος, το οποίον ορίζει ότι του κόμματος ηγείται ο αρχηγός, ο οποίος και εκπροσωπεί το κόμμα… Ο βασιλεύς ουδέποτε θα δικαιωθή αν κάμη δικτατορία εφ’ όσον έχει την λύσιν των εκλογών”. Στην ψηφοφορία που ακολούθησε καταψηφίσθηκε η εντολή του βασιλιά προς τον Στεφανόπουλο να σχηματίσει κυβέρνηση με 113 ψήφους κατά της πρότασης και 26 υπέρ. Δύο βουλευτές δεν πήραν μέρος στην ψηφοφορία. Έξω από τη λέσχη είχαν συγκεντρωθεί δέκα χιλιάδες Αθηναίοι. Ο Γεώργιος Παπανδρέου αναγκάσθηκε να βγει επανειλημμένα στο μπαλκόνι για να τους χαιρετήσει. Μετά στράφηκαν προς τα γραφεία του “Βήματος”, γιουχαΐζοντας και βρίζοντας και βάζοντας φωτιά στα φύλλα των εφημερίδων του Λαμπράκη. Είχαν μυρισθεί το βρώμικο παιγνίδι που έπαιζε ο Λαμπράκης. Μόλις τελείωσε η σύσκεψη της κοινοβουλευτικής ομάδας, με παρακάλεσε ο πατέρας μου να παρέμβω και να καθησυχάσω τους διαδηλωτές. Πήγα στα γραφεία του Λαμπράκη κι από το μπαλκόνι παρακάλεσα το πλήθος να διαλυθεί ήσυχα. Προσπαθούμε να αποφύγομε ανοικτή αναμέτρηση με τον Λαμπράκη…»
Είπαμε: ο ΔΟΛ προσπαθούσε να καθορίσει την πολιτική. Δεν σημαίνει ότι το πετύχαινε πάντα…
Ο Χρήστος Λαμπράκης απογοήτευσε όσους τον περίμεναν να καταρρεύσει επειδή, καταπώς έλεγαν, δεν διέθετε το σθένος του πατέρα του. Το ενδιαφέρον είναι ότι πήρε μία –τουλάχιστον– απόφαση που θύμιζε πολύ τον Δημήτριο Λαμπράκη. Όπως εκείνος δεν είχε κλείσει τις εφημερίδες του κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έτσι και ο Χρήστος Λαμπράκης δεν τις έκλεισε κατά τη διάρκεια της Επταετίας. Φυλακίστηκε, βέβαια, για πολύ λίγο, από τους Συνταγματάρχες. Αλλά ήταν τότε, το 1970, μεσούσης της Δικτατορίας, που η ατομική εταιρεία Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη μετατράπηκε σε ανώνυμη.
Εκείνον τον καιρό, λοιπόν, ανέτειλε ένα νέο αστέρι. Το γιατί ο Σταύρος Ψυχάρης έγινε διευθυντής του Βήματος έχει προκαλέσει μεγάλη απορία μέσα στα χρόνια. Στον ΔΟΛ βρέθηκε το 1968. Ήταν κουμπάρος του υπουργού Τύπου της Χούντας Βύρωνα Σταματόπουλου – όχι ακριβώς τα δημοκρατικά διαπιστευτήρια που θα περίμενε κανείς ως εχέγγυα για μια διακεκριμένη πορεία στα κατεξοχήν μέσα της δημοκρατικής παράταξης. Όμως και οι Γ. Συριώτης, A. Zαφειρόπουλος, I. Tζαρτίλης –θυμάστε;– είχαν υπάρξει «Τριμελής Επιτροπή». Κάποια συνομιλία με την εξουσία είναι απαραίτητη – όποια και αν είναι η εξουσία. Εκτός αν κλείσει κανείς τις εφημερίδες του. Αλλά ο ΔΟΛ δεν τις έκλεισε ποτέ. Και ελάχιστοι μιλούν γι’ αυτό, όπως και για οτιδήποτε αμφισβητεί τις δημοκρατικές του ευαισθησίες.
Η Μεταπολίτευση βρίσκει τον ΔΟΛ σε ισχυρή θέση για άλλη μια φορά. Σύμφωνα με ορισμένους, εγκληματικά ισχυρή. Το 2011, ο βουλευτής του ΔΗΚΟ της Κύπρου Ζαχαρίας Κουλίας δημοσιοποίησε ένα έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο τρεις μέρες πριν από το πραξικόπημα στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα σύσκεψη, στο εξοχικό του Χρήστου Λαμπράκη στον Πόρο, μεταξύ των ηγετών του εγχειρήματος ανατροπής του Μακαρίου: εκτός από τον Λαμπράκη, τον οποίο ο κ. Κουλίας χαρακτήρισε ως πολιτικό νου του πραξικοπήματος, συμμετείχαν ο δικτάτορας Δημήτρης Ιωαννίδης και επιτελείς του, o εφοπλιστής Ποταμιάνος, ενώ από την Κύπρο συμμετείχε ο Νίκος Σαμψών. Το έγγραφο απαξιώθηκε ως πλαστό, ωστόσο, όχι πέραν αμφιβολίας. Αυτό που είναι το πιθανότερο, όμως, είναι ότι ο Χρήστος Λαμπράκης ήταν απλώς εναντίον του Μακαρίου, επειδή ήταν υπέρ της Ένωσης, θέση από την οποία ο Μακάριος είχε υπαναχωρήσει. Για άλλη μία φορά, όπως και με την κατηγορία κατά του Δημήτρη Λαμπράκη για τη συνεργασία με τους Γερμανούς, η πιθανή αλήθεια είναι λίγο πιο λεπτή και πιο περίπλοκη.
«Αγοράζουμε παν ό,τι κινείται»
Τη φράση μεταφέρει στέλεχος του ΔΟΛ, έχοντάς την ακούσει ο ίδιος. Ο ΔΟΛ, μέχρι ενός σημείου, είχε ένα προνόμιο: ήταν αμιγώς δημοσιογραφικός ή, έστω, εκδοτικός οργανισμός. Δεν είχε ευθεία σύνδεση, όπως άλλοι εκδότες, με άλλου είδους επιχειρήσεις. Αλλά όλα αυτά έμελλε να αλλάξουν. Ο θρύλος, φυσικά, θα επέμενε στους προσδιορισμούς «Χρήστος Λαμπράκης: δημοσιογράφος», «Σταύρος Ψυχάρης: δημοσιογράφος». Αλλά η πραγματικότητα θα ξεδιπλωνόταν διαφορετικά.
Η δραστηριότητα του ΔΟΛ, τόσο η εκδοτική όσο και η επιχειρηματική, εντείνεται στη δεκαετία του 1980. (Ήδη από το 1959, ο Χρήστος Λαμπράκης είχε εκδώσει την εβδομαδιαία αθλητική εφημερίδα Ομάδα, το 1963 το μηνιαίο περιοδικό Εποχές και το 1967 τον ετήσιο οδηγό τουρισμού Διακοπές.)
Το 1981 εκδίδεται το τριμηνιαίο περιοδικό Αρχαιολογία, αλλά ο ΔΟΛ επεκτείνεται και στον τουριστικό κλάδο, ιδρύοντας το γραφείο τουρισμού Travel Plan. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι από εδώ και στο εξής, η ιστορία του ΔΟΛ είναι αυτή της ανεξέλεγκτης σχεδόν επέκτασης: Ήδη από το 1984, το Βήμα κυκλοφορεί μόνο την Κυριακή. Το 1987 ο ΔΟΛ αναλαμβάνει με άμεσο και έμμεσο τρόπο (μέσω της θυγατρικής ΒΙΝΤΕΟΣΤΑΡ, μετέπειτα Δ.Ο.Λ.-Επικοινωνίες) την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρείας τηλεοπτικών παραγωγών ΣΤΟΥΝΤΙΟ ATA A.E. Εξαγοράζει τη Ν. Θεοφανίδης Α.Ε., η οποία εκδίδει τα περιοδικά Ρομάντζο, Βεντέτα, Πάνθεον και Γάμος. Το 1988 εκδίδεται το RAM και το Marie Claire. To 1989 εξαγοράζεται η Freegate Tourism, με έδρα τη Νέα Υόρκη. Την ίδια χρονιά ιδρύεται ο τηλεοπτικός σταθμός Mega Channel από την εταιρεία ΤΗΛΕΤΥΠΟΣ Α.Ε., στην οποία ο ΔΟΛ μετείχε ως συνιδρυτής με 20%. Το 1992 εκδίδεται το TV Zapping από κοινού με την Πήγασος Α.Ε. και ιδρύεται η Databank A.E. από κοινού με την ΙΝΤΡΑΣΟΦΤ Α.Ε. Ακολουθούν ο Αγγελιοφόρος, Το παιδί μου κι εγώ, το ROM, το Market HiTECH, το Vita, οι Καριέρες, και πολλά ακόμη. Παράλληλα, ολοκληρώνεται η μεγάλη εκτυπωτική μονάδα του ΔΟΛ στην Ακαδημία Πλάτωνος. (Η συνολική επένδυση ανέρχεται σε 6 δισ. δραχμές περίπου.) Η μονάδα αυτή, πέρα από το ότι καλύπτει τις παραγωγικές ανάγκες του ΔΟΛ, εκτυπώνει επίσης εφημερίδες και λοιπά έντυπα τρίτων. Το 1998, ο ΔΟΛ εξαγοράζει πλήρως την εταιρεία IRIS Α.Ε., η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο των εκτυπώσεων σε επίπεδα πιεστήρια. Ιδρύεται επίσης το πρακτορείο Τύπου ΑΡΓΟΣ Α.Ε.
Το 1999 επανακυκλοφορεί για πολλοστή φορά το ημερήσιο Βήμα, ενώ το 2000 εκδίδεται το εβδομαδιαίο περιοδικό ποικίλης ύλης ΒΗΜΑgazino, που διανέμεται μαζί με το Βήμα της Κυριακής. Ώς το 2001, ο ΔΟΛ μαζί με τις θυγατρικές του, εκδίδει 4 εφημερίδες και 21 περιοδικά, τα οποία απορροφούν τη μεγαλύτερη διαφημιστική δαπάνη στην αγορά, συμμετέχει σε αλυσίδα βιβλιοπωλείων και σε εκδόσεις βιβλίων, κατέχει 5 εκτυπωτικές μονάδες, με πλήρη κάλυψη όλου του φάσματος της εκτύπωσης, από την εισαγωγή και την εμπορία χάρτου μέχρι την τελειοποίηση, τη συσκευασία και τη διανομή, λειτουργεί δύο τουριστικά πρακτορεία, δύο εταιρείες διανομής και μία εταιρεία τηλεφωνικής προώθησης πωλήσεων και διαχείρισης σχέσεων πελατών, συμμετέχει στη λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού, στην αντιπροσώπευση κινηματογραφικών ταινιών, στην εκμετάλλευση κινηματογραφικών αιθουσών και σε παραγωγές τηλεοπτικών ταινιών και ψηφιακού οπτικοακουστικού υλικού, ενώ έχει επεκταθεί και στο διαδίκτυο.
Ο ΔΟΛ είχε καλύψει τεράστια διαδρομή από τον καιρό της ίδρυσης των πρώτων εντύπων του. Οι παραδοσιακοί εκδότες, όπως ήταν ο Δημήτριος Λαμπράκης, μπορεί να ήταν ευκατάστατοι, μπορεί να είχαν μεγάλη δύναμη κι επιρροή, μπορεί να συνομιλούσαν με τους μεγαλοαστούς, αλλά πολύ πλούσιοι δεν ήταν. Αυτό έμελλε να είναι η αποστολή της επόμενης γενιάς.
Στην εκκίνηση αυτής της φρενίτιδας αγορών και επέκτασης, λέει πρώην συντάκτης του ΔΟΛ με μεγάλη πείρα στα «οικογενειακά» του, υπήρξε μια στιγμή κομβική: «Αποφάσισαν», λέει, «να γίνουν πλούσιοι. Πολύ πλούσιοι».
Εξέχουσα θέση στις συζητήσεις αυτές είχαν πάντα ο Χρήστος Λαμπράκης και ο Σταύρος Ψυχάρης. Τουλάχιστον από τότε που άρχισε να φημολογείται ότι ο πρωτονοτάριος θα ανατρέψει τον αυτοκράτορα, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, λίγο αφότου ο Σ. Ψυχάρης είχε αναλάβει τη διεύθυνση του Βήματος: ο Λαμπράκης είναι έτοιμος να φύγει στο εξωτερικό, βούιζαν οι διάδρομοι, τα παίρνει όλα ο Ψυχάρης. Ο Λαμπράκης δεν έφυγε.
«Είμαστε μόνο δημοσιογραφικός οργανισμός»
Η φράση ανήκει στον Σταύρο Ψυχάρη. Τη συναντούμε σε συνέντευξή του το Σεπτέμβριο του 1993, όταν το περιοδικό Media View τον ρωτάει αν ο ΔΟΛ έχει βλέψεις σε δημόσια έργα. «Τον κακό τους τον καιρό όσων τα λένε» απαντάει ο τότε διευθυντής του Βήματος. Και συνεχίζει: «Επειδή αποκαλύπτουμε τις κομπίνες, έχουν θράσος και μιλάνε αυτοί οι γκάγκστερ. Εμείς είμαστε μόνο δημοσιογραφικός οργανισμός, τελεία και παύλα».
Η αλήθεια είναι πως, μολονότι για αρκετούς η ιδέα της τεράστιας επέκτασης του ΔΟΛ έχει ταυτιστεί με τον Σ. Ψυχάρη, ήταν πρώτα απ” όλα θέληση του Χ. Λαμπράκη. Μάλιστα, ο ίδιος ο Σ. Ψυχάρης είχε μεγάλες αντιρρήσεις. Πίστευε σε μια πιο ευέλικτη, πιο μικρή αλλά πιο δυναμική εταιρεία.
Παρά τη μυθολογία και τις υπερβολές, σε ένα πράγμα οι διαδόσεις ήταν σωστές για τον Χρήστο Λαμπράκη: όταν έβαζε κάτι στο μυαλό του, σωστό ή λάθος (και πολύ συχνά ήταν, αν όχι λανθασμένο, σίγουρα υπερφίαλο), κανείς δεν μπορούσε να του εναντιωθεί. Και, μολονότι ο Σ. Ψυχάρης αργότερα αξιοποίησε για τον εαυτό του όσο καλύτερα μπορούσε την επέκταση του ΔΟΛ, οι τότε διαφωνίες του δεν εμπόδισαν τον Χ. Λαμπράκη να προχωρήσει με τα σχέδιά του.
Σ” αυτή την περίοδο αναφέρθηκε εκείνο το πρώην στέλεχος του ΔΟΛ, όπως γράφαμε στο Μέρος Α’, με τη φράση: «Είχαν αποφασίσει να γίνουν πλούσιοι. Πολύ πλούσιοι». Ποιοι όμως;
Ο Χρήστος Λαμπράκης, ασφαλώς. Ο Σταύρος Ψυχάρης, παρά τις διαφωνίες του. Αλλά και άλλοι.
Ο Δημήτρης Χατζής και ο Νίκος Μπιλίρης ήταν οι μόνοι άνθρωποι από τους οποίους απειλήθηκε ποτέ σοβαρά ο Σ. Ψυχάρης. Ο Χ. Λαμπράκης ήταν ενθουσιασμένος μαζί τους. Οι δυο τους, οικονομικός διευθυντής και εμπορικός διευθυντής αντίστοιχα, εκπροσωπούσαν τον νέο χαρακτήρα του Οργανισμού, που ο Χ. Λαμπράκης ήθελε αίφνης να αναπτύξει: εξωστρεφή, πολυμετοχικό, τεχνοκρατικό, ό,τι ταιριάζει σε έναν όμιλο εισηγμένο στο Χρηματιστήριο, που διαθέτει από τυπογραφεία και πρακτορεία διανομής ως εταιρείες τηλεπωλήσεων, μερίδιο σε τηλεοπτικό σταθμό, εκδοτικούς οίκους, γραφεία ταξιδίων, αμέτρητα περιοδικά και τις ισχυρότερες εφημερίδες στη χώρα. Μακρά η απόσταση από τις «παραδοσιακές» εκδοτικές αντιλήψεις του ιδρυτή, Δημήτρη Λαμπράκη, και στενός ο χώρος για όσους είχαν συνηθίσει να λύνουν προβλήματα με τον «παλαιό» τρόπο. Οι διάδρομοι βούιζαν και πάλι, αλλά με τις αντίστροφες φήμες: ο Ψυχάρης είπε ότι έχει αδειάσει το γραφείο του κι ετοιμάζεται να φύγει. Τελείωσε ο Ψυχάρης…
«Θα γίνετε πλούσιοι»
Ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών τον Οκτώβριο του 1998. Είχε καταθέσει αίτηση στο Δ.Σ. του Χρηματιστηρίου μόλις ένα μήνα νωρίτερα. Τη στιγμή εκείνη εκκρεμούσαν 22 αιτήσεις άλλων Ανώνυμων Εταιρειών προς εισαγωγή στο ΧΑΑ. Το Δ.Σ. του ΧΑΑ παράτυπα τις παρέκαμψε και ενέκρινε την αίτηση του ΔΟΛ στις 24 Σεπτεμβρίου 1998. (Μάλλον διασκεδαστική λεπτομέρεια: κοντά στις άλλες, παρέκαμψε και την Ελευθεροτυπία του Χρήστου Τεγόπουλου, η οποία περίμενε την εξέταση της αίτησής της από τον Αύγουστο…) Την επόμενη κιόλας μέρα, στις 25 Σεπτεμβρίου, ο ΔΟΛ δημοσίευε ανακοίνωση για την έγκριση στην εφημερίδα Τα Νέα, σύμφωνα με την οποία η δημόσια εγγραφή των επενδυτών θα γινόταν στις αρχές Οκτωβρίου. Αυτή η ανακοίνωση ήταν παράνομη. Ο ΔΟΛ δεν είχε περάσει ακόμη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, που έπρεπε και αυτή να εγκρίνει την αίτηση. Απλώς ο ΔΟΛ προεξοφλούσε δημόσια –και παράνομα– μια απόφαση που πράγματι ήρθε ελάχιστες μέρες αργότερα (σημειωτέον δε ότι κατά μέσο όρο χρειάζονταν 4 ως 6 μήνες για να ολοκληρωθεί η διαδικασία εισαγωγής μιας ΑΕ στο ΧΑΑ): Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στις 6 Οκτωβρίου 1998 ανακοίνωσε την έγκρισή της για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΟΛ Α.Ε., με δημόσια εγγραφή και εισαγωγή των μετοχών στην κύρια αγορά του ΧΑΑ.
Ο Χρήστος Λαμπράκης φιλοδώρησε πολλά στελέχη του ΔΟΛ με μετοχές. «Κρατήστε τις» τους είπε, μάλιστα, συστήνοντάς τους να μην τις πουλήσουν. «Θα γίνετε πλούσιοι». Όσοι τον παράκουσαν, πλούτισαν πράγματι. Όσοι ακολούθησαν τη σύστασή του, είδαν την αξία των μετοχών τους να εξανεμίζεται πολύ σύντομα. Κάποιοι, βέβαια, δεν περίμεναν έτσι κι αλλιώς τη συμβουλή του: δεν ήταν λίγα τα στελέχη και οι συντάκτες του ΔΟΛ που είχαν γνωστές και στενές σχέσεις εκείνη την εποχή με πολιτικούς, οι οποίοι μετά ενεπλάκησαν στο σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου.
Η παρουσία του ΔΟΛ στο Χρηματιστήριο ήταν γεμάτη… απροσδόκητες εξελίξεις. Η τιμή εισαγωγής της μετοχής του στο ΧΑΑ ήταν 10,3 ευρώ (δηλαδή 3.500 δραχμές, περίπου), που σημαίνει 3,1 ευρώ σε αναπροσαρμοσμένη τιμή (όλες οι τιμές στο εξής θα δίνονται σε ευρώ και αναπροσαρμοσμένες, βάσει εταιρικών πράξεων, όπως αυξήσεις κεφαλαίου, διανομή δωρεάν μετοχών, ακύρωση ιδίων μετοχών κτλ., προκειμένου να είναι εφικτή η σύγκριση με το τώρα).
Τον Οκτώβριο του 1999 η τιμή της μετοχής ξεπέρασε τα 60 ευρώ, κάτι που αντιστοιχούσε σε κεφαλαιοποίηση (χρηματιστηριακή αξία) 5,5 δις ευρώ (δηλαδή 1,9 τρις δραχμές)! Ακόμη πιο παράξενο: ενώ η εισαγωγή της μετοχής έγινε με κερδοφορία 8,1 εκ. ευρώ και ίδια κεφάλαια 101 εκ. ευρώ, τα κεφάλαια που άντλησε από τη δημόσια εγγραφή ήταν 184,6 εκ. ευρώ. Πρόκειται για γεγονός μάλλον ασυνήθιστο, να αντλεί μια εταιρεία περισσότερα κεφάλαια από αυτά που διαθέτει…
Επίσης, όπως επισημαίνουν ειδικοί της χρηματιστηριακής αγοράς, στους οποίους απευθυνθήκαμε, η αποτίμηση του ΔΟΛ στα 258 εκ. ευρώ, με κερδοφορία μόλις 8 εκ. ευρώ, συνιστούσε ένα λόγο τιμής προς κέρδη (PE, κατά την τεχνική ορολογία) της τάξεως του 31. Για να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό, ένας τέτοιος λόγος πάνω από 12 ως 14 συνιστά «φούσκα» στις χρηματιστηριακές αγορές, αν δεν δικαιολογείται από διπλασιασμό της αύξησης των κερδών από χρονιά σε χρονιά. Ακόμη και οι πιο ισχυρές εταιρείες μπαίνουν στα χρηματιστήρια με λόγο τιμής προς κέρδη που δεν ξεπερνά το 20. (Για παράδειγμα, το γνωστό σε όλους και κολοσσιαίο Facebook μπαίνει αυτές τις μέρες στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης με συντελεστή αποτίμησης 18 ως 19, δηλαδή 12 μονάδες πιο κάτω από τον ΔΟΛ!)
Πράγματι, ο ΔΟΛ είχε καταφέρει να διπλασιάσει τα κέρδη του το 1999 (16,3 εκ. ευρώ) και το 2000 (39 εκ. ευρώ). Τα κέρδη αυτά, όμως –και εδώ είναι το ζήτημα–, οφείλονταν σε πωλήσεις χρεογράφων, οι οποίες δεν θεωρούνται «επαναλαμβανόμενα έσοδα». Κοινώς, όπως μας εξηγούν οι ειδικοί, ο ισολογισμός του ομίλου είχε υποστεί «τεχνητή βελτίωση» από μη οργανικούς λόγους: αν η εταιρία δεν είχε τα έκτακτα κέρδη από την πώληση συμμετοχών ή χρεογράφων, ο ισολογισμός της το 1999 θα είχε ζημιές 16 εκ. ευρώ και το 2000 ζημιές 10 εκ. ευρώ. (Για του λόγου το αληθές, το 2001, που δεν υπάρχουν έκτακτα κέρδη, οι ζημιές ανήλθαν σε 31 εκ. ευρώ.)
Ακόμη, συνεχίζουν οι ειδικοί, η αξία της μετοχής του ΔΟΛ αντιπροσώπευε 2,8 φορές την αξία των λογιστικών κεφαλαίων, γεγονός το οποίο συνιστά επίσης «ακραία» αποτίμηση. Ενδιαφέρον είναι, μας επισήμαναν, πως ξαφνικά από την εταιρική χρήση του 1997 με 46 εκ. ευρώ, η αξία των κεφαλαίων εκτοξεύεται στα 101 εκ. ευρώ στο τέλος του 1998. Η αύξηση που παρατηρείται το 1999 έχει να κάνει με την άντληση των κεφαλαίων από τη δημόσια εγγραφή, τα οποία οδήγησαν τα ίδια κεφάλαια στα 307 εκ. ευρώ.
Ένα άλλο στοιχείο που παρουσιάζει αλματώδη αύξηση είναι οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από τραπεζικό δανεισμό, ο οποίος από 36 εκ. ευρώ το 1998 φθάνει τα 146 εκ. Ευρώ το 2004. Υποτίθεται ότι η δημόσια εγγραφή και η εισαγωγή στο Χρηματιστήριο έχει στόχο να μειώσει την εξάρτηση των εταιρειών από τις τράπεζες. Στην περίπτωση του ΔΟΛ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: φαίνεται ότι τα χρήματα που η εταιρία άντλησε, και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την εξαγορά άλλων εταιριών, όχι μόνο δεν απέδωσαν, αφού η εταιρεία δεν αύξησε επί της ουσίας τα οργανικά κέρδη της, αλλά τελικά η εταιρεία αναγκάστηκε να δανειστεί για να συντηρεί ζημιογόνες εργασίες ή δραστηριότητες, οι οποίες είχαν μηδενικές λειτουργικές ταμειακές ροές. Το εύλογο ερώτημα είναι: Γιατί τις αγόραζαν, τότε; Καθότι η περίπτωση να υπήρχε αφανής κερδοφορία θα ήταν παράνομη και δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο που να έχει δει το φως της δημοσιότητας, η μόνη απάντηση που απομένει είναι ότι αυτόν τον κολοσσό τον διοικούσαν οι πλέον ανεπίδεκτοι επιχειρηματίες στην πρόσφατη ιστορία. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, έρχεται αβίαστα στο μυαλό μια παράφραση του τίτλου σε άρθρο του Χρήστου Τεγόπουλου για τον Ανδρέα Παπανδρέου και το σκάνδαλο Κοσκωτά: Συνένοχοι ή βλάκες.
Δεν θα μπορούσε, ωστόσο, κάποιος να ισχυριστεί –ένα επιχείρημα που συχνά έχει επιστρατευτεί προς υπεράσπιση του ΔΟΛ– ότι αυτή ήταν η γενικότερη κατάσταση στη Σοφοκλέους εκείνη την περίοδο, πως οι τιμές των μετοχών ήταν ακριβές, και ότι λίγο ως πολύ αυτοί ήταν οι συντελεστές αποτίμησης της αγοράς; Αυτό είναι εν μέρει σωστό, μας απάντησαν, αλλά ισχύει όταν αναφέρεται κάποιος σε μετοχές οι οποίες βρίσκονται ήδη σε διαπραγμάτευση. Αντιθέτως, σε μια δημόσια εγγραφή που παίρνει άδεια από το Χρηματιστήριο, υποτίθεται ότι λαμβάνονται μέτρα προστασίας των επενδυτών από «φούσκες», και συνεπώς οι αποτιμήσεις εισαγωγής κινούνται σε μετριοπαθή επίπεδα. Ωστόσο, στην περίπτωση του ΔΟΛ, όχι μόνο δεν ελήφθησαν τέτοιες μέριμνες αλλά η αποτίμηση εκτοξεύθηκε σε ύψη πέραν κάθε λογικής. Αυτός θα ήταν ο ρόλος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία αποδείχτηκε κατώτερη των περιστάσεων, λες και είχε λόγους να μην προστατεύσει τους επενδυτές και να αφήσει τον ΔΟΛ να κάνει ό,τι θέλει…
Ο ΔΟΛ δεν ενοχλείται. Η ευφορία είναι διάχυτη και ο οργανισμός απλώνεται ολοένα περισσότερο. Συνεργάζεται, λόγου χάρη, με την Altec του Θανάση Αθανασούλη –η οποία αποτελεί προμηθευτή του Δημοσίου– στην εταιρεία ACN A.E. από το 1995 και στον τηλεοπτικό σταθμό Alter το 2000. (Μια συνεργασία για την οποία ο ΔΟΛ ευλόγως δεν είναι περήφανος, όπως προκύπτει και από δημοσίευμα των Νέων, στις 25.10.2008, όπου θρηνείται η πτώχευση της Altec, αποδιδόμενη στην στην κακή πορεία της ACN, δίχως λέξη για τη συμμετοχή κατά 15% της ΔΟΛ Digital.) Άλλωστε, εκμεταλλευόμενος μαζί με άλλους ισχυρούς επιχειρηματίες το ανέλπιστο δώρο της Οικουμενικής Κυβέρνησης, o Χ. Λαμπράκης συμμετέχει ήδη από το 1989, μαζί με τον κουμπάρο του Βαρδή Βαρδινογιάννη και τους Γιώργο Μπόμπολα, Χρήστο Τεγόπουλο και Αριστείδη Αλαφούζο, στην εταιρεία Τηλέτυπος Α.Ε., η οποία λειτουργεί τον πρώτο ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό στην Ελλάδα, το Mega Channel. (Παρεμπιπτόντως, το Mega ξεκίνησε να εκπέμπει με προσωρινή άδεια «δοκιμής τοπικού ραδιοτηλεοπτικού σταθμού», την οποία του έδωσε η κυβέρνηση Τζανή Τζαννετάκη. Το 1993 του δόθηκε άδεια λειτουργίας ισχύος 7 ετών, η οποία διατηρείται νομοθετικά σε ισχύ μέχρι σήμερα, όπως γίνεται και με τους υπόλοιπους ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, παρόλο που το 4ο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει κρίνει ότι οι αλλεπάλληλες παρατάσεις στις άδειες των ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ είναι παράνομες και αντισυνταγματικές.) Ο τουριστικός κλάδος του ΔΟΛ έφτασε ακόμη και ως τη Νέα Υόρκη, με την εταιρεία FreeGate Tourism. Το δε εγχώριο γραφείο ταξιδίων του, το Travel Plan, είχε συμβάσεις με το υπουργείο Εξωτερικών και τον ΟΤΕ, για τις οποίες το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης είχε μάλιστα επιβάλει πρόστιμο και η Εισαγγελία Πρωτοδικών είχε ασκήσει ποινική δίωξη. (Το ζήτημα αφορούσε το ασυμβίβαστο εταιρείας ΜΜΕ να έχει συναλλαγές με το Δημόσιο. Το πρόστιμο 100 εκ. δραχμών από το ΕΣΡ το διέγραψε το Συμβούλιο της Επικρατείας με την αιτιολογία ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία στο Mega «να ασκήσει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ακρόασης». Η δίωξη σε βαθμό κακουργήματος κατά του Χ. Λαμπράκη, με την κατηγορία υποβολής ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης «με σκοπό τον προσπορισμό περιουσιακού οφέλους άνω των 50 εκ. δραχμών κατά συρροή» εξέπεσε αργότερα. Η υπόθεση συζητήθηκε και στη Βουλή, το Φεβρουάριο 2001, με αίτηση της ΝΔ για σύσταση προανακριτικής επιτροπής, για να διερευνηθούν τυχόν ποινικές ευθύνες του τότε υπουργού Τύπου Δημήτρη Ρέππα. Η αίτηση απορρίφθηκε, με ψήφους των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ. Το Travel Plan, πάντως, δεν έχει πτοηθεί: με μειωμένη πλέον τη συμμετοχή του ΔΟΛ, πρόσφατα έλαβε από την ΕΠΟ την αποκλειστική για την Ελλάδα διαχείριση των εισιτηρίων και τα πακέτα μετακίνησης και διαμονής για τους αγώνες της εθνικής ομάδας στο Mundial 2010 και στο Euro 2012…) Και, μέσα σε όλα, το όνειρο των στενών συμβούλων του Χ. Λαμπράκη, του Ν. Μπιλίρη και του Δ. Χατζή, για το οποίο είχαν κατορθώσει να τον ενθουσιάσουν, ήταν ο ψηφιακός κλάδος του ΔΟΛ να εισαχθεί στο χρηματιστήριο της Φραγκφούρτης!
Δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Το καλοκαίρι του 2003 τα πάντα είχαν αλλάξει. Οι επενδύσεις στο χρηματιστήριο είχαν υποστεί πανωλεθρία με απώλειες που ξεπερνούσαν τα 50 εκ. ευρώ. Σε πανωλεθρία είχε οδηγήσει και η μεγάλη επένδυση στο διαδίκτυο – το αγαπημένο παιδί των Μπιλίρη και Χατζή, που είχαν υποστηρίξει ότι τα έσοδα του πρώτου χρόνου από τη δημιουργία του διαδικτυακού τόπου του Συγκροτήματος θα πλησίαζαν τα 3 εκ. Ευρώ και έπεσαν έξω κατά 98 %, (τα έσοδα έφτασαν μετά βίας τις 60.000 ευρώ). Η πορεία της κεφαλαιοποίησης του ΔΟΛ ήταν, μετά τον Οκτώβριο του 1999, όταν άγγιξε τα 5,5 δις ευρώ, σταθερά πτωτική, για να καταλήξει φέτος στα 10,79 εκ. ευρώ. Ουδείς θα πρέπει να αμφιβάλλει, ωστόσο, ότι όποιος από τους εμπλεκόμενους κινήθηκε εγκαίρως, είχε τεράστια προσωπικά κέρδη – έστω και αν η εταιρία η ίδια καταποντιζόταν…
Ο άνθρωπος που κλήθηκε να διαχειριστεί την απογοήτευση του Χ. Λαμπράκη με τους μέχρι πρότινος αγαπημένους του συμβούλους δεν ήταν άλλος από τον Σταύρο Ψυχάρη. Ο Νίκος Μπιλίρης, κουμπάρος του Χ. Λαμπράκη, είχε ευνοϊκότερη μεταχείριση: εξορίστηκε στο Πρακτορείο Διανομής Άργος, μακριά από το κέντρο αποφάσεων του Συγκροτήματος. Τον Δημήτρη Χατζή ο Σταύρος Ψυχάρης είχε τη χαρά να τον απολύσει.
«Μόνο ο Λέων μπορεί να καθήσει σε αυτή την καρέκλα!»
Ο Λέων Καραπαναγιώτης είχε αναλάβει τη διεύθυνση σύνταξης του Βήματος το 1963, με διευθυντή τον Ανδρέα Δημάκο. Ήταν καλή στιγμή. Το Κέντρο είχε έρθει ξανά στην εξουσία και ο ίδιος είχε καλές επαφές στον πολιτικό αυτό χώρο: ο πατέρας του, Βύρων Καραπαναγιώτης, είχε διατελέσει υπουργός των κυβερνήσεων του Ελευθέριου Βενιζέλου. (Η οικογένεια απέκτησε έτσι άριστες σχέσεις και με το ΠΑΣΟΚ, αργότερα, ως τη «φυσική συνέχεια» του βενιζελισμού. Ο Βύρων διορίστηκε επί Ανδρέα Παπανδρέου στη διοίκηση του ΟΤΕ, όσο ο γιος του ήταν διευθυντικό στέλεχος του ΔΟΛ. Οι συνήθειες αυτές είναι παλιές όσο και το Συγκρότημα…) Και ο Βύρων Καραπαναγιώτης ήταν, ασφαλώς, γνώριμος του Δημήτρη Λαμπράκη – ο δε Λέων ήταν παλιός φίλος του Χρήστου.
Ο Λ. Καραπαναγιώτης ανέλαβε τη διεύθυνση επί Επταετίας, το 1973, ενώ με τη Μεταπολίτευση έγινε και εκδότης. Η πορεία του Βήματος, πολύ επιτυχημένη επί κάποια χρόνια, είχε αρχίσει να συναντά προβλήματα, συν τοις άλλοις και λόγω της πίεσης που της ασκούσαν οι κυκλοφορίες της Ελευθεροτυπίας, που κυκλοφόρησε το 1975, και του Έθνους, που επανακυκλοφόρησε το 1981. Όταν ο διευθυντής των Νέων, Γιάννης Καψής, πατέρας του μετέπειτα διευθυντή των Νέων και του Βήματος και νυν υπουργού Επικρατείας της κυβέρνησης Παπαδήμου, Παντελή Καψή, έγινε υπουργός του ΠΑΣΟΚ, το 1982, ο Λ. Καραπαναγιώτης μετακινήθηκε στη θέση του. Διευθυντής του Βήματος έγινε ο μέχρι πρότινος διευθυντής σύνταξης Χάρης Μπουσμπουρέλης. Και το καθημερινό Βήμα, με την κυκλοφορία του καταποντισμένη, έκλεισε.
Ο Χ. Λαμπράκης δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος από τις επιδόσεις του Χ. Μπουσμπουρέλη. Πρότεινε τη διεύθυνση του –κυριακάτικου πια– Βήματος σε διάφορους, ανάμεσά τους και στον Στάθη Ευσταθιάδη, επί μακρόν ανταποκριτή στην Ουάσιγκτον, ο οποίος αρνήθηκε. Λίγοι ήξεραν τότε ότι το πραγματικό φαβορί ήταν ο Σ. Ψυχάρης. Σίγουρα δεν το ήξερε ο Χάρης Μπουσμπουρέλης.
Δεν του το είπε ο Σταύρος Ψυχάρης. Πάντως, όταν το πληροφορήθηκε, η φωνή του ακούστηκε σε όλα τα γραφεία: «Μόνο ο Λέων μπορεί να καθήσει σε αυτή την καρέκλα!»
Ο Σ. Ψυχάρης είχε, ωστόσο, αποδείξει την αξία του από πολύ νωρίτερα. Εκτός από πολιτικός συντάκτης, είχε διατελέσει ενός είδους «επόπτης» για το κτίριο της οδού Χ. Λαδά. Με αυτή την ιδιότητα είχε σπάσει την απεργία των τυπογράφων, το πανίσχυρο σωματείο των οποίων απεργούσε αντιδρώντας στην έλευση της φωτοσύνθεσης, σημαντικά φθηνότερης τυπογραφικής μεθόδου για το Συγκρότημα από τη λινοτυπία που χρησιμοποιούνταν ως τότε. Ο Σ. Ψυχάρης κατέβασε με γερανό τις μηχανές από τον 4ο όροφο της Χρήστου Λαδά –πράξη εκφοβισμού μάλλον παρά μακροπρόθεσμα αποτελεσματική – αλλά και διαπραγματεύτηκε με πολλούς τυπογράφους πείθοντάς τους να φύγουν με πρόωρες συντάξεις και διασπώντας το απεργιακό μέτωπο. Ο ΔΟΛ πέρασε στη φωτοσύνθεση και ο Σ. Ψυχάρης δεν κοίταξε ποτέ πίσω.
«Ο Λαμπράκης θα ευχόταν να ήμουν άλλος»
Ο Χρήστος Λαμπράκης και ο Σταύρος Ψυχάρης φαίνονταν τόσο αταίριαστοι, που η σχέση τους πάντα προκαλούσε έκπληξη. Αλλά το ενδιαφέρον ήταν ότι οι αντιφάσεις αυτής της σχέσης εμφανίζονταν, τρόπον τινά, ως αντιφάσεις του ίδιου του Οργανισμού. Από τη μία, το σκληρό «παιχνίδι», πεδίο δόξης για τον Σ. Ψυχάρη, όπως σ” αυτή την ιστορία που μας μετέφερε παλιός συντάκτης του Βήματος: Κάποτε ο Σ. Ψυχάρης είχε πάει να διαπραγματευτεί με μια τυπογραφική εταιρεία. Με τα πολλά, συμφώνησαν σε μια τιμή, και τότε ο Σ. Ψυχάρης είπε: «Και για μένα;». Ο εκπρόσωπος της εταιρείας απόρησε, αλλά τελικά συμφώνησε να του δώσει μίζα. «Ωραία» του απάντησε ο Σ. Ψυχάρης. «Τώρα κόψε αυτό το ποσό από την τιμή που μου έδωσες. Θα πληρώσουμε λιγότερα». Τα έντυπα του ΔΟΛ τυπώνονταν εκεί για χρόνια…
Από την άλλη, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο στις τρέχουσες συνθήκες, ο ΔΟΛ έδειχνε πάντα μεγάλη φροντίδα για τους εργαζομένους του: τους έδινε άτοκα δάνεια όταν τα χρειάζονταν, τους ενίσχυε οικονομικά όταν είχαν προβλήματα υγείας, συνεισέφερε στις σπουδές των παιδιών τους – κι αυτά ήταν γενικευμένες πρακτικές. Σπανίως απέλυε εργαζομένους και ποτέ ομαδικά. (Εξαίρεση, εκτός από την τελευταία διετία, το πρώτο κλείσιμο του ημερήσιου Βήματος, όπου τις απολύσεις είχε κάνει ο Χ. Μπουσμπουρέλης.)
Η γενική αντίληψη ήθελε τη σκληρή συμπεριφορά να εκπορεύεται από τον Σ. Ψυχάρη, ενώ την ευαίσθητη από τον Χ. Λαμπράκη. Η αλήθεια ήταν πιο σύνθετη. Η επανέκδοση του ημερήσιου Βήματος, ας πούμε, που, όσες φορές κι αν επιχειρήθηκε, απέτυχε αφήνοντας πολλούς εργαζόμενους χωρίς δουλειά, ήταν εμμονή του Χ. Λαμπράκη, όχι του Σ. Ψυχάρη, ο οποίος διαφωνούσε μονίμως.
Ήταν η ενασχόληση με το Μέγαρο Μουσικής και τον πολιτισμό τόσο καθοριστική, ώστε να απαλλάξει εν μέρει τον Χ. Λαμπράκη από την εικόνα του «αδίστακτου» που κατατρέχει τον Σ. Ψυχάρη; Πιθανώς. Κι όμως, αν λίγο το εξετάσουμε, διαβλέπουμε στoυς «ευεργέτες» του Μεγάρου μια σειρά σχέσεις που κάθε άλλο παρά αποκλείουν τη «σκληρότητα»: Αριστείδης Αλαφούζος, Δημήτρης Κοντομηνάς, Γιάννης Κωστόπουλος, Γιάννης Γουλανδρής, Γιώργος Αποστολόπουλος, Μίνως Κυριακού, Δημήτρης Κοπελούζος, Θανάσης Αθανασούλης, Θόδωρος και Γιάννα Αγγελοπούλου, Σωκράτης Κόκκαλης.
Το βέβαιο είναι ότι οι τρόποι τους ήταν διαφορετικοί, ο ένας αβρός, ο άλλος απότομος, και ο Σ. Ψυχάρης το έφερε βαρέως: «Το ξέρω ότι ο Λαμπράκης θα ευχόταν να ήμουν άλλος» έχει πει. «Αλλά εγώ του έτυχα». Ίσως ήταν κι αυτός ένας λόγος που η κοινωνική άνοδος είχε γι’ αυτόν τόση σημασία. Και λίγα πράγματα του είχε φανεί ότι την επισφραγίζουν όσο ο διορισμός του ως διοικητή του Αγίου Όρους το 1996.
Πολλοί, βέβαια, δεν είχαν την ίδια γνώμη. Ανάμεσά τους και ο βουλευτής του ΚΚΕ Λεωνίδας Αυδής, που κατέθεσε την επίκαιρη ερώτηση στη Βουλή, κατηγορώντας τον αρμόδιο για τον διορισμό τότε υπουργό Εξωτερικών Θεόδωρο Πάγκαλο ότι είχε διορίσει τον Σ. Ψυχάρη χωρίς να «διαθέτει ούτε τα τυπικά προσόντα για τη θέση αυτή». Μετά τη μακροσκελή απάντηση του Θ. Πάγκαλου, η οποία ουδόλως διαφωτίζει το ζήτημα, ο Λ. Αυδής επανέρχεται: «… Δεν έχει τα προσόντα ο κ. Ψυχάρης, γιατί δεν μας είπε ο κύριος υπουργός αν έχει κάποια προϋπηρεσία σε δημόσια υπηρεσία ή αν ανήκει στο διδακτικό προσωπικό, κύριο ή βοηθητικό, κάποιας Ανώτερης ή Ανώτατης Σχολής, σύμφωνα με αυτή την άκυρη υπουργική απόφαση». [σ.σ.: Όπως προέβλεπε ο νόμος για τους διοικητές.] Στο σημείο αυτό της συνεδρίασης της Βουλής, ο Θ. Πάγκαλος κατέθεσε στα πρακτικά επιστολή του πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου Αιμίλιου Μεταξόπουλου (του ίδιου, παρεμπιπτόντως, που αργότερα καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη για κατάχρηση 8 εκ. ευρώ στο Πάντειο, την περίοδο 1992–1998, και απεβίωσε το Νοέμβριο του 2010), όπου πρότεινε στον Σ. Ψυχάρη να διδάξει στο Τμήμα ΜΜΕ για τα δύο εξάμηνα 1996-1997, «με το υψηλότερο επίπεδο αποδοχών που επιτρέπει πρόσφατη απόφαση του ΥΠΕΠΘ (αναπλ. καθηγητή)» και δήλωνε ότι προσέβλεπε σε «μια άριστη συνεργασία». Ακολούθησε αναστάτωση, μάλλον χαρακτηριστική της ελληνικής Βουλής, όπου ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης πήρε το λόγο για να πει ότι «γνωρίζετε καλώς ότι ο διορισμός του κ. Ψυχάρη είναι σαφώς παράνομος» και ο Θ. Πάγκαλος ολοκλήρωσε το μικρό δράμα δηλώνοντας ότι «τον καταδιώκει ο οργανισμός Λαμπράκη».
Για τον Σ. Ψυχάρη, μικρή σημασία έμοιαζαν να έχουν όλα αυτά. «Στις επίσημες τελετές» εξομολογήθηκε κάποτε «ο διοικητής κάθεται στη θέση που προοριζόταν για τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου».
Η αλήθεια εκδικήθηκε τους σκευωρούς
Ποιος να είναι ο επόμενος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ; Το ερώτημα αυτό απασχολούσε τον Χ. Λαμπράκη και τους συνδαιτυμόνες του σ” εκείνο το δείπνο, προς το τέλος του 1995, τουλάχιστον όπως θυμάται υψηλό πολιτικό στέλεχος μεγάλου κόμματος. Οι γνώμες δεν έβρισκαν ομοφωνία και το πολιτικό στέλεχος αισθανόταν μάλλον αγανακτισμένο. Τώρα πια, ωστόσο, το αφηγείται με ευθυμία: «Ξέρετε ποιον ήθελε να υποστηρίξει ο Λαμπράκης;» μας λέει. «Τον Γεράσιμο Αρσένη!»
Υπάρχει πράγματι, σε πείσμα της κοινής αντίληψης ότι ο Κώστας Σημίτης ήταν πάντοτε ο εκλεκτός του ΔΟΛ, ένα σύντομο διάστημα όπου το Συγκρότημα υποστήριξε ηχηρά από τις εφημερίδες του τον Γ. Αρσένη. Όπως γράφαμε και στο Μέρος Α΄ τούτου του δημοσιογραφικού αφηγήματος, ο ΔΟΛ προσπαθούσε να ελέγξει την πολιτική ζωή ή, εν πάση περιπτώσει, να παρέμβει σε αυτήν, δεν το έκανε όμως πάντα με οξυδέρκεια. Πιο πρόσφατο παράδειγμα, η υποστήριξη προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο στην αναμέτρησή του με τον Γιώργο Παπανδρέου για την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ, όταν επιφανής πολιτικός συντάκτης δήλωνε στις συσκέψεις: «Το παιδί δεν μπορεί». Έκανε λάθος. Ο ίδιος συντάκτης θα υποστηρίξει με λύσσα την Ντόρα Μπακογιάννη στην αναμέτρησή της με τον Αντώνη Σαμαρά, λέγοντας ότι το «θέμα έχει τελειώσει». Λάθος και πάλι.
Βέβαια, αν και συχνά άστοχος, ο ΔΟΛ ήταν προσαρμοστικός, πράγμα λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι πρώην στελέχη και δημοσιογράφοι του συχνά μεταπηδούσαν από τη δημοσιογραφία στην πολιτική ή σε πολιτικούς διορισμούς κάθε είδους: από τον υπουργό του ΠΑΣΟΚ Γιάννη Καψή ως τον γιο του Παντελή Καψή, που υπουργοποιήθηκε από την κυβέρνηση Παπαδήμου, πλείστοι όσοι δημοσιογράφοι του ΔΟΛ έχουν βρεθεί σε τέτοιες θέσεις. Εκτός από τους δημοσιογράφους, υπήρχαν και οι συγγενείς και οι κουμπάροι: πατέρας του Λέοντα ήταν ο Βύρων Καραπαναγιώτης, υπουργός του Ελ. Βενιζέλου και διοικητής του ΟΤΕ επί Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος Παπανδρέου βάφτισε τον γιο του Σταύρου Ψυχάρη, Ανδρέα, που τώρα είναι σύμβουλος του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος, όπως γνωρίζουμε, δεν έχασε από την Ντόρα Μπακογιάννη. Προσαρμοστικότητα…
Ύστερα μιλούν οι εφημερίδες. Το ανακάλυψε ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν οι παλαιοί εκδότες είχαν αγανακτήσει με τους αλλεπάλληλους θριάμβους του Γιώργου Κοσκωτά, ο οποίος έχτιζε μια εκδοτική αυτοκρατορία με εφημερίδες και περιοδικά, χάρη και στην υποστήριξη της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, που αρνιόταν να διενεργήσει ελέγχους στην Τράπεζα Κρήτης προσβλέποντας στην ολοένα μεγαλύτερη δημόσια στήριξη του νεόκοπου εκδότη. Οι παλαιοί εκδότες όμως, με πρώτο τον Χ. Τεγόπουλο –την Ελευθεροτυπία του οποίου είχε θελήσει να αγοράσει ο Γ. Κοσκωτάς, αφού είχε ήδη αγοράσει την Καθημερινή από την Ελένη Βλάχου– αλλά με τα Νέα, το Βήμα και το Έθνος ώμο με ώμο, δεν αρκέστηκαν να χτυπήσουν τον Γ. Κοσκωτά, χτύπησαν την κυβέρνηση. Θα μπορούσε κανείς ακόμη και να μπερδευτεί, αν δεν γνώριζε, και οι πιο πολλοί δεν γνώριζαν, ότι η κυβέρνηση που αρνιόταν να διενεργήσει ελέγχους στην Τράπεζα Κρήτης απειλούσε πια να διενεργήσει ελέγχους στα «μαγαζιά» του Τύπου.
Ο Γ. Κοσκωτάς εξέλιπε και η ισορροπία βρέθηκε κάπου στη μέση: «Ένα μόνο δεν πέρασε, κύριοι δικαστές, από μπροστά σας» είπε στην αγόρευσή του ο βουλευτής, και ένας από τους κατήγορους της Βουλής στη δίκη του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο το 1991, Νίκος Κωνσταντόπουλος. «Δεν πέρασε η αλήθεια. Η αντικειμενική αλήθεια. Πέρασε η όψη της αλήθειας που φτιάχτηκε και είναι μεγάλη η ευθύνη του Τύπου, των εκδοτών του Τύπου. Γιατί, ναι, ανάμεσα στη δημοσιογραφική όψη της αλήθειας του 1988-89 και στη δημοσιογραφική όψη της αλήθειας του 1991, όπως οι εκδότες-μάρτυρες την παρουσίασαν μέσα στη δίκη, υπάρχει διάσταση και χάσμα. Και για να γεφυρώσει κανείς αυτό το χάσμα, πολλές φορές μετεωρίζεται με οργανικές αντιδράσεις ναυτίας». Αλλά δεν είχε πλέον σημασία. Οι εκδότες –ανάμεσά τους και ο Χ. Λαμπράκης και ο Σ. Ψυχάρης– είχαν καταθέσει. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δηλώσει: «Η αλήθεια εκδικήθηκε τους σκευωρούς». Και η Μεγάλη Δημοκρατική Παράταξη έσφιξε ξανά στην αγκαλιά της τις εφημερίδες της.
«Νέοι πλασιέ για την “αγορά του αιώνα”»
Το μέτωπο των εκδοτών μπορεί να ήταν αραγές στην περίπτωση του σκανδάλου Κοσκωτά, δεν ίσχυσε όμως το ίδιο όταν η Καθημερινή, ιδιοκτησίας πλέον Αλαφούζου, το 2006 φωτογράφισε τον Σ. Ψυχάρη ως «πλασιέ για την “αγορά του αιώνα”», αναφερόμενη στην πιθανή παραγγελία από το ελληνικό κράτος αεροσκαφών Eurofighter προς 3 δισ. ευρώ, ενώ το νήμα των αποκαλύψεων έπιασε και η εφημερίδα Πρώτο Θέμα. Τον δρόμο είχαν δείξει προγενέστερα δημοσιεύματα του Βήματος που προειδοποιούν την κυβέρνηση Καραμανλή πως η απόφαση του ΚΥΣΕΑ για την προμήθεια 40 πολεμικών αεροσκαφών τύπου F-16 Block52+ από τις ΗΠΑ «ανατρέπει την πάγια πολιτική των τελευταίων ετών για προμήθεια πολεμικού υλικού από πολλές πηγές και την παράλληλη υποστήριξη της ευρωπαϊκής παραγωγής με την απόκτηση του Eurofighter» και οδηγεί σε «ενδεχόμενη διπλωματική απομόνωση της χώρας στην κρίσιμη περίοδο που αρχίζει τον Οκτώβριο με την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία.» Με την εκτίμηση συμφωνούσε και ο πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας Άκης Τσοχατζόπουλος, σημειώνοντας, στο ίδιο ρεπορτάζ του Βήματος, ότι «με την απόφαση δεν εξυπηρετείται η αμυντική θωράκιση της χώρας, αλλά εγκαταλείπεται η απόκτηση αεροσκάφους τέταρτης γενιάς» στο πλαίσιο της «υποταγής της κυβέρνησης στη νέα στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ».
Ο Σ. Ψυχάρης στράφηκε κατά των δημοσιογράφων Αριστέας Μπουγάτσου και Χάρη Μπότσαρη, με αγωγή για την αναφορά τους στο ζήτημα στη ραδιοφωνική τους εκπομπή στον ΣΚΑΪ. Αν τύχαινε κάποιος να ακούσει τους διαλόγους αυτής της δίκης, αν μη τι άλλο, θα διαφωτιζόταν ως προς αρκετά πράγματα: μεταξύ άλλων, θα μάθαινε, σύμφωνα με τον στενό του συνεργάτη και νυν διευθυντή του ραδιοσταθμού Βήμα FM, Βασίλη Χιώτη, μάρτυρα στην υπόθεση, πως ο Σ. Ψυχάρης παρότι ως εκδότης έχει τη δύναμη να καθοδηγεί την κοινή γνώμη, ο ίδιος δεν έχει καμία σχέση με αυτά τα πράγματα. Ούτε φυσικά επαφές με κυβερνητικά στελέχη, πέραν όσων αυτονόητα επιβάλλει η πολιτική δημοσιογραφία, ούτε ανάμιξη με άλλα επιχειρηματικά συμφέροντα. Είναι «επιχειρηματίας» μόνον κατά το ότι είναι διευθύνων σύμβουλος –πρόεδρος, πια– του ΔΟΛ.
Κάποιος άλλος συνάδελφος του Β. Χιώτη είχε, ωστόσο, λίγα χρόνια νωρίτερα, μια διαφορετική αφήγηση να προσφέρει, επισημαίνοντας τη διαμάχη ανάμεσα στον Σ. Ψυχάρη και στον Δημήτρη Ρίζο, η οποία είχε «αποκαλύψει σε όλο της το μεγαλείο τον πόλεμο των συμφερόντων και τη διαπλοκή των ανθρώπων του Τύπου. Ο ”πρόεδρος“ (σ.σ.: εννοεί τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη) δεν έπεισε τον ”Ρώσο“ (σ.σ.: την εταιρεία RAO GAZPROM) να τον δεχτεί (σ.σ.: τον επιχειρηματία Δημήτρη Κοπελούζο) στο αέριο και ανέθεσε την υπόθεση στον Σταύρο. Ο Σταύρος ζήτησε τη βοήθεια του Δημήτρη (σ.σ.: Ρίζου). Έπεσαν οι ”προτάσεις“ με τον γνωστό τρόπο. Ο ”Ρώσος“ αντέδρασε, καθώς οι ”προτάσεις“ ήταν, φαίνεται, πανάκριβες. Και έγραψε άρθρο στην εφημερίδα του Δημήτρη. Αντέδρασε ακολούθως ο Σταύρος και έγινε κόλαση. Βγήκε στην επιφάνεια ό,τι σιγοψιθυρίζουμε χρόνια μεταξύ μας. Αυτός ο όμορφος, αγγελικά πλασμένος κόσμος που θίγει τους πάντες». Ποιος τα γράφει αυτά; Ο Αντώνης Καρακούσης, νυν διευθυντής του Βήματος. Μόνο που τότε –το μακρινό 1997– ήταν στην Καθημερινή.
Ο Β. Χιώτης, πάντως, επέμεινε πέραν αμφισβήτησης: Το γεγονός ότι ο Σ. Ψυχάρης κατέχει το 25% του ΔΟΛ δεν είναι ασύμβατο με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα, η οποία αρκεί για να του δώσει την επιφάνεια να αγοράσει αυτό το ποσοστό. Όπως και σπίτι 600 τ.μ. στην Πλατεία Λυκαβηττού, παραθαλάσσιο οικόπεδο έκτασης 26 στρεμάτων στο Πόρτο Χέλι, θαλαμηγό και θωρακισμένη υπερπολυτελή μερσέντες – όλα, κατά τον μάρτυρα, απολύτως φυσιολογικά για έναν επιτυχημένο δημοσιογράφο, έστω και αν αυτός ως εκδότης διευθύνει μια επιχείρηση με διαρκώς ζημιογόνους ισολογισμούς. Ο ίδιος ο Σ. Ψυχάρης άλλωστε δηλώνει πάντα δημοσιογράφος. Τη δίκη, πάντως, την έχασε.
«Ο ΔΟΛ είναι μια υγιής επιχείρηση»
Πρόκειται για άλλη μία από τις διαπιστώσεις του Β. Χιώτη στην ίδια δίκη, το 2008. Εκείνη τη χρονιά, ωστόσο, ο ΔΟΛ είχε ζημιές ύψους 5,9 εκ. ευρώ. Το 2009, η μητρική εταιρεία είχε ζημιές 6,7 εκ. ευρώ. Ο όμιλος ΔΟΛ εμφανίζει ζημιές σε 7 από τις 11 χρήσεις στο διάστημα 1999-2009. Οι υψηλότερες ζημιές καταγράφονται το 2001 με 29,8 εκ. ευρώ, ενώ το 2009 οι ενοποιημένες ζημιές έφτασαν τα 16,2 εκ. ευρώ.
Ο Χ. Λαμπράκης πέθανε το 2009, υποκύπτοντας σε προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν χρόνια. Το 25% των μετοχών του ΔΟΛ είχε φροντίσει, ωστόσο, να το πουλήσει στον Σ. Ψυχάρη τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Όπως προκύπτει βέβαια και από την περίφημη κατάθεση του Β. Χιώτη, ο Σ. Ψυχάρης είναι δημοσιογράφος, κάποιας «επιφάνειας» πιθανώς, αλλά όχι κάποιος που θα μπορούσε να διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια. Έτσι, προσέτρεξε σε τραπεζική βοήθεια: δανείστηκε τα απαραίτητα από την AlphaBank, με εγγύηση τις ίδιες τις μετοχές και συμφωνία να αποπληρώνει τους τόκους του δανείου από τα μερίσματά του. Το γεγονός ότι η μετοχή του ΔΟΛ έκτοτε κατρακυλάει, γεγονός προφανώς προβληματικό και για την εγγύηση και για τους τόκους, δεν ξέρουμε αν απασχολεί την τράπεζα ή αν πρόκειται για άλλη μια περίπτωση εκκεντρικής επιχειρηματικότητας που μοιάζει να περιβάλλει την πορεία του ΔΟΛ.
«Μόνο κακό μπορούν να κάνουν πια»
Και οι εφημερίδες; Τι γίνεται με τις εφημερίδες; Την απάντηση την είχε δώσει ο Θανάσης Λάλας, για ένα διάστημα «χρυσό παιδί» του συγκροτήματος, δημιουργός του ΒΗΜΑgazino και της έκρηξης των περιοδικών του ΔΟΛ, με μια φράση που αρεσκόταν να τη λέει στις συσκέψεις: «Παραμύθι πουλάμε!»
Το πίστεψαν. Ως ένα σημείο, οι πολιτικοί ανταγωνισμοί του ΔΟΛ πατούσαν σε ένα έδαφος ποιότητας και κύρους. Πράγματι, η ανάμιξη στην εξουσία είναι παλιά όσο και το Ελεύθερον Βήμα, όμως η αντίληψη για τη δημοσιογραφία –έστω στη σκιά της εκάστοτε θέλησης του εκδότη– δεν ήταν πάντα η ίδια. Ο πόλεμος των προσφορών, οι αλλεπάλληλες εκδόσεις ενθέτων περιοδικών, τα πρώην στελέχη του lifestyle, που άρχισαν να ελέγχουν μεγάλο μέρος της δημοσιογραφικής ύλης, οδήγησαν τα έντυπα στην απογύμνωση: τώρα, το πολιτικό παιχνίδι, η ανακολουθία των επιλογών και της υποστήριξης του ενός ή του άλλου πολιτικού παίκτη, απόμειναν ολοδιάφανα. Και οι αναγνώστες το κατάλαβαν.
Η πανελλαδική κυκλοφορία των Νέων, το 2006, ήταν 67.660 φύλλα την ημέρα, κατά μέσο όρο. Το 2011 ήταν 39.058. Η πανελλαδική κυκλοφορία του Βήματος της Κυριακής, το 2006, ήταν 207.575 φύλλα. Το 2011 ήταν 122.260.
Η χαριστική βολή ήρθε με την απόφαση του Σ. Ψυχάρη, το Φεβρουάριο του 2010, να μετακινήσει τον αναπληρωτή διευθυντή του Βήματος Χρήστο Μεμή στη διεύθυνση των Νέων και τον διευθυντή των Νέων Παντελή Καψή στη διεύθυνση του Βήματος. Απαραίτητη ίσως, από κάποια άποψη, καθότι το Βήμα δεν είχε επιδείξει και την καλύτερη συμπεριφορά προς τον Γιώργο Παπανδρέου στο παρελθόν, αλλά μάλλον αποσταθεροποιητική και για τις δύο εφημερίδες.
«Δεν μπορούν πια να υποστηρίξουν καμία θετική πρόταση» μας είπε ένας παλιός και πολύπειρος συντάκτης του ΔΟΛ. «Δεν μπορούν να δημιουργήσουν. Αν πρόκειται να αποκαθηλώσουν κάποιον, μπορούν. Σε αυτό είναι πολύ καλοί. Αλλά όχι να υποστηρίξουν κάτι καινούργιο. Μόνο κακό μπορούν να κάνουν πια».
Και το κάνουν: «Μην ασχολείστε μαζί τους. Δεν είναι σαν εσάς. Κηφήνες είναι. Δεν σας αφορά». Αυτή ήταν η ρητορική των στελεχών του ΔΟΛ προς τους δημοσιογράφους όταν ο Οργανισμός αποφάσισε τον Αύγουστο του 2010 να λύσει τα προβλήματά του απολύοντας χωρίς έλεος – αρχικά διοικητικούς υπαλλήλους. Ταυτόχρονα κλείνει εν μία νυκτί τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα αφήνοντας στο δρόμο σχεδόν 100 υπαλλήλους και πολτοποιώντας τα βιβλία που περίσσευαν. Παρ’ όλα αυτά η φράση «δεν σας αφορά» των στελεχών προς τους δημοσιογράφους αρχίζει να καταπέφτει.
Ο Β. Χιώτης, το στέλεχος δηλαδή που κατά δήλωσή του βρίσκεται κοντά στο αφεντικό Σ. Ψυχάρη, αναλαμβάνει την τρομοκράτηση των δημοσιογράφων που καλούνται από την ΕΣΗΕΑ, το συνδικαλιστικό τους όργανο, σε στοχευμένη απεργία. «Αν προχωρήσουμε σε απεργία μόνο στον ΔΟΛ, ο κ. Ψυχάρης θα αναστείλει την κυκλοφορία του ημερήσιου φύλλου. Το ξέρω. Διάβασα το κύριο άρθρο που ετοίμασε και το προαναγγέλλει» είπε απευθυνόμενος στους συναδέλφους του εν ώρα γενικής συνέλευσης. Οι συνάδελφοί του πείθονται και καταψηφίζουν την απεργία. Πριν κλείσει ο χρόνος το ημερήσιο Βήμα κλείνει έτσι κι αλλιώς. Τις 80 και πλέον απολύσεις διοικητικών υπαλλήλων ακολουθούν 21 απολύσεις δημοσιογράφων.
Η κατάσταση εντός του Οργανισμού είναι για πρώτη φορά εκτός ελέγχου. Ο πανικός δεν εκπορεύεται μόνον από τους υπαλλήλους που χάνουν τη δουλειά τους αλλά και από τους ίδιους τους ιθύνοντες. Στην εταιρεία που με μεγάλη φροντίδα για τους εργαζόμενούς της τούς έδινε άτοκα δάνεια και συνεισέφερε στις σπουδές των παιδιών τους, όταν ο συνδικαλιστικός εκπρόσωπος του Βήματος Τάσος Αναστασιάδης επιχείρησε να ενημερώσει τους συναδέλφους των Νέων για τις μαζικές απολύσεις, ο διευθυντής τους Χ. Μεμής του ζήτησε σε έντονους τόνους να αποχωρήσει από τον όροφο: «Δεν έχεις δουλειά εδώ». Και ο δημοσιογράφος Ηλίας Κανέλλης ανέλαβε να του δείξει την έξοδο. Λίγο αργότερα ο Τ. Αναστασιάδης καλείται από τον ίδιο τον Σ. Ψυχάρη παρουσία των διευθυντών Π. Καψή, Χ. Μεμή και Ν. Πεφάνη να συμμορφωθεί – δηλαδή να πάψει να σηκώνει φασαρία. Αντιστάθηκε.
Το μεγάλο αφεντικό του ΔΟΛ έχασε την ψυχραιμία του. Και ζήτησε από τους (ένοπλους) μπράβους της προσωπικής του φρουράς να τον πετάξουν έξω από το κτίριο.
«Πού να ξέρει από γκάνγκστερ;»
Στον δρόμο αυτού του δημοσιογραφικού αφηγήματος συναντήσαμε πολλούς. Ανάμεσά τους, ένα ακόμη πολιτικό στέλεχος, το οποίο ρωτήσαμε: «Γιατί όλα αυτά με τον Γ. Παπανδρέου και τον Σ. Ψυχάρη; Τι τον έπιασε τον Γ. Παπανδρέου και επιτέθηκε ξαφνικά; Τώρα σκέφτηκε ότι τον υπονόμευε ο ΔΟΛ;»
«Πρέπει να καταλάβετε» μας απάντησε «ότι ο Παπανδρέου είναι πρίγκιπας. Το ΠΑΣΟΚ το θεωρεί φυσική ιδιοκτησία του. Έτσι μεγάλωσε, έτσι ξέρει. Αυτό που λέμε διαπλοκή είναι κάτι φυσικό γι’ αυτόν, δεν του κάνει εντύπωση. Αυτό που δεν περίμενε ήταν η αντίδραση του Ψυχάρη. Σας είπα: είναι πρίγκιπας. Ούτε σφαλιάρα δεν είχε φάει στη ζωή του. Πού να ξέρει από γκάνγκστερ;»
Η συζήτηση μας, ωστόσο, που κάλυψε πολλά, πήρε σε μια στιγμή απροσδόκητη τροπή: «Ξέρετε γιατί φοβάμαι την επιστροφή στη δραχμή;» μας ρώτησε. «Γιατί όλοι αυτοί τη θέλουν σαν τρελοί. Θα τους έσωζε».
Ασφαλώς, είπαμε, δεν εννοεί το τμήμα εκείνο της Αριστεράς το οποίο θέτει μια σειρά πολιτικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο, όπως η ανατροπή των κυβερνόντων, ο λογιστικός έλεγχος του χρέους κτλ…
«Όχι, όχι. Εννοώ τα μεγάλα μαγαζιά των ΜΜΕ. Αυτά που χρεοκοπούν, που κινδυνεύουν να κλείσουν, ενώ τα ευνοϊκά δάνεια των τραπεζών έχουν στερέψει και κανένας επενδυτής δεν θα βρεθεί σε αυτές τις συνθήκες πρόθυμος να τους δώσει φρέσκο χρήμα».
Και γιατί τους συμφέρει αυτούς μια επιστροφή στη δραχμή;
«Γιατί έχουν τεράστια χρέη εδώ και τεράστιες περιουσίες στο εξωτερικό. Αν επιστρέψουμε στη δραχμή, θα έχουν χρέη σε δραχμές και περιουσίες σε ευρώ. Αγοράζουν το χρέος τους για την πλάκα και είναι μάγκες».
Δεν βλέπουμε πάντως τον ΔΟΛ, σημειώσαμε τελειώνοντας, ο οποίος έχει μεγάλο πρόβλημα, να υποστηρίζει από τις εφημερίδες του την επιστροφή στη δραχμή…
«Ο Ψυχάρης δεν μπορεί να το κάνει. Όχι με τις εφημερίδες που έχει. Όχι με την ιστορία τους και με τις πολιτικές τους δεσμεύσεις. Θα ήθελε, είμαι βέβαιος, αλλά δεν μπορεί. Το κάνει όμως ο Κουρής. Και πιστεύω ότι θα το δείτε όλο και περισσότερο το επόμενο διάστημα. Αλλά προσέξτε: μια τέτοια επιστροφή στη δραχμή δεν θα μας κάνει απλώς μια χώρα στο περιθώριο της ευρωζώνης. Θα μας κάνει Κολομβία».
Φύγαμε σκεπτικοί.
«Να, εκεί που κάθεσαι καθόταν ο Βενιζέλος. Κι εδώ που κάθομαι εγώ καθόταν ο Λαμπράκης και του υπαγόρευε τα μέλη της κυβέρνησής του. Σε αυτό το μαγαζί ήρθες να δουλέψεις». Τα ίδια αυτά λόγια έχουν χρησιμοποιήσει αρκετά στελέχη του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, με εμφανή αγωνία να μεταλαμπαδεύσουν στους νέους προσήλυτους την υποχρέωση να νιώθουν δέος για τον τόπο εργασίας τους. Αλλά και με εξίσου εμφανή αδιαφορία για την ιστορική ακρίβεια. Ακρίβεια όχι τόσο ως προς το αν ο Δημήτριος Λαμπράκης υπαγόρευε όντως τα μέλη της κυβέρνησής του στον Ελευθέριο Βενιζέλο, αλλά περισσότερο για το γεγονός ότι μια τέτοια συζήτηση δύσκολα θα γινόταν στο μετέπειτα γραφείο ενός μεσαίου στελέχους στην οδό Χρήστου Λαδά 3, πόσο μάλλον στην οδό Μιχαλακοπούλου 80…
Είναι έτσι ο ΔΟΛ. Τον περιέβαλε πάντα μια σχεδόν μυστικιστική αχλή, μια αδιαμφισβήτητη αναγνώριση ότι κατοικούσε σε ένα πολιτικό επίπεδο άπιαστο για τους κοινούς θνητούς. Όποιος τον έχει ζήσει, το ξέρει, το έχει αισθανθεί να αντανακλάται στη συμπεριφορά σχεδόν κάθε εργαζόμενου, από τους πολιτικούς συντάκτες ώς τον μικρό αυτοκράτορα-κλητήρα της εισόδου. Γι’ αυτό και το ενδιαφέρον φαινόμενο δεν είναι ότι εξανάγκασε ίσως κάποιους να κάνουν πράγματα που δεν ήθελαν, αλλά ότι πάρα πολλοί ήθελαν να τα κάνουν. Με πρώτον αναμέσά τους, ασφαλώς, τον πιο πρόσφατο κυρίαρχο του ΔΟΛ, τον Σταύρο Ψυχάρη, όσο κι αν αυτός πρόσφατα έγραψε στο Βήμα: «Δεν είναι δική μας δουλειά η άσκηση της εξουσίας». (Το Βήμα, 9.10.2011)
Η άσκηση της εξουσίας, με την ευθεία έννοια, πράγματι δεν ήταν δουλειά των ιθυνόντων του ΔΟΛ. Ούτε ο ιδρυτής του ΔΟΛ Δημήτρης Λαμπράκης ούτε ο διάδοχός του Χρήστος Λαμπράκης, αλλά ούτε και ο Σταύρος Ψυχάρης μεταπήδησαν ποτέ σε πολιτικό αξίωμα (με την εξαίρεση της διοίκησης του Αγίου Όρους, ο τελευταίος). Πολλά πρώην στελέχη και πρώην εργαζόμενοι εξελέγησαν ή διορίστηκαν, βέβαια, σε αξιώματα αλλά ούτε καν αυτό δεν είναι το θέμα. Το θέμα είναι ότι ο ΔΟΛ, από τη στιγμή της ίδρυσης των εφημερίδων του, έχει μια ιστορία άρρηκτα συνδεδεμένη με τις πολιτικές τύχες της Ελλάδας και όσο και αν κάποιες δεν κατόρθωσε να τις επηρεάσει, το βέβαιο είναι ότι προσπάθησε. Κάτι είχε υπόψη του ο εξόριστος επί Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πρωθυπουργός της Ελλάδας Εμμανουήλ Τσουδερός: μπορεί να παραπονούνταν ότι τις τύχες της χώρας κρίνει ένας «παράφρονας εκδότης», ένας «υστερικός έμπορος διαφημίσεων», αλλά οι επιστολές του προς τον Δημήτριο Λαμπράκη ξεκινούν με την προσφώνηση «Αγαπητέ Μήτσο…».
Τι θα επιδιώξωμεν
Ο Δημήτρης Λαμπράκης ξεκίνησε ως δημοσιογράφος το 1914 στην εφημερίδα Η Πατρίς, η οποία ήταν φιλελεύθερου προσανατολισμού και αντιβασιλική. Ευρέως γνωστός έγινε όταν η Πατρίς δημοσίευσε ένα έγγραφο που καταδείκνυε τον αρνητικό ρόλο μελών και φίλων της βασιλικής οικογένειας στις στρατιωτικές προπαρασκευές της Ελλάδας και τις παρεμβάσεις τους στις σχέσεις με τη σύμμαχο Γαλλία – το γνωστό «έγγραφο Ρούπελ». Οι αντιβενιζελικοί ζήτησαν την «παραδειγματικήν τιμωρίαν των προδοτών», έκλεισαν την εφημερίδα και ο Λαμπράκης, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη, συνελήφθη και φυλακίστηκε.
Απελευθερώθηκε με το κίνημα των Πλαστήρα-Βενιζέλου και αφού διετέλεσε διευθυντής της Πατρίδος, η οποία επανεκδόθηκε, συνίδρυσε και ήταν ο πρώτος διευθυντής της εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα, το 1922. Το πρώτο φύλλο της 6ης Φεβρουαρίου, υπό τον τίτλο «Τι θα επιδιώξωμεν», δεν αφήνει περιθώριο παρεξήγησης: «Πρόγραμμα του “Ελεύθερου Βήματος” είνε το πρόγραμμα του Κόμματος των Φιλελευθέρων, εις το οποίον ανήκουν οι ιδρυταί και οι συνεργάται του». Το 1926 ίδρυσε τον Οικονομικό Ταχυδρόμο και το 1931 τα Αθηναϊκά Νέα, καθώς παράλληλα και άλλες εκδόσεις, κάποιες πολύ βραχύβιες, δίνοντας έτσι σιγά σιγά ζωή στο «Συγκρότημα».
Ο Δημήτριος Λαμπράκης αποτελούσε προσωπική επιλογή του Ελευθέριου Βενιζέλου για την ίδρυση και τη διεύθυνση μιας εφημερίδας που θα εξέφραζε τις πολιτικές του θέσεις – με διαφορετικό τρόπο, ωστόσο, από ό,τι το έκανε η Πατρίς· κυρίως, με τρόπο λιγότερο ακραίο. Η νέα εφημερίδα θα ήταν φιλελεύθερη και αντιμοναρχική, όμως με τρόπο που να έλκει τη μεγαλοαστική τάξη. Ως εκ τούτου, ο θρύλος που οικοδομήθηκε για τον Δημήτρη Λαμπράκη –δραστηριότητα που, μετά από ένα σημείο, ανέλαβε πρώτο το ίδιο τοΣυγκρότημα– δεν είχε να κάνει μόνο με τη δημοσιογραφική και την πολιτική του δράση. Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, μια αίγλη διανόησης και «δημιουργίας» επιστρατεύεται για να δώσει σε κάτι μάλλον βάρβαρο, όπως οι πολιτικοί ανταγωνισμοί, το επίχρισμα της ευγένειας. Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση του Στάθη Ευσταθιάδη, επί μακρόν συντάκτη του Βήματος, ο οποίος σε κείμενό του για τον Δημήτρη Λαμπράκη (Το Βήμα, 17.10.2004) γράφει για τους διάφορους διανοούμενους και καλλιτέχνες που συσπειρώθηκαν γύρω από το Ελεύθερον Βήμα, το οποίο έγινε πόλος έλξης ανθρώπων με προοδευτικό όραμα. Η νομιμοποίηση της διανόησης παρασύρει κι άλλους: «Γύρω από την εφημερίδα», γράφει ο Στ. Ευσταθιάδης, «συγκεντρώθηκαν βιομήχανοι δημιουργοί όπως οι Μποδοσάκης, Μακρής, Σπυρόπουλος, Μεταξάς». Για τον Μποδοσάκη, λόγου χάρη, η περιγραφή «βιομήχανος δημιουργός» είναι τόσο… ευγενική που καταλήγει διασκεδαστική. (Πρόκειται, χάριν μικρού παραδείγματος και μόνο, για τον άνθρωπο που θησαυρίζει όταν η Επιτροπή Μη Επεμβάσεως απαγορεύει την πώληση όπλων από άλλα κράτη στους αντιμαχόμενους τον Ισπανικό Εμφύλιο, όταν ο Φράνκο εξοπλίζεται ήδη αφειδώς από τον Άξονα, καθιστώντας έτσι αδύνατον για τους Δημοκρατικούς να εξοπλιστούν, αφού η βοήθεια που τους παρείχε η ΕΣΣΔ ήταν μικρή. Ο ιδιώτης έμπορος όπλων που ανέλαβε το λαθρεμπόριο, με τις ευλογίες του όχι και τόσο δημοκρατικού ηγέτη Ιωάννη Μεταξά, ήταν ο Μποδοσάκης. Κι αν κανένας μπαίνει στον πειρασμό να πει ότι «τουλάχιστον το λαθρεμπόριο το έκανε για τους Δημοκρατικούς», ας μη βιαστεί: πουλούσε πυρομαχικά και στους δύο, κάποτε μάλιστα ειδοποιώντας την πλευρά του Φράνκο για το δρομολόγιο των πλοίων που είχαν εικονικό προορισμό το Μεξικό. Μία πηγή αναφέρει: «Πολλοί Δημοκρατικοί σκοτώθηκαν από σφαίρες που είχαν προπληρώσει».) Στον τρόπο που χτίζεται ο θρύλος του ΔΟΛ, όμως, η αλήθεια είναι εύπλαστη. Όταν, προ λίγων ετών, κυκλοφόρησε μια βιογραφία του Μποδοσάκη, η οποία ήταν να παρουσιαστεί από τις σελίδες των βιβλίων του Βήματος, ο συντάκτης της παρουσίασης θέλησε να αναφέρει τη σχέση του Λαμπράκη με τον Μποδοσάκη και του φάνηκε καλή ιδέα να περιλάβει και την αναφορά του δανείου 500 χρυσών λιρών, που σε κάποια δυσχερή στιγμή είχε επιδιώξει ο εκδότης από τον έμπορο όπλων. Για κακή του τύχη, προτού τυπωθεί, ευτυχώς γι’ αυτόν, η σελίδα έπεσε στην αντίληψη του διευθυντή του Βήματος Σταύρου Ψυχάρη, ο οποίος τον απέτρεψε από την αναφορά με την κομψή διατύπωση: «Είσαι μαλάκας! Απολύεσαι!»
Αντιμοναρχικός αλλά και αντικομμουνιστής, ο Δημήτρης Λαμπράκης ήταν πράγματι ιδανικός για να ανοίξει το φιλελεύθερο πρόγραμμα στη μεγαλοαστική τάξη. Διατηρούσε σχέσεις με όλους, ακόμη και με τους πιο απίθανους συνομιλητές, όπως προκύπτει από ένα από τα λιγότερο γνωστά κεφάλαια της ζωής του. Έχοντας υπάρξει βασικός συνομιλητής του Βενιζέλου στην ταραγμένη περίοδο του Μεσοπολέμου –με μια αλληλογραφία που περιλαμβάνει από απόψεις για το πολιτειακό ζήτημα ώς τον Θουκυδίδη και ώς την παράκληση του Βενιζέλου να λογοκρίνει ο Λαμπράκης τους ανταποκριτές του–, η είσοδος των Ναζί στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941 βρίσκει τον Δημήτρη Λαμπράκη να παραδίδει την έκδοση των εφημερίδων του σε «Επιτροπή Εργαζομένων». Την 26η Aπριλίου 1941, το δισέλιδο φύλλο των Aθηναϊκών Nέων κυκλοφορεί με την εξής ανακοίνωση: «O κ. Δ. Λαμπράκης εγκαταλείπει την δημοσιογραφίαν, και αποχωρών από το “Eλεύθερον Bήμα”, τα “Aθηναϊκά Nέα” και τον “Oικονομικόν Tαχυδρόμον”, εξεχώρησεν οριστικώς εις το προσωπικόν των εφημερίδων την ιδιοκτησίαν των τίτλων διά την περαιτέρω έκδοσίν των μεταβιβάσας όλα τα σχετικά δικαιώματά του εις τριμελή επιτροπήν, η οποία και θα έχει εφεξής την φροντίδα και τας ευθύνας της συνεχίσεώς των». Η τριμελής επιτροπή είναι οι Γ. Συριώτης, A. Zαφειρόπουλος, I. Tζαρτίλης.
Πολλά έχουν ειπωθεί για εκείνη την περίοδο και ο Δημήτρης Λαμπράκης συχνά κατηγορήθηκε, χρόνια αργότερα, ως συνεργάτης των Γερμανών, διασήμως και από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος υπενθύμισε στο Πανελλήνιο ότι οι εκδόσεις Λαμπράκη είχαν επί Κατοχής συνεταιριστεί με τη γερμανική εταιρεία Μούντους, υψηλός μέτοχος της οποίας φερόταν μάλιστα ο Χέρμαν Γκέρινγκ. Ακόμη και η φυλάκιση του Δημήτρη Λαμπράκη από τους Άγγλους στον Λίβανο, το 1943, έχει αποδοθεί στη συνεργασία του με τους Ναζί.
Η ιστορία είναι γοητευτική, δεν υποστηρίζεται, όμως, από τα ιστορικά στοιχεία. Οι εκδόσεις του Λαμπράκη πράγματι συνεταιρίστηκαν με τη γερμανική εταιρεία. Ο ίδιος, όμως, δεν μετέχει, τουλάχιστον φανερά, και δεν είναι παράλογο να σκεφτεί κανείς ότι απείχε ακριβώς επειδή προέβλεπε ότι οι εφημερίδες του θα ήταν αναγκασμένες, εφόσον παρέμειναν ανοιχτές, να προβούν σε τέτοιου είδους συμβιβασμούς. Αντιθέτως, είναι γνωστό ότι πληροφορεί τακτικά την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση για την κατάσταση στην Ελλάδα. Αυτό που τον καθιστά στόχο των Άγγλων είναι ότι, επιδέξιος καθώς είναι πολιτικά, συνομιλεί ακόμη και με το ΕΑΜ, ακόμη και με το ΚΚΕ.
Μάλιστα, φαίνεται να υποστηρίζει δύο πράγματα σχετικά με τη μεταπολεμική κατάσταση: Πρώτον, ότι ο βασιλιάς θα πρέπει να δεσμευτεί δημόσια ότι θα διενεργηθεί δημοψήφισμα για το αν οι Έλληνες επιθυμούν την επιστροφή του ή όχι και ότι θα σεβαστεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Δεύτερον, ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος να αμβλυνθεί η επιρροή των κομμουνιστών θα ήταν να τους εντάξει κανείς στο πολιτικό σκηνικό και όχι να τους εξοβελίσει στην παρανομία. Ήταν όχι μόνο συνομιλητής τους αλλά και υποστηρικτής της συμμετοχής τους σε κυβέρνηση συνεργασίας από πολύ νωρίς.
Όταν βρίσκεται στο Κάιρο, το 1943, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος φυσικά διαφωνούσε, όπως και οι Άγγλοι, με τη συμμετοχή του ΕΑΜ σε οτιδήποτε, πιέζει τους Άγγλους να «πάρουν μέτρα» εναντίον του Δημήτρη Λαμπράκη, για τον οποίον θεωρούσε ότι δολοπλοκούσε κατά του σχηματισμού κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Οι Άγγλοι τον αναγκάζουν υπό την απειλή σύλληψης να εγκαταλείψει το Κάιρο στις 29 Ιουνίου 1943 και καταφεύγει στον Λίβανο, μαζί με τον φίλο του, Μποδοσάκη. Κρατείται στον Λίβανο σε κατ’ οίκον περιορισμό από τους Άγγλους, ο οποίος παύει με εντολή και πάλι του Γεωργίου Παπανδρέου, στις 10 Σεπτεμβρίου 1944, αφότου η κατάσταση έχει πια αλλάξει και η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, με τη συμμετοχή και του ΕΑΜ, έχει σχηματιστεί και βρίσκεται πλέον στην Ιταλία.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Δημήτρης Λαμπράκης επανεκδίδει τις εφημερίδες του, με άλλους ωστόσο τίτλους, καθώς νόμος της ελεύθερης Ελλάδας απαγορεύει την κυκλοφορία των εφημερίδων που εκδίδονταν στην Κατοχή. Είναι πια Το Βήμα και Τα Νέα.
Με την πρωθυπουργία του Θεμιστοκλή Σοφούλη, ειδικά από το 1947 και μετά, αλλά και υπό τους επόμενους πρωθυπουργούς, ο Δημήτρης Λαμπράκης γίνεται ξανά ο εξ απορρήτων της εξουσίας, άσχετα με το ποιος κυβερνάει. Ο Σπύρος Μαρκεζίνης έχει μάλιστα αφηγηθεί ότι συναντιόταν με τον Λαμπράκη τακτικά στο σπίτι του, όπου συσκέπτονταν με το μέλος της Νομισματικής Επιτροπής Αλ Κονστάντζο, έχοντας συστήσει ένα άτυπο «διευθυντήριο». Δεν είναι δύσκολο να γίνει πιστευτός. Τέτοιου είδους συναντήσεις, πάντα με την πρόθεση να καθοριστεί εκ των προτέρων η πολιτική αλλά χωρίς πάντα –ίσως όχι και συχνά– να το πετυχαίνουν, γίνονται στοιχείο ταυτότητας, κομμάτι της «κουλτούρας», θα έλεγε κανείς, του Συγκροτήματος.
Το διαβολικόν ατύχημα
Το φύλλο του Ταχυδρόμου (ο Ταχυδρόμος είχε κυκλοφορήσει ως «εβδομαδιαία εικονογραφημένη πολιτική, οικονομική, φιλολογική, εγκυκλοπαιδική εφημερίς» το 1954) του Σαββάτου 16 Μαρτίου 1957 κόστισε στον διευθυντή του αρκετή ταραχή – λέγεται, αν και κανείς δεν το ξέρει με βεβαιότητα, κι ένα δυνατό χαστούκι. Ο Δημήτρης Λαμπράκης ήταν έξω φρενών με τον γιο του τον Χρήστο, ο οποίος διηύθυνε τότε τον Ταχυδρόμο, διότι παρά το γεγονός ότι το φύλλο περιλάμβανε ως συνήθως πλείστα όσα, από Νίκο Τσιφόρο ώς Κοσμά Πολίτη, είχε και κάτι ακόμη: ένα ρεπορτάζ για την εκστρατεία του Βατικανού εναντίον των προκλητικών εμφανίσεων διαφόρων κινηματογραφικών αστέρων, με πρώτη την αισθησιακή Μπριζίτ Μπαρντό. Η εικονογράφηση του κειμένου, αναπόδοτη, ήταν ένα φωτομοντάζ όπου ο τότε Πάπας Πίος ΙΒ΄, με τις παλάμες ενωμένες σε στάση προσευχής, ατένιζε ευλαβικά την ημίγυμνη Μπριζίτ Μπαρντό. Τα πράγματα έκανε ακόμη χειρότερα η λεζάντα: «Ο Πάπας μοιάζει αποφασισμένος να προχωρήσει…» Η Καθολική Εκκλησία, όπως θα περίμενε κανείς, διαμαρτυρήθηκε για το προσβλητικό δημοσίευμα και ο Ταχυδρόμος, στο επόμενο φύλλο του, δημοσίευσε επανόρθωση, όπου χαρακτήριζε, με όχι και τόσο κεκαλυμμένη ειρωνεία, το όλο ζήτημα «διαβολικόν ατύχημα».
Ο Χρήστος Λαμπράκης δεν παρέμεινε διευθυντής του Ταχυδρόμου για πολύ ακόμη, όχι όμως λόγω του ατοπήματός του με την Καθολική Εκκλησία. Ο Δημήτρης Λαμπράκης πέθανε στις 12 Αυγούστου του 1957.
Ο ιδρυτής του Ελεύθερου Βήματος άφηνε σίγουρα βαριά κληρονομιά. Ωστόσο, κοντά στο δημοσιογραφικό και πολιτικό του εκτόπισμα, η κληρονομιά του περιλάμβανε και την ιδιαιτέρα του, η οποία χάρη στη μεγάλη εύνοιά του λέγεται ότι είχε εξελιχθεί σε ισχυρότατο παράγοντα και συχνά σε δυνάστη του προσωπικού, σε βαθμό κάποιοι να την αποφεύγουν πάση θυσία, να αλλάζουν και πεζοδρόμιο ακόμη όταν την έβλεπαν τυχαία στο δρόμο.
Το πρωί της επομένης του θανάτου του Δημήτρη Λαμπράκη, εν μέσω μεγάλης αναταραχής και αγωνίας όλων για το άδηλο μέλλον, ο Χρήστος Λαμπράκης πήγε κατευθείαν στο γραφείο του πατέρα του, κάθισε στην καρέκλα του και, μόλις στην πόρτα εμφανίστηκε η ευνοούμενη του ιδρυτή, της είπε: «Κυρία Λοράνδου, απολύεσθε». Δεν είχε προλάβει καν να του εκφράσει τα συλλυπητήριά της.
Άγνωστο από ποιον έμαθε ο Χρήστος Λαμπράκης να ελίσσεται στις σκιερές γωνίες της πολιτικής σκηνής – ως γνωστόν, ο πατέρας του δεν είχε σταθεί ακριβώς «μέντοράς» του. Πάντως, το έμαθε. Δεν είναι λίγες οι ιστορίες που τον εμφανίζουν ως τον ευαίσθητο νέο, με την κλίση στο κλασικό τραγούδι, που άλλα ήθελε κι άλλα αναγκάστηκε να κάνει. Είναι κι αυτά μέρος του θρύλου. Ο Δημήτρης Λαμπράκης ήταν ο αψύς, κυριαρχικός –και αθεράπευτα γυναικάς, έλεγαν, παρά τον μακρό γάμο του με την Έλζα– πατριάρχης. Ο Χρήστος, το ήπιο παιδί, με τον ενθουσιασμό για τον πολιτισμό, ο κοσμοπολίτης ευπατρίδης, που δεν ήθελε το βρόμικο αυτό παιχνίδι, αλλά υποχρεώθηκε να το παίξει επειδή εκεί τον οδήγησε η μοίρα για το καλό της δημοκρατίας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, πάντως, ο οποίος απήλαυσε την «ηπιότητα» του Χρήστου Λαμπράκη σε όλη του τη διαδρομή, από το απόγειο του 1981 ώς το Ειδικό Δικαστήριο, είχε τούτο να πει στο βιβλίο του Η δημοκρατία στο απόσπασμα, σε σχέση με τα γεγονότα του 1965: «Στις 9 Αυγούστου συνήλθε η κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου στην αίθουσα της λέσχης του κόμματος, στην οδό Χρήστου Λαδά, απέναντι στα γραφεία του δημοσιογραφικού οργανισμού Λαμπράκη. Πρώτος μίλησε ο Γεώργιος Παπανδρέου: “Ουδέποτε συνέβη εις το παρελθόν ο βασιλεύς να εισβάλλη εις τα κόμματα και να εκλέγη κατ’ αρέσκειαν μέλη, διά να κατασκευάζη κυβερνήσεις, διαλύοντάς τα. Η μέθοδος της κατασκευής πρωθυπουργών από τας τάξεις της Ενώσεως Κέντρου παραβιάζει το Καταστατικό του Κόμματος, το οποίον ορίζει ότι του κόμματος ηγείται ο αρχηγός, ο οποίος και εκπροσωπεί το κόμμα… Ο βασιλεύς ουδέποτε θα δικαιωθή αν κάμη δικτατορία εφ’ όσον έχει την λύσιν των εκλογών”. Στην ψηφοφορία που ακολούθησε καταψηφίσθηκε η εντολή του βασιλιά προς τον Στεφανόπουλο να σχηματίσει κυβέρνηση με 113 ψήφους κατά της πρότασης και 26 υπέρ. Δύο βουλευτές δεν πήραν μέρος στην ψηφοφορία. Έξω από τη λέσχη είχαν συγκεντρωθεί δέκα χιλιάδες Αθηναίοι. Ο Γεώργιος Παπανδρέου αναγκάσθηκε να βγει επανειλημμένα στο μπαλκόνι για να τους χαιρετήσει. Μετά στράφηκαν προς τα γραφεία του “Βήματος”, γιουχαΐζοντας και βρίζοντας και βάζοντας φωτιά στα φύλλα των εφημερίδων του Λαμπράκη. Είχαν μυρισθεί το βρώμικο παιγνίδι που έπαιζε ο Λαμπράκης. Μόλις τελείωσε η σύσκεψη της κοινοβουλευτικής ομάδας, με παρακάλεσε ο πατέρας μου να παρέμβω και να καθησυχάσω τους διαδηλωτές. Πήγα στα γραφεία του Λαμπράκη κι από το μπαλκόνι παρακάλεσα το πλήθος να διαλυθεί ήσυχα. Προσπαθούμε να αποφύγομε ανοικτή αναμέτρηση με τον Λαμπράκη…»
Είπαμε: ο ΔΟΛ προσπαθούσε να καθορίσει την πολιτική. Δεν σημαίνει ότι το πετύχαινε πάντα…
Ο Χρήστος Λαμπράκης απογοήτευσε όσους τον περίμεναν να καταρρεύσει επειδή, καταπώς έλεγαν, δεν διέθετε το σθένος του πατέρα του. Το ενδιαφέρον είναι ότι πήρε μία –τουλάχιστον– απόφαση που θύμιζε πολύ τον Δημήτριο Λαμπράκη. Όπως εκείνος δεν είχε κλείσει τις εφημερίδες του κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έτσι και ο Χρήστος Λαμπράκης δεν τις έκλεισε κατά τη διάρκεια της Επταετίας. Φυλακίστηκε, βέβαια, για πολύ λίγο, από τους Συνταγματάρχες. Αλλά ήταν τότε, το 1970, μεσούσης της Δικτατορίας, που η ατομική εταιρεία Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη μετατράπηκε σε ανώνυμη.
Εκείνον τον καιρό, λοιπόν, ανέτειλε ένα νέο αστέρι. Το γιατί ο Σταύρος Ψυχάρης έγινε διευθυντής του Βήματος έχει προκαλέσει μεγάλη απορία μέσα στα χρόνια. Στον ΔΟΛ βρέθηκε το 1968. Ήταν κουμπάρος του υπουργού Τύπου της Χούντας Βύρωνα Σταματόπουλου – όχι ακριβώς τα δημοκρατικά διαπιστευτήρια που θα περίμενε κανείς ως εχέγγυα για μια διακεκριμένη πορεία στα κατεξοχήν μέσα της δημοκρατικής παράταξης. Όμως και οι Γ. Συριώτης, A. Zαφειρόπουλος, I. Tζαρτίλης –θυμάστε;– είχαν υπάρξει «Τριμελής Επιτροπή». Κάποια συνομιλία με την εξουσία είναι απαραίτητη – όποια και αν είναι η εξουσία. Εκτός αν κλείσει κανείς τις εφημερίδες του. Αλλά ο ΔΟΛ δεν τις έκλεισε ποτέ. Και ελάχιστοι μιλούν γι’ αυτό, όπως και για οτιδήποτε αμφισβητεί τις δημοκρατικές του ευαισθησίες.
Η Μεταπολίτευση βρίσκει τον ΔΟΛ σε ισχυρή θέση για άλλη μια φορά. Σύμφωνα με ορισμένους, εγκληματικά ισχυρή. Το 2011, ο βουλευτής του ΔΗΚΟ της Κύπρου Ζαχαρίας Κουλίας δημοσιοποίησε ένα έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο τρεις μέρες πριν από το πραξικόπημα στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα σύσκεψη, στο εξοχικό του Χρήστου Λαμπράκη στον Πόρο, μεταξύ των ηγετών του εγχειρήματος ανατροπής του Μακαρίου: εκτός από τον Λαμπράκη, τον οποίο ο κ. Κουλίας χαρακτήρισε ως πολιτικό νου του πραξικοπήματος, συμμετείχαν ο δικτάτορας Δημήτρης Ιωαννίδης και επιτελείς του, o εφοπλιστής Ποταμιάνος, ενώ από την Κύπρο συμμετείχε ο Νίκος Σαμψών. Το έγγραφο απαξιώθηκε ως πλαστό, ωστόσο, όχι πέραν αμφιβολίας. Αυτό που είναι το πιθανότερο, όμως, είναι ότι ο Χρήστος Λαμπράκης ήταν απλώς εναντίον του Μακαρίου, επειδή ήταν υπέρ της Ένωσης, θέση από την οποία ο Μακάριος είχε υπαναχωρήσει. Για άλλη μία φορά, όπως και με την κατηγορία κατά του Δημήτρη Λαμπράκη για τη συνεργασία με τους Γερμανούς, η πιθανή αλήθεια είναι λίγο πιο λεπτή και πιο περίπλοκη.
«Αγοράζουμε παν ό,τι κινείται»
Τη φράση μεταφέρει στέλεχος του ΔΟΛ, έχοντάς την ακούσει ο ίδιος. Ο ΔΟΛ, μέχρι ενός σημείου, είχε ένα προνόμιο: ήταν αμιγώς δημοσιογραφικός ή, έστω, εκδοτικός οργανισμός. Δεν είχε ευθεία σύνδεση, όπως άλλοι εκδότες, με άλλου είδους επιχειρήσεις. Αλλά όλα αυτά έμελλε να αλλάξουν. Ο θρύλος, φυσικά, θα επέμενε στους προσδιορισμούς «Χρήστος Λαμπράκης: δημοσιογράφος», «Σταύρος Ψυχάρης: δημοσιογράφος». Αλλά η πραγματικότητα θα ξεδιπλωνόταν διαφορετικά.
Η δραστηριότητα του ΔΟΛ, τόσο η εκδοτική όσο και η επιχειρηματική, εντείνεται στη δεκαετία του 1980. (Ήδη από το 1959, ο Χρήστος Λαμπράκης είχε εκδώσει την εβδομαδιαία αθλητική εφημερίδα Ομάδα, το 1963 το μηνιαίο περιοδικό Εποχές και το 1967 τον ετήσιο οδηγό τουρισμού Διακοπές.)
Το 1981 εκδίδεται το τριμηνιαίο περιοδικό Αρχαιολογία, αλλά ο ΔΟΛ επεκτείνεται και στον τουριστικό κλάδο, ιδρύοντας το γραφείο τουρισμού Travel Plan. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι από εδώ και στο εξής, η ιστορία του ΔΟΛ είναι αυτή της ανεξέλεγκτης σχεδόν επέκτασης: Ήδη από το 1984, το Βήμα κυκλοφορεί μόνο την Κυριακή. Το 1987 ο ΔΟΛ αναλαμβάνει με άμεσο και έμμεσο τρόπο (μέσω της θυγατρικής ΒΙΝΤΕΟΣΤΑΡ, μετέπειτα Δ.Ο.Λ.-Επικοινωνίες) την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρείας τηλεοπτικών παραγωγών ΣΤΟΥΝΤΙΟ ATA A.E. Εξαγοράζει τη Ν. Θεοφανίδης Α.Ε., η οποία εκδίδει τα περιοδικά Ρομάντζο, Βεντέτα, Πάνθεον και Γάμος. Το 1988 εκδίδεται το RAM και το Marie Claire. To 1989 εξαγοράζεται η Freegate Tourism, με έδρα τη Νέα Υόρκη. Την ίδια χρονιά ιδρύεται ο τηλεοπτικός σταθμός Mega Channel από την εταιρεία ΤΗΛΕΤΥΠΟΣ Α.Ε., στην οποία ο ΔΟΛ μετείχε ως συνιδρυτής με 20%. Το 1992 εκδίδεται το TV Zapping από κοινού με την Πήγασος Α.Ε. και ιδρύεται η Databank A.E. από κοινού με την ΙΝΤΡΑΣΟΦΤ Α.Ε. Ακολουθούν ο Αγγελιοφόρος, Το παιδί μου κι εγώ, το ROM, το Market HiTECH, το Vita, οι Καριέρες, και πολλά ακόμη. Παράλληλα, ολοκληρώνεται η μεγάλη εκτυπωτική μονάδα του ΔΟΛ στην Ακαδημία Πλάτωνος. (Η συνολική επένδυση ανέρχεται σε 6 δισ. δραχμές περίπου.) Η μονάδα αυτή, πέρα από το ότι καλύπτει τις παραγωγικές ανάγκες του ΔΟΛ, εκτυπώνει επίσης εφημερίδες και λοιπά έντυπα τρίτων. Το 1998, ο ΔΟΛ εξαγοράζει πλήρως την εταιρεία IRIS Α.Ε., η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο των εκτυπώσεων σε επίπεδα πιεστήρια. Ιδρύεται επίσης το πρακτορείο Τύπου ΑΡΓΟΣ Α.Ε.
Το 1999 επανακυκλοφορεί για πολλοστή φορά το ημερήσιο Βήμα, ενώ το 2000 εκδίδεται το εβδομαδιαίο περιοδικό ποικίλης ύλης ΒΗΜΑgazino, που διανέμεται μαζί με το Βήμα της Κυριακής. Ώς το 2001, ο ΔΟΛ μαζί με τις θυγατρικές του, εκδίδει 4 εφημερίδες και 21 περιοδικά, τα οποία απορροφούν τη μεγαλύτερη διαφημιστική δαπάνη στην αγορά, συμμετέχει σε αλυσίδα βιβλιοπωλείων και σε εκδόσεις βιβλίων, κατέχει 5 εκτυπωτικές μονάδες, με πλήρη κάλυψη όλου του φάσματος της εκτύπωσης, από την εισαγωγή και την εμπορία χάρτου μέχρι την τελειοποίηση, τη συσκευασία και τη διανομή, λειτουργεί δύο τουριστικά πρακτορεία, δύο εταιρείες διανομής και μία εταιρεία τηλεφωνικής προώθησης πωλήσεων και διαχείρισης σχέσεων πελατών, συμμετέχει στη λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού, στην αντιπροσώπευση κινηματογραφικών ταινιών, στην εκμετάλλευση κινηματογραφικών αιθουσών και σε παραγωγές τηλεοπτικών ταινιών και ψηφιακού οπτικοακουστικού υλικού, ενώ έχει επεκταθεί και στο διαδίκτυο.
Ο ΔΟΛ είχε καλύψει τεράστια διαδρομή από τον καιρό της ίδρυσης των πρώτων εντύπων του. Οι παραδοσιακοί εκδότες, όπως ήταν ο Δημήτριος Λαμπράκης, μπορεί να ήταν ευκατάστατοι, μπορεί να είχαν μεγάλη δύναμη κι επιρροή, μπορεί να συνομιλούσαν με τους μεγαλοαστούς, αλλά πολύ πλούσιοι δεν ήταν. Αυτό έμελλε να είναι η αποστολή της επόμενης γενιάς.
Στην εκκίνηση αυτής της φρενίτιδας αγορών και επέκτασης, λέει πρώην συντάκτης του ΔΟΛ με μεγάλη πείρα στα «οικογενειακά» του, υπήρξε μια στιγμή κομβική: «Αποφάσισαν», λέει, «να γίνουν πλούσιοι. Πολύ πλούσιοι».
Β΄ Μέρος – UNFOLLOW 3 (Φεβρουάριος 2012)
«Βυζάντιο»: το δεύτερο πιο συχνό προσωνύμιο του ΔΟΛ μετά το «Συγκρότημα». Πράγματι, μεγάλο μέρος του χρόνου όσων εργάστηκαν εκεί ξοδεύτηκε σε ψιθυριστές συζητήσεις για το ποιος θα «φάει» ποιον, ποιο άστρο ανατέλλει και ποιο δύει, ποιος συνάντησε τη μια μέρα εμπόδια στη δημοσιογραφική του ανέλιξη, μόνο και μόνο για να εμφανιστεί την επομένη βουλευτής ή υπουργός.Εξέχουσα θέση στις συζητήσεις αυτές είχαν πάντα ο Χρήστος Λαμπράκης και ο Σταύρος Ψυχάρης. Τουλάχιστον από τότε που άρχισε να φημολογείται ότι ο πρωτονοτάριος θα ανατρέψει τον αυτοκράτορα, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, λίγο αφότου ο Σ. Ψυχάρης είχε αναλάβει τη διεύθυνση του Βήματος: ο Λαμπράκης είναι έτοιμος να φύγει στο εξωτερικό, βούιζαν οι διάδρομοι, τα παίρνει όλα ο Ψυχάρης. Ο Λαμπράκης δεν έφυγε.
«Είμαστε μόνο δημοσιογραφικός οργανισμός»
Η φράση ανήκει στον Σταύρο Ψυχάρη. Τη συναντούμε σε συνέντευξή του το Σεπτέμβριο του 1993, όταν το περιοδικό Media View τον ρωτάει αν ο ΔΟΛ έχει βλέψεις σε δημόσια έργα. «Τον κακό τους τον καιρό όσων τα λένε» απαντάει ο τότε διευθυντής του Βήματος. Και συνεχίζει: «Επειδή αποκαλύπτουμε τις κομπίνες, έχουν θράσος και μιλάνε αυτοί οι γκάγκστερ. Εμείς είμαστε μόνο δημοσιογραφικός οργανισμός, τελεία και παύλα».
Η αλήθεια είναι πως, μολονότι για αρκετούς η ιδέα της τεράστιας επέκτασης του ΔΟΛ έχει ταυτιστεί με τον Σ. Ψυχάρη, ήταν πρώτα απ” όλα θέληση του Χ. Λαμπράκη. Μάλιστα, ο ίδιος ο Σ. Ψυχάρης είχε μεγάλες αντιρρήσεις. Πίστευε σε μια πιο ευέλικτη, πιο μικρή αλλά πιο δυναμική εταιρεία.
Παρά τη μυθολογία και τις υπερβολές, σε ένα πράγμα οι διαδόσεις ήταν σωστές για τον Χρήστο Λαμπράκη: όταν έβαζε κάτι στο μυαλό του, σωστό ή λάθος (και πολύ συχνά ήταν, αν όχι λανθασμένο, σίγουρα υπερφίαλο), κανείς δεν μπορούσε να του εναντιωθεί. Και, μολονότι ο Σ. Ψυχάρης αργότερα αξιοποίησε για τον εαυτό του όσο καλύτερα μπορούσε την επέκταση του ΔΟΛ, οι τότε διαφωνίες του δεν εμπόδισαν τον Χ. Λαμπράκη να προχωρήσει με τα σχέδιά του.
Σ” αυτή την περίοδο αναφέρθηκε εκείνο το πρώην στέλεχος του ΔΟΛ, όπως γράφαμε στο Μέρος Α’, με τη φράση: «Είχαν αποφασίσει να γίνουν πλούσιοι. Πολύ πλούσιοι». Ποιοι όμως;
Ο Χρήστος Λαμπράκης, ασφαλώς. Ο Σταύρος Ψυχάρης, παρά τις διαφωνίες του. Αλλά και άλλοι.
Ο Δημήτρης Χατζής και ο Νίκος Μπιλίρης ήταν οι μόνοι άνθρωποι από τους οποίους απειλήθηκε ποτέ σοβαρά ο Σ. Ψυχάρης. Ο Χ. Λαμπράκης ήταν ενθουσιασμένος μαζί τους. Οι δυο τους, οικονομικός διευθυντής και εμπορικός διευθυντής αντίστοιχα, εκπροσωπούσαν τον νέο χαρακτήρα του Οργανισμού, που ο Χ. Λαμπράκης ήθελε αίφνης να αναπτύξει: εξωστρεφή, πολυμετοχικό, τεχνοκρατικό, ό,τι ταιριάζει σε έναν όμιλο εισηγμένο στο Χρηματιστήριο, που διαθέτει από τυπογραφεία και πρακτορεία διανομής ως εταιρείες τηλεπωλήσεων, μερίδιο σε τηλεοπτικό σταθμό, εκδοτικούς οίκους, γραφεία ταξιδίων, αμέτρητα περιοδικά και τις ισχυρότερες εφημερίδες στη χώρα. Μακρά η απόσταση από τις «παραδοσιακές» εκδοτικές αντιλήψεις του ιδρυτή, Δημήτρη Λαμπράκη, και στενός ο χώρος για όσους είχαν συνηθίσει να λύνουν προβλήματα με τον «παλαιό» τρόπο. Οι διάδρομοι βούιζαν και πάλι, αλλά με τις αντίστροφες φήμες: ο Ψυχάρης είπε ότι έχει αδειάσει το γραφείο του κι ετοιμάζεται να φύγει. Τελείωσε ο Ψυχάρης…
«Θα γίνετε πλούσιοι»
Ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών τον Οκτώβριο του 1998. Είχε καταθέσει αίτηση στο Δ.Σ. του Χρηματιστηρίου μόλις ένα μήνα νωρίτερα. Τη στιγμή εκείνη εκκρεμούσαν 22 αιτήσεις άλλων Ανώνυμων Εταιρειών προς εισαγωγή στο ΧΑΑ. Το Δ.Σ. του ΧΑΑ παράτυπα τις παρέκαμψε και ενέκρινε την αίτηση του ΔΟΛ στις 24 Σεπτεμβρίου 1998. (Μάλλον διασκεδαστική λεπτομέρεια: κοντά στις άλλες, παρέκαμψε και την Ελευθεροτυπία του Χρήστου Τεγόπουλου, η οποία περίμενε την εξέταση της αίτησής της από τον Αύγουστο…) Την επόμενη κιόλας μέρα, στις 25 Σεπτεμβρίου, ο ΔΟΛ δημοσίευε ανακοίνωση για την έγκριση στην εφημερίδα Τα Νέα, σύμφωνα με την οποία η δημόσια εγγραφή των επενδυτών θα γινόταν στις αρχές Οκτωβρίου. Αυτή η ανακοίνωση ήταν παράνομη. Ο ΔΟΛ δεν είχε περάσει ακόμη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, που έπρεπε και αυτή να εγκρίνει την αίτηση. Απλώς ο ΔΟΛ προεξοφλούσε δημόσια –και παράνομα– μια απόφαση που πράγματι ήρθε ελάχιστες μέρες αργότερα (σημειωτέον δε ότι κατά μέσο όρο χρειάζονταν 4 ως 6 μήνες για να ολοκληρωθεί η διαδικασία εισαγωγής μιας ΑΕ στο ΧΑΑ): Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στις 6 Οκτωβρίου 1998 ανακοίνωσε την έγκρισή της για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΟΛ Α.Ε., με δημόσια εγγραφή και εισαγωγή των μετοχών στην κύρια αγορά του ΧΑΑ.
Ο Χρήστος Λαμπράκης φιλοδώρησε πολλά στελέχη του ΔΟΛ με μετοχές. «Κρατήστε τις» τους είπε, μάλιστα, συστήνοντάς τους να μην τις πουλήσουν. «Θα γίνετε πλούσιοι». Όσοι τον παράκουσαν, πλούτισαν πράγματι. Όσοι ακολούθησαν τη σύστασή του, είδαν την αξία των μετοχών τους να εξανεμίζεται πολύ σύντομα. Κάποιοι, βέβαια, δεν περίμεναν έτσι κι αλλιώς τη συμβουλή του: δεν ήταν λίγα τα στελέχη και οι συντάκτες του ΔΟΛ που είχαν γνωστές και στενές σχέσεις εκείνη την εποχή με πολιτικούς, οι οποίοι μετά ενεπλάκησαν στο σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου.
Η παρουσία του ΔΟΛ στο Χρηματιστήριο ήταν γεμάτη… απροσδόκητες εξελίξεις. Η τιμή εισαγωγής της μετοχής του στο ΧΑΑ ήταν 10,3 ευρώ (δηλαδή 3.500 δραχμές, περίπου), που σημαίνει 3,1 ευρώ σε αναπροσαρμοσμένη τιμή (όλες οι τιμές στο εξής θα δίνονται σε ευρώ και αναπροσαρμοσμένες, βάσει εταιρικών πράξεων, όπως αυξήσεις κεφαλαίου, διανομή δωρεάν μετοχών, ακύρωση ιδίων μετοχών κτλ., προκειμένου να είναι εφικτή η σύγκριση με το τώρα).
Τον Οκτώβριο του 1999 η τιμή της μετοχής ξεπέρασε τα 60 ευρώ, κάτι που αντιστοιχούσε σε κεφαλαιοποίηση (χρηματιστηριακή αξία) 5,5 δις ευρώ (δηλαδή 1,9 τρις δραχμές)! Ακόμη πιο παράξενο: ενώ η εισαγωγή της μετοχής έγινε με κερδοφορία 8,1 εκ. ευρώ και ίδια κεφάλαια 101 εκ. ευρώ, τα κεφάλαια που άντλησε από τη δημόσια εγγραφή ήταν 184,6 εκ. ευρώ. Πρόκειται για γεγονός μάλλον ασυνήθιστο, να αντλεί μια εταιρεία περισσότερα κεφάλαια από αυτά που διαθέτει…
Επίσης, όπως επισημαίνουν ειδικοί της χρηματιστηριακής αγοράς, στους οποίους απευθυνθήκαμε, η αποτίμηση του ΔΟΛ στα 258 εκ. ευρώ, με κερδοφορία μόλις 8 εκ. ευρώ, συνιστούσε ένα λόγο τιμής προς κέρδη (PE, κατά την τεχνική ορολογία) της τάξεως του 31. Για να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό, ένας τέτοιος λόγος πάνω από 12 ως 14 συνιστά «φούσκα» στις χρηματιστηριακές αγορές, αν δεν δικαιολογείται από διπλασιασμό της αύξησης των κερδών από χρονιά σε χρονιά. Ακόμη και οι πιο ισχυρές εταιρείες μπαίνουν στα χρηματιστήρια με λόγο τιμής προς κέρδη που δεν ξεπερνά το 20. (Για παράδειγμα, το γνωστό σε όλους και κολοσσιαίο Facebook μπαίνει αυτές τις μέρες στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης με συντελεστή αποτίμησης 18 ως 19, δηλαδή 12 μονάδες πιο κάτω από τον ΔΟΛ!)
Πράγματι, ο ΔΟΛ είχε καταφέρει να διπλασιάσει τα κέρδη του το 1999 (16,3 εκ. ευρώ) και το 2000 (39 εκ. ευρώ). Τα κέρδη αυτά, όμως –και εδώ είναι το ζήτημα–, οφείλονταν σε πωλήσεις χρεογράφων, οι οποίες δεν θεωρούνται «επαναλαμβανόμενα έσοδα». Κοινώς, όπως μας εξηγούν οι ειδικοί, ο ισολογισμός του ομίλου είχε υποστεί «τεχνητή βελτίωση» από μη οργανικούς λόγους: αν η εταιρία δεν είχε τα έκτακτα κέρδη από την πώληση συμμετοχών ή χρεογράφων, ο ισολογισμός της το 1999 θα είχε ζημιές 16 εκ. ευρώ και το 2000 ζημιές 10 εκ. ευρώ. (Για του λόγου το αληθές, το 2001, που δεν υπάρχουν έκτακτα κέρδη, οι ζημιές ανήλθαν σε 31 εκ. ευρώ.)
Ακόμη, συνεχίζουν οι ειδικοί, η αξία της μετοχής του ΔΟΛ αντιπροσώπευε 2,8 φορές την αξία των λογιστικών κεφαλαίων, γεγονός το οποίο συνιστά επίσης «ακραία» αποτίμηση. Ενδιαφέρον είναι, μας επισήμαναν, πως ξαφνικά από την εταιρική χρήση του 1997 με 46 εκ. ευρώ, η αξία των κεφαλαίων εκτοξεύεται στα 101 εκ. ευρώ στο τέλος του 1998. Η αύξηση που παρατηρείται το 1999 έχει να κάνει με την άντληση των κεφαλαίων από τη δημόσια εγγραφή, τα οποία οδήγησαν τα ίδια κεφάλαια στα 307 εκ. ευρώ.
Ένα άλλο στοιχείο που παρουσιάζει αλματώδη αύξηση είναι οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από τραπεζικό δανεισμό, ο οποίος από 36 εκ. ευρώ το 1998 φθάνει τα 146 εκ. Ευρώ το 2004. Υποτίθεται ότι η δημόσια εγγραφή και η εισαγωγή στο Χρηματιστήριο έχει στόχο να μειώσει την εξάρτηση των εταιρειών από τις τράπεζες. Στην περίπτωση του ΔΟΛ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: φαίνεται ότι τα χρήματα που η εταιρία άντλησε, και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την εξαγορά άλλων εταιριών, όχι μόνο δεν απέδωσαν, αφού η εταιρεία δεν αύξησε επί της ουσίας τα οργανικά κέρδη της, αλλά τελικά η εταιρεία αναγκάστηκε να δανειστεί για να συντηρεί ζημιογόνες εργασίες ή δραστηριότητες, οι οποίες είχαν μηδενικές λειτουργικές ταμειακές ροές. Το εύλογο ερώτημα είναι: Γιατί τις αγόραζαν, τότε; Καθότι η περίπτωση να υπήρχε αφανής κερδοφορία θα ήταν παράνομη και δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο που να έχει δει το φως της δημοσιότητας, η μόνη απάντηση που απομένει είναι ότι αυτόν τον κολοσσό τον διοικούσαν οι πλέον ανεπίδεκτοι επιχειρηματίες στην πρόσφατη ιστορία. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, έρχεται αβίαστα στο μυαλό μια παράφραση του τίτλου σε άρθρο του Χρήστου Τεγόπουλου για τον Ανδρέα Παπανδρέου και το σκάνδαλο Κοσκωτά: Συνένοχοι ή βλάκες.
Δεν θα μπορούσε, ωστόσο, κάποιος να ισχυριστεί –ένα επιχείρημα που συχνά έχει επιστρατευτεί προς υπεράσπιση του ΔΟΛ– ότι αυτή ήταν η γενικότερη κατάσταση στη Σοφοκλέους εκείνη την περίοδο, πως οι τιμές των μετοχών ήταν ακριβές, και ότι λίγο ως πολύ αυτοί ήταν οι συντελεστές αποτίμησης της αγοράς; Αυτό είναι εν μέρει σωστό, μας απάντησαν, αλλά ισχύει όταν αναφέρεται κάποιος σε μετοχές οι οποίες βρίσκονται ήδη σε διαπραγμάτευση. Αντιθέτως, σε μια δημόσια εγγραφή που παίρνει άδεια από το Χρηματιστήριο, υποτίθεται ότι λαμβάνονται μέτρα προστασίας των επενδυτών από «φούσκες», και συνεπώς οι αποτιμήσεις εισαγωγής κινούνται σε μετριοπαθή επίπεδα. Ωστόσο, στην περίπτωση του ΔΟΛ, όχι μόνο δεν ελήφθησαν τέτοιες μέριμνες αλλά η αποτίμηση εκτοξεύθηκε σε ύψη πέραν κάθε λογικής. Αυτός θα ήταν ο ρόλος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία αποδείχτηκε κατώτερη των περιστάσεων, λες και είχε λόγους να μην προστατεύσει τους επενδυτές και να αφήσει τον ΔΟΛ να κάνει ό,τι θέλει…
Ο ΔΟΛ δεν ενοχλείται. Η ευφορία είναι διάχυτη και ο οργανισμός απλώνεται ολοένα περισσότερο. Συνεργάζεται, λόγου χάρη, με την Altec του Θανάση Αθανασούλη –η οποία αποτελεί προμηθευτή του Δημοσίου– στην εταιρεία ACN A.E. από το 1995 και στον τηλεοπτικό σταθμό Alter το 2000. (Μια συνεργασία για την οποία ο ΔΟΛ ευλόγως δεν είναι περήφανος, όπως προκύπτει και από δημοσίευμα των Νέων, στις 25.10.2008, όπου θρηνείται η πτώχευση της Altec, αποδιδόμενη στην στην κακή πορεία της ACN, δίχως λέξη για τη συμμετοχή κατά 15% της ΔΟΛ Digital.) Άλλωστε, εκμεταλλευόμενος μαζί με άλλους ισχυρούς επιχειρηματίες το ανέλπιστο δώρο της Οικουμενικής Κυβέρνησης, o Χ. Λαμπράκης συμμετέχει ήδη από το 1989, μαζί με τον κουμπάρο του Βαρδή Βαρδινογιάννη και τους Γιώργο Μπόμπολα, Χρήστο Τεγόπουλο και Αριστείδη Αλαφούζο, στην εταιρεία Τηλέτυπος Α.Ε., η οποία λειτουργεί τον πρώτο ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό στην Ελλάδα, το Mega Channel. (Παρεμπιπτόντως, το Mega ξεκίνησε να εκπέμπει με προσωρινή άδεια «δοκιμής τοπικού ραδιοτηλεοπτικού σταθμού», την οποία του έδωσε η κυβέρνηση Τζανή Τζαννετάκη. Το 1993 του δόθηκε άδεια λειτουργίας ισχύος 7 ετών, η οποία διατηρείται νομοθετικά σε ισχύ μέχρι σήμερα, όπως γίνεται και με τους υπόλοιπους ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, παρόλο που το 4ο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει κρίνει ότι οι αλλεπάλληλες παρατάσεις στις άδειες των ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ είναι παράνομες και αντισυνταγματικές.) Ο τουριστικός κλάδος του ΔΟΛ έφτασε ακόμη και ως τη Νέα Υόρκη, με την εταιρεία FreeGate Tourism. Το δε εγχώριο γραφείο ταξιδίων του, το Travel Plan, είχε συμβάσεις με το υπουργείο Εξωτερικών και τον ΟΤΕ, για τις οποίες το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης είχε μάλιστα επιβάλει πρόστιμο και η Εισαγγελία Πρωτοδικών είχε ασκήσει ποινική δίωξη. (Το ζήτημα αφορούσε το ασυμβίβαστο εταιρείας ΜΜΕ να έχει συναλλαγές με το Δημόσιο. Το πρόστιμο 100 εκ. δραχμών από το ΕΣΡ το διέγραψε το Συμβούλιο της Επικρατείας με την αιτιολογία ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία στο Mega «να ασκήσει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ακρόασης». Η δίωξη σε βαθμό κακουργήματος κατά του Χ. Λαμπράκη, με την κατηγορία υποβολής ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης «με σκοπό τον προσπορισμό περιουσιακού οφέλους άνω των 50 εκ. δραχμών κατά συρροή» εξέπεσε αργότερα. Η υπόθεση συζητήθηκε και στη Βουλή, το Φεβρουάριο 2001, με αίτηση της ΝΔ για σύσταση προανακριτικής επιτροπής, για να διερευνηθούν τυχόν ποινικές ευθύνες του τότε υπουργού Τύπου Δημήτρη Ρέππα. Η αίτηση απορρίφθηκε, με ψήφους των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ. Το Travel Plan, πάντως, δεν έχει πτοηθεί: με μειωμένη πλέον τη συμμετοχή του ΔΟΛ, πρόσφατα έλαβε από την ΕΠΟ την αποκλειστική για την Ελλάδα διαχείριση των εισιτηρίων και τα πακέτα μετακίνησης και διαμονής για τους αγώνες της εθνικής ομάδας στο Mundial 2010 και στο Euro 2012…) Και, μέσα σε όλα, το όνειρο των στενών συμβούλων του Χ. Λαμπράκη, του Ν. Μπιλίρη και του Δ. Χατζή, για το οποίο είχαν κατορθώσει να τον ενθουσιάσουν, ήταν ο ψηφιακός κλάδος του ΔΟΛ να εισαχθεί στο χρηματιστήριο της Φραγκφούρτης!
Δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Το καλοκαίρι του 2003 τα πάντα είχαν αλλάξει. Οι επενδύσεις στο χρηματιστήριο είχαν υποστεί πανωλεθρία με απώλειες που ξεπερνούσαν τα 50 εκ. ευρώ. Σε πανωλεθρία είχε οδηγήσει και η μεγάλη επένδυση στο διαδίκτυο – το αγαπημένο παιδί των Μπιλίρη και Χατζή, που είχαν υποστηρίξει ότι τα έσοδα του πρώτου χρόνου από τη δημιουργία του διαδικτυακού τόπου του Συγκροτήματος θα πλησίαζαν τα 3 εκ. Ευρώ και έπεσαν έξω κατά 98 %, (τα έσοδα έφτασαν μετά βίας τις 60.000 ευρώ). Η πορεία της κεφαλαιοποίησης του ΔΟΛ ήταν, μετά τον Οκτώβριο του 1999, όταν άγγιξε τα 5,5 δις ευρώ, σταθερά πτωτική, για να καταλήξει φέτος στα 10,79 εκ. ευρώ. Ουδείς θα πρέπει να αμφιβάλλει, ωστόσο, ότι όποιος από τους εμπλεκόμενους κινήθηκε εγκαίρως, είχε τεράστια προσωπικά κέρδη – έστω και αν η εταιρία η ίδια καταποντιζόταν…
Ο άνθρωπος που κλήθηκε να διαχειριστεί την απογοήτευση του Χ. Λαμπράκη με τους μέχρι πρότινος αγαπημένους του συμβούλους δεν ήταν άλλος από τον Σταύρο Ψυχάρη. Ο Νίκος Μπιλίρης, κουμπάρος του Χ. Λαμπράκη, είχε ευνοϊκότερη μεταχείριση: εξορίστηκε στο Πρακτορείο Διανομής Άργος, μακριά από το κέντρο αποφάσεων του Συγκροτήματος. Τον Δημήτρη Χατζή ο Σταύρος Ψυχάρης είχε τη χαρά να τον απολύσει.
«Μόνο ο Λέων μπορεί να καθήσει σε αυτή την καρέκλα!»
Ο Λέων Καραπαναγιώτης είχε αναλάβει τη διεύθυνση σύνταξης του Βήματος το 1963, με διευθυντή τον Ανδρέα Δημάκο. Ήταν καλή στιγμή. Το Κέντρο είχε έρθει ξανά στην εξουσία και ο ίδιος είχε καλές επαφές στον πολιτικό αυτό χώρο: ο πατέρας του, Βύρων Καραπαναγιώτης, είχε διατελέσει υπουργός των κυβερνήσεων του Ελευθέριου Βενιζέλου. (Η οικογένεια απέκτησε έτσι άριστες σχέσεις και με το ΠΑΣΟΚ, αργότερα, ως τη «φυσική συνέχεια» του βενιζελισμού. Ο Βύρων διορίστηκε επί Ανδρέα Παπανδρέου στη διοίκηση του ΟΤΕ, όσο ο γιος του ήταν διευθυντικό στέλεχος του ΔΟΛ. Οι συνήθειες αυτές είναι παλιές όσο και το Συγκρότημα…) Και ο Βύρων Καραπαναγιώτης ήταν, ασφαλώς, γνώριμος του Δημήτρη Λαμπράκη – ο δε Λέων ήταν παλιός φίλος του Χρήστου.
Ο Λ. Καραπαναγιώτης ανέλαβε τη διεύθυνση επί Επταετίας, το 1973, ενώ με τη Μεταπολίτευση έγινε και εκδότης. Η πορεία του Βήματος, πολύ επιτυχημένη επί κάποια χρόνια, είχε αρχίσει να συναντά προβλήματα, συν τοις άλλοις και λόγω της πίεσης που της ασκούσαν οι κυκλοφορίες της Ελευθεροτυπίας, που κυκλοφόρησε το 1975, και του Έθνους, που επανακυκλοφόρησε το 1981. Όταν ο διευθυντής των Νέων, Γιάννης Καψής, πατέρας του μετέπειτα διευθυντή των Νέων και του Βήματος και νυν υπουργού Επικρατείας της κυβέρνησης Παπαδήμου, Παντελή Καψή, έγινε υπουργός του ΠΑΣΟΚ, το 1982, ο Λ. Καραπαναγιώτης μετακινήθηκε στη θέση του. Διευθυντής του Βήματος έγινε ο μέχρι πρότινος διευθυντής σύνταξης Χάρης Μπουσμπουρέλης. Και το καθημερινό Βήμα, με την κυκλοφορία του καταποντισμένη, έκλεισε.
Ο Χ. Λαμπράκης δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος από τις επιδόσεις του Χ. Μπουσμπουρέλη. Πρότεινε τη διεύθυνση του –κυριακάτικου πια– Βήματος σε διάφορους, ανάμεσά τους και στον Στάθη Ευσταθιάδη, επί μακρόν ανταποκριτή στην Ουάσιγκτον, ο οποίος αρνήθηκε. Λίγοι ήξεραν τότε ότι το πραγματικό φαβορί ήταν ο Σ. Ψυχάρης. Σίγουρα δεν το ήξερε ο Χάρης Μπουσμπουρέλης.
Δεν του το είπε ο Σταύρος Ψυχάρης. Πάντως, όταν το πληροφορήθηκε, η φωνή του ακούστηκε σε όλα τα γραφεία: «Μόνο ο Λέων μπορεί να καθήσει σε αυτή την καρέκλα!»
Ο Σ. Ψυχάρης είχε, ωστόσο, αποδείξει την αξία του από πολύ νωρίτερα. Εκτός από πολιτικός συντάκτης, είχε διατελέσει ενός είδους «επόπτης» για το κτίριο της οδού Χ. Λαδά. Με αυτή την ιδιότητα είχε σπάσει την απεργία των τυπογράφων, το πανίσχυρο σωματείο των οποίων απεργούσε αντιδρώντας στην έλευση της φωτοσύνθεσης, σημαντικά φθηνότερης τυπογραφικής μεθόδου για το Συγκρότημα από τη λινοτυπία που χρησιμοποιούνταν ως τότε. Ο Σ. Ψυχάρης κατέβασε με γερανό τις μηχανές από τον 4ο όροφο της Χρήστου Λαδά –πράξη εκφοβισμού μάλλον παρά μακροπρόθεσμα αποτελεσματική – αλλά και διαπραγματεύτηκε με πολλούς τυπογράφους πείθοντάς τους να φύγουν με πρόωρες συντάξεις και διασπώντας το απεργιακό μέτωπο. Ο ΔΟΛ πέρασε στη φωτοσύνθεση και ο Σ. Ψυχάρης δεν κοίταξε ποτέ πίσω.
«Ο Λαμπράκης θα ευχόταν να ήμουν άλλος»
Ο Χρήστος Λαμπράκης και ο Σταύρος Ψυχάρης φαίνονταν τόσο αταίριαστοι, που η σχέση τους πάντα προκαλούσε έκπληξη. Αλλά το ενδιαφέρον ήταν ότι οι αντιφάσεις αυτής της σχέσης εμφανίζονταν, τρόπον τινά, ως αντιφάσεις του ίδιου του Οργανισμού. Από τη μία, το σκληρό «παιχνίδι», πεδίο δόξης για τον Σ. Ψυχάρη, όπως σ” αυτή την ιστορία που μας μετέφερε παλιός συντάκτης του Βήματος: Κάποτε ο Σ. Ψυχάρης είχε πάει να διαπραγματευτεί με μια τυπογραφική εταιρεία. Με τα πολλά, συμφώνησαν σε μια τιμή, και τότε ο Σ. Ψυχάρης είπε: «Και για μένα;». Ο εκπρόσωπος της εταιρείας απόρησε, αλλά τελικά συμφώνησε να του δώσει μίζα. «Ωραία» του απάντησε ο Σ. Ψυχάρης. «Τώρα κόψε αυτό το ποσό από την τιμή που μου έδωσες. Θα πληρώσουμε λιγότερα». Τα έντυπα του ΔΟΛ τυπώνονταν εκεί για χρόνια…
Από την άλλη, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο στις τρέχουσες συνθήκες, ο ΔΟΛ έδειχνε πάντα μεγάλη φροντίδα για τους εργαζομένους του: τους έδινε άτοκα δάνεια όταν τα χρειάζονταν, τους ενίσχυε οικονομικά όταν είχαν προβλήματα υγείας, συνεισέφερε στις σπουδές των παιδιών τους – κι αυτά ήταν γενικευμένες πρακτικές. Σπανίως απέλυε εργαζομένους και ποτέ ομαδικά. (Εξαίρεση, εκτός από την τελευταία διετία, το πρώτο κλείσιμο του ημερήσιου Βήματος, όπου τις απολύσεις είχε κάνει ο Χ. Μπουσμπουρέλης.)
Η γενική αντίληψη ήθελε τη σκληρή συμπεριφορά να εκπορεύεται από τον Σ. Ψυχάρη, ενώ την ευαίσθητη από τον Χ. Λαμπράκη. Η αλήθεια ήταν πιο σύνθετη. Η επανέκδοση του ημερήσιου Βήματος, ας πούμε, που, όσες φορές κι αν επιχειρήθηκε, απέτυχε αφήνοντας πολλούς εργαζόμενους χωρίς δουλειά, ήταν εμμονή του Χ. Λαμπράκη, όχι του Σ. Ψυχάρη, ο οποίος διαφωνούσε μονίμως.
Ήταν η ενασχόληση με το Μέγαρο Μουσικής και τον πολιτισμό τόσο καθοριστική, ώστε να απαλλάξει εν μέρει τον Χ. Λαμπράκη από την εικόνα του «αδίστακτου» που κατατρέχει τον Σ. Ψυχάρη; Πιθανώς. Κι όμως, αν λίγο το εξετάσουμε, διαβλέπουμε στoυς «ευεργέτες» του Μεγάρου μια σειρά σχέσεις που κάθε άλλο παρά αποκλείουν τη «σκληρότητα»: Αριστείδης Αλαφούζος, Δημήτρης Κοντομηνάς, Γιάννης Κωστόπουλος, Γιάννης Γουλανδρής, Γιώργος Αποστολόπουλος, Μίνως Κυριακού, Δημήτρης Κοπελούζος, Θανάσης Αθανασούλης, Θόδωρος και Γιάννα Αγγελοπούλου, Σωκράτης Κόκκαλης.
Το βέβαιο είναι ότι οι τρόποι τους ήταν διαφορετικοί, ο ένας αβρός, ο άλλος απότομος, και ο Σ. Ψυχάρης το έφερε βαρέως: «Το ξέρω ότι ο Λαμπράκης θα ευχόταν να ήμουν άλλος» έχει πει. «Αλλά εγώ του έτυχα». Ίσως ήταν κι αυτός ένας λόγος που η κοινωνική άνοδος είχε γι’ αυτόν τόση σημασία. Και λίγα πράγματα του είχε φανεί ότι την επισφραγίζουν όσο ο διορισμός του ως διοικητή του Αγίου Όρους το 1996.
Πολλοί, βέβαια, δεν είχαν την ίδια γνώμη. Ανάμεσά τους και ο βουλευτής του ΚΚΕ Λεωνίδας Αυδής, που κατέθεσε την επίκαιρη ερώτηση στη Βουλή, κατηγορώντας τον αρμόδιο για τον διορισμό τότε υπουργό Εξωτερικών Θεόδωρο Πάγκαλο ότι είχε διορίσει τον Σ. Ψυχάρη χωρίς να «διαθέτει ούτε τα τυπικά προσόντα για τη θέση αυτή». Μετά τη μακροσκελή απάντηση του Θ. Πάγκαλου, η οποία ουδόλως διαφωτίζει το ζήτημα, ο Λ. Αυδής επανέρχεται: «… Δεν έχει τα προσόντα ο κ. Ψυχάρης, γιατί δεν μας είπε ο κύριος υπουργός αν έχει κάποια προϋπηρεσία σε δημόσια υπηρεσία ή αν ανήκει στο διδακτικό προσωπικό, κύριο ή βοηθητικό, κάποιας Ανώτερης ή Ανώτατης Σχολής, σύμφωνα με αυτή την άκυρη υπουργική απόφαση». [σ.σ.: Όπως προέβλεπε ο νόμος για τους διοικητές.] Στο σημείο αυτό της συνεδρίασης της Βουλής, ο Θ. Πάγκαλος κατέθεσε στα πρακτικά επιστολή του πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου Αιμίλιου Μεταξόπουλου (του ίδιου, παρεμπιπτόντως, που αργότερα καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη για κατάχρηση 8 εκ. ευρώ στο Πάντειο, την περίοδο 1992–1998, και απεβίωσε το Νοέμβριο του 2010), όπου πρότεινε στον Σ. Ψυχάρη να διδάξει στο Τμήμα ΜΜΕ για τα δύο εξάμηνα 1996-1997, «με το υψηλότερο επίπεδο αποδοχών που επιτρέπει πρόσφατη απόφαση του ΥΠΕΠΘ (αναπλ. καθηγητή)» και δήλωνε ότι προσέβλεπε σε «μια άριστη συνεργασία». Ακολούθησε αναστάτωση, μάλλον χαρακτηριστική της ελληνικής Βουλής, όπου ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης πήρε το λόγο για να πει ότι «γνωρίζετε καλώς ότι ο διορισμός του κ. Ψυχάρη είναι σαφώς παράνομος» και ο Θ. Πάγκαλος ολοκλήρωσε το μικρό δράμα δηλώνοντας ότι «τον καταδιώκει ο οργανισμός Λαμπράκη».
Για τον Σ. Ψυχάρη, μικρή σημασία έμοιαζαν να έχουν όλα αυτά. «Στις επίσημες τελετές» εξομολογήθηκε κάποτε «ο διοικητής κάθεται στη θέση που προοριζόταν για τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου».
Η αλήθεια εκδικήθηκε τους σκευωρούς
Ποιος να είναι ο επόμενος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ; Το ερώτημα αυτό απασχολούσε τον Χ. Λαμπράκη και τους συνδαιτυμόνες του σ” εκείνο το δείπνο, προς το τέλος του 1995, τουλάχιστον όπως θυμάται υψηλό πολιτικό στέλεχος μεγάλου κόμματος. Οι γνώμες δεν έβρισκαν ομοφωνία και το πολιτικό στέλεχος αισθανόταν μάλλον αγανακτισμένο. Τώρα πια, ωστόσο, το αφηγείται με ευθυμία: «Ξέρετε ποιον ήθελε να υποστηρίξει ο Λαμπράκης;» μας λέει. «Τον Γεράσιμο Αρσένη!»
Υπάρχει πράγματι, σε πείσμα της κοινής αντίληψης ότι ο Κώστας Σημίτης ήταν πάντοτε ο εκλεκτός του ΔΟΛ, ένα σύντομο διάστημα όπου το Συγκρότημα υποστήριξε ηχηρά από τις εφημερίδες του τον Γ. Αρσένη. Όπως γράφαμε και στο Μέρος Α΄ τούτου του δημοσιογραφικού αφηγήματος, ο ΔΟΛ προσπαθούσε να ελέγξει την πολιτική ζωή ή, εν πάση περιπτώσει, να παρέμβει σε αυτήν, δεν το έκανε όμως πάντα με οξυδέρκεια. Πιο πρόσφατο παράδειγμα, η υποστήριξη προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο στην αναμέτρησή του με τον Γιώργο Παπανδρέου για την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ, όταν επιφανής πολιτικός συντάκτης δήλωνε στις συσκέψεις: «Το παιδί δεν μπορεί». Έκανε λάθος. Ο ίδιος συντάκτης θα υποστηρίξει με λύσσα την Ντόρα Μπακογιάννη στην αναμέτρησή της με τον Αντώνη Σαμαρά, λέγοντας ότι το «θέμα έχει τελειώσει». Λάθος και πάλι.
Βέβαια, αν και συχνά άστοχος, ο ΔΟΛ ήταν προσαρμοστικός, πράγμα λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι πρώην στελέχη και δημοσιογράφοι του συχνά μεταπηδούσαν από τη δημοσιογραφία στην πολιτική ή σε πολιτικούς διορισμούς κάθε είδους: από τον υπουργό του ΠΑΣΟΚ Γιάννη Καψή ως τον γιο του Παντελή Καψή, που υπουργοποιήθηκε από την κυβέρνηση Παπαδήμου, πλείστοι όσοι δημοσιογράφοι του ΔΟΛ έχουν βρεθεί σε τέτοιες θέσεις. Εκτός από τους δημοσιογράφους, υπήρχαν και οι συγγενείς και οι κουμπάροι: πατέρας του Λέοντα ήταν ο Βύρων Καραπαναγιώτης, υπουργός του Ελ. Βενιζέλου και διοικητής του ΟΤΕ επί Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος Παπανδρέου βάφτισε τον γιο του Σταύρου Ψυχάρη, Ανδρέα, που τώρα είναι σύμβουλος του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος, όπως γνωρίζουμε, δεν έχασε από την Ντόρα Μπακογιάννη. Προσαρμοστικότητα…
Ύστερα μιλούν οι εφημερίδες. Το ανακάλυψε ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν οι παλαιοί εκδότες είχαν αγανακτήσει με τους αλλεπάλληλους θριάμβους του Γιώργου Κοσκωτά, ο οποίος έχτιζε μια εκδοτική αυτοκρατορία με εφημερίδες και περιοδικά, χάρη και στην υποστήριξη της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, που αρνιόταν να διενεργήσει ελέγχους στην Τράπεζα Κρήτης προσβλέποντας στην ολοένα μεγαλύτερη δημόσια στήριξη του νεόκοπου εκδότη. Οι παλαιοί εκδότες όμως, με πρώτο τον Χ. Τεγόπουλο –την Ελευθεροτυπία του οποίου είχε θελήσει να αγοράσει ο Γ. Κοσκωτάς, αφού είχε ήδη αγοράσει την Καθημερινή από την Ελένη Βλάχου– αλλά με τα Νέα, το Βήμα και το Έθνος ώμο με ώμο, δεν αρκέστηκαν να χτυπήσουν τον Γ. Κοσκωτά, χτύπησαν την κυβέρνηση. Θα μπορούσε κανείς ακόμη και να μπερδευτεί, αν δεν γνώριζε, και οι πιο πολλοί δεν γνώριζαν, ότι η κυβέρνηση που αρνιόταν να διενεργήσει ελέγχους στην Τράπεζα Κρήτης απειλούσε πια να διενεργήσει ελέγχους στα «μαγαζιά» του Τύπου.
Ο Γ. Κοσκωτάς εξέλιπε και η ισορροπία βρέθηκε κάπου στη μέση: «Ένα μόνο δεν πέρασε, κύριοι δικαστές, από μπροστά σας» είπε στην αγόρευσή του ο βουλευτής, και ένας από τους κατήγορους της Βουλής στη δίκη του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο το 1991, Νίκος Κωνσταντόπουλος. «Δεν πέρασε η αλήθεια. Η αντικειμενική αλήθεια. Πέρασε η όψη της αλήθειας που φτιάχτηκε και είναι μεγάλη η ευθύνη του Τύπου, των εκδοτών του Τύπου. Γιατί, ναι, ανάμεσα στη δημοσιογραφική όψη της αλήθειας του 1988-89 και στη δημοσιογραφική όψη της αλήθειας του 1991, όπως οι εκδότες-μάρτυρες την παρουσίασαν μέσα στη δίκη, υπάρχει διάσταση και χάσμα. Και για να γεφυρώσει κανείς αυτό το χάσμα, πολλές φορές μετεωρίζεται με οργανικές αντιδράσεις ναυτίας». Αλλά δεν είχε πλέον σημασία. Οι εκδότες –ανάμεσά τους και ο Χ. Λαμπράκης και ο Σ. Ψυχάρης– είχαν καταθέσει. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δηλώσει: «Η αλήθεια εκδικήθηκε τους σκευωρούς». Και η Μεγάλη Δημοκρατική Παράταξη έσφιξε ξανά στην αγκαλιά της τις εφημερίδες της.
«Νέοι πλασιέ για την “αγορά του αιώνα”»
Το μέτωπο των εκδοτών μπορεί να ήταν αραγές στην περίπτωση του σκανδάλου Κοσκωτά, δεν ίσχυσε όμως το ίδιο όταν η Καθημερινή, ιδιοκτησίας πλέον Αλαφούζου, το 2006 φωτογράφισε τον Σ. Ψυχάρη ως «πλασιέ για την “αγορά του αιώνα”», αναφερόμενη στην πιθανή παραγγελία από το ελληνικό κράτος αεροσκαφών Eurofighter προς 3 δισ. ευρώ, ενώ το νήμα των αποκαλύψεων έπιασε και η εφημερίδα Πρώτο Θέμα. Τον δρόμο είχαν δείξει προγενέστερα δημοσιεύματα του Βήματος που προειδοποιούν την κυβέρνηση Καραμανλή πως η απόφαση του ΚΥΣΕΑ για την προμήθεια 40 πολεμικών αεροσκαφών τύπου F-16 Block52+ από τις ΗΠΑ «ανατρέπει την πάγια πολιτική των τελευταίων ετών για προμήθεια πολεμικού υλικού από πολλές πηγές και την παράλληλη υποστήριξη της ευρωπαϊκής παραγωγής με την απόκτηση του Eurofighter» και οδηγεί σε «ενδεχόμενη διπλωματική απομόνωση της χώρας στην κρίσιμη περίοδο που αρχίζει τον Οκτώβριο με την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία.» Με την εκτίμηση συμφωνούσε και ο πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας Άκης Τσοχατζόπουλος, σημειώνοντας, στο ίδιο ρεπορτάζ του Βήματος, ότι «με την απόφαση δεν εξυπηρετείται η αμυντική θωράκιση της χώρας, αλλά εγκαταλείπεται η απόκτηση αεροσκάφους τέταρτης γενιάς» στο πλαίσιο της «υποταγής της κυβέρνησης στη νέα στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ».
Ο Σ. Ψυχάρης στράφηκε κατά των δημοσιογράφων Αριστέας Μπουγάτσου και Χάρη Μπότσαρη, με αγωγή για την αναφορά τους στο ζήτημα στη ραδιοφωνική τους εκπομπή στον ΣΚΑΪ. Αν τύχαινε κάποιος να ακούσει τους διαλόγους αυτής της δίκης, αν μη τι άλλο, θα διαφωτιζόταν ως προς αρκετά πράγματα: μεταξύ άλλων, θα μάθαινε, σύμφωνα με τον στενό του συνεργάτη και νυν διευθυντή του ραδιοσταθμού Βήμα FM, Βασίλη Χιώτη, μάρτυρα στην υπόθεση, πως ο Σ. Ψυχάρης παρότι ως εκδότης έχει τη δύναμη να καθοδηγεί την κοινή γνώμη, ο ίδιος δεν έχει καμία σχέση με αυτά τα πράγματα. Ούτε φυσικά επαφές με κυβερνητικά στελέχη, πέραν όσων αυτονόητα επιβάλλει η πολιτική δημοσιογραφία, ούτε ανάμιξη με άλλα επιχειρηματικά συμφέροντα. Είναι «επιχειρηματίας» μόνον κατά το ότι είναι διευθύνων σύμβουλος –πρόεδρος, πια– του ΔΟΛ.
Κάποιος άλλος συνάδελφος του Β. Χιώτη είχε, ωστόσο, λίγα χρόνια νωρίτερα, μια διαφορετική αφήγηση να προσφέρει, επισημαίνοντας τη διαμάχη ανάμεσα στον Σ. Ψυχάρη και στον Δημήτρη Ρίζο, η οποία είχε «αποκαλύψει σε όλο της το μεγαλείο τον πόλεμο των συμφερόντων και τη διαπλοκή των ανθρώπων του Τύπου. Ο ”πρόεδρος“ (σ.σ.: εννοεί τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη) δεν έπεισε τον ”Ρώσο“ (σ.σ.: την εταιρεία RAO GAZPROM) να τον δεχτεί (σ.σ.: τον επιχειρηματία Δημήτρη Κοπελούζο) στο αέριο και ανέθεσε την υπόθεση στον Σταύρο. Ο Σταύρος ζήτησε τη βοήθεια του Δημήτρη (σ.σ.: Ρίζου). Έπεσαν οι ”προτάσεις“ με τον γνωστό τρόπο. Ο ”Ρώσος“ αντέδρασε, καθώς οι ”προτάσεις“ ήταν, φαίνεται, πανάκριβες. Και έγραψε άρθρο στην εφημερίδα του Δημήτρη. Αντέδρασε ακολούθως ο Σταύρος και έγινε κόλαση. Βγήκε στην επιφάνεια ό,τι σιγοψιθυρίζουμε χρόνια μεταξύ μας. Αυτός ο όμορφος, αγγελικά πλασμένος κόσμος που θίγει τους πάντες». Ποιος τα γράφει αυτά; Ο Αντώνης Καρακούσης, νυν διευθυντής του Βήματος. Μόνο που τότε –το μακρινό 1997– ήταν στην Καθημερινή.
Ο Β. Χιώτης, πάντως, επέμεινε πέραν αμφισβήτησης: Το γεγονός ότι ο Σ. Ψυχάρης κατέχει το 25% του ΔΟΛ δεν είναι ασύμβατο με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα, η οποία αρκεί για να του δώσει την επιφάνεια να αγοράσει αυτό το ποσοστό. Όπως και σπίτι 600 τ.μ. στην Πλατεία Λυκαβηττού, παραθαλάσσιο οικόπεδο έκτασης 26 στρεμάτων στο Πόρτο Χέλι, θαλαμηγό και θωρακισμένη υπερπολυτελή μερσέντες – όλα, κατά τον μάρτυρα, απολύτως φυσιολογικά για έναν επιτυχημένο δημοσιογράφο, έστω και αν αυτός ως εκδότης διευθύνει μια επιχείρηση με διαρκώς ζημιογόνους ισολογισμούς. Ο ίδιος ο Σ. Ψυχάρης άλλωστε δηλώνει πάντα δημοσιογράφος. Τη δίκη, πάντως, την έχασε.
«Ο ΔΟΛ είναι μια υγιής επιχείρηση»
Πρόκειται για άλλη μία από τις διαπιστώσεις του Β. Χιώτη στην ίδια δίκη, το 2008. Εκείνη τη χρονιά, ωστόσο, ο ΔΟΛ είχε ζημιές ύψους 5,9 εκ. ευρώ. Το 2009, η μητρική εταιρεία είχε ζημιές 6,7 εκ. ευρώ. Ο όμιλος ΔΟΛ εμφανίζει ζημιές σε 7 από τις 11 χρήσεις στο διάστημα 1999-2009. Οι υψηλότερες ζημιές καταγράφονται το 2001 με 29,8 εκ. ευρώ, ενώ το 2009 οι ενοποιημένες ζημιές έφτασαν τα 16,2 εκ. ευρώ.
Ο Χ. Λαμπράκης πέθανε το 2009, υποκύπτοντας σε προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν χρόνια. Το 25% των μετοχών του ΔΟΛ είχε φροντίσει, ωστόσο, να το πουλήσει στον Σ. Ψυχάρη τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Όπως προκύπτει βέβαια και από την περίφημη κατάθεση του Β. Χιώτη, ο Σ. Ψυχάρης είναι δημοσιογράφος, κάποιας «επιφάνειας» πιθανώς, αλλά όχι κάποιος που θα μπορούσε να διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια. Έτσι, προσέτρεξε σε τραπεζική βοήθεια: δανείστηκε τα απαραίτητα από την AlphaBank, με εγγύηση τις ίδιες τις μετοχές και συμφωνία να αποπληρώνει τους τόκους του δανείου από τα μερίσματά του. Το γεγονός ότι η μετοχή του ΔΟΛ έκτοτε κατρακυλάει, γεγονός προφανώς προβληματικό και για την εγγύηση και για τους τόκους, δεν ξέρουμε αν απασχολεί την τράπεζα ή αν πρόκειται για άλλη μια περίπτωση εκκεντρικής επιχειρηματικότητας που μοιάζει να περιβάλλει την πορεία του ΔΟΛ.
«Μόνο κακό μπορούν να κάνουν πια»
Και οι εφημερίδες; Τι γίνεται με τις εφημερίδες; Την απάντηση την είχε δώσει ο Θανάσης Λάλας, για ένα διάστημα «χρυσό παιδί» του συγκροτήματος, δημιουργός του ΒΗΜΑgazino και της έκρηξης των περιοδικών του ΔΟΛ, με μια φράση που αρεσκόταν να τη λέει στις συσκέψεις: «Παραμύθι πουλάμε!»
Το πίστεψαν. Ως ένα σημείο, οι πολιτικοί ανταγωνισμοί του ΔΟΛ πατούσαν σε ένα έδαφος ποιότητας και κύρους. Πράγματι, η ανάμιξη στην εξουσία είναι παλιά όσο και το Ελεύθερον Βήμα, όμως η αντίληψη για τη δημοσιογραφία –έστω στη σκιά της εκάστοτε θέλησης του εκδότη– δεν ήταν πάντα η ίδια. Ο πόλεμος των προσφορών, οι αλλεπάλληλες εκδόσεις ενθέτων περιοδικών, τα πρώην στελέχη του lifestyle, που άρχισαν να ελέγχουν μεγάλο μέρος της δημοσιογραφικής ύλης, οδήγησαν τα έντυπα στην απογύμνωση: τώρα, το πολιτικό παιχνίδι, η ανακολουθία των επιλογών και της υποστήριξης του ενός ή του άλλου πολιτικού παίκτη, απόμειναν ολοδιάφανα. Και οι αναγνώστες το κατάλαβαν.
Η πανελλαδική κυκλοφορία των Νέων, το 2006, ήταν 67.660 φύλλα την ημέρα, κατά μέσο όρο. Το 2011 ήταν 39.058. Η πανελλαδική κυκλοφορία του Βήματος της Κυριακής, το 2006, ήταν 207.575 φύλλα. Το 2011 ήταν 122.260.
Η χαριστική βολή ήρθε με την απόφαση του Σ. Ψυχάρη, το Φεβρουάριο του 2010, να μετακινήσει τον αναπληρωτή διευθυντή του Βήματος Χρήστο Μεμή στη διεύθυνση των Νέων και τον διευθυντή των Νέων Παντελή Καψή στη διεύθυνση του Βήματος. Απαραίτητη ίσως, από κάποια άποψη, καθότι το Βήμα δεν είχε επιδείξει και την καλύτερη συμπεριφορά προς τον Γιώργο Παπανδρέου στο παρελθόν, αλλά μάλλον αποσταθεροποιητική και για τις δύο εφημερίδες.
«Δεν μπορούν πια να υποστηρίξουν καμία θετική πρόταση» μας είπε ένας παλιός και πολύπειρος συντάκτης του ΔΟΛ. «Δεν μπορούν να δημιουργήσουν. Αν πρόκειται να αποκαθηλώσουν κάποιον, μπορούν. Σε αυτό είναι πολύ καλοί. Αλλά όχι να υποστηρίξουν κάτι καινούργιο. Μόνο κακό μπορούν να κάνουν πια».
Και το κάνουν: «Μην ασχολείστε μαζί τους. Δεν είναι σαν εσάς. Κηφήνες είναι. Δεν σας αφορά». Αυτή ήταν η ρητορική των στελεχών του ΔΟΛ προς τους δημοσιογράφους όταν ο Οργανισμός αποφάσισε τον Αύγουστο του 2010 να λύσει τα προβλήματά του απολύοντας χωρίς έλεος – αρχικά διοικητικούς υπαλλήλους. Ταυτόχρονα κλείνει εν μία νυκτί τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα αφήνοντας στο δρόμο σχεδόν 100 υπαλλήλους και πολτοποιώντας τα βιβλία που περίσσευαν. Παρ’ όλα αυτά η φράση «δεν σας αφορά» των στελεχών προς τους δημοσιογράφους αρχίζει να καταπέφτει.
Ο Β. Χιώτης, το στέλεχος δηλαδή που κατά δήλωσή του βρίσκεται κοντά στο αφεντικό Σ. Ψυχάρη, αναλαμβάνει την τρομοκράτηση των δημοσιογράφων που καλούνται από την ΕΣΗΕΑ, το συνδικαλιστικό τους όργανο, σε στοχευμένη απεργία. «Αν προχωρήσουμε σε απεργία μόνο στον ΔΟΛ, ο κ. Ψυχάρης θα αναστείλει την κυκλοφορία του ημερήσιου φύλλου. Το ξέρω. Διάβασα το κύριο άρθρο που ετοίμασε και το προαναγγέλλει» είπε απευθυνόμενος στους συναδέλφους του εν ώρα γενικής συνέλευσης. Οι συνάδελφοί του πείθονται και καταψηφίζουν την απεργία. Πριν κλείσει ο χρόνος το ημερήσιο Βήμα κλείνει έτσι κι αλλιώς. Τις 80 και πλέον απολύσεις διοικητικών υπαλλήλων ακολουθούν 21 απολύσεις δημοσιογράφων.
Η κατάσταση εντός του Οργανισμού είναι για πρώτη φορά εκτός ελέγχου. Ο πανικός δεν εκπορεύεται μόνον από τους υπαλλήλους που χάνουν τη δουλειά τους αλλά και από τους ίδιους τους ιθύνοντες. Στην εταιρεία που με μεγάλη φροντίδα για τους εργαζόμενούς της τούς έδινε άτοκα δάνεια και συνεισέφερε στις σπουδές των παιδιών τους, όταν ο συνδικαλιστικός εκπρόσωπος του Βήματος Τάσος Αναστασιάδης επιχείρησε να ενημερώσει τους συναδέλφους των Νέων για τις μαζικές απολύσεις, ο διευθυντής τους Χ. Μεμής του ζήτησε σε έντονους τόνους να αποχωρήσει από τον όροφο: «Δεν έχεις δουλειά εδώ». Και ο δημοσιογράφος Ηλίας Κανέλλης ανέλαβε να του δείξει την έξοδο. Λίγο αργότερα ο Τ. Αναστασιάδης καλείται από τον ίδιο τον Σ. Ψυχάρη παρουσία των διευθυντών Π. Καψή, Χ. Μεμή και Ν. Πεφάνη να συμμορφωθεί – δηλαδή να πάψει να σηκώνει φασαρία. Αντιστάθηκε.
Το μεγάλο αφεντικό του ΔΟΛ έχασε την ψυχραιμία του. Και ζήτησε από τους (ένοπλους) μπράβους της προσωπικής του φρουράς να τον πετάξουν έξω από το κτίριο.
«Πού να ξέρει από γκάνγκστερ;»
Στον δρόμο αυτού του δημοσιογραφικού αφηγήματος συναντήσαμε πολλούς. Ανάμεσά τους, ένα ακόμη πολιτικό στέλεχος, το οποίο ρωτήσαμε: «Γιατί όλα αυτά με τον Γ. Παπανδρέου και τον Σ. Ψυχάρη; Τι τον έπιασε τον Γ. Παπανδρέου και επιτέθηκε ξαφνικά; Τώρα σκέφτηκε ότι τον υπονόμευε ο ΔΟΛ;»
«Πρέπει να καταλάβετε» μας απάντησε «ότι ο Παπανδρέου είναι πρίγκιπας. Το ΠΑΣΟΚ το θεωρεί φυσική ιδιοκτησία του. Έτσι μεγάλωσε, έτσι ξέρει. Αυτό που λέμε διαπλοκή είναι κάτι φυσικό γι’ αυτόν, δεν του κάνει εντύπωση. Αυτό που δεν περίμενε ήταν η αντίδραση του Ψυχάρη. Σας είπα: είναι πρίγκιπας. Ούτε σφαλιάρα δεν είχε φάει στη ζωή του. Πού να ξέρει από γκάνγκστερ;»
Η συζήτηση μας, ωστόσο, που κάλυψε πολλά, πήρε σε μια στιγμή απροσδόκητη τροπή: «Ξέρετε γιατί φοβάμαι την επιστροφή στη δραχμή;» μας ρώτησε. «Γιατί όλοι αυτοί τη θέλουν σαν τρελοί. Θα τους έσωζε».
Ασφαλώς, είπαμε, δεν εννοεί το τμήμα εκείνο της Αριστεράς το οποίο θέτει μια σειρά πολιτικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο, όπως η ανατροπή των κυβερνόντων, ο λογιστικός έλεγχος του χρέους κτλ…
«Όχι, όχι. Εννοώ τα μεγάλα μαγαζιά των ΜΜΕ. Αυτά που χρεοκοπούν, που κινδυνεύουν να κλείσουν, ενώ τα ευνοϊκά δάνεια των τραπεζών έχουν στερέψει και κανένας επενδυτής δεν θα βρεθεί σε αυτές τις συνθήκες πρόθυμος να τους δώσει φρέσκο χρήμα».
Και γιατί τους συμφέρει αυτούς μια επιστροφή στη δραχμή;
«Γιατί έχουν τεράστια χρέη εδώ και τεράστιες περιουσίες στο εξωτερικό. Αν επιστρέψουμε στη δραχμή, θα έχουν χρέη σε δραχμές και περιουσίες σε ευρώ. Αγοράζουν το χρέος τους για την πλάκα και είναι μάγκες».
Δεν βλέπουμε πάντως τον ΔΟΛ, σημειώσαμε τελειώνοντας, ο οποίος έχει μεγάλο πρόβλημα, να υποστηρίζει από τις εφημερίδες του την επιστροφή στη δραχμή…
«Ο Ψυχάρης δεν μπορεί να το κάνει. Όχι με τις εφημερίδες που έχει. Όχι με την ιστορία τους και με τις πολιτικές τους δεσμεύσεις. Θα ήθελε, είμαι βέβαιος, αλλά δεν μπορεί. Το κάνει όμως ο Κουρής. Και πιστεύω ότι θα το δείτε όλο και περισσότερο το επόμενο διάστημα. Αλλά προσέξτε: μια τέτοια επιστροφή στη δραχμή δεν θα μας κάνει απλώς μια χώρα στο περιθώριο της ευρωζώνης. Θα μας κάνει Κολομβία».
Φύγαμε σκεπτικοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου