Τρόπους προκειμένου να
επιστρέψει η Ελλάδα στην ανάπτυξη εντός της ευρωζώνης συζήτησαν ο
Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα
Μέρκελ κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας, που είχαν το απόγευμα
της Τετάρτης.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής συνομίλησε σήμερα τηλεφωνικά με την καγκελάριο Μέρκελ για δύο «καυτά» ευρωπαϊκά θέματα: την πορεία της ελληνικής οικονομίας και τις εξελίξεις στην Ουκρανία.
Στην ανακοίνωση του Λευκού Οίκου υπογραμμίζεται ότι «εξέτασαν τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ελλάδα και τις προσπάθειες να επιτευχθεί μια ρεαλιστική συμφωνία που θα βασίζεται σε πρόσφατες μεταρρυθμίσεις για να επιστρέψει η χώρα στην ανάπτυξη εντός της ευρωζώνης».
Ακόμα, σημειώνεται ότι «οι δύο ηγέτες συμφώνησαν στην ανάγκη για πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή των τριών συμφωνιών του Μινσκ, προκειμένου να επιτευχθεί μια διαρκής και ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης».
«Επανέλαβαν τη συμφωνία τους ότι δεν θα υπάρξει χαλάρωση των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία μέχρι να έχει εκπληρώσει όλες τις δεσμεύσεις της συμφωνίας του Μινσκ. Ο πρόεδρος και η καγκελάριος συμφώνησαν επίσης για τη συνεχιζόμενη σημασία στην παροχή οικονομικής στήριξης στην Ουκρανία, καθώς αυτή υλοποιεί τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις» καταλήγει η ανακοίνωση.
Στο άρθρο επισημαίνεται πως «έφτασε η ώρα να οριστεί μια επιτροπή πιστωτών και να ξεκινήσει η συζήτηση για μια ουσιαστική ανακούφιση της Ελλάδας από το βάρος του χρέους, το οποίο δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί στη σημερινή του δομή. Η μακρόχρονη αναδιάρθρωση ολόκληρου του χρέους αποτελεί το αναπόφευκτο επόμενο βήμα».
Ο αρθρογράφος κατηγορεί τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης ότι δρουν σαν να είχαν το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις, «επειδή ελέγχουν τις δόσεις ρευστότητας, τις οποίες, όπως πιστεύουν, απεγνωσμένα επιθυμεί και χρειάζεται η Ελλάδα. Η Ελλάδα ωστόσο δεν θέλει νέα δάνεια. Θέλει την αναδιάρθρωση του χρέους της, επεκτείνοντας τις αποπληρωμές των δανείων σε μια μακρά χρονική περίοδο, με μια μεγάλη περίοδο χάριτος, όπου το βάρος της αποπληρωμής θα μετατίθεται προς το τέλος της περιόδου».
Η Ελλάδα μπορεί να επιβάλει αναδιάρθρωση
Τονίζει επίσης πως οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν πως η Ελλάδα «δεν χρειάζεται άδεια για να πτωχεύσει και για να επιβάλει αναδιάρθρωση: μπορεί να το κάνει μόνη της, χωρίς ένα νέο πρόγραμμα από τους πιστωτές της και χωρίς να δεχθεί τους όποιους όρους ή προϋποθέσεις».
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην παραδοχή του Γιάνη Βαρουφάκης ότι το ελληνικό χρέος δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί. Επισημαίνει επίσης ότι ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, από τις πρώτες ημέρες της νέας διακυβέρνησης της χώρας, «υπέδειξε το λάθος των προηγούμενων προσεγγίσεων για το επίμονο πρόβλημα ρευστότητας της Ελλάδας, την επίλυση δηλαδή του κενού ρευστότητας με οποιοδήποτε κόστος όταν το πραγματικό ζήτημα ήταν η δημοσιονομική φερεγγυότητα της χώρας».
Τονίζει επίσης πως η αύξηση του ελληνικού χρέους κατά το ήμισυ σε σχέση με τα εισοδήματά της δεν συνιστά «σταθεροποίηση» της οικονομίας και αποδεικνύει ότι «η τακτική που ακολουθήθηκε δεν έφερε αποτελέσματα. Η ελληνική οικονομία δεν αποκαταστάθηκε, αλλά συνετρίβη».
Η χρεοκοπία θα στοιχίσει περισσότερο στους δανειστές
«Ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας θα ήταν πολύ πιο σκληρή για τους πιστωτές της», υποστηρίζει ο Καρλ Γουέινμπεργκ, διότι «μόλις καθίστατο γνωστή η χρεοκοπία ή η πρόθεση χρεοκοπίας για κάποιο ομόλογο, για ένα έντοκο γραμμάτιο δημοσίου ή για κάποιο δάνειο, όλα τα χρεόγραφα της χώρας θα ανακηρύσσονταν χρεοκοπημένα λόγω των δεικτών σταυροειδούς αθέτησης υποχρεώσεων». Επομένως, σύμφωνα με τις γενικά αποδεκτές λογιστικές πρακτικές, «οι πιστωτές θα διέθεταν 90 ημέρες ή το πολύ 120 ημέρες είτε για να καθορίσουν έναν σαφή δρόμο προς την κατεύθυνση επίλυσης της χρεοκοπίας, είτε για να διαγράψουν οριστικά τις οφειλές. Κανείς στην ευρωζώνη δεν θα ήθελε να δει ένα σύστημα ήδη ανεπαρκώς χρηματοδοτούμενο να υποφέρει από την απώλεια σχεδόν 300 δισ. ευρώ, μέσα σε μια ημέρα, αυτή την άνοιξη. Οι αλυσιδωτές συνέπειες είναι δύσκολο να προβλεφθούν και θα ήταν ευρύτερες από αυτές που θα υπολογίζονταν αρχικά, όπως έδειξε η χρεοκοπία της Lehman και της LTCM».
Ο Καρλ Γουέινμπεργκ υποστηρίζει ότι ο καθορισμός μιας επιτροπής πιστωτών για να διαπραγματευτεί μια απόφαση για το χρέος της Ελλάδας θα σημάνει μια μακρόχρονη διαπραγμάτευση. Μετά τη χρηματοδοτική γέφυρα που έχει πετύχει η Ελλάδα, η επιτροπή πιστωτών αποτελεί το αμέσως επόμενο βήμα, ώστε να μη χρεοκοπήσει η χώρα. Ως προς τη σύσταση της επιτροπής, προτείνει να «αποτελείται πιθανώς από το ΕΤΧΣ και την ΕΚΤ, τους δύο σημαντικότερους κατόχους ελληνικού χρέους. Θέση στην επιτροπή θα μπορούσαν να έχουν και οι ιδιώτες ομολογιούχοι εάν οργανωθούν νομικά».
Στην επιτροπή πιστωτών να μη συμμετέχουν κυβερνήσεις
Αντίθετα, προτείνει να απέχουν από την επιτροπή οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης, καθώς δεν αποτελούν πιστωτές της Ελλάδας, καθώς η Συνθήκη του Μάαστριχτ απαγορεύει τον δανεισμό από μια χώρα της ευρωζώνης σε μία άλλη. Συνεπώς, η καγκελάριος Μέρκελ, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε και ο επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ «δεν θα συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις. Η επιτροπή πιστωτών θα ήταν κατά συνέπεια μια αποπολιτικοποιημένη επιτροπή που θα συντίθετο από επαγγελματίες στα χρηματοοικονομικά, επισπεύδοντας έτσι την επίτευξη λύσης. Ένας εξωτερικός διαιτητής, στην ιδανική περίπτωση μη Ευρωπαίος, θα συνέβαλε επίσης στη γρήγορη ολοκλήρωση των συνομιλιών».
Ο αρθρογράφος θεωρεί ότι «οι όροι που θα κατόρθωνε να πετύχει η Ελλάδα σχετικά με την αναδιάρθρωση του χρέους της δεν θα ήταν ωστόσο πιο γενναιόδωροι από εκείνους της πρώτης συμφωνίας». Ωστόσο, πρότασή του είναι «να συγκεντρωθούν όλα τα δάνεια, τα ομόλογα, τα έντοκα γραμμάτια Δημοσίου και τα άλλα χρέη του Δημοσίου σε ένα πακέτο το οποίο θα αναδιαρθρώνονταν σε ένα νέο δάνειο 100 ετών, όπου τα πρώτα 25 χρόνια θα αποτελούσαν την περίοδο χάριτος, ενώ το βάρος της αποπληρωμής θα έπεφτε στα τέλη του δανείου». Με αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα θα μπορεί στη διάρκεια των πρώτων 25 χρόνων να ολοκληρώσει την αναμόρφωση της οικονομίας της και «να αποκαταστήσει μια ανάπτυξη στο 5% σε σχέση με το ΑΕΠ».
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής συνομίλησε σήμερα τηλεφωνικά με την καγκελάριο Μέρκελ για δύο «καυτά» ευρωπαϊκά θέματα: την πορεία της ελληνικής οικονομίας και τις εξελίξεις στην Ουκρανία.
Στην ανακοίνωση του Λευκού Οίκου υπογραμμίζεται ότι «εξέτασαν τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ελλάδα και τις προσπάθειες να επιτευχθεί μια ρεαλιστική συμφωνία που θα βασίζεται σε πρόσφατες μεταρρυθμίσεις για να επιστρέψει η χώρα στην ανάπτυξη εντός της ευρωζώνης».
Ακόμα, σημειώνεται ότι «οι δύο ηγέτες συμφώνησαν στην ανάγκη για πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή των τριών συμφωνιών του Μινσκ, προκειμένου να επιτευχθεί μια διαρκής και ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης».
«Επανέλαβαν τη συμφωνία τους ότι δεν θα υπάρξει χαλάρωση των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία μέχρι να έχει εκπληρώσει όλες τις δεσμεύσεις της συμφωνίας του Μινσκ. Ο πρόεδρος και η καγκελάριος συμφώνησαν επίσης για τη συνεχιζόμενη σημασία στην παροχή οικονομικής στήριξης στην Ουκρανία, καθώς αυτή υλοποιεί τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις» καταλήγει η ανακοίνωση.
«Η Ελλάδα χρειάζεται μακρόχρονη αναδιάρθρωση χρέους»
Τη δημιουργία επιτροπής πιστωτών για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους προτείνει με άρθρο του στο αμερικανικό οικονομικό περιοδικό Barron's ο Καρλ Γουέινμπεργκ, επικεφαλής οικονομολόγος της High Frequency Economics, εταιρείας χρηματοοικονομικών και επενδυτικών αναλύσεων στις ΗΠΑ. Ο Καρλ Γουέινμπεργκ επισημαίνει πως «η Ελλάδα δεν χρειάζεται νέα δάνεια, αλλά μια μακρόχρονη αναδιάρθρωση του χρέους της».Στο άρθρο επισημαίνεται πως «έφτασε η ώρα να οριστεί μια επιτροπή πιστωτών και να ξεκινήσει η συζήτηση για μια ουσιαστική ανακούφιση της Ελλάδας από το βάρος του χρέους, το οποίο δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί στη σημερινή του δομή. Η μακρόχρονη αναδιάρθρωση ολόκληρου του χρέους αποτελεί το αναπόφευκτο επόμενο βήμα».
Ο αρθρογράφος κατηγορεί τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης ότι δρουν σαν να είχαν το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις, «επειδή ελέγχουν τις δόσεις ρευστότητας, τις οποίες, όπως πιστεύουν, απεγνωσμένα επιθυμεί και χρειάζεται η Ελλάδα. Η Ελλάδα ωστόσο δεν θέλει νέα δάνεια. Θέλει την αναδιάρθρωση του χρέους της, επεκτείνοντας τις αποπληρωμές των δανείων σε μια μακρά χρονική περίοδο, με μια μεγάλη περίοδο χάριτος, όπου το βάρος της αποπληρωμής θα μετατίθεται προς το τέλος της περιόδου».
Η Ελλάδα μπορεί να επιβάλει αναδιάρθρωση
Τονίζει επίσης πως οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν πως η Ελλάδα «δεν χρειάζεται άδεια για να πτωχεύσει και για να επιβάλει αναδιάρθρωση: μπορεί να το κάνει μόνη της, χωρίς ένα νέο πρόγραμμα από τους πιστωτές της και χωρίς να δεχθεί τους όποιους όρους ή προϋποθέσεις».
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην παραδοχή του Γιάνη Βαρουφάκης ότι το ελληνικό χρέος δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί. Επισημαίνει επίσης ότι ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, από τις πρώτες ημέρες της νέας διακυβέρνησης της χώρας, «υπέδειξε το λάθος των προηγούμενων προσεγγίσεων για το επίμονο πρόβλημα ρευστότητας της Ελλάδας, την επίλυση δηλαδή του κενού ρευστότητας με οποιοδήποτε κόστος όταν το πραγματικό ζήτημα ήταν η δημοσιονομική φερεγγυότητα της χώρας».
Τονίζει επίσης πως η αύξηση του ελληνικού χρέους κατά το ήμισυ σε σχέση με τα εισοδήματά της δεν συνιστά «σταθεροποίηση» της οικονομίας και αποδεικνύει ότι «η τακτική που ακολουθήθηκε δεν έφερε αποτελέσματα. Η ελληνική οικονομία δεν αποκαταστάθηκε, αλλά συνετρίβη».
Η χρεοκοπία θα στοιχίσει περισσότερο στους δανειστές
«Ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας θα ήταν πολύ πιο σκληρή για τους πιστωτές της», υποστηρίζει ο Καρλ Γουέινμπεργκ, διότι «μόλις καθίστατο γνωστή η χρεοκοπία ή η πρόθεση χρεοκοπίας για κάποιο ομόλογο, για ένα έντοκο γραμμάτιο δημοσίου ή για κάποιο δάνειο, όλα τα χρεόγραφα της χώρας θα ανακηρύσσονταν χρεοκοπημένα λόγω των δεικτών σταυροειδούς αθέτησης υποχρεώσεων». Επομένως, σύμφωνα με τις γενικά αποδεκτές λογιστικές πρακτικές, «οι πιστωτές θα διέθεταν 90 ημέρες ή το πολύ 120 ημέρες είτε για να καθορίσουν έναν σαφή δρόμο προς την κατεύθυνση επίλυσης της χρεοκοπίας, είτε για να διαγράψουν οριστικά τις οφειλές. Κανείς στην ευρωζώνη δεν θα ήθελε να δει ένα σύστημα ήδη ανεπαρκώς χρηματοδοτούμενο να υποφέρει από την απώλεια σχεδόν 300 δισ. ευρώ, μέσα σε μια ημέρα, αυτή την άνοιξη. Οι αλυσιδωτές συνέπειες είναι δύσκολο να προβλεφθούν και θα ήταν ευρύτερες από αυτές που θα υπολογίζονταν αρχικά, όπως έδειξε η χρεοκοπία της Lehman και της LTCM».
Ο Καρλ Γουέινμπεργκ υποστηρίζει ότι ο καθορισμός μιας επιτροπής πιστωτών για να διαπραγματευτεί μια απόφαση για το χρέος της Ελλάδας θα σημάνει μια μακρόχρονη διαπραγμάτευση. Μετά τη χρηματοδοτική γέφυρα που έχει πετύχει η Ελλάδα, η επιτροπή πιστωτών αποτελεί το αμέσως επόμενο βήμα, ώστε να μη χρεοκοπήσει η χώρα. Ως προς τη σύσταση της επιτροπής, προτείνει να «αποτελείται πιθανώς από το ΕΤΧΣ και την ΕΚΤ, τους δύο σημαντικότερους κατόχους ελληνικού χρέους. Θέση στην επιτροπή θα μπορούσαν να έχουν και οι ιδιώτες ομολογιούχοι εάν οργανωθούν νομικά».
Στην επιτροπή πιστωτών να μη συμμετέχουν κυβερνήσεις
Αντίθετα, προτείνει να απέχουν από την επιτροπή οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης, καθώς δεν αποτελούν πιστωτές της Ελλάδας, καθώς η Συνθήκη του Μάαστριχτ απαγορεύει τον δανεισμό από μια χώρα της ευρωζώνης σε μία άλλη. Συνεπώς, η καγκελάριος Μέρκελ, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε και ο επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ «δεν θα συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις. Η επιτροπή πιστωτών θα ήταν κατά συνέπεια μια αποπολιτικοποιημένη επιτροπή που θα συντίθετο από επαγγελματίες στα χρηματοοικονομικά, επισπεύδοντας έτσι την επίτευξη λύσης. Ένας εξωτερικός διαιτητής, στην ιδανική περίπτωση μη Ευρωπαίος, θα συνέβαλε επίσης στη γρήγορη ολοκλήρωση των συνομιλιών».
Ο αρθρογράφος θεωρεί ότι «οι όροι που θα κατόρθωνε να πετύχει η Ελλάδα σχετικά με την αναδιάρθρωση του χρέους της δεν θα ήταν ωστόσο πιο γενναιόδωροι από εκείνους της πρώτης συμφωνίας». Ωστόσο, πρότασή του είναι «να συγκεντρωθούν όλα τα δάνεια, τα ομόλογα, τα έντοκα γραμμάτια Δημοσίου και τα άλλα χρέη του Δημοσίου σε ένα πακέτο το οποίο θα αναδιαρθρώνονταν σε ένα νέο δάνειο 100 ετών, όπου τα πρώτα 25 χρόνια θα αποτελούσαν την περίοδο χάριτος, ενώ το βάρος της αποπληρωμής θα έπεφτε στα τέλη του δανείου». Με αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα θα μπορεί στη διάρκεια των πρώτων 25 χρόνων να ολοκληρώσει την αναμόρφωση της οικονομίας της και «να αποκαταστήσει μια ανάπτυξη στο 5% σε σχέση με το ΑΕΠ».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου