Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης
μετατράπηκε το διπολικό διεθνές σύστημα σε μονοπολικό υπό την ηγεσία
των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ). Αυτός ο αμερικανικός ρόλος
ενισχύθηκε μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Έτσι, ο πόλεμος
κατά της τρομοκρατίας καθορίστηκε από τα κέντρα λήψης αποφάσεων ως πρώτη προτεραιότητα, μετά την κατάρρευση του Διεθνούς «κακού» κομμουνισμού.
Οι εισβολές κατά του Αφγανιστάν και του Ιράκ ήταν συνέπειες αυτής της νέας προτεραιότητας.
Ο "απόλυτος" ρόλος που χάραξε ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους (2001-2009) για τις ΗΠΑ τερματίστηκε με την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην αμερικανική προεδρία (2009-2016). Η επικέντρωση του Προέδρου Ομπάμα στην εσωτερική πολιτική εις βάρος της εξωτερικής πολιτικής οδήγησε στην εμφάνιση ανταγωνιστικών περιφερειακών και διεθνών δυνάμεων σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Αυτή η σημαντική μεταβολή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ «χάρισε» την ευκαιρία στο Ρώσο πρόεδρο Πούτιν να εισβάλει στη Συρία με επιχείρημα την προστασία του καθεστώτος του προέδρου Άσαντ. Ωστόσο, τα εγκαίνια δυο σημαντικών στρατιωτικών βάσεων και η μεταφορά στρατηγικών όπλων στις εν λόγω δυο βάσεις, οι προσπάθειες μονοπωλίου των δικαιωμάτων εξόρυξης του φυσικού πλούτου και των έργων ανοικοδόμησης της χώρας δείχνουν ότι οι Ρώσοι δεν ήρθαν για να φύγουν σύντομα από τη Μέση Ανατολή. Η Μόσχα θεωρεί την είσοδο της στη Συρία μια ιστορική ευκαιρία που πρέπει κρατηθεί.
Ο σκοπός της Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής
Ο σκοπός της Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής επικεντρώνεται στην ανάκτηση της θέσης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στο διεθνές σύστημα με την ενίσχυση του κύρους και της επιρροής της σε νέες γεωπολιτικές περιφέρειες. Έτσι, η Ρωσία εισέβαλε στη Γεωργία, άνοιξε το μέτωπο της Ουκρανίας, κατέλαβε την Κριμαία και κατάφερε να είναι βασικός παίκτης στο Συριακό ζήτημα με την παραμονή ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων της στην περιοχή. Ωστόσο, η εμφανής συνεργασία με το καθεστώτος του στρατηγού Αλ Σίσι στην Αίγυπτο, τα δις δολάρια σε συμφωνίες με τις μοναρχίες του Κόλπου και οι βολιδοσκοπήσεις προσέγγισης της Λιβυκής κρίσης καταδεικνύουν ότι οι προσδοκίες της Μόσχας δεν περιορίζονται μόνο στη Συρία.
Εργαλεία άσκησης εξωτερικής πολιτικής
Ο ανταγωνισμός των αγωγών ενέργειας της ανατολής με σκοπό τον έλεγχο μεγαλύτερου μεριδίου των διεθνών αγορών κυρίως των ευρωπαϊκών, ο έλεγχος σπουδαίας μερίδας από τα συμβόλαια πετρελαίου και φυσικού αερίου του Κουρδιστάν του Ιράκ, της Συρίας και του Ιράν, η διατήρηση σημαντικού μεριδίου των αγορών στρατιωτικών όπλων-εξοπλισμών της Μέσης Ανατολής και η μετατροπή των εδαφών της Συρίας σε πεδίο δοκιμών και διαφήμισης των Ρωσικών όπλων, καθώς και η χρησιμοποίηση (εκμετάλλευση) της θρησκείας για πολιτικές σκοπιμότητες (η Ρωσία προστάτιδα δύναμη των Ορθοδόξων Χριστιανών της περιοχής), αποτελούν εργαλεία άσκησης και ενίσχυσης της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής επιρροής της Μόσχας στη φλεγόμενη Μέση Ανατολή.
Επίσης, η εύρεση συμμάχων σε διάφορες γεωπολιτικές περιοχές όπως η Μέση Ανατολή, Κεντρική Ασία, κλπ θεωρείται ένα μέρος της ρωσικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση των διεθνών προκλήσεων.
Η πρόσφατη τριμελής συνδιάσκεψη μεταξύ Ρωσίας, Ιράν και Αζερμπαϊτζάν ήταν ενδεικτική για την ανάγκη αναζήτησης συμμάχων. Η Ρωσία, που εισέρχεται σε προεδρικές εκλογές, προσπαθεί να περιορίσει τις επιπτώσεις των κυρώσεων που της επιβλήθηκαν. Είναι γεγονός ότι οι κυρώσεις αυτές σε συνδυασμό με την πτώση των τιμών του πετρελαίου και φυσικού αερίου προκάλεσαν δυσμενείς οικονομικές συνθήκες εντός χώρας και στέρησαν την εθνική οικονομία από σημαντικά έσοδα. Από την άλλη, το Ιράν έχει ανάγκη από τη Μόσχα προκειμένου να αντιμετωπίσει τις πιέσεις του προέδρου Τράμπ, του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, περί της τύχης της συμφωνίας του πυρηνικού του προγράμματος. Το ενδεχόμενο βέτο από τους Ρώσους στο Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ, μελλοντικά, θα μπορούσε να φανεί, εξαιρετικά, χρήσιμο για τους Ιρανούς. Ενώ το Αζερμπαϊτζάν, που διατηρεί άριστες σχέσεις με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, επιδιώκει τη συμπαράσταση της Μόσχας και της Τεχεράνης στο εύφλεκτο ζήτημα του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Η διαφωνία με την Τεχεράνη για το θέμα διαχείρισης του κουρδικού ζητήματος της Συρίας, η μη οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων στη θάλασσα της Κασπίας για την εξόρυξη των φυσικών πόρων της, η διαφορά στη φύση των καθεστώτος των δυο χώρων, (η Ρωσία είναι κοσμική ενώ το Ιράν είναι θεοκρατικό) καθώς και ο κρυφός ανταγωνισμός για τα ζωτικά τους συμφέροντά στη Συρία, αποτελούν παράγοντες που περιορίζουν τη δυνατότητα ανάπτυξης στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ Τεχεράνης και Μόσχας. Έτσι, το κύριο ενδιαφέρον των δυο πλευρών επικεντρώνεται σε επιμέρους στρατιωτικές, εμπορικές, οικονομικές, επιστημονικές και ενεργειακές συνεργασίες.
Επιπλέον, η Ρωσία, παρά τις στενές σχέσεις της με τους Ιρανούς, ενέκρινε τις κυρώσεις κατά του καθεστώτος της Τεχεράνης (πριν την υπογραφή της τελικής συμφωνίας του πυρηνικού προγράμματος) με αντάλλαγμα τη χρήση του λιμανιού της Ουκρανίας στη Μαύρη Θάλασσα για διάρκεια 25 ετών και την άρνηση της αποδοχής του Κιέβου στη συμμαχία του ΝΑΤΟ.
Αντιδράσεις, προκλήσεις και διαστάσεις
Η Άνοδος της Ρωσίας και οι φιλοδοξίες του προέδρου Πούτιν θυμίζουν σε αρκετούς ευρωπαίους αξιωματούχους την περίπτωση της ανόδου του Ναζισμού του Χίτλερ, που κόστισε τις ζωές 60 εκ. ανθρώπων για να αναχαιτιστεί. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) λόγω απουσίας ενιαίας εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής περιόρισε την αντίδρασή της στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Η πολλαπλότητα των πόλων επιρροής της διεθνούς πολιτικής στις χώρες της Μέσης Ανατολής είναι αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί το αμερικανικό μονοπώλιο και η έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Έτσι, η είσοδος νέων παγκόσμιων δυνάμεων όπως της Ρωσίας, Κίνας και ΕΕ θα εξισορροπούσε το συσχετισμό των διεθνών δυνάμεων στην περιοχή και θα εξυπηρετούσε τα εθνικά συμφέροντα των χωρών αυτής της εύφλεκτης περιοχής.
Δεδομένου ότι το 10% του πληθυσμού της Ρωσίας είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, η εφαρμογή μιας επιτυχημένης μεσανατολικής ρωσικής στρατηγικής προϋποθέτει α) την εγκαθίδρυση δημοκρατικών καθεστώτων στην περιοχή που σέβονται την ελευθερία έκφρασης της λαϊκής βούλησης και τα ανθρώπινα δικαιώματα και β) την ισχυροποίηση των σχέσεων της Ρωσίας με τον αραβικό και ισλαμικό κόσμο με αμοιβαίο σεβασμό των συμφερόντων των περιφερειακών κρατών και των λαών τους, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα εσωτερική ασφάλεια τόσο εντός της Ρωσίας όσο και εντός των χωρών της Μέσης Ανατολής.
Οι εισβολές κατά του Αφγανιστάν και του Ιράκ ήταν συνέπειες αυτής της νέας προτεραιότητας.
Ο "απόλυτος" ρόλος που χάραξε ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους (2001-2009) για τις ΗΠΑ τερματίστηκε με την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην αμερικανική προεδρία (2009-2016). Η επικέντρωση του Προέδρου Ομπάμα στην εσωτερική πολιτική εις βάρος της εξωτερικής πολιτικής οδήγησε στην εμφάνιση ανταγωνιστικών περιφερειακών και διεθνών δυνάμεων σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Αυτή η σημαντική μεταβολή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ «χάρισε» την ευκαιρία στο Ρώσο πρόεδρο Πούτιν να εισβάλει στη Συρία με επιχείρημα την προστασία του καθεστώτος του προέδρου Άσαντ. Ωστόσο, τα εγκαίνια δυο σημαντικών στρατιωτικών βάσεων και η μεταφορά στρατηγικών όπλων στις εν λόγω δυο βάσεις, οι προσπάθειες μονοπωλίου των δικαιωμάτων εξόρυξης του φυσικού πλούτου και των έργων ανοικοδόμησης της χώρας δείχνουν ότι οι Ρώσοι δεν ήρθαν για να φύγουν σύντομα από τη Μέση Ανατολή. Η Μόσχα θεωρεί την είσοδο της στη Συρία μια ιστορική ευκαιρία που πρέπει κρατηθεί.
Ο σκοπός της Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής
Ο σκοπός της Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής επικεντρώνεται στην ανάκτηση της θέσης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στο διεθνές σύστημα με την ενίσχυση του κύρους και της επιρροής της σε νέες γεωπολιτικές περιφέρειες. Έτσι, η Ρωσία εισέβαλε στη Γεωργία, άνοιξε το μέτωπο της Ουκρανίας, κατέλαβε την Κριμαία και κατάφερε να είναι βασικός παίκτης στο Συριακό ζήτημα με την παραμονή ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων της στην περιοχή. Ωστόσο, η εμφανής συνεργασία με το καθεστώτος του στρατηγού Αλ Σίσι στην Αίγυπτο, τα δις δολάρια σε συμφωνίες με τις μοναρχίες του Κόλπου και οι βολιδοσκοπήσεις προσέγγισης της Λιβυκής κρίσης καταδεικνύουν ότι οι προσδοκίες της Μόσχας δεν περιορίζονται μόνο στη Συρία.
Εργαλεία άσκησης εξωτερικής πολιτικής
Ο ανταγωνισμός των αγωγών ενέργειας της ανατολής με σκοπό τον έλεγχο μεγαλύτερου μεριδίου των διεθνών αγορών κυρίως των ευρωπαϊκών, ο έλεγχος σπουδαίας μερίδας από τα συμβόλαια πετρελαίου και φυσικού αερίου του Κουρδιστάν του Ιράκ, της Συρίας και του Ιράν, η διατήρηση σημαντικού μεριδίου των αγορών στρατιωτικών όπλων-εξοπλισμών της Μέσης Ανατολής και η μετατροπή των εδαφών της Συρίας σε πεδίο δοκιμών και διαφήμισης των Ρωσικών όπλων, καθώς και η χρησιμοποίηση (εκμετάλλευση) της θρησκείας για πολιτικές σκοπιμότητες (η Ρωσία προστάτιδα δύναμη των Ορθοδόξων Χριστιανών της περιοχής), αποτελούν εργαλεία άσκησης και ενίσχυσης της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής επιρροής της Μόσχας στη φλεγόμενη Μέση Ανατολή.
Επίσης, η εύρεση συμμάχων σε διάφορες γεωπολιτικές περιοχές όπως η Μέση Ανατολή, Κεντρική Ασία, κλπ θεωρείται ένα μέρος της ρωσικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση των διεθνών προκλήσεων.
Η πρόσφατη τριμελής συνδιάσκεψη μεταξύ Ρωσίας, Ιράν και Αζερμπαϊτζάν ήταν ενδεικτική για την ανάγκη αναζήτησης συμμάχων. Η Ρωσία, που εισέρχεται σε προεδρικές εκλογές, προσπαθεί να περιορίσει τις επιπτώσεις των κυρώσεων που της επιβλήθηκαν. Είναι γεγονός ότι οι κυρώσεις αυτές σε συνδυασμό με την πτώση των τιμών του πετρελαίου και φυσικού αερίου προκάλεσαν δυσμενείς οικονομικές συνθήκες εντός χώρας και στέρησαν την εθνική οικονομία από σημαντικά έσοδα. Από την άλλη, το Ιράν έχει ανάγκη από τη Μόσχα προκειμένου να αντιμετωπίσει τις πιέσεις του προέδρου Τράμπ, του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, περί της τύχης της συμφωνίας του πυρηνικού του προγράμματος. Το ενδεχόμενο βέτο από τους Ρώσους στο Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ, μελλοντικά, θα μπορούσε να φανεί, εξαιρετικά, χρήσιμο για τους Ιρανούς. Ενώ το Αζερμπαϊτζάν, που διατηρεί άριστες σχέσεις με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, επιδιώκει τη συμπαράσταση της Μόσχας και της Τεχεράνης στο εύφλεκτο ζήτημα του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Η διαφωνία με την Τεχεράνη για το θέμα διαχείρισης του κουρδικού ζητήματος της Συρίας, η μη οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων στη θάλασσα της Κασπίας για την εξόρυξη των φυσικών πόρων της, η διαφορά στη φύση των καθεστώτος των δυο χώρων, (η Ρωσία είναι κοσμική ενώ το Ιράν είναι θεοκρατικό) καθώς και ο κρυφός ανταγωνισμός για τα ζωτικά τους συμφέροντά στη Συρία, αποτελούν παράγοντες που περιορίζουν τη δυνατότητα ανάπτυξης στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ Τεχεράνης και Μόσχας. Έτσι, το κύριο ενδιαφέρον των δυο πλευρών επικεντρώνεται σε επιμέρους στρατιωτικές, εμπορικές, οικονομικές, επιστημονικές και ενεργειακές συνεργασίες.
Επιπλέον, η Ρωσία, παρά τις στενές σχέσεις της με τους Ιρανούς, ενέκρινε τις κυρώσεις κατά του καθεστώτος της Τεχεράνης (πριν την υπογραφή της τελικής συμφωνίας του πυρηνικού προγράμματος) με αντάλλαγμα τη χρήση του λιμανιού της Ουκρανίας στη Μαύρη Θάλασσα για διάρκεια 25 ετών και την άρνηση της αποδοχής του Κιέβου στη συμμαχία του ΝΑΤΟ.
Αντιδράσεις, προκλήσεις και διαστάσεις
Η Άνοδος της Ρωσίας και οι φιλοδοξίες του προέδρου Πούτιν θυμίζουν σε αρκετούς ευρωπαίους αξιωματούχους την περίπτωση της ανόδου του Ναζισμού του Χίτλερ, που κόστισε τις ζωές 60 εκ. ανθρώπων για να αναχαιτιστεί. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) λόγω απουσίας ενιαίας εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής περιόρισε την αντίδρασή της στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Η πολλαπλότητα των πόλων επιρροής της διεθνούς πολιτικής στις χώρες της Μέσης Ανατολής είναι αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί το αμερικανικό μονοπώλιο και η έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Έτσι, η είσοδος νέων παγκόσμιων δυνάμεων όπως της Ρωσίας, Κίνας και ΕΕ θα εξισορροπούσε το συσχετισμό των διεθνών δυνάμεων στην περιοχή και θα εξυπηρετούσε τα εθνικά συμφέροντα των χωρών αυτής της εύφλεκτης περιοχής.
Δεδομένου ότι το 10% του πληθυσμού της Ρωσίας είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, η εφαρμογή μιας επιτυχημένης μεσανατολικής ρωσικής στρατηγικής προϋποθέτει α) την εγκαθίδρυση δημοκρατικών καθεστώτων στην περιοχή που σέβονται την ελευθερία έκφρασης της λαϊκής βούλησης και τα ανθρώπινα δικαιώματα και β) την ισχυροποίηση των σχέσεων της Ρωσίας με τον αραβικό και ισλαμικό κόσμο με αμοιβαίο σεβασμό των συμφερόντων των περιφερειακών κρατών και των λαών τους, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα εσωτερική ασφάλεια τόσο εντός της Ρωσίας όσο και εντός των χωρών της Μέσης Ανατολής.
Τέλος η διανομή των επιρροών, του πετρελαίου και του φυσικού αερίου μεταξύ των κύριων δρώντων της Μέσης Ανατολής δεν θα απέδιδε τους αναμενόμενους καρπούς χωρίς Ειρήνη, ασφάλεια και σταθερότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου