Ο άνθρωπος που απέδειξε ότι τίποτα δεν είναι ίδιο σε μια καλοδουλεμένη μηχανή, εάν πειράξεις το πιο σημαντικό κομμάτι της..
Όσο δύσκολο είναι να δομήσεις μια αυτοκρατορία άλλο τόσο πιο δύσκολο είναι να την κρατήσεις όρθια. Μια λεπτομέρεια, ένα μικρό λάθος, μπορεί να καταστρέψει όλα όσα δημιουργήθηκαν με κόπο, πόνο, ιδρώτα και πολλή δουλειά. Όταν μάλιστα αυτή η αυτοκρατορία αφορά Ολλανδούς, με την αλαζονεία που τους χαρακτηρίζει να είναι ικανός παράγοντας να καταστρέψει τα πάντα, όλα όσα προαναφέρθηκαν φαντάζουν πολύ πιο πιθανά να συμβούν.
Ο παραπάνω πρόλογος αφορά τον Άγιαξ της δεκαετίας του ’70, της -πιθανόν- τελειότερης ποδοσφαιρικής μηχανής που είδε μέχρι και σήμερα ο πλανήτης. Αυτό φυσικά είναι ένα debate που άλλους θα τους βρει σύμφωνους και άλλους διαφωνούντες, αλλά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι εκείνο το δημιούργημα του Ρίνους Μίχελς ήταν το πρώτο που πέρασε το πιο λαοφιλές άθλημα του πλανήτη μας σε άλλο επίπεδο. Ένα δημιούργημα που καταστράφηκε όχι από τον «πόλεμο» των εχθρών του, αλλά όπως κάθε τι πανίσχυρο, από μέσα.
Ήταν τότε που ράγισε το γυαλί των σχέσεων του συλλόγου με τον άνθρωπο που αποτελεί την πλέον εμβληματική του φιγούρα. Αυτόν που η μέχρι πρότινος «Άμστερνταμ Αρίνα» φέρει πλέον το όνομά του. Τον Γιόχαν Κρόιφ, που σαν σήμερα, 24 Μαρτίου του 2016, έφυγε από τη ζωή. Τον ποδοσφαιριστή που άλλαξε δραματικά την ιστορία του ποδοσφαίρου, με δύο άλλες μεγάλες αυτοκρατορίες να εκμεταλλεύονται -η κάθε μια με τον δικό της τρόπο και σε διαφορετικές χρονικές- την κατάρρευση του πανίσχυρου Αίαντα, έπειτα από τη φυγή του.
Ο όρος «απόλυτο ποδόσφαιρο», ή «total football» στα αγγλικά, δεν ήταν κάτι καινούριο στη δεκαετία του ‘70. Με κάποιον τρόπο, όμως, πάντα… περιτριγύριζε την Ολλανδία και αποτυπώθηκε στη συνείδηση του κοινού ως πατέντα της. Για τον λόγο αυτό ο όρος «totaal voetbal», στην ολλανδική γλώσσα, είναι αυτός που κυριαρχεί μέχρι και σήμερα. Η ανακάλυψή αυτού του στιλ παιχνιδιού οφείλεται στον Άγγλο προπονητή, Τζακ Ρέινολντς, ο οποίος κάθισε στον πάγκο του Άγιαξ τις περιόδους 1915-25, 1928-40 και 1945-47. Όμως, ήταν ένας μαθητής του (στην τελευταία του θητεία εκεί) που το τελειοποίησε και μετέτρεψε έναν ποδοσφαιρικό όρο σε… εξωπραγματική πράξη. Ο Μίχελς…
Η επιτυχημένη εφαρμογή του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου σε μια ομάδα, εξαρτάται από την ικανότητα προσαρμογής του κάθε παίκτη στο σύνολο και η ανάπτυξη της ομαδικής ποδοσφαιρικής κουλτούρας έναντι της ατομικής προβολής δεξιοτήτων. Όμως, κανένα ομαδικό σύστημα εργασίας, όσο καλοκουρδισμένο και να είναι, δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά, εάν και οι μονάδες δεν έχουν την ικανότητα να ανταπεξέλθουν. Όταν μάλιστα η συγκεκριμένη «μηχανή» περιλαμβάνει ένα… ξεχωριστό γρανάζι, όπως ο Κρόιφ, τότε απογειώνεται.
Ο «Ιπτάμενος Ολλανδός» ήταν εκείνος που μπορούσε να αντιληφθεί και να εφαρμόσει καλύτερα από τον καθένα όλα όσα σχεδιάζονταν από τον Μίχελς στο χαρτί και δουλεύονταν στις προπονήσεις. Εκείνος ήταν που μπήκε μπροστάρης στην τρελή πορεία του Άγιαξ στην αρχή της δεκαετίας του ’70, η οποία είχε ήδη φανεί πως θα έρθει από τα μέσα των 60s. Στο διάστημα που το Νο 14 πρωταγωνιστούσε με τη φανέλα του Αίαντα, πανηγύρισε οκτώ πρωταθλήματα, πέντε Κύπελλα, τρία σερί Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα (1970-71, 1971-72 και 1972–73), ένα Διηπειρωτικό το 1972, το μοναδικό στο οποίο καταδέχθηκε η ολλανδική ομάδα να κατέβει και ένα Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ, τη σεζόν 1971-72, το οποίο δεν προσμετράται ως επίσημο, όντας το πρώτο στην ιστορία του θεσμού.
Όμως, ο Κρόιφ είχε συναισθηματικούς λόγους να επιλέξει μόνο μια από τις μεγάλες ομάδες του ισπανικού ποδοσφαίρου: την Μπαρτσελόνα. Εκεί είχε πάει ως προπονητής, μετά το πέρασμά του στον δικό μας Εθνικό Πειραιώς, ο άνθρωπος που εντόπισε πρώτος το ταλέντο του», ο Βίκτορ Μπάκιγχαμ. Εκεί ήταν στην τεχνική ηγεσία και εκείνος που τον βοήθησε να εκτοξευθεί με τη φανέλα του Άγιαξ, ο Ρίνους Μίχελς. Εκεί ήταν που είχε αισθανθεί αρκετό καιρό πριν, όταν πήγαινε διακοπές, πως θα είναι το επόμενο σπίτι του.
Όμως, η μετακόμιση στη Βαρκελώνη δεν θα ερχόταν ποτέ, εάν δεν είχε βρεθεί στον δρόμο του «Ιπτάμενου» εκείνος που ουσιαστικά του έδειξε την πόρτα της εξόδου. Στη δεκαετία του ’70 οι μεταγραφές ξένων ποδοσφαιριστών δεν ήταν τόσο εύκολες με σήμερα. Επίσης, στο Άμστερνταμ δεν είχαν κανέναν λόγο να διαλύσουν την ομάδα που είχε σαγηνεύσει τα ποδοσφαιρικά πλήθη και πήγαινε από τη μια διάκριση στην άλλη. Ούτε ο ίδιος ο Κρόιφ είχε σκοπό να φύγει από την Ολλανδία, τουλάχιστον όχι πριν το Μουντιάλ του 1974, που έμοιαζε μαθηματικά βέβαιο ότι θα κατέληγε σε «πορτοκαλί» χέρια.
Η έμπνευση των ανθρώπων του Αίαντα να αντικαταστήσουν τον πολύ πετυχημένο Ρουμάνο τεχνικό, Στέφαν Κόβατς (τον άνθρωπο που διαδέχθηκε τον Μίχελς) με τον Γκέοργκ Κνόμπελ, πρώην προπονητή της Μάαστριχτ, αποδείχθηκε εντελώς λανθασμένη. Δεν ήταν ότι δεν είχε ιδέες πάνω στο ποδόσφαιρο. Ως Ολλανδός, θα ήταν παράδοξο να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Φάνηκε, όμως, ότι δεν είχε τον τρόπο να κουμαντάρει ένα σύνολο γεμάτο φίρμες. Και ειδικά το μεγάλο της αστέρι, που δεν ήταν άλλος από τον Κρόιφ…
Το ημερολόγιο έγραφε 8 Αυγούστου του 1973, όταν ο Κνόμπελ πραγματοποίησε μια από τις συνηθισμένες ομιλίες των προπονητών, με τις οποίες εκείνοι προσπαθούν να εξηγήσουν στους παίκτες τους τον τρόπο με τον οποίον θέλει η ομάδα τους να παίζει. Θρυλείται ότι για κάποιες από τις ντίβες του Άγιαξ, ο λόγος του ήταν τόσο βαρετός, που έπεσαν μέχρι και χασμουρητά. Μέχρι που εκείνος τους πέταξε… τη βόμβα. «Ο Κρόιφ δεν θα είναι πλέον ο αρχηγός, εσείς μέσω ψηφοφορίας θα τον διαλέξετε». Λέγεται ότι η απόφαση αυτή δεν ήταν του νεοφερμένου προπονητή, αλλά του τότε προέδρου, Γιααπ φαν Πράαγκ, με τον οποίον οι σχέσεις δεν ήταν στο καλύτερο δυνατό επίπεδο. Μάλιστα, τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα, όταν ανακοινώθηκε πως οι επιλογή ήταν ο Πιτ Κάιζερ.
Αυτό ήταν! Ο εγωισμός του Κρόιφ δεν μπορούσε να αντέξει τέτοια προσβολή. Πήρε τηλέφωνο τον μάνατζερ και πεθερό του, Κορ Κόστερ, για να του πει να προχωρήσει τη μεταγραφή στους Καταλανούς, με τους οποίους είχε μιλήσει κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών του διακοπών στο Αλγκάρβε της Πορτογαλίας. Η ιστορία προχώρησε πολύ γρήγορα, ειδικά για τα δεδομένα της εποχής, και έτσι σε μικρό χρονικό διάστημα η Μπαρτσελόνα έκανε το μεγάλο «μπαμ». Με ένα εξωπραγματικό ποσό για τότε, ύψους 2 εκατομμυρίων δολαρίων, ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής του πλανήτη θα ντυνόταν στα μπλαουγκράνα. Κίνηση που είχε πολλαπλό συμβολισμό, καθώς η Μπάρτσα πήρε μέσα από τα χέρια της Ρεάλ τον παίκτη που τόσο πολύ ήθελε ο Μπερναμπέου.
Ως συνήθως, τα λάθη των Ολλανδών, αυτοί που τα εκμεταλλεύονται με τον καλύτερο και πιο ωφέλιμο για εκείνους τρόπο είναι οι Γερμανοί. Η Μπάγερν Μονάχου είχε ήδη βγάλει μια δυναμική τα προηγούμενα χρόνια, την οποία και επιβεβαίωσε με την κατάκτηση της κορυφής στην Ευρώπη και το 1974, όπως και για τα επόμενα δύο χρόνια. Ένας πραγματικός χαλίφης στη θέση του χαλίφη, ο βαυαρικός σύλλογος… αντέγραψε την πορεία του Άγιαξ, ο οποίος το ίδιο διάστημα συνέχιζε τη διάλυσή του. Σχεδόν όλα τα του τα μεγάλα αστέρια του ολλανδικού συλλόγου σκόρπισαν σε άλλες ομάδες, ενώ η αρμάδα των Φραντς Μπεκενμπάουερ, Γκερντ Μίλερ, Ούλι Χένες και Σεπ Μάγιερ έχτιζε τη δική της αυτοκρατορία.
Την ίδια χρονιά που η Μπάγερν καθόταν στον θρόνο του Αίαντα, η Δυτική Γερμανία έκανε το μεγάλο βήμα και σε εθνικό επίπεδο, για να κατακτήσει την κορυφή του κόσμου, με το Παγκόσμιο Κύπελλο που διοργάνωσε στα εδάφη της. Ο τελικός έγινε στο… πλέον κατάλληλο έδαφος, το Μόναχο και το Ολυμπιακό Στάδιο της βαυαρικής πόλης. Οι «οράνιε» κέρδισαν πέναλτι στο 1ο λεπτό, ο Νέεσκενς το αξιοποίησε ένα λεπτό αργότερα και όλα έδειχναν θρίαμβο. Όμως, με την μπλαζέ αντιμετώπισή τους στο ματς, οι Δυτικογερμανοί πήραν τα πάνω τους και με γκολ των Πάουλ Μπράιντερ και Γκερντ Μίλερ έκαναν την ανατροπή μέχρι το ημίχρονο. Το 1-2 έμεινε μέχρι τέλους και η ομάδα του Κάιζερ στο προσωνύμιο και όχι στο επώνυμο σήκωσε την κούπα. Με άλλα λόγια, όλα μέσα σε λιγότερο από δώδεκα μήνες πήγαν στραβά για τους Ολλανδούς.
Εκεί ήταν που ο Κρόιφ άρχισε να περνά σταδιακά τη φιλοσοφία του στην Μπαρτσελόνα, την οποία θα είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, όταν ανέλαβε και προπονητής της, κάνοντας ξανά το δρομολόγιο Άμστερνταμ - Βαρκελώνη. Το Κύπελλο Κυπελλούχων στην πρώτη του σεζόν, 1988-89, ήταν απλώς η αρχή. Ακολούθησαν ένα Κύπελλο Ισπανίας (1989-90), τέσσερα σερί πρωταθλήματα (1990-91 έως 1993-94), τρία Σούπερ Καπ Ισπανίας και φυσικά το Ευρωπαϊκό Κύπελλο του 1992, που συνοδεύτηκε με το Σούπερ Καπ Ευρώπης την ίδια χρονιά. Εκεί το «totaal voetbal» άρχισε να δομείται ξανά, αλλά εμφανίστηκε αρκετά χρόνια αργότερα, πάνω στις βάσεις που έβαλε εκείνος, με την ομάδα που καθοδήγησε τεχνικά ο Πεπ Γκουαρδιόλα.
Δεν θα γινόταν ποτέ αυτό, εάν όλο το σύστημα δουλειάς στις ολλανδικές ακαδημίες δεν μεταφερόταν και στους «μπαλουγκράνα». Η Μασία, δηλαδή η ανάδειξη ταλέντων από τα ίδια τα… σπλάχνα του συλλόγου, ήταν δικό του έργο. Με την προσωπικότητά του κατάφερε να πείσει τους ανθρώπους της Μπάρτσα να επενδύσουν στο όραμά του και τελικά να έλθει η δικαίωση! Ο Γκουαρδιόλα, ο Τσάβι, ο Αντρές Ινιέστα, ο Κάρλες Πουγιόλ, ο Σέρχιο Μπούσκετς, Λιονέλ Μέσι και τόσοι άλλοι ουσιαστικά αποτελούν δικά του «παιδιά». Κάτι που κανείς δεν μπορεί, ούτε το έχει αμφισβητήσει.
Ίσως, αυτός ήταν και ο λόγος που στη Βαρκελώνη μπορεί να θρήνησαν περισσότερο και από το Άμστερνταμ την απώλειά του πριν από δύο χρόνια. Ο Κροίφ προσπάθησε να ντριμπλάρει ακόμη έναν αντίπαλο, αλλά αυτός αποδείχθηκε πολύ σκληρός. Ο καρκίνος στους πνεύμονες, που προκλήθηκε λόγω της μεγάλης του λατρείας στο τσιγάρο, τον νίκησε στα 68 του χρόνια. Ήξερε ότι δύσκολα θα τη σκαπουλάρει, αλλά όπως και στο απόλυτο ποδόσφαιρο, έτσι και στη ζωή, οι ατέλειες δεν γίνεται να εξαφανιστούν.
Όσο δύσκολο είναι να δομήσεις μια αυτοκρατορία άλλο τόσο πιο δύσκολο είναι να την κρατήσεις όρθια. Μια λεπτομέρεια, ένα μικρό λάθος, μπορεί να καταστρέψει όλα όσα δημιουργήθηκαν με κόπο, πόνο, ιδρώτα και πολλή δουλειά. Όταν μάλιστα αυτή η αυτοκρατορία αφορά Ολλανδούς, με την αλαζονεία που τους χαρακτηρίζει να είναι ικανός παράγοντας να καταστρέψει τα πάντα, όλα όσα προαναφέρθηκαν φαντάζουν πολύ πιο πιθανά να συμβούν.
Ο παραπάνω πρόλογος αφορά τον Άγιαξ της δεκαετίας του ’70, της -πιθανόν- τελειότερης ποδοσφαιρικής μηχανής που είδε μέχρι και σήμερα ο πλανήτης. Αυτό φυσικά είναι ένα debate που άλλους θα τους βρει σύμφωνους και άλλους διαφωνούντες, αλλά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι εκείνο το δημιούργημα του Ρίνους Μίχελς ήταν το πρώτο που πέρασε το πιο λαοφιλές άθλημα του πλανήτη μας σε άλλο επίπεδο. Ένα δημιούργημα που καταστράφηκε όχι από τον «πόλεμο» των εχθρών του, αλλά όπως κάθε τι πανίσχυρο, από μέσα.
Ήταν τότε που ράγισε το γυαλί των σχέσεων του συλλόγου με τον άνθρωπο που αποτελεί την πλέον εμβληματική του φιγούρα. Αυτόν που η μέχρι πρότινος «Άμστερνταμ Αρίνα» φέρει πλέον το όνομά του. Τον Γιόχαν Κρόιφ, που σαν σήμερα, 24 Μαρτίου του 2016, έφυγε από τη ζωή. Τον ποδοσφαιριστή που άλλαξε δραματικά την ιστορία του ποδοσφαίρου, με δύο άλλες μεγάλες αυτοκρατορίες να εκμεταλλεύονται -η κάθε μια με τον δικό της τρόπο και σε διαφορετικές χρονικές- την κατάρρευση του πανίσχυρου Αίαντα, έπειτα από τη φυγή του.
Η επανάσταση στο ποδόσφαιρο
Ο όρος «απόλυτο ποδόσφαιρο», ή «total football» στα αγγλικά, δεν ήταν κάτι καινούριο στη δεκαετία του ‘70. Με κάποιον τρόπο, όμως, πάντα… περιτριγύριζε την Ολλανδία και αποτυπώθηκε στη συνείδηση του κοινού ως πατέντα της. Για τον λόγο αυτό ο όρος «totaal voetbal», στην ολλανδική γλώσσα, είναι αυτός που κυριαρχεί μέχρι και σήμερα. Η ανακάλυψή αυτού του στιλ παιχνιδιού οφείλεται στον Άγγλο προπονητή, Τζακ Ρέινολντς, ο οποίος κάθισε στον πάγκο του Άγιαξ τις περιόδους 1915-25, 1928-40 και 1945-47. Όμως, ήταν ένας μαθητής του (στην τελευταία του θητεία εκεί) που το τελειοποίησε και μετέτρεψε έναν ποδοσφαιρικό όρο σε… εξωπραγματική πράξη. Ο Μίχελς…
Η επιτυχημένη εφαρμογή του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου σε μια ομάδα, εξαρτάται από την ικανότητα προσαρμογής του κάθε παίκτη στο σύνολο και η ανάπτυξη της ομαδικής ποδοσφαιρικής κουλτούρας έναντι της ατομικής προβολής δεξιοτήτων. Όμως, κανένα ομαδικό σύστημα εργασίας, όσο καλοκουρδισμένο και να είναι, δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά, εάν και οι μονάδες δεν έχουν την ικανότητα να ανταπεξέλθουν. Όταν μάλιστα η συγκεκριμένη «μηχανή» περιλαμβάνει ένα… ξεχωριστό γρανάζι, όπως ο Κρόιφ, τότε απογειώνεται.
Ο «Ιπτάμενος Ολλανδός» ήταν εκείνος που μπορούσε να αντιληφθεί και να εφαρμόσει καλύτερα από τον καθένα όλα όσα σχεδιάζονταν από τον Μίχελς στο χαρτί και δουλεύονταν στις προπονήσεις. Εκείνος ήταν που μπήκε μπροστάρης στην τρελή πορεία του Άγιαξ στην αρχή της δεκαετίας του ’70, η οποία είχε ήδη φανεί πως θα έρθει από τα μέσα των 60s. Στο διάστημα που το Νο 14 πρωταγωνιστούσε με τη φανέλα του Αίαντα, πανηγύρισε οκτώ πρωταθλήματα, πέντε Κύπελλα, τρία σερί Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα (1970-71, 1971-72 και 1972–73), ένα Διηπειρωτικό το 1972, το μοναδικό στο οποίο καταδέχθηκε η ολλανδική ομάδα να κατέβει και ένα Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ, τη σεζόν 1971-72, το οποίο δεν προσμετράται ως επίσημο, όντας το πρώτο στην ιστορία του θεσμού.
Η λάμψη του Κρόιφ και το ψάξιμο για νέες πολιτείες
Οι επιδόσεις του Κρόιφ δεν πέρασαν απαρατήρητες από τους ανθρώπους των μεγαθηρίων του αθλήματος στη γηραιά ήπειρο. Η Χρυσή Μπάλα το 1971 τον είχε κάνει ήδη διάσημο. Ο τότε πρόεδρος της Ρεάλ Μαδρίτης, Σαντιάγκο Μπερναμπέου, είχε βάλει στο ραντάρ του τον «αέρινο» Ολλανδό και προσπάθησε με κάθε τρόπο να τον εντάξει στο δυναμικό της ομάδας του.Όμως, ο Κρόιφ είχε συναισθηματικούς λόγους να επιλέξει μόνο μια από τις μεγάλες ομάδες του ισπανικού ποδοσφαίρου: την Μπαρτσελόνα. Εκεί είχε πάει ως προπονητής, μετά το πέρασμά του στον δικό μας Εθνικό Πειραιώς, ο άνθρωπος που εντόπισε πρώτος το ταλέντο του», ο Βίκτορ Μπάκιγχαμ. Εκεί ήταν στην τεχνική ηγεσία και εκείνος που τον βοήθησε να εκτοξευθεί με τη φανέλα του Άγιαξ, ο Ρίνους Μίχελς. Εκεί ήταν που είχε αισθανθεί αρκετό καιρό πριν, όταν πήγαινε διακοπές, πως θα είναι το επόμενο σπίτι του.
Όμως, η μετακόμιση στη Βαρκελώνη δεν θα ερχόταν ποτέ, εάν δεν είχε βρεθεί στον δρόμο του «Ιπτάμενου» εκείνος που ουσιαστικά του έδειξε την πόρτα της εξόδου. Στη δεκαετία του ’70 οι μεταγραφές ξένων ποδοσφαιριστών δεν ήταν τόσο εύκολες με σήμερα. Επίσης, στο Άμστερνταμ δεν είχαν κανέναν λόγο να διαλύσουν την ομάδα που είχε σαγηνεύσει τα ποδοσφαιρικά πλήθη και πήγαινε από τη μια διάκριση στην άλλη. Ούτε ο ίδιος ο Κρόιφ είχε σκοπό να φύγει από την Ολλανδία, τουλάχιστον όχι πριν το Μουντιάλ του 1974, που έμοιαζε μαθηματικά βέβαιο ότι θα κατέληγε σε «πορτοκαλί» χέρια.
Το μοιραίο λάθος και η επώδυνη αποχώρηση
Η έμπνευση των ανθρώπων του Αίαντα να αντικαταστήσουν τον πολύ πετυχημένο Ρουμάνο τεχνικό, Στέφαν Κόβατς (τον άνθρωπο που διαδέχθηκε τον Μίχελς) με τον Γκέοργκ Κνόμπελ, πρώην προπονητή της Μάαστριχτ, αποδείχθηκε εντελώς λανθασμένη. Δεν ήταν ότι δεν είχε ιδέες πάνω στο ποδόσφαιρο. Ως Ολλανδός, θα ήταν παράδοξο να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Φάνηκε, όμως, ότι δεν είχε τον τρόπο να κουμαντάρει ένα σύνολο γεμάτο φίρμες. Και ειδικά το μεγάλο της αστέρι, που δεν ήταν άλλος από τον Κρόιφ…
Το ημερολόγιο έγραφε 8 Αυγούστου του 1973, όταν ο Κνόμπελ πραγματοποίησε μια από τις συνηθισμένες ομιλίες των προπονητών, με τις οποίες εκείνοι προσπαθούν να εξηγήσουν στους παίκτες τους τον τρόπο με τον οποίον θέλει η ομάδα τους να παίζει. Θρυλείται ότι για κάποιες από τις ντίβες του Άγιαξ, ο λόγος του ήταν τόσο βαρετός, που έπεσαν μέχρι και χασμουρητά. Μέχρι που εκείνος τους πέταξε… τη βόμβα. «Ο Κρόιφ δεν θα είναι πλέον ο αρχηγός, εσείς μέσω ψηφοφορίας θα τον διαλέξετε». Λέγεται ότι η απόφαση αυτή δεν ήταν του νεοφερμένου προπονητή, αλλά του τότε προέδρου, Γιααπ φαν Πράαγκ, με τον οποίον οι σχέσεις δεν ήταν στο καλύτερο δυνατό επίπεδο. Μάλιστα, τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα, όταν ανακοινώθηκε πως οι επιλογή ήταν ο Πιτ Κάιζερ.
Αυτό ήταν! Ο εγωισμός του Κρόιφ δεν μπορούσε να αντέξει τέτοια προσβολή. Πήρε τηλέφωνο τον μάνατζερ και πεθερό του, Κορ Κόστερ, για να του πει να προχωρήσει τη μεταγραφή στους Καταλανούς, με τους οποίους είχε μιλήσει κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών του διακοπών στο Αλγκάρβε της Πορτογαλίας. Η ιστορία προχώρησε πολύ γρήγορα, ειδικά για τα δεδομένα της εποχής, και έτσι σε μικρό χρονικό διάστημα η Μπαρτσελόνα έκανε το μεγάλο «μπαμ». Με ένα εξωπραγματικό ποσό για τότε, ύψους 2 εκατομμυρίων δολαρίων, ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής του πλανήτη θα ντυνόταν στα μπλαουγκράνα. Κίνηση που είχε πολλαπλό συμβολισμό, καθώς η Μπάρτσα πήρε μέσα από τα χέρια της Ρεάλ τον παίκτη που τόσο πολύ ήθελε ο Μπερναμπέου.
Έφυγε ο Άγιαξ από τη μέση… ξεπήδησε η Μπάγερν
Το παιχνίδι με αντίπαλο την FC Άμστερνταμ και η νίκη με το εμφατικό 6-1 ήταν η τελευταία φορά που ο Κρόιφ φόρεσε τη φανέλα του Αίαντα. Η εξέλιξη αυτή θα επιδρούσε πολύ αρνητικά σε ολόκληρο το οικοδόμημα του Άγιαξ, όπως και του ολλανδικού ποδοσφαίρου κατ’ επέκταση. Η τρις σερί πρωταθλήτρια Ευρώπης ομάδας θα αποκλειόταν από την ταπεινή ΤΣΣΚΑ Σόφιας (ή ΤΣΣΚΑ Σεπτεμβριανή Σημαία όπως ονομαζόταν τότε) με συνολικό σκορ 2-1, νίκη 1-0 στην Ολλανδία και ήττα 2-0 στη ρεβάνς της Βουλγαρίας. Ήταν 7 Νοεμβρίου του 1973 όταν επέστρεψαν οι λέξεις «ήττα» και «αποκλεισμός» στο λεξιλόγιο της ομάδας που κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει μέχρι τότε. Μπορεί τα 10/11 του συνόλου να ήταν ίδια με τον τελικό της 30ης Μαΐου στο Βελιγράδι, αλλά έλειπε αυτός ο ένας...Ως συνήθως, τα λάθη των Ολλανδών, αυτοί που τα εκμεταλλεύονται με τον καλύτερο και πιο ωφέλιμο για εκείνους τρόπο είναι οι Γερμανοί. Η Μπάγερν Μονάχου είχε ήδη βγάλει μια δυναμική τα προηγούμενα χρόνια, την οποία και επιβεβαίωσε με την κατάκτηση της κορυφής στην Ευρώπη και το 1974, όπως και για τα επόμενα δύο χρόνια. Ένας πραγματικός χαλίφης στη θέση του χαλίφη, ο βαυαρικός σύλλογος… αντέγραψε την πορεία του Άγιαξ, ο οποίος το ίδιο διάστημα συνέχιζε τη διάλυσή του. Σχεδόν όλα τα του τα μεγάλα αστέρια του ολλανδικού συλλόγου σκόρπισαν σε άλλες ομάδες, ενώ η αρμάδα των Φραντς Μπεκενμπάουερ, Γκερντ Μίλερ, Ούλι Χένες και Σεπ Μάγιερ έχτιζε τη δική της αυτοκρατορία.
Την ίδια χρονιά που η Μπάγερν καθόταν στον θρόνο του Αίαντα, η Δυτική Γερμανία έκανε το μεγάλο βήμα και σε εθνικό επίπεδο, για να κατακτήσει την κορυφή του κόσμου, με το Παγκόσμιο Κύπελλο που διοργάνωσε στα εδάφη της. Ο τελικός έγινε στο… πλέον κατάλληλο έδαφος, το Μόναχο και το Ολυμπιακό Στάδιο της βαυαρικής πόλης. Οι «οράνιε» κέρδισαν πέναλτι στο 1ο λεπτό, ο Νέεσκενς το αξιοποίησε ένα λεπτό αργότερα και όλα έδειχναν θρίαμβο. Όμως, με την μπλαζέ αντιμετώπισή τους στο ματς, οι Δυτικογερμανοί πήραν τα πάνω τους και με γκολ των Πάουλ Μπράιντερ και Γκερντ Μίλερ έκαναν την ανατροπή μέχρι το ημίχρονο. Το 1-2 έμεινε μέχρι τέλους και η ομάδα του Κάιζερ στο προσωνύμιο και όχι στο επώνυμο σήκωσε την κούπα. Με άλλα λόγια, όλα μέσα σε λιγότερο από δώδεκα μήνες πήγαν στραβά για τους Ολλανδούς.
Η αγωνιστική ταυτότητα στην Μπάρτσα και η Μασία
Ο Κρόιφ πραγματοποίησε το επίσημο ντεμπούτο του με τους «μπλαουγκράνα» στις 28 Οκτωβρίου του 1973. Με τη συμβολή του και δύο γκολ, το σύνολο του Μίχελς επικράτησε 4-0. Όμως, τη μεγάλη παράσταση ο τρομερός Ολλανδός την κράτησε για τις 17 Φεβρουαρίου του 1974, όταν μέσα στην έδρα της Ρεάλ, απέδειξε γιατί τον ήθελε τόσο πολύ στην ομάδα του ο Μπερναμπέου. Η Μπάρτσα πέρασε σαν σίφουνας από τη Μαδρίτη με το επιβλητικό 0-5 και τον Ολλανδό να μην λείπει φυσικά από τον πίνακα των σκόρερ. Με μια εκπληκτική πορεία, οι Καταλανοί επέστρεψαν στην κορυφή της Ισπανίας μετά από 14 ολόκληρα χρόνια.Εκεί ήταν που ο Κρόιφ άρχισε να περνά σταδιακά τη φιλοσοφία του στην Μπαρτσελόνα, την οποία θα είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, όταν ανέλαβε και προπονητής της, κάνοντας ξανά το δρομολόγιο Άμστερνταμ - Βαρκελώνη. Το Κύπελλο Κυπελλούχων στην πρώτη του σεζόν, 1988-89, ήταν απλώς η αρχή. Ακολούθησαν ένα Κύπελλο Ισπανίας (1989-90), τέσσερα σερί πρωταθλήματα (1990-91 έως 1993-94), τρία Σούπερ Καπ Ισπανίας και φυσικά το Ευρωπαϊκό Κύπελλο του 1992, που συνοδεύτηκε με το Σούπερ Καπ Ευρώπης την ίδια χρονιά. Εκεί το «totaal voetbal» άρχισε να δομείται ξανά, αλλά εμφανίστηκε αρκετά χρόνια αργότερα, πάνω στις βάσεις που έβαλε εκείνος, με την ομάδα που καθοδήγησε τεχνικά ο Πεπ Γκουαρδιόλα.
Δεν θα γινόταν ποτέ αυτό, εάν όλο το σύστημα δουλειάς στις ολλανδικές ακαδημίες δεν μεταφερόταν και στους «μπαλουγκράνα». Η Μασία, δηλαδή η ανάδειξη ταλέντων από τα ίδια τα… σπλάχνα του συλλόγου, ήταν δικό του έργο. Με την προσωπικότητά του κατάφερε να πείσει τους ανθρώπους της Μπάρτσα να επενδύσουν στο όραμά του και τελικά να έλθει η δικαίωση! Ο Γκουαρδιόλα, ο Τσάβι, ο Αντρές Ινιέστα, ο Κάρλες Πουγιόλ, ο Σέρχιο Μπούσκετς, Λιονέλ Μέσι και τόσοι άλλοι ουσιαστικά αποτελούν δικά του «παιδιά». Κάτι που κανείς δεν μπορεί, ούτε το έχει αμφισβητήσει.
Ίσως, αυτός ήταν και ο λόγος που στη Βαρκελώνη μπορεί να θρήνησαν περισσότερο και από το Άμστερνταμ την απώλειά του πριν από δύο χρόνια. Ο Κροίφ προσπάθησε να ντριμπλάρει ακόμη έναν αντίπαλο, αλλά αυτός αποδείχθηκε πολύ σκληρός. Ο καρκίνος στους πνεύμονες, που προκλήθηκε λόγω της μεγάλης του λατρείας στο τσιγάρο, τον νίκησε στα 68 του χρόνια. Ήξερε ότι δύσκολα θα τη σκαπουλάρει, αλλά όπως και στο απόλυτο ποδόσφαιρο, έτσι και στη ζωή, οι ατέλειες δεν γίνεται να εξαφανιστούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου