Με αφορμή την παρουσίαση της Β’ Πράξης του εμβληματικού μουσικού δράματος Τριστάνος και Ιζόλδη από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (21.02), ξετυλίγουμε το κουβάρι της – αναμφίβολα ενδιαφέρουσας – πορείας του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Σε μία προσπάθεια να κατανοήσουμε τον άνθρωπο πίσω από τον ιδιοφυή, αλλά αμφιλεγόμενο, δημιουργό:
«Έχω ακούσει ότι η μουσική του Βάγκνερ είναι καλύτερη απ’ όσο ακούγεται», έλεγε σκωπτικά ο Αμερικανός συγγραφέας Μαρκ Τουέιν. Όμως, οι ομότεχνοί του, όπως ο Τόμαν Μανν, ο Μαρσέλ Προυστ αλλά και ο Τζέιμς Τζόις μάλλον διαφωνούσαν,
αφού η γοητεία που τους ασκούσε ο συνθέτης είναι εμφανής στα γραπτά τους. Άλλωστε, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η μουσική του Ρίχαρντ Βάγκνερ έχει αυτή τη μοναδική δύναμη: μπορεί να τη μισείς ή να τη λατρεύεις. Αποκλείεται, πάντως, να σε αφήσει αδιάφορο.
Οι συνθέσεις του είχαν – και συνεχίζουν, να έχουν – φανατικούς θαυμαστές, αλλά και ορκισμένους πολέμιους. Αλλά και ο ίδιος ο Ρίχαρντ Βάγκνερ έζησε θυελλώδη, γεμάτο συγκινήσεις, βίο. Μια ζωή παθιασμένη όπως ακριβώς θα περίμενε κανείς από μία τόσο ιδιαίτερη προσωπικότητα.
Σε ηλικία τεσσάρων ετών, ο Βάγκνερ έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική. Είναι η εποχή που παρακολουθεί τα μαθήματα του κάντορα του βασιλικού παρεκκλησίου, Καρλ Φρίντριχ Σμιτ. Η μουσική τον γοητεύει περισσότερο από τη ζωγραφική, παρά τις προσπάθειες του πατριού του να μεταδώσει το πάθος που ο ίδιος έτρεφε γι’ αυτή. Αυτό όμως που κατάφερε ο Γκέιερ ήταν να γοητευθεί ο μικρός Ρίχαρντ από το θέατρο, καθώς βρισκόταν συνεχώς στα παρασκήνια των παραστάσεών του. Έτσι, ο Βάγκνερ ξεκίνησε να συνθέτει μία έμμετρη τραγωδία 4.000 στίχων, στο πρότυπο του σαιξπηρικού Άμλετ, την οποία παρουσίασε – γεμάτος περηφάνια – στην οικογένειά του δύο χρόνια αργότερα. Όμως, οι αδελφές του όχι μόνο δεν εντυπωσιάστηκαν, αλλά κορόιδεψαν την πρωτόλεια δημιουργία του. Ο Ρίχαρντ, συντετριμμένος αλλά αποφασισμένος να αποδείξει σε όλους πόσο σπουδαίος ήταν, στράφηκε στη μουσική θεωρία και την ενορχήστρωση. Σκόπευε να συνθέσει μία όπερα, η οποία ήταν κατά τη γνώμη του η υψηλότερη μορφή τέχνης, αφού συνδύαζε δράμα, ποίηση, μουσική αλλά και θέαμα. Η συνολική αυτή εμπειρία είχε τη δύναμη, όπως σοφά υποστήριζε, να εξυψώσει την ανθρώπινη ύπαρξη. Άποψη που υπερασπίστηκε στην πράξη, αφού έμελλε να μείνει στην ιστορία για τη δημιουργία μουσικών δραμάτων. Για αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «ολικό έργο τέχνης».
«Έχω ακούσει ότι η μουσική του Βάγκνερ είναι καλύτερη απ’ όσο ακούγεται», έλεγε σκωπτικά ο Αμερικανός συγγραφέας Μαρκ Τουέιν. Όμως, οι ομότεχνοί του, όπως ο Τόμαν Μανν, ο Μαρσέλ Προυστ αλλά και ο Τζέιμς Τζόις μάλλον διαφωνούσαν,
αφού η γοητεία που τους ασκούσε ο συνθέτης είναι εμφανής στα γραπτά τους. Άλλωστε, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η μουσική του Ρίχαρντ Βάγκνερ έχει αυτή τη μοναδική δύναμη: μπορεί να τη μισείς ή να τη λατρεύεις. Αποκλείεται, πάντως, να σε αφήσει αδιάφορο.
Οι συνθέσεις του είχαν – και συνεχίζουν, να έχουν – φανατικούς θαυμαστές, αλλά και ορκισμένους πολέμιους. Αλλά και ο ίδιος ο Ρίχαρντ Βάγκνερ έζησε θυελλώδη, γεμάτο συγκινήσεις, βίο. Μια ζωή παθιασμένη όπως ακριβώς θα περίμενε κανείς από μία τόσο ιδιαίτερη προσωπικότητα.
Αγνώστου πατρός
Γεννημένος στις 22 Μαΐου 1813 στη Λειψία, ο μικρός Ρίχαρντ δεν γνώρισε τον πατέρα του, η ταυτότητα του οποίου παραμένει μυστήριο μέχρι σήμερα.Η μητέρα του, Γιοχάνα Ροσίνε, λέγεται ότι ανέφερε διάφορα πατρικά επώνυμα, σε μια προσπάθεια να αποκρύψει τη σχέση της με έναν Γερμανό πρίγκιπα. Πάντως, το πιο πιθανό είναι ότι ο Ρίχαρντ είναι γιος του πρώτου συζύγου της, Φρίντριχ Βάγκνερ, ο οποίος πέθανε από τύφο όταν ο Ρίχαρντ ήταν μόλις έξι μηνών, ή του Λούντβιχ Γκέιερ, τον οποίο η Γιοχάνα παντρεύτηκε λίγους μήνες αφότου χήρεψε. Μάλιστα, λέγεται ότι ο ίδιος ο Βάγκνερ πίστευε ακράδαντα ότι πραγματικός του πατέρας ήταν ο Γκέιερ, ο οποίος ήταν αρχικά φίλος της οικογένειας Βάγκνερ και γνωστός ηθοποιός, αξιόλογος ζωγράφος, αλλά και ποιητής.Σε ηλικία τεσσάρων ετών, ο Βάγκνερ έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική. Είναι η εποχή που παρακολουθεί τα μαθήματα του κάντορα του βασιλικού παρεκκλησίου, Καρλ Φρίντριχ Σμιτ. Η μουσική τον γοητεύει περισσότερο από τη ζωγραφική, παρά τις προσπάθειες του πατριού του να μεταδώσει το πάθος που ο ίδιος έτρεφε γι’ αυτή. Αυτό όμως που κατάφερε ο Γκέιερ ήταν να γοητευθεί ο μικρός Ρίχαρντ από το θέατρο, καθώς βρισκόταν συνεχώς στα παρασκήνια των παραστάσεών του. Έτσι, ο Βάγκνερ ξεκίνησε να συνθέτει μία έμμετρη τραγωδία 4.000 στίχων, στο πρότυπο του σαιξπηρικού Άμλετ, την οποία παρουσίασε – γεμάτος περηφάνια – στην οικογένειά του δύο χρόνια αργότερα. Όμως, οι αδελφές του όχι μόνο δεν εντυπωσιάστηκαν, αλλά κορόιδεψαν την πρωτόλεια δημιουργία του. Ο Ρίχαρντ, συντετριμμένος αλλά αποφασισμένος να αποδείξει σε όλους πόσο σπουδαίος ήταν, στράφηκε στη μουσική θεωρία και την ενορχήστρωση. Σκόπευε να συνθέσει μία όπερα, η οποία ήταν κατά τη γνώμη του η υψηλότερη μορφή τέχνης, αφού συνδύαζε δράμα, ποίηση, μουσική αλλά και θέαμα. Η συνολική αυτή εμπειρία είχε τη δύναμη, όπως σοφά υποστήριζε, να εξυψώσει την ανθρώπινη ύπαρξη. Άποψη που υπερασπίστηκε στην πράξη, αφού έμελλε να μείνει στην ιστορία για τη δημιουργία μουσικών δραμάτων. Για αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «ολικό έργο τέχνης».
Από τη βασιλική αυλή, στα οδοφράγματα της Δρέσδης
Μπορεί το μεγάλο πάθος του Ρίχαρντ Βάγκνερ να ήταν η τέχνη και ιδιαίτερα η μουσική, αλλά πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή του έπαιξαν και οι γυναίκες, με τις σχέσεις του να είναι πάντα έντονες και θυελλώδεις.
Όταν το 1834 προσελήφθη ως διευθυντής σε έναν θίασο όπερας στο Μαγδεμβούργο, γνώρισε και ερωτεύτηκε την ηθοποιό Μίνα Πλάνερ, με την οποία σύντομα παντρεύτηκαν. Όμως, ο άστατος και εκρηκτικός χαρακτήρας του Βάγκνερ του στέρησε πολλές ευκαιρίες, με αποτέλεσμα το ζευγάρι να αναγκάζεται να μεταναστεύει διαρκώς, όπου του πρόσφεραν εργασία.
Μετά την επιτυχημένη πρεμιέρα της όπερας Ριέντζι στη Δρέσδη, προσελήφθη ως διευθυντής χορωδίας στη βασιλική Αυλή της Σαξονίας, θέση στην οποία έμεινε – προς μεγάλη έκπληξη όλων – για κάποια χρόνια. Εκεί, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ δεν γνώρισε μόνο την αριστοκρατία, αλλά και τους ριζοσπάστες δημοκρατικούς και αναρχικούς, μαζί με τους οποίους βρέθηκε στα οδοφράγματα της Δρέσδης το 1848. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, ο Βάγκνερ μοίραζε αντιβασιλικά φυλλάδια και φυλούσε σκοπιά σε έναν ψηλό πύργο καλυμμένο με στρώματα, για προστασία από τις σφαίρες. Όταν η εξέγερση καταπνίγηκε, ο ίδιος θα αντιμετώπιζε δίκη, φυλάκιση ή ακόμη και εκτέλεση. Ετσι, κατέφυγε στη Βαϊμάρη, με τη βοήθεια του Φραντς Λιστ. Μαζί του ήταν η Μίνα, ο σκύλος τους Πεπς και ένας παπαγάλος που δεν αποχωριζόταν ποτέ – αλλά όχι τα γραπτά του, τα οποία είχαν ήδη κατασχεθεί από πιστωτές.
Η Μίνα σύντομα τον εγκατέλειψε για άλλον άνδρα, αλλά ο Ρίχαρντ δεν πτοήθηκε, ίσως μάλιστα να αισθάνθηκε και ανακουφισμένος που δεν θα χρειαζόταν να κρύβει πια τις σχέσεις του με νεαρές κυρίες της αριστοκρατίας, που ήταν πάντα πρόθυμες να τον χρηματοδοτήσουν. Μετακόμισε στη Ζυρίχη, όπου η έμπνευση του χτύπησε την πόρτα. Εκεί δημιούργησε τον πρώτο Κύκλο του Δαχτυλιδιού των Νίμπελουνγκ και ολοκλήρωσε τις δύο πρώτες του όπερες: το Χρυσάφι του Ρήνου το 1854 και τις Βαλκυρίες το 1856.
Το 1864, ο Βάγκνερ ήταν πλέον πάμπτωχος, αλλά η τύχη δεν άργησε να του χαμογελάσει ξανά. Ο 18χρονος βασιλιάς Λουδοβίκος Β’ της Βαυαρίας λάτρευε τα έργα του κι έτσι τον κάλεσε στο Μόναχο, τακτοποίησε τα εκκρεμή χρέη και του προσέφερε έναν γενναίο μισθό.
Ο Βάγκνερ φυσικά δέχθηκε την πρόσκληση, υπό έναν όρο:να βρεθεί μία θέση για τον φίλο του, Χανς φον Μπύλοφ - ταλαντούχο συνθέτη και πρώην προστατευόμενο του Φραντς Λιστ. Πίσω όμως από τη φαινομενικά ανιδιοτελή αυτή πράξη υπήρχε το cherchez la femme (αναζητείστε τη γυναίκα). Ο Βάγκνερ δεν ήταν όσο δοτικός όσο έδειχνε. Απλώς επιθυμούσε να έχει κοντά του τη σύζυγο του φον Μπύλοφ και κόρη του Φραντς Λιστ, Κόζιμα.
Όταν το 1834 προσελήφθη ως διευθυντής σε έναν θίασο όπερας στο Μαγδεμβούργο, γνώρισε και ερωτεύτηκε την ηθοποιό Μίνα Πλάνερ, με την οποία σύντομα παντρεύτηκαν. Όμως, ο άστατος και εκρηκτικός χαρακτήρας του Βάγκνερ του στέρησε πολλές ευκαιρίες, με αποτέλεσμα το ζευγάρι να αναγκάζεται να μεταναστεύει διαρκώς, όπου του πρόσφεραν εργασία.
Μετά την επιτυχημένη πρεμιέρα της όπερας Ριέντζι στη Δρέσδη, προσελήφθη ως διευθυντής χορωδίας στη βασιλική Αυλή της Σαξονίας, θέση στην οποία έμεινε – προς μεγάλη έκπληξη όλων – για κάποια χρόνια. Εκεί, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ δεν γνώρισε μόνο την αριστοκρατία, αλλά και τους ριζοσπάστες δημοκρατικούς και αναρχικούς, μαζί με τους οποίους βρέθηκε στα οδοφράγματα της Δρέσδης το 1848. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, ο Βάγκνερ μοίραζε αντιβασιλικά φυλλάδια και φυλούσε σκοπιά σε έναν ψηλό πύργο καλυμμένο με στρώματα, για προστασία από τις σφαίρες. Όταν η εξέγερση καταπνίγηκε, ο ίδιος θα αντιμετώπιζε δίκη, φυλάκιση ή ακόμη και εκτέλεση. Ετσι, κατέφυγε στη Βαϊμάρη, με τη βοήθεια του Φραντς Λιστ. Μαζί του ήταν η Μίνα, ο σκύλος τους Πεπς και ένας παπαγάλος που δεν αποχωριζόταν ποτέ – αλλά όχι τα γραπτά του, τα οποία είχαν ήδη κατασχεθεί από πιστωτές.
Η Μίνα σύντομα τον εγκατέλειψε για άλλον άνδρα, αλλά ο Ρίχαρντ δεν πτοήθηκε, ίσως μάλιστα να αισθάνθηκε και ανακουφισμένος που δεν θα χρειαζόταν να κρύβει πια τις σχέσεις του με νεαρές κυρίες της αριστοκρατίας, που ήταν πάντα πρόθυμες να τον χρηματοδοτήσουν. Μετακόμισε στη Ζυρίχη, όπου η έμπνευση του χτύπησε την πόρτα. Εκεί δημιούργησε τον πρώτο Κύκλο του Δαχτυλιδιού των Νίμπελουνγκ και ολοκλήρωσε τις δύο πρώτες του όπερες: το Χρυσάφι του Ρήνου το 1854 και τις Βαλκυρίες το 1856.
Cherchez la femme
Το 1860, οι γερμανικές αρχές του παραχώρησαν μερική αμνηστία κι έτσι ο Ρίχαρντ επέστρεψε στη Γερμανία, όπου αναλώθηκε στις προσπάθειες να βρει στέγη και χρηματοδότη για τις όπερές του. Το 1861, ο Τανχώυζερ ανέβηκε μεν στο Παρίσι αλλά αποδείχθηκε τεράστιο φιάσκο, ενώ η πρεμιέρα του Τριστάνος και Ιζόλδη ματαιώθηκε μετά από 70 και πλέον πρόβες, λόγω της εξαιρετικά πολύπλοκης μουσικής, που θεωρήθηκε αδύνατον να ερμηνευθεί.Το 1864, ο Βάγκνερ ήταν πλέον πάμπτωχος, αλλά η τύχη δεν άργησε να του χαμογελάσει ξανά. Ο 18χρονος βασιλιάς Λουδοβίκος Β’ της Βαυαρίας λάτρευε τα έργα του κι έτσι τον κάλεσε στο Μόναχο, τακτοποίησε τα εκκρεμή χρέη και του προσέφερε έναν γενναίο μισθό.
Ο Βάγκνερ φυσικά δέχθηκε την πρόσκληση, υπό έναν όρο:να βρεθεί μία θέση για τον φίλο του, Χανς φον Μπύλοφ - ταλαντούχο συνθέτη και πρώην προστατευόμενο του Φραντς Λιστ. Πίσω όμως από τη φαινομενικά ανιδιοτελή αυτή πράξη υπήρχε το cherchez la femme (αναζητείστε τη γυναίκα). Ο Βάγκνερ δεν ήταν όσο δοτικός όσο έδειχνε. Απλώς επιθυμούσε να έχει κοντά του τη σύζυγο του φον Μπύλοφ και κόρη του Φραντς Λιστ, Κόζιμα.
Ο Λουδοβίκος ικανοποίησε την επιθυμία του κι έτσι οι φον Μπύλοφ έγιναν γείτονες του Βάγκνερ, ενώ το 1865 γεννήθηκε η Ιζόλδη, καρπός του παράνομου δεσμού της Κόζιμα με τον Ρίχαρντ.
Το σκάνδαλο τάραξε το Μόναχο, το οποίο ούτως ή άλλως θεωρούσε
προκλητικά τα ποσά που ξόδευε ο Λουδοβίκος για τις περίτεχνες παραγωγές
του Βάγκνερ, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε απόλυση. Ο Ρίχαρντ επέστρεψε στην Ελβετία μαζί με την Κόζιμα, η οποία το 1867 έφερε στον κόσμο τη δεύτερη κόρη τους, Εύα και το 1870 τον γιο τους, Ζίγκφριντ.
Η
πρώτη σύζυγος του Βάγκνερ, Μίνα Πλάνερ, πέθανε το 1866 και ο φον Μπύλοφ
αναγκάστηκε να δώσει διαζύγιο στην Κόζιμα το 1870, ώστε να μπορέσει το
μέχρι τότε παράνομο ζευγάρι να παντρευτεί.
Φυσικά, μία τόσο φιλόδοξη προσωπικότητα δεν θα μπορούσε παρά να θεωρεί ότι οι συμβατικές αίθουσες συναυλιών δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν το αριστούργημά του. Ο Βάγκνερ φανταζόταν ένα κτίριο σχεδιασμένο μόνο γι’ αυτόν, όπου όλος ο Κύκλος θα παιζόταν κάθε χρόνο, υπό τον απόλυτο έλεγχό του. Έτσι, το 1872 μετακομίζει με την Κόζιμα στο Μπαϊρόιτ της βόρειας Βαυαρίας, όπου διευθύνει όντως κάθε πτυχή της παράστασης: από την αρχιτεκτονική μέχρι τα κοστούμια. Λέγεται, μάλιστα, ότι συχνά επεδείκνυε στους τραγουδιστές πώς να ερμηνεύουν τους ρόλους τους, περιφερόμενος επί σκηνής ως γριά παρθένα του Ρήνου με αραιά μαλλιά.
Στην πρεμιέρα του Δαχτυλιδιού, τον Αύγουστο του 1876, στο κοινό βρίσκονταν εξέχουσες προσωπικότητες, όπως ο Κάιζερ Γουλιέλμος, αλλά και ο αυτοκράτορας της Βραζιλίας. Φευ, η παράσταση δεν έμελλε να έχει την αναμενόμενη επιτυχία. Αφενός λόγω τεχνικών προβλημάτων (που θα είχαν ίσως αποφευχθεί αν ο Ρίχαρντ δεν ήταν τόσο μεγαλομανής). Αφετέρου γιατί πέφτοντας η αυλαία, οι Βάγκνερ ανακάλυψαν ότι είχαν ένα χρέος 148.000 μάρκων. Ευτυχώς, για μία ακόμη φορά, οι εισφορές του γενναιόδωρου βασιλιά Λουδοβίκου διέσωσαν το θέατρο.
Το Δαχτυλίδι των Νίμπελουνγκ και το Μπαϊρόιτ
Η δημιουργικότητά του Βάγκνερ έφτασε τότε στο ζενίθ της. Το 1871 ολοκλήρωσε την όπερα Ζίγκφριντ και το 1874 το Λυκόφως των θεών, ενώ σύντομα τελείωσε και την τετραλογία του Δαχτυλιδιού, το οποίο θεωρούσε ως το έργο που άγγιζε την έννοια του Gesamtkunstwerk, δηλαδή του ιδανικού/ολικού έργου τέχνης. Εκεί βρίσκουμε και την πλέον εμβληματική χρήση του leitmotiv. Δηλαδή, του καθοδηγητικού μοτίβου που ανέπτυξε ο Βάγκνερ, το οποίο συνίσταται στην αξιοποίηση ενός μοτίβου ή μουσικού θέματος ως εκπρόσωπου για κάθε ήρωα, αντικείμενο ή βασική ιδέα του έργου (ή πολλών έργων στην περίπτωση του Δαχτυλιδιού).Φυσικά, μία τόσο φιλόδοξη προσωπικότητα δεν θα μπορούσε παρά να θεωρεί ότι οι συμβατικές αίθουσες συναυλιών δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν το αριστούργημά του. Ο Βάγκνερ φανταζόταν ένα κτίριο σχεδιασμένο μόνο γι’ αυτόν, όπου όλος ο Κύκλος θα παιζόταν κάθε χρόνο, υπό τον απόλυτο έλεγχό του. Έτσι, το 1872 μετακομίζει με την Κόζιμα στο Μπαϊρόιτ της βόρειας Βαυαρίας, όπου διευθύνει όντως κάθε πτυχή της παράστασης: από την αρχιτεκτονική μέχρι τα κοστούμια. Λέγεται, μάλιστα, ότι συχνά επεδείκνυε στους τραγουδιστές πώς να ερμηνεύουν τους ρόλους τους, περιφερόμενος επί σκηνής ως γριά παρθένα του Ρήνου με αραιά μαλλιά.
Στην πρεμιέρα του Δαχτυλιδιού, τον Αύγουστο του 1876, στο κοινό βρίσκονταν εξέχουσες προσωπικότητες, όπως ο Κάιζερ Γουλιέλμος, αλλά και ο αυτοκράτορας της Βραζιλίας. Φευ, η παράσταση δεν έμελλε να έχει την αναμενόμενη επιτυχία. Αφενός λόγω τεχνικών προβλημάτων (που θα είχαν ίσως αποφευχθεί αν ο Ρίχαρντ δεν ήταν τόσο μεγαλομανής). Αφετέρου γιατί πέφτοντας η αυλαία, οι Βάγκνερ ανακάλυψαν ότι είχαν ένα χρέος 148.000 μάρκων. Ευτυχώς, για μία ακόμη φορά, οι εισφορές του γενναιόδωρου βασιλιά Λουδοβίκου διέσωσαν το θέατρο.
Η
υγεία του Βάγκνερ είχε αρχίσει να κλονίζεται, ένιωθε συχνά πόνους στο
στήθος, αλλά το πάθος του για τις γυναίκες παρέμενε αμείωτο. Η Κόζιμα υποπτευόταν ότι ο Ρίχαρντ είχε παράλληλη σχέση. Ο λόγος για την ταλαντούχα Αγγλίδα σοπράνο Κάρι Πρινγκλ, η οποία τον χειμώνα του 1882 ζήτησε να επισκεφθεί τους Βάγκνερ στη Βενετία. Τότε,
το ζευγάρι λογομάχησε έντονα. Μετά τους έντονους λεκτικούς
διαξιφισμούς, η Κόζιμα – που σπάνια έπαιζε πιάνο – ερμήνευσε μία σύνθεση
του πατέρα της, Φραντς Λιστ, τον οποίο πλέον ο Βάγκνερ απεχθανόταν καθώς είχε αντιταχθεί σθεναρά στον γάμο τους. Εκείνη τη στιγμή, λέγεται ότι ο Ρίχαρντ έπαθε τη θανάσιμη καρδιακή προσβολή.
Το
φέρετρο μεταφέρθηκε στο Μπαϊρόιτ για την ταφή και έκτοτε η Κόζιμα
αφιέρωσε τη ζωή της στην προώθηση της πνευματικής κληρονομιάς του. Το Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ , το οποίο πλέον διευθύνουν οι δισέγγονές του, Εύα και Κατερίνα Βάγκνερ, έγινε ετήσιος θεσμός.
Μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να αποτελεί κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός,
αλλά και σημείο συνάντησης για όλους όσοι αγαπούν τη γερμανική όπερα και
ειδικά τα μουσικά δράματα του πρωτοπόρου συνθέτη.
«Δεν μπορώ να ακούσω Βάγκνερ για πολλή ώρα. Με πιάνει μια επιθυμία να εισβάλω στην Πολωνία»
Βέβαια, η υστεροφημία του Βάγκνερ δεν περιέχει μόνο τις λαμπρές σελίδες του Μπαϊρόιτ και την αγάπη των ακροατών μέχρι τις μέρες μας. Γνωστός είναι επίσης ο αντισημιτισμός τον οποίο εξέφραζε, ο οποίος αποτυπώνεται άλλωστε στο Εβραϊκό Στοιχείο στη Μουσική (1849). Πολλοί πιστεύουν ότι ήταν αποτέλεσμα της ζηλόφθονης φύσης του, που είχε πληγεί εξαιτίας της δημοφιλίας που απολάμβαναν στην Ευρώπη, συνθέτες εβραϊκής καταγωγής, όπως ο Φέλιξ Μέντελσον. Στους Εβραίους ομότεχνούς του, ο Βάγκνερ καταλόγιζε πάντως «ρηχότητα» και «επιτήδευση» επειδή, ήταν εμφανώς αποκομμένοι από τη γνήσια γερμανική ψυχή, όπως έλεγε. Κεντρικό ερώτημα παραμένει η επιρροή που άσκησαν τα γραπτά του στον μετέπειτα Φύρερ, Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος λέγεται ότι διάβαζε όλα τα κείμενα του Βάγκνερ κατά την περίοδο συγγραφής του «Ο αγών μου». Μένει επίσης, να απαντηθεί το αν ο ίδιος ο συνθέτης συμμεριζόταν τις πρακτικές εκτοπισμού και τη φυσική εξόντωση των Εβραίων αλλά και κατά πόσο ο Χίτλερ πήρε από εκείνον ιδέες για την εξωφρενική Τελική Λύση. Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την καλλιτεχνική του αξία, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ δεν απέφυγε την ταύτιση, τόσο του ίδιου αλλά ακόμα και του έργου του, με τον αντισημιτισμό και τον ναζισμό. Χαρακτηριστικά, ο εβραϊκής καταγωγής Αμερικανός κωμικός και σκηνοθέτης, Γούντι Άλεν, έχει πει χαρακτηριστικά: Δεν μπορώ να ακούσω Βάγκνερ για πολλή ώρα. Με πιάνει μια επιθυμία να εισβάλω στην Πολωνία.Info: Παρ., 21 Φεβ. 2020 20:30πηγη αθρου
ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ
Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου