Γράφει η ιστορικός ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Η ελληνική πολιτεία αλλά και το κόμμα στο οποίο έταξε εαυτόν τον καταδίκασαν. Όμως, 60 χρόνια μετά την εκτέλεση, η εμβληματική μορφή του Νίκου Πλουμπίδη παραμένει ζωντανή στη συλλογική μνήμη και στην ιστορία που τον δικαίωσε.
Πέντε χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, στις 14 Αυγούστου 1954, ο Νίκος Πλουμπίδης έπεφτε νεκρός από τα πυρά του στρατιωτικού εκτελεστικού αποσπάσματος. Η εκτέλεσή του, αν και δεν ήταν η τελευταία -όπως γενικά θεωρείται- στη μεγάλη σειρά των θανατικών καταδικών που οργάνωσε το αυταρχικό εμφυλιοπολεμικό και μετεμφυλιοπολεμικό κράτος, ήταν μάλλον απρόσμενη. Ανέτρεπε πάγιες κυβερνητικές πρακτικές που επιστρατεύονταν συμπληρωματικά στη «μάχη κατά του κομμουνισμού» μέσα από την κατασκευή, συντήρηση και προβολή των πάσης φύσεως εσωκομματικών κομμουνιστικών συγκρούσεων. Ειδικά μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, η ελληνική πολιτεία είχε κάθε λόγο να κρατήσει ενεργή, να ενισχύσει και να προβάλει την αντιπαράθεση της εξόριστης κομμουνιστικής ηγεσίας με τον βασικό εκπρόσωπο του παράνομου κομματικού μηχανισμού στην Ελλάδα, τον Νίκο Πλουμπίδη. Με αυτή την έννοια, η συγκεκριμένη εκτέλεση φαίνεται και πολιτικά ασύμφορη.
Αποτέλεσμα ζήλου των διωκτικών μηχανισμών, της αντικομμουνιστικής υστερίας που χαρακτήρισε την ψυχροπολεμική εποχή, αλλά και προσωπικής εμπάθειας, η εκτέλεση του Πλουμπίδη ορίζει το τέλος μιας τραγικής πορείας, η οποία καθορίζεται από δυο γεγονότα: την καταδίκη από το κόμμα τον Φεβρουάριο του 1952 και τη σύλληψη από τις ελληνικές αρχές τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Ακολούθησε η δίκη τον Ιούλιο του 1953 στο έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών, η καταδίκη «δις εις θάνατον» και η εκτέλεση, τα χαράματα της 14ης Αυγούστου 1954, στο Δαφνί.
Στην πράξη ο Πλουμπίδης πέρασε σχεδόν ταυτόχρονα από δύο δικαστήρια, ένα τυπικό και ένα άτυπο, αντιμετωπίζοντας τις πλέον οριακές κατηγορίες: αυτή του «αδίσταχτου κομμουνιστή» που του απέδωσαν οι διωκτικές αρχές και την άλλη του «από 27ετίας χαφιέ» σύμφωνα με την ετυμηγορία της κομματικής ηγεσίας. Την κατηγορία ότι είναι κομμουνιστής την ομολόγησε, την αποδέχτηκε και την υπερασπίστηκε δημόσια στο έκτακτο στρατοδικείο, όπως και σε κάποιες συνεντεύξεις του στον Τύπο της εποχής, υπεραμυνόμενος των προσωπικών του επιλογών και των πολιτικών θέσεων της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Την κομματική κατηγορία, ωστόσο, την αντιμετώπισε με διαφορετικό τρόπο. Αρνούμενος ότι είναι προδότης του κόμματος και χαφιές, όπως του καταλόγισε το Πολιτικό Γραφείο, απέδωσε την απόφαση της ηγεσίας Ζαχαριάδη σε λανθασμένη -λόγω της απόστασης- ενημέρωσή της. Επιδόθηκε έτσι σε μια παράλληλη προσπάθεια διαφύλαξης τόσο του κύρους του κόμματος και της ηγεσίας του όσο και του ιδίου και της κομματικής του διαδρομής. Ως προτεραιότητα, ωστόσο, έθεσε και πάλι το κόμμα και το κομματικό συμφέρον.
Ο Πλουμπίδης με τη στάση του προέταξε την ενότητα της κομμουνιστικής συλλογικότητας, την εσωκομματική πειθαρχία και την υπεράσπιση της κομμουνιστικής ιδεολογίας. «Το στίγμα του χαφιέ δεν κολλάει σε μένα γιατί και το παρελθόν μου και το παρόν μου είναι καθαρά σαν το κρύσταλλο» έγραφε σε ένα από τα ιδιόχειρα σημειώματά του προς την οικογένεια, στις αρχές του 1954, χωρίς να αμφισβητήσει μέχρι το τέλος την εμπιστοσύνη του στο δίκαιο και στην αλήθεια που θα αποδοθεί από το κόμμα στον μέλλοντα χρόνο.
Βεβαίως, η εκτέλεση δεν έδωσε τη λύση, ούτε έφερε την κάθαρση. Μέσα από τις συνεχιζόμενες μετά θάνατον διά του παράνομου ραδιοφωνικού σταθμού του ΚΚΕ καταγγελίες για τα «λύτρα της προδοσίας», νεκρός, ο Πλουμπίδης συνέχισε να αποτελεί μια ανοικτή «κομματική υπόθεση». Η υπόθεση αυτή ταλάνισε την οικογένεια, το κόμμα και την Αριστερά γιατί, παρά την αποκατάσταση το 1958, η διαχείρισή της από τις μετέπειτα κομματικές ηγεσίες δεν εναρμονίστηκε σε όσα διέσωζε η συλλογική μνήμη.
Το βασικότερο είναι ότι εγκλώβισε για δεκαετίες τη συζήτηση σε συγκεκριμένα ζητήματα. Η σκληρότητα της κομματικής ηγεσίας και των μηχανισμών της, το κυνήγι μαγισσών και οι ανταγωνισμοί των κομματικών ελίτ, ο αποκλεισμός και οι σιωπές, οργάνωσαν μια θεματική συζήτησης με πρωταγωνιστές το θύμα και τους θύτες του. Ο Πλουμπίδης αναδείχθηκε έτσι στον συλλογικό μάρτυρα της αντισταλινικής και ανανεωτικής Αριστεράς, σε μάρτυρα που με αυτοθυσία επωμίστηκε τα λάθη και ενσάρκωσε με αξιοπρέπεια αξίες, όπως η σταθερότητα και η απόλυτη αφοσίωση στο κόμμα.
Εικόνες και μεταφορές που διατηρούνται ακόμη ζωντανές άφησαν στο περιθώριο, πρακτικά ανεκμετάλλευτες, πτυχές της πολιτικής προσωπικότητας του ηγετικού στελέχους. Με άλλα λόγια, η «κομματική υπόθεση» επισκίασε τον πολιτικό Πλουμπίδη, γιατί και σε αυτό το επίπεδο η πολιτική του παρουσία αποτυπώθηκε με κυρίαρχη αναφορά την εικαζόμενη αντιπαλότητά του με τον Νίκο Ζαχαριάδη. Η εμπλοκή του στις εσωκομματικές διαμάχες την περίοδο 1939-1942, οι σχέσεις του με την Παλιά Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ και ο χαρακτηρισμός ως πλαστού του «ανοιχτού γράμματος» του γραμματέα του ΚΚΕ τον Νοέμβριο του 1940, η μη επανεκλογή του στο Πολιτικό Γραφείο από το 7ο Συνέδριο του κόμματος το φθινόπωρο του 1945, όπως και η ανάληψη στη σκληρότερη φάση του εμφυλίου πολέμου -μετά τη σύλληψη του Στέργιου Αναστασιάδη, τον Μάρτιο του 1949- της ευθύνης του παράνομου κλιμακίου της Αθήνας και ο χειρισμός της υπόθεσης Μπελογιάννη σκιαγραφούν βεβαίως το πολιτικό προφίλ ενός ασκητικού και, παρά την ασθένεια, δυναμικού στελέχους. Επαρκούν άραγε για να απαντήσουν στο ερώτημα: Ποιος ήταν εν τέλει ο πολιτικός Πλουμπίδης ή πώς ο Πλουμπίδης αντιλαμβανόταν εντός και εκτός του κόμματος την πολιτική;
«Η πολιτική δεν είναι παιγνίδι, ούτε τύχη, ούτε εύκολο πράγμα. Είναι ολόκληρη επιστήμη, με τους νόμους της και τους κανόνες της» έγραφε σε ένα ακόμη ιδιόχειρο σημείωμά του τον Μάρτιο του 1954. Την επιστήμη αυτή φαίνεται ότι τη σπούδασε καθημερινά μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ και την κατανόησε στη ζύμωσή του με την κοινωνία και τον συνδικαλισμό. Την σπούδασε ήδη από τον μεσοπόλεμο, στα χρόνια της ανάπτυξης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, στις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις με την Ενωτική ΓΣΣΕ και στις ποικίλες ανταλλαγές του μέσα στα «όργανα και τα σώματα» του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στη Μόσχα. Ο δάσκαλος από τα Λαγκάδια της Αρκαδίας, ο «κόκκινος δάσκαλος» με την «άρτια μαρξιστική κατάρτιση» φαίνεται ότι δεν αρκέστηκε στα κεκτημένα.
Υπέρμαχος της δημιουργίας του Μετώπου Εθνικής Σωτηρίας, που προωθεί από την έκρηξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1939, η Παλαιά Κεντρική Επιτροπή, ο Πλουμπίδης, φυματικός, εργάστηκε μέσα από το Σανατόριο της «Σωτηρίας» στη διαμόρφωση των θέσεων για τη «μαζική πολιτική πάλη» τις παραμονές της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα. Αν η επίσημη «κομματική ιστορία» κράτησε στην ομίχλη αυτή την εκ των πραγμάτων σκοτεινή για τους Έλληνες κομμουνιστές περίοδο, είναι σαφές ότι η πολιτική απάντηση στους κατακτητές με γενικές απεργίες και λαϊκές κινητοποιήσεις, που έπεσε τότε στο κενό εξαιτίας των δυσλειτουργιών του κόμματος, έβρισκε γόνιμο έδαφος στα χρόνια που ακολούθησαν.
Μέλος του Πολιτικού Γραφείου, από τον Δεκέμβριο του 1942, καθοδηγεί την Κομματική Οργάνωση της Αθήνας στη μαζικότερη διαδήλωση που γνώρισε η κατεχόμενη Ευρώπη κατά της πολιτικής επιστράτευσης, στις 3 Μαρτίου του 1943.
Ο άνθρωπος του κομματικού ταμείου και των ειδικών μηχανισμών, ο «Μπάρμπας» της παρανομίας και της συνωμοτικότητας, γνώριζε εξίσου καλά τους «νόμους και τους κανόνες» της πολιτικής των μετώπων και την αξία του μαζικού κινήματος. Αντιπρόσωπος στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς που έδωσε, το 1935, το πράσινο φως στους ανά την υφήλιο κομμουνιστές για τη δημιουργία των Λαϊκών Μετώπων, μετουσίωσε σε πολιτική συνείδηση την εμπειρία του από το ελληνικό πατριωτικό μέτωπο των χρόνων της Αντίστασης, το ΕΑΜ. Για τον Πλουμπίδη το κόμμα δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς το μέτωπο και το μέτωπο χωρίς το κόμμα.
Εκπρόσωπος του κλιμακίου του παράνομου στην Ελλάδα ΚΚΕ, στις εξαιρετικά δύστοκες μετεμφυλιοπολεμικές συνθήκες και μέσα από την πιο βαθιά παρανομία, ανέλαβε την ευθύνη της εφαρμογής των αποφάσεων για τη συγκρότηση του Πανδημοκρατικού Μετώπου από τα τέλη του 1949. Ο Πλουμπίδης και «μια χούφτα άνθρωποι» ανέσυραν από τις στάχτες την ηττημένη Αριστερά, της έδωσαν πνοή, στις εκλογές του Μαρτίου του 1950, μέσα από τις γραμμές της Δημοκρατικής Παράταξης. Λίγους μήνες αργότερα της έδιναν υπόσταση με την ίδρυση ενός πολιτικού σχήματος, του Δημοκρατικού Συναγερμού.
Η τρίτη φάση ήταν η δυσκολότερη. Παροπλισμένος κομματικά, ο Πλουμπίδης, ενώ ετοιμάζεται να φύγει για το εξωτερικό κατόπιν εντολής του Πολιτικού Γραφείου, έδωσε την κρισιμότερη, ίσως, μάχη στην πολιτική του ζωή. Ακροβατώντας ανάμεσα στις μισαλλόδοξες οδηγίες του Πολιτικού Γραφείου, στους διαγκωνισμούς του δεύτερου καθοδηγητικού κέντρου, των φυλακισμένων στου Αβέρωφ και των πρόσφατα απολυμένων Μακρονησιωτών, διαχειριζόμενος τις απώλειες των συντρόφων, τους εκβιασμούς αλλά και τα αιτήματα των υποψήφιων εταίρων, ο Πλουμπίδης διέσωσε το μετωπικό σχήμα της ΕΔΑ, που κινδύνευσε να διαρραγεί πριν καν από τη συγκρότησή του. Την οδήγησε στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 και άνοιξε τον δρόμο στο μέτωπο εκείνο που έφερε το ΚΚΕ και την Αριστερά στην αντίπερα όχθη.
Ήταν η τελευταία πολιτική πράξη πριν από τη διπλή δίκη και την τραγική κατάληξη «εν στόματι ρομφαίας».
Η ελληνική πολιτεία αλλά και το κόμμα στο οποίο έταξε εαυτόν τον καταδίκασαν. Όμως, 60 χρόνια μετά την εκτέλεση, η εμβληματική μορφή του Νίκου Πλουμπίδη παραμένει ζωντανή στη συλλογική μνήμη και στην ιστορία που τον δικαίωσε.
Πέντε χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, στις 14 Αυγούστου 1954, ο Νίκος Πλουμπίδης έπεφτε νεκρός από τα πυρά του στρατιωτικού εκτελεστικού αποσπάσματος. Η εκτέλεσή του, αν και δεν ήταν η τελευταία -όπως γενικά θεωρείται- στη μεγάλη σειρά των θανατικών καταδικών που οργάνωσε το αυταρχικό εμφυλιοπολεμικό και μετεμφυλιοπολεμικό κράτος, ήταν μάλλον απρόσμενη. Ανέτρεπε πάγιες κυβερνητικές πρακτικές που επιστρατεύονταν συμπληρωματικά στη «μάχη κατά του κομμουνισμού» μέσα από την κατασκευή, συντήρηση και προβολή των πάσης φύσεως εσωκομματικών κομμουνιστικών συγκρούσεων. Ειδικά μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, η ελληνική πολιτεία είχε κάθε λόγο να κρατήσει ενεργή, να ενισχύσει και να προβάλει την αντιπαράθεση της εξόριστης κομμουνιστικής ηγεσίας με τον βασικό εκπρόσωπο του παράνομου κομματικού μηχανισμού στην Ελλάδα, τον Νίκο Πλουμπίδη. Με αυτή την έννοια, η συγκεκριμένη εκτέλεση φαίνεται και πολιτικά ασύμφορη.
Αποτέλεσμα ζήλου των διωκτικών μηχανισμών, της αντικομμουνιστικής υστερίας που χαρακτήρισε την ψυχροπολεμική εποχή, αλλά και προσωπικής εμπάθειας, η εκτέλεση του Πλουμπίδη ορίζει το τέλος μιας τραγικής πορείας, η οποία καθορίζεται από δυο γεγονότα: την καταδίκη από το κόμμα τον Φεβρουάριο του 1952 και τη σύλληψη από τις ελληνικές αρχές τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Ακολούθησε η δίκη τον Ιούλιο του 1953 στο έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών, η καταδίκη «δις εις θάνατον» και η εκτέλεση, τα χαράματα της 14ης Αυγούστου 1954, στο Δαφνί.
Στην πράξη ο Πλουμπίδης πέρασε σχεδόν ταυτόχρονα από δύο δικαστήρια, ένα τυπικό και ένα άτυπο, αντιμετωπίζοντας τις πλέον οριακές κατηγορίες: αυτή του «αδίσταχτου κομμουνιστή» που του απέδωσαν οι διωκτικές αρχές και την άλλη του «από 27ετίας χαφιέ» σύμφωνα με την ετυμηγορία της κομματικής ηγεσίας. Την κατηγορία ότι είναι κομμουνιστής την ομολόγησε, την αποδέχτηκε και την υπερασπίστηκε δημόσια στο έκτακτο στρατοδικείο, όπως και σε κάποιες συνεντεύξεις του στον Τύπο της εποχής, υπεραμυνόμενος των προσωπικών του επιλογών και των πολιτικών θέσεων της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Την κομματική κατηγορία, ωστόσο, την αντιμετώπισε με διαφορετικό τρόπο. Αρνούμενος ότι είναι προδότης του κόμματος και χαφιές, όπως του καταλόγισε το Πολιτικό Γραφείο, απέδωσε την απόφαση της ηγεσίας Ζαχαριάδη σε λανθασμένη -λόγω της απόστασης- ενημέρωσή της. Επιδόθηκε έτσι σε μια παράλληλη προσπάθεια διαφύλαξης τόσο του κύρους του κόμματος και της ηγεσίας του όσο και του ιδίου και της κομματικής του διαδρομής. Ως προτεραιότητα, ωστόσο, έθεσε και πάλι το κόμμα και το κομματικό συμφέρον.
Ο Πλουμπίδης με τη στάση του προέταξε την ενότητα της κομμουνιστικής συλλογικότητας, την εσωκομματική πειθαρχία και την υπεράσπιση της κομμουνιστικής ιδεολογίας. «Το στίγμα του χαφιέ δεν κολλάει σε μένα γιατί και το παρελθόν μου και το παρόν μου είναι καθαρά σαν το κρύσταλλο» έγραφε σε ένα από τα ιδιόχειρα σημειώματά του προς την οικογένεια, στις αρχές του 1954, χωρίς να αμφισβητήσει μέχρι το τέλος την εμπιστοσύνη του στο δίκαιο και στην αλήθεια που θα αποδοθεί από το κόμμα στον μέλλοντα χρόνο.
Βεβαίως, η εκτέλεση δεν έδωσε τη λύση, ούτε έφερε την κάθαρση. Μέσα από τις συνεχιζόμενες μετά θάνατον διά του παράνομου ραδιοφωνικού σταθμού του ΚΚΕ καταγγελίες για τα «λύτρα της προδοσίας», νεκρός, ο Πλουμπίδης συνέχισε να αποτελεί μια ανοικτή «κομματική υπόθεση». Η υπόθεση αυτή ταλάνισε την οικογένεια, το κόμμα και την Αριστερά γιατί, παρά την αποκατάσταση το 1958, η διαχείρισή της από τις μετέπειτα κομματικές ηγεσίες δεν εναρμονίστηκε σε όσα διέσωζε η συλλογική μνήμη.
Το βασικότερο είναι ότι εγκλώβισε για δεκαετίες τη συζήτηση σε συγκεκριμένα ζητήματα. Η σκληρότητα της κομματικής ηγεσίας και των μηχανισμών της, το κυνήγι μαγισσών και οι ανταγωνισμοί των κομματικών ελίτ, ο αποκλεισμός και οι σιωπές, οργάνωσαν μια θεματική συζήτησης με πρωταγωνιστές το θύμα και τους θύτες του. Ο Πλουμπίδης αναδείχθηκε έτσι στον συλλογικό μάρτυρα της αντισταλινικής και ανανεωτικής Αριστεράς, σε μάρτυρα που με αυτοθυσία επωμίστηκε τα λάθη και ενσάρκωσε με αξιοπρέπεια αξίες, όπως η σταθερότητα και η απόλυτη αφοσίωση στο κόμμα.
Εικόνες και μεταφορές που διατηρούνται ακόμη ζωντανές άφησαν στο περιθώριο, πρακτικά ανεκμετάλλευτες, πτυχές της πολιτικής προσωπικότητας του ηγετικού στελέχους. Με άλλα λόγια, η «κομματική υπόθεση» επισκίασε τον πολιτικό Πλουμπίδη, γιατί και σε αυτό το επίπεδο η πολιτική του παρουσία αποτυπώθηκε με κυρίαρχη αναφορά την εικαζόμενη αντιπαλότητά του με τον Νίκο Ζαχαριάδη. Η εμπλοκή του στις εσωκομματικές διαμάχες την περίοδο 1939-1942, οι σχέσεις του με την Παλιά Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ και ο χαρακτηρισμός ως πλαστού του «ανοιχτού γράμματος» του γραμματέα του ΚΚΕ τον Νοέμβριο του 1940, η μη επανεκλογή του στο Πολιτικό Γραφείο από το 7ο Συνέδριο του κόμματος το φθινόπωρο του 1945, όπως και η ανάληψη στη σκληρότερη φάση του εμφυλίου πολέμου -μετά τη σύλληψη του Στέργιου Αναστασιάδη, τον Μάρτιο του 1949- της ευθύνης του παράνομου κλιμακίου της Αθήνας και ο χειρισμός της υπόθεσης Μπελογιάννη σκιαγραφούν βεβαίως το πολιτικό προφίλ ενός ασκητικού και, παρά την ασθένεια, δυναμικού στελέχους. Επαρκούν άραγε για να απαντήσουν στο ερώτημα: Ποιος ήταν εν τέλει ο πολιτικός Πλουμπίδης ή πώς ο Πλουμπίδης αντιλαμβανόταν εντός και εκτός του κόμματος την πολιτική;
«Η πολιτική δεν είναι παιγνίδι, ούτε τύχη, ούτε εύκολο πράγμα. Είναι ολόκληρη επιστήμη, με τους νόμους της και τους κανόνες της» έγραφε σε ένα ακόμη ιδιόχειρο σημείωμά του τον Μάρτιο του 1954. Την επιστήμη αυτή φαίνεται ότι τη σπούδασε καθημερινά μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ και την κατανόησε στη ζύμωσή του με την κοινωνία και τον συνδικαλισμό. Την σπούδασε ήδη από τον μεσοπόλεμο, στα χρόνια της ανάπτυξης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, στις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις με την Ενωτική ΓΣΣΕ και στις ποικίλες ανταλλαγές του μέσα στα «όργανα και τα σώματα» του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στη Μόσχα. Ο δάσκαλος από τα Λαγκάδια της Αρκαδίας, ο «κόκκινος δάσκαλος» με την «άρτια μαρξιστική κατάρτιση» φαίνεται ότι δεν αρκέστηκε στα κεκτημένα.
Υπέρμαχος της δημιουργίας του Μετώπου Εθνικής Σωτηρίας, που προωθεί από την έκρηξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1939, η Παλαιά Κεντρική Επιτροπή, ο Πλουμπίδης, φυματικός, εργάστηκε μέσα από το Σανατόριο της «Σωτηρίας» στη διαμόρφωση των θέσεων για τη «μαζική πολιτική πάλη» τις παραμονές της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα. Αν η επίσημη «κομματική ιστορία» κράτησε στην ομίχλη αυτή την εκ των πραγμάτων σκοτεινή για τους Έλληνες κομμουνιστές περίοδο, είναι σαφές ότι η πολιτική απάντηση στους κατακτητές με γενικές απεργίες και λαϊκές κινητοποιήσεις, που έπεσε τότε στο κενό εξαιτίας των δυσλειτουργιών του κόμματος, έβρισκε γόνιμο έδαφος στα χρόνια που ακολούθησαν.
Μέλος του Πολιτικού Γραφείου, από τον Δεκέμβριο του 1942, καθοδηγεί την Κομματική Οργάνωση της Αθήνας στη μαζικότερη διαδήλωση που γνώρισε η κατεχόμενη Ευρώπη κατά της πολιτικής επιστράτευσης, στις 3 Μαρτίου του 1943.
Ο άνθρωπος του κομματικού ταμείου και των ειδικών μηχανισμών, ο «Μπάρμπας» της παρανομίας και της συνωμοτικότητας, γνώριζε εξίσου καλά τους «νόμους και τους κανόνες» της πολιτικής των μετώπων και την αξία του μαζικού κινήματος. Αντιπρόσωπος στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς που έδωσε, το 1935, το πράσινο φως στους ανά την υφήλιο κομμουνιστές για τη δημιουργία των Λαϊκών Μετώπων, μετουσίωσε σε πολιτική συνείδηση την εμπειρία του από το ελληνικό πατριωτικό μέτωπο των χρόνων της Αντίστασης, το ΕΑΜ. Για τον Πλουμπίδη το κόμμα δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς το μέτωπο και το μέτωπο χωρίς το κόμμα.
Εκπρόσωπος του κλιμακίου του παράνομου στην Ελλάδα ΚΚΕ, στις εξαιρετικά δύστοκες μετεμφυλιοπολεμικές συνθήκες και μέσα από την πιο βαθιά παρανομία, ανέλαβε την ευθύνη της εφαρμογής των αποφάσεων για τη συγκρότηση του Πανδημοκρατικού Μετώπου από τα τέλη του 1949. Ο Πλουμπίδης και «μια χούφτα άνθρωποι» ανέσυραν από τις στάχτες την ηττημένη Αριστερά, της έδωσαν πνοή, στις εκλογές του Μαρτίου του 1950, μέσα από τις γραμμές της Δημοκρατικής Παράταξης. Λίγους μήνες αργότερα της έδιναν υπόσταση με την ίδρυση ενός πολιτικού σχήματος, του Δημοκρατικού Συναγερμού.
Η τρίτη φάση ήταν η δυσκολότερη. Παροπλισμένος κομματικά, ο Πλουμπίδης, ενώ ετοιμάζεται να φύγει για το εξωτερικό κατόπιν εντολής του Πολιτικού Γραφείου, έδωσε την κρισιμότερη, ίσως, μάχη στην πολιτική του ζωή. Ακροβατώντας ανάμεσα στις μισαλλόδοξες οδηγίες του Πολιτικού Γραφείου, στους διαγκωνισμούς του δεύτερου καθοδηγητικού κέντρου, των φυλακισμένων στου Αβέρωφ και των πρόσφατα απολυμένων Μακρονησιωτών, διαχειριζόμενος τις απώλειες των συντρόφων, τους εκβιασμούς αλλά και τα αιτήματα των υποψήφιων εταίρων, ο Πλουμπίδης διέσωσε το μετωπικό σχήμα της ΕΔΑ, που κινδύνευσε να διαρραγεί πριν καν από τη συγκρότησή του. Την οδήγησε στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 και άνοιξε τον δρόμο στο μέτωπο εκείνο που έφερε το ΚΚΕ και την Αριστερά στην αντίπερα όχθη.
Ήταν η τελευταία πολιτική πράξη πριν από τη διπλή δίκη και την τραγική κατάληξη «εν στόματι ρομφαίας».
Απόσπασμα από Ραδιοτηλεγράφημα του Ν. Πλουμπίδη προς τον Ν. Ζαχαριάδη. 10.8.1951
[...] Ο τίτλος της ΕΔΑ έχει Ειρήνη – Δημοκρατία – Αμνηστία. Εγώ έβαλα
γραμμή της και είπα να διορθωθεί το πρόγραμμα και να μπουν οι υποψήφιοι
που καθορίζουμε από τους φυλακισμένους και εξόριστους. Απείλησα ότι θα
χτυπήσουμε καθένα που θα θελήσει να πάει αντίθετα με τον λαό. Έλαβα
εντολή σας για εκλογές και θα κάνω ότι μπορώ να πραγματοποιηθεί. Νομίζω
ότι καθυστερήσαμε πολύ να θέσουμε το πρόγραμμα και πρόσωπα υποψηφίων.
Εγώ συμφωνώ με εντολή σας. Επαφή έχω μόνο με Κ [=Βαβούδη]. Επομένως ούτε
για εδώ δεν έχω άνθρωπο να κινηθεί για υπογραφές κ.λπ. Εμείς εδώ θα
πιέσουμε την ΕΔΑ. Λεφτά δε υπάρχουν ούτε για κίνηση. Αυτοί θα ζητήσουν
λεφτά. Τι θα γίνει με παράβολα, εφημερίδα, εκλογικά κέντρα, έντυπο υλικό
κ,λπ. Εγώ θα κινηθώ μόνο με ανθρώπους του Κ [=Βαβούδη]. Δική μου
υποψηφιότητα δεν έπρεπε να μπει ή νάμπαινε στην Αθήνα που μπορώ να
στείλω αίτηση.
Απόσπασμα από το απαντητικό ραδιοτηλεγράφημα του Ν. Ζαχαριάδη προς τον Ν. Πλουμπίδη. 11.8.1951
Απαντάμε στο δικό σου. Λεφτά είναι στον δρόμο. Θα πάρει και 21 [=Μπελογιάννης]. Στο μεταξύ να δανειστείτε και να οικονομήσετε και από όπου μπορείτε να τα βγάλετε πέρα. Υποψηφιότητα να βάλεις στην Αθήνα και Λάρισα. Εν ανάγκη βάλτε εσείς τις υπογραφές των υποψηφίων. [...] Ονόματα από τους χαφιέδες που λες ότι σήκωσαν κεφάλι και πάνε να φτιάξουν κόμμα στον αέρα δεν μπορούμε να χτυπάμε. Να μας πεις αμέσως αν χρειάζεται να χτυπήσουμε ανοιχτά τον Κύρκο [Μιχάλη], τον Πασαλίδη, τον Μαραγκό, τον Κούνδουρο ή όποιον άλλον. Εσύ πρέπει να εμφανιστείς σαν εκπρόσωπός μας και να συντονίζεις τη δουλειά σου με γραμμή σταθμού και να κινηθείς πιο δραστήρια. [...]
Απόσπασμα από το απαντητικό ραδιοτηλεγράφημα του Ν. Ζαχαριάδη προς τον Ν. Πλουμπίδη. 11.8.1951
Απαντάμε στο δικό σου. Λεφτά είναι στον δρόμο. Θα πάρει και 21 [=Μπελογιάννης]. Στο μεταξύ να δανειστείτε και να οικονομήσετε και από όπου μπορείτε να τα βγάλετε πέρα. Υποψηφιότητα να βάλεις στην Αθήνα και Λάρισα. Εν ανάγκη βάλτε εσείς τις υπογραφές των υποψηφίων. [...] Ονόματα από τους χαφιέδες που λες ότι σήκωσαν κεφάλι και πάνε να φτιάξουν κόμμα στον αέρα δεν μπορούμε να χτυπάμε. Να μας πεις αμέσως αν χρειάζεται να χτυπήσουμε ανοιχτά τον Κύρκο [Μιχάλη], τον Πασαλίδη, τον Μαραγκό, τον Κούνδουρο ή όποιον άλλον. Εσύ πρέπει να εμφανιστείς σαν εκπρόσωπός μας και να συντονίζεις τη δουλειά σου με γραμμή σταθμού και να κινηθείς πιο δραστήρια. [...]
Ο πολιτικός Πλουμπίδης - Για τις εκλογές του '50 και του '51
Τελευταίες παρακαταθήκες στην οικογένεια αλλά και οιονεί απολογία του
προς την ηγεσία του ΚΚΕ, τα ιδιόχειρα σημειώματα - επιστολές από τον
τόπο κράτησης αναδεικνύουν πέραν των άλλων τον πολιτικό Πλουμπίδη. Από
τα σημειώματα αυτά, που έμειναν για πολλά χρόνια στα χέρια της
οικογένειας αλλά και στα συρτάρια της ηγεσίας του ΚΚΕ για να
δημοσιευθούν το 1997 από τον άμεσο παραλήπτη τους (Δημοσθένης
Παπαχρίστου, Νίκος Πλουμπίδης Ντοκουμέντα Γράμματα από τη φυλακή 1953-1954), απομονώσαμε κάποια αποσπάσματα που αφορούν τις εκλογές του 1950 και του 1951.
Για να εφαρμόσω την κομματική εντολή και να πετύχω τους αντικειμενικούς σκοπούς της εκλογικής μάχης που κατά τη γνώμη μου, ήταν να γίνει πλατιά γνωστό το πρόγραμμα του κόμματος, να ξεσηκώσουμε και να κινητοποιήσουμε τις λαϊκές μάζες και να σπάσουμε την τρομοκρατία κ.λπ. Μέσα σε ποιες συνθήκες θα έδινα τη μάχη; Ποιες οι δυνάμεις του αντιπάλου και οι δικές μου; [...]
Ξεκινήσαμε με τις δυνάμεις που είχαμε, με απόφαση αλλά και με πεποίθηση ότι πρέπει να νικήσουμε. Τέλος φτάσαμε στον κόμπο, ή θα επιμέναμε στην πλήρη εκτέλεση της κομματικής εντολής, οπότε ΔΕΝ θα φτιάχναμε Δημοκρατική Παράταξη και πολύ πιθανόν οι άλλοι να τραβούσαν μόνοι τους χωρίς εμάς, ή θα κάναμε υποχωρήσεις και θα τραβούσαμε στην εκλογική μάχη όλοι μαζί. [...]
Κατέληξα στη γνώμη να προτείνω στους συμμάχους να δεχθούν ένα μίνιμουμ πρόγραμμα και εμείς παραιτούμαστε από δικούς μας υποψηφίους (έκανα τον κουβαρντά, ενώ δεν είχα απόλυτα δικούς μας και ήξερα ότι οι σύμμαχοι θα έβαζαν υποψηφίους από τον αριστερότερο κύκλο). Τη γνώμη μου αυτή την υπέβαλα στο Π.Γ. για έγκριση.
Οι σύμμαχοι δέχτηκαν τις προτάσεις μας και, επειδή η έγκριση αργούσε και οι συνδυασμοί έκλειναν, ανέλαβα την ευθύνη και έκλεισα τη συμφωνία για τη Δημοκρατική Παράταξη. Ειδοποίησα το Π.Γ. για τη συμφωνία και κάλεσα ν' αρχίσει ο σταθμός να μιλά υπέρ της Δ.Π.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. ΝΙΚΗ μεγαλειώδης, που τάραξε τους αμερικανολακέδες και τους Αμερικανούς και έδωσε νέα ώθηση για την παραπέρα ανάπτυξη του κινήματος".
Ο δεύτερος με την ΕΛΑ, εκεί όλα θα ήσαν ορθόδοξα. ΟΡΘΟΔΟΞΑ και πρόγραμμα και υποψήφιοι φυλακισμένοι και εξόριστοι και Μπελογιάννης - Πλουμπίδης. ΔΕΝ θα είχαμε ένωση αλλά διάσπαση. ΔΙΑΣΠΑΣΗ των προοδευτικών δυνάμεων, θα είχαμε απομόνωση του ΚΚΕ, πράγμα που θα απογοήτευε τους δικούς μας και τις πλατιές μάζες και ή θα τις αδρανούσε ή θα τις έσπρωχνε σε άλλες κατευθύνσεις. Δεν θα ήμαστε μαζί με το λαό, παρά θα αποτελούσαμε αίρεση. Το πρόγραμμά μας δεν θα γίνονταν γνωστό στον πολύ κόσμο, θα είχαμε συνδυασμούς μόνο στην Αθήνα και Πειραιά, γιατί, παρ' όλο που είχαν υποβληθεί οι αιτήσεις των εξορίστων, δεν επαρκούσε ο χρόνος να συντονίσουμε τη δουλειά. Οι νόμιμοι υποψήφιοι θα ήσαν άγνωστοι και πολλοί ύποπτοι. Θα είχαμε ΣΥΓΧΥΣΗ. ΔΕΝ είχαμε μηχανισμό και δεν προφθαίναμε να φτιάξουμε. Θα είχαμε Μπελογιάννη βουλευτή, θα κινδύνευε λιγότερο η ζωή του τυπικά, όμως ο αντίκτυπος ήττας, οι λίγοι ψήφοι και η μη πλατιά κινητοποίηση των μαζών θα ήταν και σε βάρος του Μπελογιάννη, και σε βάρος του κινήματος. Θα ικανοποιούνταν ο εγωισμός του Πλουμπίδη, αλλά σε βάρος του κόμματος και τον κινήματος. Θα εκτελούνταν κατά γράμμα η εντολή του Π.Γ., αλλά αυτό αν δεν ήταν προδοσία, θα ήταν ηλιθιότητα και θα οδηγούσε στην ήττα του κόμματος".
Η Δημοκρατική Παράταξη στις εκλογές του 1950
«Για μένα οι εκλογές του 1950 είχαν ξεχωριστή σημασία. Δεν ήταν κανονικές, τακτικές εκλογές, αλλά γίνονταν ύστερα από πολύχρονο εμφύλιο πόλεμο, ύστερα από την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και το σμπαράλιασμα των οργανώσεων του ΚΚΕ, πράγμα πολύ πλεονεκτικό για τον εχθρό και μειονεκτικό για μας. [...]Για να εφαρμόσω την κομματική εντολή και να πετύχω τους αντικειμενικούς σκοπούς της εκλογικής μάχης που κατά τη γνώμη μου, ήταν να γίνει πλατιά γνωστό το πρόγραμμα του κόμματος, να ξεσηκώσουμε και να κινητοποιήσουμε τις λαϊκές μάζες και να σπάσουμε την τρομοκρατία κ.λπ. Μέσα σε ποιες συνθήκες θα έδινα τη μάχη; Ποιες οι δυνάμεις του αντιπάλου και οι δικές μου; [...]
Ξεκινήσαμε με τις δυνάμεις που είχαμε, με απόφαση αλλά και με πεποίθηση ότι πρέπει να νικήσουμε. Τέλος φτάσαμε στον κόμπο, ή θα επιμέναμε στην πλήρη εκτέλεση της κομματικής εντολής, οπότε ΔΕΝ θα φτιάχναμε Δημοκρατική Παράταξη και πολύ πιθανόν οι άλλοι να τραβούσαν μόνοι τους χωρίς εμάς, ή θα κάναμε υποχωρήσεις και θα τραβούσαμε στην εκλογική μάχη όλοι μαζί. [...]
Κατέληξα στη γνώμη να προτείνω στους συμμάχους να δεχθούν ένα μίνιμουμ πρόγραμμα και εμείς παραιτούμαστε από δικούς μας υποψηφίους (έκανα τον κουβαρντά, ενώ δεν είχα απόλυτα δικούς μας και ήξερα ότι οι σύμμαχοι θα έβαζαν υποψηφίους από τον αριστερότερο κύκλο). Τη γνώμη μου αυτή την υπέβαλα στο Π.Γ. για έγκριση.
Οι σύμμαχοι δέχτηκαν τις προτάσεις μας και, επειδή η έγκριση αργούσε και οι συνδυασμοί έκλειναν, ανέλαβα την ευθύνη και έκλεισα τη συμφωνία για τη Δημοκρατική Παράταξη. Ειδοποίησα το Π.Γ. για τη συμφωνία και κάλεσα ν' αρχίσει ο σταθμός να μιλά υπέρ της Δ.Π.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. ΝΙΚΗ μεγαλειώδης, που τάραξε τους αμερικανολακέδες και τους Αμερικανούς και έδωσε νέα ώθηση για την παραπέρα ανάπτυξη του κινήματος".
Για την ΕΔΑ και τις εκλογές του 1951
"Μπροστά μου είχα δυο δρόμους: Ο πρώτος με την ΕΔΑ. Εκεί θα είχαμε ΕΝΩΣΗ των προοδευτικών δυνάμεων, πράγμα που θα τραβούσε, θα ξεσήκωνε και θα κινητοποιούσε τις πλατιές μάζες για όλα και την ΕΙΡΗΝΗ. Θα είχαμε υποψηφίους, και βεβαίως βουλευτές, τους φυλακισμένους και εξόριστους. Θα είχαμε συνδυασμούς σ' όλη την Ελλάδα και τη δυνατότητα αποστολής ανθρώπων στις επαρχίες. Θα είχαμε το απαραίτητο κάλυμμα. Θα είχαμε ένα μικρό μηχανισμό, που θα συγκέντρωνε και θα δραστηριοποιούσε πολλούς ανθρώπους απαραίτητους για την εκλογική μάχη. ΔΕΝ θα είχαμε τον Μπελογιάννη βουλευτή, θα εκινδύνευε η ζωή του περισσότερο, αλλά με τη νίκη που θα κερδίζαμε θα είχαμε μεγαλύτερο κύρος και δύναμη να κινητοποιήσουμε τις πλατιές μάζες και να επιβάλουμε τη σωτηρία του. Θα εθίγετο ο εγωισμός του Πλουμπίδη που δε θα 'βγαινε βουλευτής, αλλά θα κέρδιζε το κόμμα. ΔΕΝ θα εκτελούνταν κατά γράμμα η εντολή του κόμματος, θα εκτελούνταν όμως στην ουσία και θα είχαμε ΝΙΚΗ.Ο δεύτερος με την ΕΛΑ, εκεί όλα θα ήσαν ορθόδοξα. ΟΡΘΟΔΟΞΑ και πρόγραμμα και υποψήφιοι φυλακισμένοι και εξόριστοι και Μπελογιάννης - Πλουμπίδης. ΔΕΝ θα είχαμε ένωση αλλά διάσπαση. ΔΙΑΣΠΑΣΗ των προοδευτικών δυνάμεων, θα είχαμε απομόνωση του ΚΚΕ, πράγμα που θα απογοήτευε τους δικούς μας και τις πλατιές μάζες και ή θα τις αδρανούσε ή θα τις έσπρωχνε σε άλλες κατευθύνσεις. Δεν θα ήμαστε μαζί με το λαό, παρά θα αποτελούσαμε αίρεση. Το πρόγραμμά μας δεν θα γίνονταν γνωστό στον πολύ κόσμο, θα είχαμε συνδυασμούς μόνο στην Αθήνα και Πειραιά, γιατί, παρ' όλο που είχαν υποβληθεί οι αιτήσεις των εξορίστων, δεν επαρκούσε ο χρόνος να συντονίσουμε τη δουλειά. Οι νόμιμοι υποψήφιοι θα ήσαν άγνωστοι και πολλοί ύποπτοι. Θα είχαμε ΣΥΓΧΥΣΗ. ΔΕΝ είχαμε μηχανισμό και δεν προφθαίναμε να φτιάξουμε. Θα είχαμε Μπελογιάννη βουλευτή, θα κινδύνευε λιγότερο η ζωή του τυπικά, όμως ο αντίκτυπος ήττας, οι λίγοι ψήφοι και η μη πλατιά κινητοποίηση των μαζών θα ήταν και σε βάρος του Μπελογιάννη, και σε βάρος του κινήματος. Θα ικανοποιούνταν ο εγωισμός του Πλουμπίδη, αλλά σε βάρος του κόμματος και τον κινήματος. Θα εκτελούνταν κατά γράμμα η εντολή του Π.Γ., αλλά αυτό αν δεν ήταν προδοσία, θα ήταν ηλιθιότητα και θα οδηγούσε στην ήττα του κόμματος".
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου