Μια ζαχαρένια μυρωδιά γαργαλάει τα ρουθούνια καθώς βαδίζουμε προς το
εσωτερικό του εργοστασίου. Ανεβαίνοντας τη σκάλα για την αποθήκη των
πρώτων υλών, σχεδόν τη γευόμαστε όταν ανοίγουμε ένα κιβώτιο που περιέχει
στέβια σε μορφή σκόνης, το γνωστό φυσικό γλυκαντικό-σήμα κατατεθέν της
Green Cola, του «πράσινου» ελληνικού αναψυκτικού που παράγεται στην
Ορεστιάδα.
Το τελευταίο success story στην ελληνική μεθόριο περικλείει τα πάντα: ανθρώπινες ιστορίες, ανταγωνισμό για μια θέση στην ελληνική αγορά αναψυκτικών και πιθανότατα μια μικρογραφία της επιχειρηματικής ανάπτυξης στην Ελλάδα την περίοδο μετά τη δεκαετία του ’80. Η αφήγηση ξεκινά το 1959, μια ανάσα από τα ελληνοτουρκικά σύνορα, έξω από το χωριό Λεπτή στην Ορεστιάδα, όταν πέντε ντόπιοι παραγωγοί ιδρύουν την Ενωση Παρασκευαστών Αεριούχων Ποτών (ΕΠΑΠ). Τα πρώτα χρόνια εμφιαλώνουν πορτοκαλάδες, λεμονάδες και γκαζόζες, οι οποίες διανέμονται σε μπακάλικα και καφενεία στον βόρειο Εβρο. Από το 1983 και για 25 χρόνια η μονάδα θα ζήσει στον «αστερισμό» της πολυεθνικής Coca Cola Τρία Εψιλον, ως ένα από τα επτά περιφερειακά εργοστάσιά της που εμφιαλώνουν αποκλειστικά τα προϊόντα της. Ωσπου το 2008, στην αρχή της κρίσης, η τελευταία αποφασίζει να διακόψει τη συνεργασία της με τους τοπικούς εμφιαλωτές ανά την Ελλάδα.
Η συνεταιριστική ΕΠΑΠ μένει ξαφνικά χωρίς αντικείμενο. Στη δύσκολη συγκυρία οι μέτοχοι αποφασίζουν να σχεδιάσουν και να παράξουν τη δική τους σειρά αναψυκτικών με την επωνυμία Sparky. Ο Γιώργος Αρβανιτίδης, χημικός και υπεύθυνος παραγωγής στο εργοστάσιο της Ορεστιάδας, είναι σήμερα ο πιο παλιός εργαζόμενος. Ο πατέρας του ήταν μεταξύ των ιδρυτών της ΕΠΑΠ και ο ίδιος γεννήθηκε τη χρονιά που ξεκίνησε η εταιρεία. «Θυμάμαι αμυδρά τη διακίνηση των προϊόντων με κάρα, καθώς και την αγορά φορτηγών και σύγχρονων μηχανημάτων τα επόμενα χρόνια», λέει. Αποφοίτησε από το Χημικό του ΑΠΘ, έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο, έζησε από κοντά όλη τη «χρυσή» περίοδο της Coca Cola. Ηταν διευθυντικό στέλεχος της ΕΠΑΠ όταν ελήφθη, πριν από περίπου έξι χρόνια, η απόφαση να παραχθεί στην Ορεστιάδα η τοπική σειρά αναψυκτικών που, αν και καλής ποιότητας, απέτυχε εμπορικά.
Toυ Κώστα Κουκουμάκα - Καθημερινή
«Ιδιωτικής ετικέτας» και Green Cola
Στις αρχές του 2011 η ΕΠΑΠ εξαγοράζεται από τους δύο κύριους σημερινούς επενδυτές, τον Στέφανο Οκταποδά, πρώην επικεφαλής θυγατρικών της Cosmote στα Βαλκάνια, και τον Περικλή Βενιέρη, μέχρι τότε Νο3 της Coca Cola στα Βαλκάνια (πρόσφατα συστήθηκε η Green Cola Company, που απορρόφησε την παλιά ΕΠΑΠ). Υπό το νέο σχήμα η μονάδα του Εβρου συνεχίζει να παράγει το 2011 τη σειρά Sparky και ταυτόχρονα ξεκινά την παραγωγή αναψυκτικών «ιδιωτικής ετικέτας» για λογαριασμό μεγάλων σούπερ μάρκετ (Carrefour, ΑΒ Βασιλόπουλος, Μασούτης κ.ά.). Ομως, οι νέοι ιδιοκτήτες συμφωνούν ότι πρέπει να λανσάρουν στην αγορά ένα διαφορετικό προϊόν. Αποφασίζουν να παράγουν αναψυκτικό τύπου κόλα, χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν φυσικά συστατικά.
Χρειάστηκαν έξι μήνες δοκιμών στο εργαστήριο της Ορεστιάδας. Υπήρξε συνεργασία και με το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ενώ διαφορετικές γευστικές εκδοχές του αναψυκτικού τοποθετήθηκαν σε καταστήματα εν είδη «τυφλής έρευνας αγοράς» από τους καταναλωτές. Στις αρχές του 2013 το καινοτόμο ελληνικό αναψυκτικό βγήκε στην αγορά. Ονομάστηκε Green Cola, εμφιαλώθηκε σε συσκευασία χρώματος μαύρου-πράσινου και λανσαρίστηκε ως η «πράσινη ελληνική κόλα». Η συνταγή παραμένει μυστική για προφανείς λόγους - το βασικότερο στοιχείο της είναι ότι η ζάχαρη αντικαταστάθηκε από το γλυκαντικό φυτό στέβια και ότι δεν περιέχει συντηρητικά.
Με στέβια και φυσικές αρωματικές ύλες
Ο χώρος είναι πεντακάθαρος και οι «σιδηρόδρομοι» του εμφιαλωτηρίου δουλεύουν ακατάπαυστα. Μυρίζει ζεστό νερό και καραμέλα. Το εργοστάσιο δουλεύει όλο το 24ωρο, οι εργάτες φορούν ρούχα και καπελάκια με το λογότυπο της Green Cola. Τα κλαρκ πηγαινοέρχονται στην αποθήκη. Εκτός της Green Cola, υπάρχουν ετικέτες αναψυκτικών αλυσίδων σούπερ μάρκετ, αλλά και τα τελευταία προϊόντα, η σειρά «Μπλε» (πορτοκαλάδα, λεμονάδα, γκαζόζα, βυσσινάδα), η κλασική κόλα «GR8», σόδα και τόνικ.
Ο διευθυντής της εταιρείας Κώστας Σαμαράς εργάστηκε επί δώδεκα χρόνια στο εργοστάσιο της Τρία Εψιλον στο Βόλο. Τον ρωτάμε αν φοβάται την αναπόφευκτη σύγκριση της Green Cola με τον ισχυρό «παίκτη» της αγοράς: «Η Coca Cola θα υπάρχει πάντα. Ας μην κρυβόμαστε, είναι ο leader. Εμείς έχουμε κατανοήσει ότι παράγουμε κάτι εντελώς ξεχωριστό. Δεν θέλουμε να γίνουμε μια ελληνική Coca Cola. Εχουμε τη δική μας κουλτούρα και γεύση. Παράγουμε ένα ποιοτικό και υγιεινό προϊόν, το οποίο πολλοί ήδη επιλέγουν». Επί των συστατικών, αναλαμβάνει να μας κατατοπίσει η χημικός και υπεύθυνη ποιοτικού ελέγχου, η Ιωάννα Κωστούδη: «Εχουμε αφαιρέσει τη ζάχαρη και η γλυκύτητά της αντικαταστάθηκε με γλυκοζίτες στεβιόλης, που προέρχονται από το φυτό στέβια. Αντικαταστήσαμε το φωσφορικό οξύ με κιτρικό οξύ και επιπλέον χρησιμοποιούμε φυσικές αρωματικές ύλες, όπως πράσινους κόκκους καφέ. Τέλος, δεν υπάρχουν συντηρητικά και ασπαρτάμη. Είναι προϊόν με μηδενικές θερμίδες, κατάλληλο για καταναλωτές με ειδικές διατροφικές ανάγκες, όπως οι διαβητικοί». Η στέβια σε ψιλόκοκκη σκόνη εισάγεται από την Παραγουάη, μια και στην Ελλάδα προς το παρόν καλλιεργείται σε περιορισμένο αριθμό στρεμμάτων, ενώ δεν υπάρχει μονάδα επεξεργασίας. Το φυσικό γλυκαντικό έχει τουλάχιστον 200 φορές περισσότερη γλυκύτητα από τη ζάχαρη και στην παραπάνω αναλογία θα πρέπει περίπου να υπολογίζεται η τιμή της (150-200 ευρώ/κιλό). Εκτός από τη Green Cola, στην οποία δεν χρησιμοποιείται καθόλου ζάχαρη, στη σειρά αναψυκτικών «Μπλε» η ζάχαρη αντικαταστάθηκε σε ποσοστό 30% με στέβια.
Το εργοστάσιο της Green Cola είναι ένα από τελευταία που λειτουργούν στον βόρειο Εβρο. Σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, τον Περικλή Βενιέρη, αναρωτιόμαστε αν έχει τεθεί ως ενδεχόμενο ο «εκπατρισμός» για λόγους κόστους. Η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική:
«Επένδυσα σε ποιότητα ανθρώπων και προϊόντων. Πάνω από επιχειρηματίας, είμαι και Ελληνας».
Στόχος ο πενταπλασιασμός των εξαγωγών
Απασχολεί 44 εργαζόμενους μαζί με τους πωλητές και ταυτόχρονα ένα δίκτυο εμπόρων πρώτων υλών, μεταφορέων και συναφών επαγγελμάτων, στηρίζοντας την τοπική οικονομία στη βάση της.
Απολύσεις δεν έχουν γίνει, ούτε περικοπές μισθών.
Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο επενδύθηκε 1 εκατ. ευρώ για αναβάθμιση μηχανολογικού εξοπλισμού και κυρίως για τη δυνατότητα ταυτόχρονης λειτουργίας δεύτερης γραμμής παραγωγής.
Στο μάστερ πλαν της περιλαμβάνεται η παραγωγή αναψυκτικών energy και η εμφιάλωση δικών της προϊόντων σε άλλα εργοστάσια στον ελλαδικό χώρο.
Η ετήσια παραγωγή όλων των προϊόντων έφτανε το 2011 στις 830.000 συσκευασίες (των 6 ή 24 τεμαχίων). Το 2014 υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τις 2.700.000 συσκευασίες.
Από το σύνολο του όγκου παραγωγής το 40% αφορά την Green Cola, το 10-15% τα αναψυκτικά της σειράς «Μπλε» και το υπόλοιπο ποσοστό τα προϊόντα «ιδιωτικής ετικέτας» που παράγονται για αλυσίδες σούπερ μάρκετ.
Ο κύκλος εργασιών ήταν 1.050.000 ευρώ το 2011, με τα «ακριβά» προϊόντα της εταιρείας (Green Cola, Μπλε) στο 7% της παραγωγής έναντι 93% των φθηνότερων προϊόντων «ιδιωτικής ετικέτας». Σήμερα αυτό το ποσοστό είναι 50-50 και η φετινή χρονιά αναμένεται να κλείσει στα 11.000.000 ευρώ.
Εξαγωγές γίνονται κυρίως σε Ισραήλ, Βουλγαρία, Ρουμανία και Κύπρο και αφορούν περίπου το 5% της παραγωγής, με στόχο να φτάσουν το επόμενο διάστημα στο 25%.
ΠΗΓΗ
Το τελευταίο success story στην ελληνική μεθόριο περικλείει τα πάντα: ανθρώπινες ιστορίες, ανταγωνισμό για μια θέση στην ελληνική αγορά αναψυκτικών και πιθανότατα μια μικρογραφία της επιχειρηματικής ανάπτυξης στην Ελλάδα την περίοδο μετά τη δεκαετία του ’80. Η αφήγηση ξεκινά το 1959, μια ανάσα από τα ελληνοτουρκικά σύνορα, έξω από το χωριό Λεπτή στην Ορεστιάδα, όταν πέντε ντόπιοι παραγωγοί ιδρύουν την Ενωση Παρασκευαστών Αεριούχων Ποτών (ΕΠΑΠ). Τα πρώτα χρόνια εμφιαλώνουν πορτοκαλάδες, λεμονάδες και γκαζόζες, οι οποίες διανέμονται σε μπακάλικα και καφενεία στον βόρειο Εβρο. Από το 1983 και για 25 χρόνια η μονάδα θα ζήσει στον «αστερισμό» της πολυεθνικής Coca Cola Τρία Εψιλον, ως ένα από τα επτά περιφερειακά εργοστάσιά της που εμφιαλώνουν αποκλειστικά τα προϊόντα της. Ωσπου το 2008, στην αρχή της κρίσης, η τελευταία αποφασίζει να διακόψει τη συνεργασία της με τους τοπικούς εμφιαλωτές ανά την Ελλάδα.
Η συνεταιριστική ΕΠΑΠ μένει ξαφνικά χωρίς αντικείμενο. Στη δύσκολη συγκυρία οι μέτοχοι αποφασίζουν να σχεδιάσουν και να παράξουν τη δική τους σειρά αναψυκτικών με την επωνυμία Sparky. Ο Γιώργος Αρβανιτίδης, χημικός και υπεύθυνος παραγωγής στο εργοστάσιο της Ορεστιάδας, είναι σήμερα ο πιο παλιός εργαζόμενος. Ο πατέρας του ήταν μεταξύ των ιδρυτών της ΕΠΑΠ και ο ίδιος γεννήθηκε τη χρονιά που ξεκίνησε η εταιρεία. «Θυμάμαι αμυδρά τη διακίνηση των προϊόντων με κάρα, καθώς και την αγορά φορτηγών και σύγχρονων μηχανημάτων τα επόμενα χρόνια», λέει. Αποφοίτησε από το Χημικό του ΑΠΘ, έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο, έζησε από κοντά όλη τη «χρυσή» περίοδο της Coca Cola. Ηταν διευθυντικό στέλεχος της ΕΠΑΠ όταν ελήφθη, πριν από περίπου έξι χρόνια, η απόφαση να παραχθεί στην Ορεστιάδα η τοπική σειρά αναψυκτικών που, αν και καλής ποιότητας, απέτυχε εμπορικά.
Toυ Κώστα Κουκουμάκα - Καθημερινή
«Ιδιωτικής ετικέτας» και Green Cola
Στις αρχές του 2011 η ΕΠΑΠ εξαγοράζεται από τους δύο κύριους σημερινούς επενδυτές, τον Στέφανο Οκταποδά, πρώην επικεφαλής θυγατρικών της Cosmote στα Βαλκάνια, και τον Περικλή Βενιέρη, μέχρι τότε Νο3 της Coca Cola στα Βαλκάνια (πρόσφατα συστήθηκε η Green Cola Company, που απορρόφησε την παλιά ΕΠΑΠ). Υπό το νέο σχήμα η μονάδα του Εβρου συνεχίζει να παράγει το 2011 τη σειρά Sparky και ταυτόχρονα ξεκινά την παραγωγή αναψυκτικών «ιδιωτικής ετικέτας» για λογαριασμό μεγάλων σούπερ μάρκετ (Carrefour, ΑΒ Βασιλόπουλος, Μασούτης κ.ά.). Ομως, οι νέοι ιδιοκτήτες συμφωνούν ότι πρέπει να λανσάρουν στην αγορά ένα διαφορετικό προϊόν. Αποφασίζουν να παράγουν αναψυκτικό τύπου κόλα, χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν φυσικά συστατικά.
Χρειάστηκαν έξι μήνες δοκιμών στο εργαστήριο της Ορεστιάδας. Υπήρξε συνεργασία και με το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ενώ διαφορετικές γευστικές εκδοχές του αναψυκτικού τοποθετήθηκαν σε καταστήματα εν είδη «τυφλής έρευνας αγοράς» από τους καταναλωτές. Στις αρχές του 2013 το καινοτόμο ελληνικό αναψυκτικό βγήκε στην αγορά. Ονομάστηκε Green Cola, εμφιαλώθηκε σε συσκευασία χρώματος μαύρου-πράσινου και λανσαρίστηκε ως η «πράσινη ελληνική κόλα». Η συνταγή παραμένει μυστική για προφανείς λόγους - το βασικότερο στοιχείο της είναι ότι η ζάχαρη αντικαταστάθηκε από το γλυκαντικό φυτό στέβια και ότι δεν περιέχει συντηρητικά.
Με στέβια και φυσικές αρωματικές ύλες
Ο χώρος είναι πεντακάθαρος και οι «σιδηρόδρομοι» του εμφιαλωτηρίου δουλεύουν ακατάπαυστα. Μυρίζει ζεστό νερό και καραμέλα. Το εργοστάσιο δουλεύει όλο το 24ωρο, οι εργάτες φορούν ρούχα και καπελάκια με το λογότυπο της Green Cola. Τα κλαρκ πηγαινοέρχονται στην αποθήκη. Εκτός της Green Cola, υπάρχουν ετικέτες αναψυκτικών αλυσίδων σούπερ μάρκετ, αλλά και τα τελευταία προϊόντα, η σειρά «Μπλε» (πορτοκαλάδα, λεμονάδα, γκαζόζα, βυσσινάδα), η κλασική κόλα «GR8», σόδα και τόνικ.
Ο διευθυντής της εταιρείας Κώστας Σαμαράς εργάστηκε επί δώδεκα χρόνια στο εργοστάσιο της Τρία Εψιλον στο Βόλο. Τον ρωτάμε αν φοβάται την αναπόφευκτη σύγκριση της Green Cola με τον ισχυρό «παίκτη» της αγοράς: «Η Coca Cola θα υπάρχει πάντα. Ας μην κρυβόμαστε, είναι ο leader. Εμείς έχουμε κατανοήσει ότι παράγουμε κάτι εντελώς ξεχωριστό. Δεν θέλουμε να γίνουμε μια ελληνική Coca Cola. Εχουμε τη δική μας κουλτούρα και γεύση. Παράγουμε ένα ποιοτικό και υγιεινό προϊόν, το οποίο πολλοί ήδη επιλέγουν». Επί των συστατικών, αναλαμβάνει να μας κατατοπίσει η χημικός και υπεύθυνη ποιοτικού ελέγχου, η Ιωάννα Κωστούδη: «Εχουμε αφαιρέσει τη ζάχαρη και η γλυκύτητά της αντικαταστάθηκε με γλυκοζίτες στεβιόλης, που προέρχονται από το φυτό στέβια. Αντικαταστήσαμε το φωσφορικό οξύ με κιτρικό οξύ και επιπλέον χρησιμοποιούμε φυσικές αρωματικές ύλες, όπως πράσινους κόκκους καφέ. Τέλος, δεν υπάρχουν συντηρητικά και ασπαρτάμη. Είναι προϊόν με μηδενικές θερμίδες, κατάλληλο για καταναλωτές με ειδικές διατροφικές ανάγκες, όπως οι διαβητικοί». Η στέβια σε ψιλόκοκκη σκόνη εισάγεται από την Παραγουάη, μια και στην Ελλάδα προς το παρόν καλλιεργείται σε περιορισμένο αριθμό στρεμμάτων, ενώ δεν υπάρχει μονάδα επεξεργασίας. Το φυσικό γλυκαντικό έχει τουλάχιστον 200 φορές περισσότερη γλυκύτητα από τη ζάχαρη και στην παραπάνω αναλογία θα πρέπει περίπου να υπολογίζεται η τιμή της (150-200 ευρώ/κιλό). Εκτός από τη Green Cola, στην οποία δεν χρησιμοποιείται καθόλου ζάχαρη, στη σειρά αναψυκτικών «Μπλε» η ζάχαρη αντικαταστάθηκε σε ποσοστό 30% με στέβια.
Το εργοστάσιο της Green Cola είναι ένα από τελευταία που λειτουργούν στον βόρειο Εβρο. Σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, τον Περικλή Βενιέρη, αναρωτιόμαστε αν έχει τεθεί ως ενδεχόμενο ο «εκπατρισμός» για λόγους κόστους. Η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική:
«Επένδυσα σε ποιότητα ανθρώπων και προϊόντων. Πάνω από επιχειρηματίας, είμαι και Ελληνας».
Στόχος ο πενταπλασιασμός των εξαγωγών
Απασχολεί 44 εργαζόμενους μαζί με τους πωλητές και ταυτόχρονα ένα δίκτυο εμπόρων πρώτων υλών, μεταφορέων και συναφών επαγγελμάτων, στηρίζοντας την τοπική οικονομία στη βάση της.
Απολύσεις δεν έχουν γίνει, ούτε περικοπές μισθών.
Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο επενδύθηκε 1 εκατ. ευρώ για αναβάθμιση μηχανολογικού εξοπλισμού και κυρίως για τη δυνατότητα ταυτόχρονης λειτουργίας δεύτερης γραμμής παραγωγής.
Στο μάστερ πλαν της περιλαμβάνεται η παραγωγή αναψυκτικών energy και η εμφιάλωση δικών της προϊόντων σε άλλα εργοστάσια στον ελλαδικό χώρο.
Η ετήσια παραγωγή όλων των προϊόντων έφτανε το 2011 στις 830.000 συσκευασίες (των 6 ή 24 τεμαχίων). Το 2014 υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τις 2.700.000 συσκευασίες.
Από το σύνολο του όγκου παραγωγής το 40% αφορά την Green Cola, το 10-15% τα αναψυκτικά της σειράς «Μπλε» και το υπόλοιπο ποσοστό τα προϊόντα «ιδιωτικής ετικέτας» που παράγονται για αλυσίδες σούπερ μάρκετ.
Ο κύκλος εργασιών ήταν 1.050.000 ευρώ το 2011, με τα «ακριβά» προϊόντα της εταιρείας (Green Cola, Μπλε) στο 7% της παραγωγής έναντι 93% των φθηνότερων προϊόντων «ιδιωτικής ετικέτας». Σήμερα αυτό το ποσοστό είναι 50-50 και η φετινή χρονιά αναμένεται να κλείσει στα 11.000.000 ευρώ.
Εξαγωγές γίνονται κυρίως σε Ισραήλ, Βουλγαρία, Ρουμανία και Κύπρο και αφορούν περίπου το 5% της παραγωγής, με στόχο να φτάσουν το επόμενο διάστημα στο 25%.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου