Ζούμε σε μέρες που δεν έχουμε δικαίωμα όχι μόνο να τις ξεχάσουμε, αλλά και που πρέπει να μας οδηγήσουν πίσω στην ιστορία για να θυμηθούμε πότε οι πρόγονοί μας έζησαν παραπλήσιες καταστάσεις. Αλιεύσαμε και αναδημοσιεύουμε μία εξαιρετική έρευνα του Πέτρου Παπαπολυβίου, Κύπριου πανεπιστημιακού, για την προσφυγιά των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε χώρες της Μ. Ανατολής (μεταξύ αυτών και η Συρία) και της Αφρικής.
Ο κ. Παπαπολυβίου επικεντρώνεται στην περίπτωση των προσφύγων από τη Χίο, αλλά όπως γράφει – και έχει δίκιο – όλα τα νησιά του Αιγαίου που ήταν κοντά στην Τουρκία, είχαν αντίστοιχες εξελίξεις. Άλλωστε ο γράφων ποτέ δεν έκρυψε (δείτε ΕΔΩ τη σχετική ανάρτηση στο ert.gr) ότι προέρχεται από μία τέτοια προσφυγική οικογένεια και γι αυτό αξιολογήθηκε ως σημαντική η εργασία του κ. Παπαπολυβίου.Συγκλονιστική είναι η περιγραφή του ξεπουλήματος περιουσιών από τους Χιώτες, όπως έκαναν στην τρέχουσα περίοδο οι πρόσφυγες από τη Συρία, για να εξασφαλίσουν το μπάρκο της προσφυγιάς, αλλά επίσης και την υποδοχή που είχαν οι Χιώτες από τους Κύπριους, που σήμερα μας θυμίζουν τις γνωστές στο πανελλήνιο, «γιαγιάδες της Λέσβου». Με το σχόλιο ότι στην Κύπρο υπάρχουν πιο πολλά στοιχεία για το θέμα αυτό, απ” ότι στην Ελλάδα, μεταφέρουμε την εργασία του Κύπριου πανεπιστημιακού.
Για την επιλογή και τη μεταφορά του θέματος: Νάσος Μπράτσος
Ποιός είναι ο συγγραφέας – ερευνητής
Ο Πέτρος Παπαπολυβίου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1960 και μέχρι την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974, κατοικούσε στη Λάπηθο της επαρχίας Κερύνειας.
Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διδάκτωρ φιλοσοφίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της ίδιας σχολής. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κύπρου από το 2002, όπου σήμερα είναι αναπληρωτής καθηγητής σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα και το συγγραφικό του έργο επικεντρώνονται κυρίως στη σύγχρονη ελληνική ιστορία και στην πολιτική ιστορία της Κύπρου 1878-1960.
Χιώτες πρόσφυγες στην Κύπρο
Πέτρος Παπαπολυβίου
Την περασμένη βδομάδα απεβίωσε στη Λεμεσό, η Ευγενία Σ., μητέρα μιας παλιάς μου συμμαθήτριας στη Λάπηθο. Η κυρία Ευγενία ήταν μια από τις Χιώτισσες «προσφυγούλες», που το 1944-1945, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, αντί να επιστρέψουν στη Χίο, παντρεύτηκαν στο νησί μας και εγκαταστάθηκαν μόνιμα εδώ. Το 1974, όπως και οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που είχαν βρει δεύτερη πατρίδα στην Κερύνεια, την Αμμόχωστο και τη Μόρφου έμελλε να ζήσουν για δεύτερη φορά την προσφυγιά. Στη μνήμη της κυρίας Ευγενίας, και στην αγαθή εικόνα που μας άφησε, γράφω αυτό το άρθρο, που βασίζεται σε μια παλιότερη ανακοίνωσή μου, με τίτλο «Χιώτες στην Κύπρο. Τα πρώτα πορίσματα μιας έρευνας», στη διημερίδα «Κύπρος – Χίος» που οργανώθηκε στη Λεμεσό στις 26 και 27 Ιουνίου 2008 από τον Δήμο Λεμεσού, τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χίου και το Παττίχειο Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο & Κέντρο Μελετών.
Μετά την χιτλερική εισβολή στην Ελλάδα, η Χίος, όπως και τα άλλα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου εντάχθηκε στη γερμανική ζώνη κατοχής, στη διοίκηση Θεσσαλονίκης – Αιγαίου, καθώς, λόγω γειτνίασης με την Τουρκία και της ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Γερμανούς. Το χειμώνα του 1941-1942 η πείνα έπληξε αδυσώπητη και σκληρή και τη Χίο. Τα λιγοστά αποθέματα τροφίμων εξαντλήθηκαν γρήγορα, ενώ ο πληθωρισμός είχε ευτελίσει τα κατοχικά χαρτονομίσματα, που δεν είχαν καμιά αγοραστική αξία. Μόνη επιλογή για τους κατοίκους της Χίου, της Σάμου και της Ικαρίας, ήταν η έξοδος. Δειλά – δειλά στην αρχή και ολόκληρες ομάδες στη συνέχεια δεκάδες Χιώτες μετέβαιναν στα απέναντι μικρασιατικά παράλια και ζητούσαν άσυλο από τις τουρκικές αρχές. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα η τουρκική κυβέρνηση ξεκαθάρισε στις βρετανικές και ελληνικές διπλωματικές αρχές ότι δεν ήταν επιθυμητή η παραμονή των Ελλήνων προσφύγων στο τουρκικό έδαφος, για πολλούς λόγους.
Έτσι το συνηθισμένο δρομολόγιο για τους Χιώτες πρόσφυγες ήταν το ακόλουθο: Μετάβαση από τη Χίο με μικρές βάρκες στην Τουρκία, συνήθως κατά τις ασέληνες νύχτες διασχίζοντας το Στενό της Χίου, και εγκατάλειψη των «λαθρομεταναστών» – για να χρησιμοποιήσουμε ένα σύγχρονο όρο – στα ρηχά, λίγο έξω από τις τουρκικές ακτές, ώστε να μην συλληφθούν οι βαρκάρηδες από την τουρκική αστυνομία. Εννοείται ότι εάν γίνονταν αντιληπτοί από τους Γερμανούς οι πρόσφυγες, οι ποινές ήταν μεγάλες, συνήθως ομηρία στα ναζιστικά στρατόπεδα, με άδηλο τέλος. Οι κοντινότερες ακτές Χίου – Μικράς Ασίας απέχουν από 6 μέχρι 9 ναυτικά μίλια. Για αυτή την απόσταση ο ναύλος ποίκιλλε από 10 μέχρι 35 χιλιάδες δραχμές. Για να εξοικονομηθούν αυτά τα χρήματα οι φτωχότεροι Χιώτες εκποιούσαν μέρος της κινητής τους περιουσίας. Υπολογίζεται ότι φυγαδεύτηκαν από τη Χίο, από το συνολικό πληθυσμό που έφτανε τις 75.000 κατοίκους, γύρω στις 16.000 με 18.000 άνθρωποι, περίπου το ένα πέμπτο του πληθυσμού. Μετά τις πρώτες αποστολές, άνδρες του Ελληνικού Προξενείου της Σμύρνης αναλάμβαναν την περίθαλψη των προσφύγων και την αποστολή τους στην Κύπρο.
Με ειδικά καΐκια που έφευγαν από τον Τσεσμέ, και ελληνικά ή τουρκικά πληρώματα, οι πρόσφυγες στοιβάζονταν σαν εμπορεύματα για το ταξίδι για την Κύπρο, που διαρκούσε ανάλογα με τη μηχανή, το πλεούμενο και τον καιρό, από τρεις ημέρες μέχρι δύο βδομάδες, χωρίς να αποκλείεται και μια στάση στο Καστελόριζο. Τα λιμάνια προορισμού στην Κύπρο ήταν η Κερύνεια, ο Ξερός, το Καραβοστάσι και η Αμμόχωστος. Οι περισσότερες αποβιβάσεις έγιναν σε διάφορους όρμους στις ακτές της Κερύνειας, στα βόρεια του νησιού. Από εκεί μεταφέρονταν οι πρόσφυγες στο λοιμοκαθαρτήριο, για κλιβανισμό και καραντίνα. Τα καΐκια ταξίδευαν από τον Τσεσμέ παράλληλα με τις τουρκικές ακτές, για να μην κινδυνεύουν από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς.
Όταν ξανοίγονταν στο πέλαγος ο μεγαλύτερος κίνδυνος αποδείχθηκαν οι βομβαρδισμοί από τα αγγλικά αεροπλάνα, που δεν έδειχναν να νοιάζονται για το φορτίο και την εθνικότητα των δυστυχισμένων ταξιδιωτών. Όσοι εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο μπορούν να θεωρηθούν ως πρόσφυγες πρώτης κατηγορίας. Άλλοι Χιώτες οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα Ελλήνων προσφύγων στην Συρία, Παλαιστίνη, αλλά και στην Αφρική: στην Ταγκανίκα, την Αβησσυνία ή στο Βελγικό Κογκό. Οι πρώτες καραβιές προσφύγων ήταν στρατεύσιμοι άνδρες, που μετά τη φιλοξενία λίγων ημερών στην Κύπρο, προωθούνταν στον Ελληνικό στρατό και στο ναυτικό της Μέσης Ανατολής.
Ακολούθησε η έξοδος των γυναικοπαίδων και ολόκληρων οικογενειών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της αποικιακής κυβέρνησης, που βρίσκονται στο Κρατικό Αρχείο Κύπρου, από τον Ιούνιο του 1941 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1942 κατέφυγαν στην Κύπρο 9611 πρόσφυγες. Οι 4489 από αυτούς ήταν στρατεύσιμοι, ενώ οι υπόλοιποι 5122 έμειναν στην Κύπρο και ήταν επί το πλείστον γυναικόπαιδα. Μόνο τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1942, όταν σημειώθηκε εκρηκτική άνοδος στις αφίξεις, έφτασαν στην Κύπρο 6327 Έλληνες πρόσφυγες.
Οι πρόσφυγες έγιναν δεκτοί από τους Κυπρίους με αγάπη και συμπόνια, αλλά και ενθουσιασμό. Γράφει ο Παναγιώτης Δ. Καρασούλης στο βιβλίο του «Χίος 1943-1944. Συμμαχική στρατιωτική αποστολή και Εθνική αντίσταση»: «Κατά τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1942 φθάσαμε στα παράλια της Κύπρου πάνω που σταμάτησε η μηχανή του πλοίου και δεν μπορούσαμε να προχωρήσομε. Έκπληκτοι είδαμε σε λίγο ένα ολόκληρο χωριό να έρχεται να μας προϋπαντήσει, γυναίκες, άντρες γέροι και νέοι, με χαρούμενα τραγούδια και βιολιά. Μπροστά – μπροστά κρατούσαν τρία κοφίνια γεμάτα τρόφιμα. Η μηχανή ξαναπήρε μπροστά και ξεκινήσαμε κατά τις 11 το πρωί, ενώ οι Κύπριοι χωρικοί μας ακολουθούσαν κατά μήκος της ακτής για πολλή ώρα παίζοντας τα βιολιά και τραγουδώντας. (…) 5 Μαΐου. και Ξεκινήσαμε για τη Σκουριώτισσα, άλλο στρατόπεδο καραντίνας. Εδώ έχομε περισσότερη ελευθερία κινήσεως. (…) Μερικοί βγήκαμε κρυφά από το συρματόπλεγμα και επισκεφτήκαμε τα χωριά Καλό Χωριό, Κατύδατα, Λινού και Φλάσσια (sic), εύφορα μέρη, με πολλά νερά και δροσιές. Η φιλοξενία των κατοίκων δύσκολα περιγράφεται.»
Και μια δεύτερη περιγραφή, της Ουρανίας Μιχαληνού, από το βιβλίο του Γεώργιου Καλλίτση «Οι βρακάδες και άλλα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία του Βροντάδου»: «Την ημέρα του Πάσχα που φθάσαμε στην Κύπρο μας υποδέχθηκαν οι Κύπριοι με αγάπη: «Μάνα μου τα πλάσματα» έλεγαν. Συναισθάνονταν τον πόνο μας. Μας πήγαν στο Μαυροβούνι σε μπανιέρες και πλυθήκαμε, αφού προηγουμένως μας έδωσαν πετρέλαιο και βάλαμε στα μαλλιά, για να ψοφίσουν οι ψείρες που πιθανότατα κουβαλούσαμε και έβαλαν τα ρούχα μας στον κλίβανο. (…) Στην Κύπρο, οι συμπολίτες που ξενητευτήκαμε, λέγαμε μεταξύ άλλων και τους στίχους: Ποιος ήθελε να μας το πει εις το Σαράντα δύο, / πώς θα γινούμε πρόσφυγες να φύγομ’ απ’ τη Χίο. / Αφήσαμε τα σπίτια μας και τα αποσκευάς μας / και μες της Κύπρου τα χωριά κλαίμε τα βάσανά μας.
Ένας ηλικιωμένος Κύπριος στιχουργός συμπάσχοντας με τον πόνο μας, τραγουδούσε ένα ποίημα δικής του συνθέσεως: Ω Χίο μου περήφανη γιατ’ είσαι λυπημένη / εφύγασιν τα τέκνα σου και είσαι μαραμένη./ Τα τέκνα σου ευρίσκονται εις το χωρίο Ζύγι / και τον Θεόν παρακαλούν πότε θα γίν’ ειρήνη./ Παρακαλούμεν τον Θεόν, Χριστόν και Παναγίαν, / να πάτε εις τα σπίτια σας με την καλήν υγείαν.»
Οι Ελλαδίτες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο κατά το 1942 με 1946 υπολογίζονται σε 6.000 περίπου. Οι περισσότεροι ήταν από τη Χίο και τη Σάμο, ενώ 500 περίπου ήταν Δωδεκανήσιοι, που κατέφυγαν στην Κύπρο ύστερα από την ιταλική κατάρρευση του 1943). Οι μεγαλύτεροι καταυλισμοί των προσφύγων, δημιουργήθηκαν στο Ζύγι, τον Ξερό, το Μαυροβούνι και τη Σκουριώτισσα και στέγαζαν 600 – 1000 πρόσφυγες. Για την περίθαλψη των προσφύγων, εκτός από την αμέριστη συμπαράσταση των κατοίκων, σημαντική ήταν και η κυβερνητική χορηγία με τη μορφή εβδομαδιαίου οικονομικού βοηθήματος. (Τα χρήματα κατέβαλε μεταπολεμικά η ελληνική κυβέρνηση.) Ο μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Γιώργος Κουτσοδόντης, Χιώτης στην καταγωγή, εντόπισε εδώ και μερικά χρόνια στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στη Χίο, καταλόγους των μαθητών των Δημοτικών σχολείων που φοίτησαν σε κυπριακά Δημοτικά κατά το 1942-1946.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, 712 τουλάχιστον μαθητές και μαθήτριες από τη Χίο παρακολούθησαν μαθήματα σε Δημοτικά σχολεία της Κύπρου, στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Από αυτούς οι περισσότεροι φοίτησαν στα δύο Προσφυγικά Σχολεία που δημιουργήθηκαν: Στη Σκουριώτισσα, 231, και στον σχολείο Αγίας Ελένης, στο Ζύγι, 197. Άλλοι 124 Χιώτες μαθητές και μαθήτριες φοίτησαν στο Δημοτικό Σχολείο Ξερού.
Οι υπόλοιποι 160 Χιώτες μαθητές και μαθήτριες μοιράστηκαν σε διάφορες πόλεις και χωριά της Κύπρου: Στην πόλη των Βαρωσίων και σε 9 χωριά της επαρχίας Αμμοχώστου 48 μαθητές και μαθήτριες, στην επαρχία Κερύνειας 15 (9 στον Καραβά), στην επαρχία Πάφου 19 (οκτώ μαθητές στην Πόλη Χρυσοχούς), σε έξι χωριά της επαρχίας Λευκωσίας 11 συνολικά, στην πόλη της Λάρνακας 3, σε επτά Δημοτικά της Λευκωσίας 46 (14 στον Στρόβολο και 11 στον Άγιο Κασσιανό) και τέλος, στη Λεμεσό 9 μαθητές και οκτώ μαθήτριες φοίτησαν σε έξι διαφορετικά σχολεία της πόλης.
Βιβλιογραφία
Δέσποινα Αθανασοπούλου, «Οι Έλληνες πρόσφυγες που κατέφυγαν το 1941-1944 στην Κύπρο και η τύχη τους», Επιστημονική Επετηρίς της Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών, τόμος Ζ, Λευκωσία 2005, σσ. 271-298.
Ανώνυμος, «Οι Έλληνες πρόσφυγες στο νησί μας», περ. Κυπριακή Επιθεώρησις, τεύχ. 33 (Ιανουάριος 1945), σσ. 4-5.
Περικλής Αλ. Αργυρόπουλος, Απομνημονεύματα, τόμ. Β, Αθήνα 1971.
Λευτέρης Γιαννίδης, «Η τραγωδία των Ελλήνων προσφύγων», περ. Κυπριακή Επιθεώρησις, τεύχ. 5 (Σεπτέμβριος 1942), σσ. 10-11.
Kεντρική φωτο & δελτίο προσφύγων: αρχείο Ν. Μπράτσου
Σχετική είδηση: Πρόσφυγες και μετανάστες: Nα θυμηθούμε την «ανάποδη διαδρομή»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου