Ξημερώματα της Παρασκευής 8 Φεβρουαρίου 1980 o Νίκος
Ξυλούρης νικημένος από τον καρκίνο, λίγο πριν συμπληρώσει τα 44 χρόνια
του, αφήνει την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Πειραιά, έχοντας
στο πλευρό του την οικογένειά του, αλλά και όλη την Ελλάδα, που
αγωνιούσε και προσευχόταν για εκείνον από την πρώτη στιγμή που έγινε
γνωστό το πρόβλημα της υγείας του.
Με τη μοναδική, αξεπέραστη φωνή του, άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του σε ό,τι ερμήνευσε,
και με το ήθος και τη λεβεντιά του κέρδισε μια περίοπτη θέση στις καρδιές ακόμη και όσων δεν είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν από κοντά.
Παρότι ήταν έντονα πολιτικοποιημένος, «δεν ανακατεύτηκε ποτέ με κόμματα και κυκλώματα», όπως έλεγε, και με όπλο το σπάνιο ταλέντο του πάλεψε και κατέκτησε την αγάπη και την αποδοχή του κόσμου.
Ο Γιώργος Ξυλούρης, ο Ψαρονίκος, γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια Ρεθύμνου της Κρήτης, από οικογένεια με μεγάλη μουσική παράδοση. Ο παππούς του, ο Καραμουζαντώνης, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους λυράρηδες της εποχής του, ενώ και τα αδέρφια του Αντώνης (Ψαραντώνης) και Γιάννης (Ψαρογιάννης), μετέπειτα, ακολούθησαν τα ίδια μουσικά μονοπάτια.
Έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια. Το ’41, σε ηλικία 5 χρόνων, μαζί με τα αδέρφια και τη μητέρα του εγκαταλείπουν -με όλους τους κατοίκους- το χωριό για να σωθούν, αφού οι Γερμανοί το έκαψαν ολοσχερώς. Ο πατέρας του, Γιώργης Ξυλούρης, ήταν στα βουνά της Κρήτης αντάρτης.
Έψελνε από μικρός στην εκκλησία και μάγευε τον κόσμο. Άρχισε μόνος του να μαθαίνει νότες, να γράφει μαντινάδες και στα 15 του έπαιζε σε γάμους, βαφτίσια, γιορτές και πανηγύρια. Η φωνή του -που έβγαινε από τα βάθη της ψυχής του- και το όνομά του δεν άργησαν να γίνουν γνωστά σε όλη την Κρήτη. Στα 17 του αποφασίζει να μετακομίσει στο Ηράκλειο, καθώς του προσφέρουν δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο», όμως τα λεφτά είναι πολύ λίγα και μόλις που φτάνουν για την επιβίωσή του, αλλά κι η μουσική που παίζει είναι περισσότερο… ευρωπαϊκή παρά παραδοσιακή, αφού στην πόλη δεν ακούγανε κρητικά τραγούδια!
Τις Απόκριες του 1956, σε ηλικία 20 χρόνων, σε γλέντι που είχε κληθεί για να παίξει στο χωριό Βενεράτο, γνωρίζει την Ουρανία Μελαμπιανάκη και την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Η καταγωγή της ήταν από εύπορη οικογένεια και επ’ ουδενί δεν ήθελαν έναν λυράρη για γαμπρό. Δυο χρόνια αργότερα «την κλέβει» και στις 21 Μαΐου του ’58 παντρεύονται και μετακομίζουν στο Ηράκλειο.
Το ζευγάρι ζει αγαπημένο για 22 χρόνια -μέχρι που ο Ψαρονίκος «κλείνει τα μάτια του»-, και αποκτούν δύο παιδιά. Τον Γιώργο το 1960 και τη Ρηνιώ το 1966. Η μοίρα χτύπησε για δεύτερη φορά την οικογένεια στις 19 Νοεμβρίου 2015, όταν ο γιος του, Γιώργης Ξυλούρης, στα 55 του χρόνια, χάνει τη ζωή του σε αυτοκινητικό δυστύχημα.
Ο δίσκος πούλησε, τα τραγούδια αγαπήθηκαν και η χαρά του ήταν μεγάλη. Όχι για τα έσοδα, τα οποία ούτως ή άλλως ήταν λίγα, αλλά γιατί δικαίωσε τον φίλο του, που μεσολάβησε για να γίνει ο δίσκος, αφού εκείνη την εποχή καμία δισκογραφική εταιρεία δεν ήθελε να κάνει παραγωγή με παραδοσιακή μουσική και χρειάστηκε να βάλει… μέσο.
Αυτή ήταν η αρχή μιας τεράστιας καλλιτεχνικής πορείας, που δεν είχε περάσει ούτε από τα όνειρά του. Ταξίδεψε την κρητική μουσική στα πέρατα του κόσμου και άφησε πίσω του έργο που κοσμεί την ιστορία της ελληνικής μουσικής.
Έκανε εμφανίσεις σε μαγαζιά με κρητική μουσική, μπουάτ, συναυλίες και χαρακτηρίστηκε ο «τραγουδιστής των ποιητών», αφού ερμήνευσε έργα των Ρίτσου, Σολωμού, Καρυωτάκη, Παλαμά, Βάρναλη, Αλεξάνδρου, Σεφέρη, Χριστοδούλου, Κορνάρου, Ελύτη.
Συνεργάστηκε με την αφρόκρεμα των Ελλήνων δημιουργών όπως οι Γιάννης Μαρκόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος, Μάνος Χατζιδάκις, Λίνος Κόκοτος, Λουκάς Θάνος, Χριστόδουλος Χάλαρης, Ηλίας Ανδριόπουλος, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Νίκος Γκάτσος, Γιάννης Κακουλίδης, Μάρκος Βαμβακάρης, Ερρίκος Θαλασσινός, Κώστας Φέρρης, Βασίλης Ανδρεόπουλος, Χρήστος Λεοντής, Κ.Χ. Μύρης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κώστα Γεωργουσόπουλου) κ.ά.
Τα χρόνια της Χούντας, με τη λύρα και τη συγκλονιστική φωνή του, έγινε σύμβολο αντίστασης, έστειλε μηνύματα αγάπης και ομόνοιας και σκόρπισε ρίγη συγκίνησης σε έναν λαό που πάλευε για δημοκρατία και διψούσε για λευτεριά.
Στην ιστορία των καλλιτεχνικών δρώμενων της Ελλάδας έχει μείνει η παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο», που ανέβασαν οι Κώστας Καζάκος και Τζένη Καρέζη τον Ιούνιο του ‘73 στο θέατρο «Αθήναιον», σε κείμενα Ιάκωβου Καμπανέλλη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Ο Νίκος Ξυλούρης έχει τον ρόλο του ντελάλη και ερμηνεύει επί σκηνής τραγούδια με μηνύματα που ξεσηκώνουν τον κόσμο, ο οποίος κάνει ουρές για ένα εισιτήριο.
Η Τζένη Καρέζη, μάλιστα, του έδωσε το προσωνύμιο «Αρχάγγελος», αφού κάθε φορά που ανέβαινε στη σκηνή να τραγουδήσει έλεγε: «Αυτός ο άνθρωπος είναι μαγικός… Έχει μια αρχαγγελική μορφή…».
Λίγους μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο του ’73, τις μέρες της εξέγερσης, είναι μέσα στο Πολυτεχνείο και τραγουδά πίσω από τα κάγκελα μαζί με τους φοιητές, «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί». Ο φωτογραφικός φακός καταγράφει τα στιγμιότυπα τα οποία γίνονται πρωτοσέλιδα και αποτελεί «κόκκινο πανί» για τη χούντα, που λογοκρίνει τα τραγούδια του, απαγορεύει τις συναυλίες του και κλείνει το μαγαζί που τραγουδάει.
Το 1976, η Γαλλική Μουσική Ακαδημία Charles Cross θα του απονείμει το 1ο βραβείο στην κατηγορία της Διεθνούς Λαϊκής Μουσικής, για την ερμηνεία του στα «Ριζίτικα». Μάλιστα, η βράβευση έγινε δύο φορές, καθώς στην πρώτη δεν αναφέρθηκε καν το όνομά του παρά μόνο του Μαρκόπουλου που τα έγραψε. Το 1966 είχε, επίσης, λάβει το 1ο βραβείο σε φολκλόρ φεστιβάλ στο Σαν Ρέμο.
Τον Μάιο του 1979 αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση… Ο Νίκος Ξυλούρης μαθαίνει ότι έχει καρκίνο και μεταβαίνει στο «Μεμόριαλ» της Νέας Υόρκης για να χειρουργηθεί. Επιστρέφει στην πατρίδα, έπειτα από αλλεπάλληλες επεμβάσεις, στις αρχές Αυγούστου.
Τον Σεπτέμβριο σε «συναυλία αγάπης», που οργανώνει για εκείνον ο Ξαρχάκος στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, με όλα τα έσοδα να πηγαίνουν για τη νοσηλεία του, 25.000 κόσμου τραγουδούν και προσεύχονται όρθιοι για να γίνει καλά.
Τον Δεκέμβριο ξαναπηγαίνει για μία εβδομάδα στο «Μεμόριαλ», όπου εξανεμίζεται πια κάθε ίχνος ελπίδας. «Ο Αρχάγγελος» φεύγει από τη ζωή μετά από δύο μήνες… Παρότι η Κρήτη ήταν ο παράδεισός του και λάτρευε τον τόπο του τ’ Ανώγεια, καθώς «μόνο εκεί αισθανόταν ελεύθερος», ζήτησε από την οικογένειά του να ενταφιαστεί στην Αθήνα.
Ο τελευταίος δίσκος που έφτιαχνε με τον Ξαρχάκο, είχε τίτλο «Ο Δείπνος ο μυστικός» και έμεινε στη μέση λόγω της ασθένειάς του. Ολοκληρώθηκε μετά το θάνατό του με ορχηστρικά κομμάτια και κυκλοφόρησε το 1984. Τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε ήταν «Τα μάτια κλαίνε αστέρευτα για μια χαμένη αγάπη…».
Τριάντα έξι χρόνια μετά, ο τροβαδούρος της Κρήτης, με τις γλυκόλαλες κοντυλιές, τις μαντινάδες, την ανεπανάληπτη φωνή, τη λεβεντιά και το ήθος του, παραμένει ολοζώντανος στις καρδιές μας και ταξιδεύει αλώβητος από γενιά σε γενιά.
Η εκπομπή-αφιέρωμα, διανθισμένη με την αφήγηση 3 ποιημάτων του Αλέξη Ασλάνογλου και με κεντρικά πρόσωπα τη σύζυγό του Ουρανία και τον αδελφό του Αντώνη Ξυλούρη (Ψαραντώνη), ακολουθεί τους κύριους σταθμούς της δράσης του. Από τον γενέθλιο τόπο του, τα Ανώγεια Ρεθύμνου, το Ηράκλειο και την Αθήνα, όπου εγκαθίσταται τον Σεπτέμβριο του 1969, έως την περίοδο της Δικτατορίας, που γίνεται η φωνή του λαού και συνδέει τη φωνή του με τον αντιδικτατορικό αγώνα και την εξέγερση Πολυτεχνείου.
Γίνεται αναφορά στο ξεκίνημα της καριέρας του, στο πρώτο τραγούδι που έγραψε σε νεαρή ηλικία με τίτλο «Δεν κλαιν οι δυνατές καρδιές», στις πρώτες του μουσικές εμφανίσεις στο Ηράκλειο, καθώς και στις συνεργασίες που σφράγισαν τη μουσική του πορεία στην πρωτεύουσα.
Καταγράφονται, επίσης, η σχέση του με την κρητική παράδοση, τα προσωπικά του βιώματα από τη ζωή στην Κρήτη, τα συναισθήματά του για τον τόπο καταγωγής του, ενώ φωτίζονται στοιχεία της προσωπικότητάς του σε συνδυασμό με την αυθεντικότητα και καθαρότητα που απέπνεε το ηχόχρωμα της φωνής του.
Η κόρη του, Ρηνιώ Ξυλούρη, διαβάζει τις εντυπώσεις του Ιάπωνα μελετητή παραδοσιακής μουσικής των χωρών της Ευρώπης και διευθυντή της Ραδιοφωνίας του Τόκιο, Μασαάκι Ταμούρα, που ταξίδεψε στην Ελλάδα το ’73 για να βρει τον Νίκο Ξυλούρη. Η συνάντησή τους έγινε στο «Αθήναιον» και αφού πήρε την άδειά του, κατέγραψε με τηλεοπτικό συνεργείο την παράσταση.
Μιλούν, επίσης, ο Τάσος Γουδέλης, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, η Δόμνα Σαμίου, ο Κώστας Μανιουδάκης κ.ά.
Η εκπομπή πλαισιώνεται από τραγούδια του, ενώ περιλαμβάνεται αρχειακό κινηματογραφικό υλικό, όπως στιγμιότυπα από τη συναυλία του Ξαρχάκου (1978) στον Λυκαβηττό, αποσπάσματα από την παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» (1973) και ηχητικά ντοκουμέντα από το πρόγραμμα της «Λήδρας».
Με τη μοναδική, αξεπέραστη φωνή του, άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του σε ό,τι ερμήνευσε,
και με το ήθος και τη λεβεντιά του κέρδισε μια περίοπτη θέση στις καρδιές ακόμη και όσων δεν είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν από κοντά.
«Τα μάτια κλαίνε αστέρευτα για μια χαμένη αγάπηΕίναι από τους ελάχιστους καλλιτέχνες ο οποίος, παρά τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε, παρέμεινε αγνός και ταπεινός έως το τέλος. Δεν πρόδωσε ποτέ φίλους και ιδέες. Η αγκαλιά και το σπίτι του ήταν πάντα ανοιχτά για όλους, με γενναιοδωρία ψυχής, μ΄ένα αληθινό πλατύ χαμόγελο.
Κρούσταλλο και ραγίστηκε αστέρι ήτον κι εσβήστει
Τη βρήκε αγέρας και καπνός και μαύρη ανεμοζάλη»
Παρότι ήταν έντονα πολιτικοποιημένος, «δεν ανακατεύτηκε ποτέ με κόμματα και κυκλώματα», όπως έλεγε, και με όπλο το σπάνιο ταλέντο του πάλεψε και κατέκτησε την αγάπη και την αποδοχή του κόσμου.
Ο Γιώργος Ξυλούρης, ο Ψαρονίκος, γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια Ρεθύμνου της Κρήτης, από οικογένεια με μεγάλη μουσική παράδοση. Ο παππούς του, ο Καραμουζαντώνης, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους λυράρηδες της εποχής του, ενώ και τα αδέρφια του Αντώνης (Ψαραντώνης) και Γιάννης (Ψαρογιάννης), μετέπειτα, ακολούθησαν τα ίδια μουσικά μονοπάτια.
Έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια. Το ’41, σε ηλικία 5 χρόνων, μαζί με τα αδέρφια και τη μητέρα του εγκαταλείπουν -με όλους τους κατοίκους- το χωριό για να σωθούν, αφού οι Γερμανοί το έκαψαν ολοσχερώς. Ο πατέρας του, Γιώργης Ξυλούρης, ήταν στα βουνά της Κρήτης αντάρτης.
«Δεν κλαιν οι δυνατές καρδιές η μοίρα όταν τις δέρνειΕπιστρέφουν με την απελευθέρωση για να ξαναρχίσουν τη ζωή τους σ΄έναν κατεστραμμένο τόπο. Η αγάπη του για τη μουσική και το τραγούδι φάνηκε από τότε που πήγαινε στο δημοτικό. Ο δάσκαλός του, Μενέλαος Δραμουντάνης, διέκρινε το ταλέντο του και , όταν ήταν 12 ετών, έπεισε τον πατέρα του, να του πάρει μια λύρα και να τον βοηθήσει να ακολουθήσει αυτό που αγαπά, παρότι εκείνος ήθελε να τον σπουδάσει.
Γιατί πιστεύουν με καιρό πως κάθε πόνος γένη»
Έψελνε από μικρός στην εκκλησία και μάγευε τον κόσμο. Άρχισε μόνος του να μαθαίνει νότες, να γράφει μαντινάδες και στα 15 του έπαιζε σε γάμους, βαφτίσια, γιορτές και πανηγύρια. Η φωνή του -που έβγαινε από τα βάθη της ψυχής του- και το όνομά του δεν άργησαν να γίνουν γνωστά σε όλη την Κρήτη. Στα 17 του αποφασίζει να μετακομίσει στο Ηράκλειο, καθώς του προσφέρουν δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο», όμως τα λεφτά είναι πολύ λίγα και μόλις που φτάνουν για την επιβίωσή του, αλλά κι η μουσική που παίζει είναι περισσότερο… ευρωπαϊκή παρά παραδοσιακή, αφού στην πόλη δεν ακούγανε κρητικά τραγούδια!
Τις Απόκριες του 1956, σε ηλικία 20 χρόνων, σε γλέντι που είχε κληθεί για να παίξει στο χωριό Βενεράτο, γνωρίζει την Ουρανία Μελαμπιανάκη και την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Η καταγωγή της ήταν από εύπορη οικογένεια και επ’ ουδενί δεν ήθελαν έναν λυράρη για γαμπρό. Δυο χρόνια αργότερα «την κλέβει» και στις 21 Μαΐου του ’58 παντρεύονται και μετακομίζουν στο Ηράκλειο.
Το ζευγάρι ζει αγαπημένο για 22 χρόνια -μέχρι που ο Ψαρονίκος «κλείνει τα μάτια του»-, και αποκτούν δύο παιδιά. Τον Γιώργο το 1960 και τη Ρηνιώ το 1966. Η μοίρα χτύπησε για δεύτερη φορά την οικογένεια στις 19 Νοεμβρίου 2015, όταν ο γιος του, Γιώργης Ξυλούρης, στα 55 του χρόνια, χάνει τη ζωή του σε αυτοκινητικό δυστύχημα.
«Αν αξιολογήσω τον Νίκο, τον Ξυλούρη ή τον πατέρα, 36 χρόνια μετά… θα έλεγα στον Νίκο ότι τον ευχαριστώ, που ο Ξυλούρης κρατάει τον πατέρα μου ζωντανό. Και αυτό το κάνει με μαγικό τρόπο ο κόσμος που τον ακολουθεί ακόμη και σήμερα.Στην Αθήνα, τον Νοέμβριο του ’58, ο Ξυλούρης ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο 78 στροφών με τα τραγούδια «Μια μαυροφόρα που περνά» και το «Δεν κλαίν οι δυνατές καρδιές». Λεφτά δεν υπήρχαν για να πάρει τραγουδίστρια, έτσι σεγόντο κάνει η σύζυγός του, Ουρανία.
Τώρα ήρθε και άλλη μια απώλεια, του Γιώργου μας, ενός αγγέλου που ακολούθησε με ευλάβεια τα μονοπάτια του πατέρα του. Έτσι όμως γίνεται, οι ξεχωριστοί έχουν σύντομη αποστολή… Κόσμε κράτα τους εδώ στις ψυχές μας!» θα μας πει η κόρη του Ρηνιώ Ξυλούρη.
Ο δίσκος πούλησε, τα τραγούδια αγαπήθηκαν και η χαρά του ήταν μεγάλη. Όχι για τα έσοδα, τα οποία ούτως ή άλλως ήταν λίγα, αλλά γιατί δικαίωσε τον φίλο του, που μεσολάβησε για να γίνει ο δίσκος, αφού εκείνη την εποχή καμία δισκογραφική εταιρεία δεν ήθελε να κάνει παραγωγή με παραδοσιακή μουσική και χρειάστηκε να βάλει… μέσο.
Αυτή ήταν η αρχή μιας τεράστιας καλλιτεχνικής πορείας, που δεν είχε περάσει ούτε από τα όνειρά του. Ταξίδεψε την κρητική μουσική στα πέρατα του κόσμου και άφησε πίσω του έργο που κοσμεί την ιστορία της ελληνικής μουσικής.
«Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιοΑκολούθησαν οι δίσκοι «Ανυφαντού», «Χρονικό», «Ριζίτικα», «Διάλειμμα», «Ιθαγένεια», «Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους Αγάπανθους», «Το μεγάλο μας τσίρκο», «Καπνισμένο τσουκάλι», «Κύκλος Σεφέρη», «Ερωτόκριτος», «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», «Διόνυσε καλοκαίρι μας», «Συλλογή», «Κομέντια», «Συμφωνία της Γιάλτας και της πικρής αγάπης τα τραγούδια» και πολλοί άλλοι, που περιελάμβαναν τραγούδια παραδοσιακά, έντεχνα και λαϊκά.
αν ξυπνήσεις μονομιάς θα ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς»
Έκανε εμφανίσεις σε μαγαζιά με κρητική μουσική, μπουάτ, συναυλίες και χαρακτηρίστηκε ο «τραγουδιστής των ποιητών», αφού ερμήνευσε έργα των Ρίτσου, Σολωμού, Καρυωτάκη, Παλαμά, Βάρναλη, Αλεξάνδρου, Σεφέρη, Χριστοδούλου, Κορνάρου, Ελύτη.
Συνεργάστηκε με την αφρόκρεμα των Ελλήνων δημιουργών όπως οι Γιάννης Μαρκόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος, Μάνος Χατζιδάκις, Λίνος Κόκοτος, Λουκάς Θάνος, Χριστόδουλος Χάλαρης, Ηλίας Ανδριόπουλος, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Νίκος Γκάτσος, Γιάννης Κακουλίδης, Μάρκος Βαμβακάρης, Ερρίκος Θαλασσινός, Κώστας Φέρρης, Βασίλης Ανδρεόπουλος, Χρήστος Λεοντής, Κ.Χ. Μύρης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κώστα Γεωργουσόπουλου) κ.ά.
Τα χρόνια της Χούντας, με τη λύρα και τη συγκλονιστική φωνή του, έγινε σύμβολο αντίστασης, έστειλε μηνύματα αγάπης και ομόνοιας και σκόρπισε ρίγη συγκίνησης σε έναν λαό που πάλευε για δημοκρατία και διψούσε για λευτεριά.
Στην ιστορία των καλλιτεχνικών δρώμενων της Ελλάδας έχει μείνει η παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο», που ανέβασαν οι Κώστας Καζάκος και Τζένη Καρέζη τον Ιούνιο του ‘73 στο θέατρο «Αθήναιον», σε κείμενα Ιάκωβου Καμπανέλλη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Ο Νίκος Ξυλούρης έχει τον ρόλο του ντελάλη και ερμηνεύει επί σκηνής τραγούδια με μηνύματα που ξεσηκώνουν τον κόσμο, ο οποίος κάνει ουρές για ένα εισιτήριο.
Η Τζένη Καρέζη, μάλιστα, του έδωσε το προσωνύμιο «Αρχάγγελος», αφού κάθε φορά που ανέβαινε στη σκηνή να τραγουδήσει έλεγε: «Αυτός ο άνθρωπος είναι μαγικός… Έχει μια αρχαγγελική μορφή…».
Λίγους μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο του ’73, τις μέρες της εξέγερσης, είναι μέσα στο Πολυτεχνείο και τραγουδά πίσω από τα κάγκελα μαζί με τους φοιητές, «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί». Ο φωτογραφικός φακός καταγράφει τα στιγμιότυπα τα οποία γίνονται πρωτοσέλιδα και αποτελεί «κόκκινο πανί» για τη χούντα, που λογοκρίνει τα τραγούδια του, απαγορεύει τις συναυλίες του και κλείνει το μαγαζί που τραγουδάει.
«Μπαρμπα Γιάννη Μακρυγιάννη δεν μας τά ’γραψες καλά.Αμέσως μετά στη -βασισμένη στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη- σειρά με τίτλο «Έμποροι των Εθνών», που προβλήθηκε στην τηλεόραση σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη, ο Ξυλούρης ερμηνεύει για τους τίτλους το τραγούδι «Ήτανε μια φορά μάτια μου» σε στίχους του σκηνοθέτη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Το δικτατορικό καθεστώς, όμως, επιβάλλει να αφαιρεθεί η φωνή του και να παίζεται μόνο η μουσική. Πολύ αργότερα και μετά από επίμονη παρέμβαση του Φέρρη, θα ακουστεί και η φωνή του στη σειρά.
Δες ο Έλληνας τι κάνει για ν’ ανέβει πιο ψηλά.
Μπαρμπα Γιάννη Μακρυγιάννη πάρε μαύρο γιαταγάνι
κι έλα στη ζωή μας πίσω το στραβό να κάμεις ίσο.»
Το 1976, η Γαλλική Μουσική Ακαδημία Charles Cross θα του απονείμει το 1ο βραβείο στην κατηγορία της Διεθνούς Λαϊκής Μουσικής, για την ερμηνεία του στα «Ριζίτικα». Μάλιστα, η βράβευση έγινε δύο φορές, καθώς στην πρώτη δεν αναφέρθηκε καν το όνομά του παρά μόνο του Μαρκόπουλου που τα έγραψε. Το 1966 είχε, επίσης, λάβει το 1ο βραβείο σε φολκλόρ φεστιβάλ στο Σαν Ρέμο.
Τον Μάιο του 1979 αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση… Ο Νίκος Ξυλούρης μαθαίνει ότι έχει καρκίνο και μεταβαίνει στο «Μεμόριαλ» της Νέας Υόρκης για να χειρουργηθεί. Επιστρέφει στην πατρίδα, έπειτα από αλλεπάλληλες επεμβάσεις, στις αρχές Αυγούστου.
Τον Σεπτέμβριο σε «συναυλία αγάπης», που οργανώνει για εκείνον ο Ξαρχάκος στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, με όλα τα έσοδα να πηγαίνουν για τη νοσηλεία του, 25.000 κόσμου τραγουδούν και προσεύχονται όρθιοι για να γίνει καλά.
Τον Δεκέμβριο ξαναπηγαίνει για μία εβδομάδα στο «Μεμόριαλ», όπου εξανεμίζεται πια κάθε ίχνος ελπίδας. «Ο Αρχάγγελος» φεύγει από τη ζωή μετά από δύο μήνες… Παρότι η Κρήτη ήταν ο παράδεισός του και λάτρευε τον τόπο του τ’ Ανώγεια, καθώς «μόνο εκεί αισθανόταν ελεύθερος», ζήτησε από την οικογένειά του να ενταφιαστεί στην Αθήνα.
Ο τελευταίος δίσκος που έφτιαχνε με τον Ξαρχάκο, είχε τίτλο «Ο Δείπνος ο μυστικός» και έμεινε στη μέση λόγω της ασθένειάς του. Ολοκληρώθηκε μετά το θάνατό του με ορχηστρικά κομμάτια και κυκλοφόρησε το 1984. Τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε ήταν «Τα μάτια κλαίνε αστέρευτα για μια χαμένη αγάπη…».
Τριάντα έξι χρόνια μετά, ο τροβαδούρος της Κρήτης, με τις γλυκόλαλες κοντυλιές, τις μαντινάδες, την ανεπανάληπτη φωνή, τη λεβεντιά και το ήθος του, παραμένει ολοζώντανος στις καρδιές μας και ταξιδεύει αλώβητος από γενιά σε γενιά.
«Έβαλε ο Θεός σημάδι παλληκάρι στα ΣφακιάΤο Αρχείο της ΕΡΤ, τιμώντας τη μνήμη του Νίκου Ξυλούρη (8/2/1980), ψηφιοποίησε και παρουσιάζει μέσω των ιστοσελίδων www.ert-archives.gr και www.ert.gr το ντοκιμαντέρ παραγωγής 2004 «Ο Νίκος Ξυλούρης και 3 ποιήματα», που καταγράφει τη ζωή και το έργο του, σκιαγραφώντας το πορτρέτο του μέσα από αποσπάσματα συνεντεύξεων του ίδιου, στιγμιότυπα συναυλιών του, αλλά και μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν κοντά του.
κι ο πατέρας του στον Άδη άκουσε μια τουφεκιά.
Της γενιάς μου βασιλιά, μην κατέβεις τα σκαλιά.
Πιες αθάνατο νερό να νικήσεις τον καιρό.»
Η εκπομπή-αφιέρωμα, διανθισμένη με την αφήγηση 3 ποιημάτων του Αλέξη Ασλάνογλου και με κεντρικά πρόσωπα τη σύζυγό του Ουρανία και τον αδελφό του Αντώνη Ξυλούρη (Ψαραντώνη), ακολουθεί τους κύριους σταθμούς της δράσης του. Από τον γενέθλιο τόπο του, τα Ανώγεια Ρεθύμνου, το Ηράκλειο και την Αθήνα, όπου εγκαθίσταται τον Σεπτέμβριο του 1969, έως την περίοδο της Δικτατορίας, που γίνεται η φωνή του λαού και συνδέει τη φωνή του με τον αντιδικτατορικό αγώνα και την εξέγερση Πολυτεχνείου.
Γίνεται αναφορά στο ξεκίνημα της καριέρας του, στο πρώτο τραγούδι που έγραψε σε νεαρή ηλικία με τίτλο «Δεν κλαιν οι δυνατές καρδιές», στις πρώτες του μουσικές εμφανίσεις στο Ηράκλειο, καθώς και στις συνεργασίες που σφράγισαν τη μουσική του πορεία στην πρωτεύουσα.
Καταγράφονται, επίσης, η σχέση του με την κρητική παράδοση, τα προσωπικά του βιώματα από τη ζωή στην Κρήτη, τα συναισθήματά του για τον τόπο καταγωγής του, ενώ φωτίζονται στοιχεία της προσωπικότητάς του σε συνδυασμό με την αυθεντικότητα και καθαρότητα που απέπνεε το ηχόχρωμα της φωνής του.
«Αγρίμια κι αγριμάκια μου, λάφια μου μερωμένα,Μέσα από αφηγήσεις φίλων και συνεργατών, περιγράφεται η παρουσία του στα αθηναϊκά μαγαζιά, στις μπουάτ της Πλάκας «Λήδρα», «Αρχόντισσα», «Θεμέλιο» κ.ά., σε συναυλίες, καθώς και στη θεατρική σκηνή του «Αθήναιον» στην παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» (1973), για την οποία μιλούν ο Κώστας Καζάκος και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης.
πέστε μου πού ‘ναι οι τόποι σας, πού ‘ναι τα χειμαδιά σας;»
Η κόρη του, Ρηνιώ Ξυλούρη, διαβάζει τις εντυπώσεις του Ιάπωνα μελετητή παραδοσιακής μουσικής των χωρών της Ευρώπης και διευθυντή της Ραδιοφωνίας του Τόκιο, Μασαάκι Ταμούρα, που ταξίδεψε στην Ελλάδα το ’73 για να βρει τον Νίκο Ξυλούρη. Η συνάντησή τους έγινε στο «Αθήναιον» και αφού πήρε την άδειά του, κατέγραψε με τηλεοπτικό συνεργείο την παράσταση.
Μιλούν, επίσης, ο Τάσος Γουδέλης, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, η Δόμνα Σαμίου, ο Κώστας Μανιουδάκης κ.ά.
Η εκπομπή πλαισιώνεται από τραγούδια του, ενώ περιλαμβάνεται αρχειακό κινηματογραφικό υλικό, όπως στιγμιότυπα από τη συναυλία του Ξαρχάκου (1978) στον Λυκαβηττό, αποσπάσματα από την παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» (1973) και ηχητικά ντοκουμέντα από το πρόγραμμα της «Λήδρας».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου