La Tribune: Ο Τσίπρας παραδίδει μαθήματα στρατηγικής και δίνει παράδειγμα αντίστασης

Τη στρατηγική του Αλέξη Τσίπα απέναντι στους πιστωτές «εκθειάζει» η οικονομική εφημερίδα La Tribune, λέγοντας πως παρέδωσε ένα μάθημα για το πώς μπορεί κανείς να αντισταθεί στην Άνγκελα Μέρκελ.

 Η γαλλική εφημερίδα αποθεώνει τον Έλληνα πρωθυπουργό για την τακτική του εστιάζοντας στην αποφασιστικότητά και την εξυπνάδα των κινήσεών του.


Ερμηνεύει δε το άρθρο στη Le Monde ως απευθείας μήνυμα στο Βερολίνο.

Συγκεκριμένα, ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Ρομαρίκ Γκοντέν, σε δημοσίευμα με τίτλο «Ο Αλέξης Τσίπρας υπογράφει την αποτυχία της θηλιάς», σημειώνει: «Πραγματικά ο Αλέξης Τσίπρας, μόλις έδωσε ένα ωραίο μάθημα στρατηγικής σε όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ότι: είναι δυνατό να αντισταθεί κανείς στην Άγγελα Μέρκελ. Για ορισμένους, όπως για τον Φρανσουά Ολάντ, το μάθημα είναι σίγουρα σκληρό...».

«Οι πιστωτές ήλπιζαν ότι όσο θα έσφιγγε η θηλιά και θα μεγάλωνε η οικονομική ασφυξία, τόσο η ελληνική αντίσταση θα μειωνόταν. Να όμως που συνέβη το αντίθετο» αναφέρει η La Tribune.

Αναλύοντας το άρθρο του κ. Τσίπρα στη Le Monde, το δημοσίευμα αναφέρει: «Με το άρθρο του ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει αποφασιστικός: Ξεκινάει καταγγέλλοντας το αδιέξοδο των πολιτικών των προηγούμενων κυβερνήσεων που επιβλήθηκαν από την τρόικα, αναφέρει τις υποχωρήσεις που αποδέχθηκε να κάνει η κυβέρνησή του και καταλήγει λέγοντας ξεκάθαρα, ότι διατηρεί τις "κόκκινες γραμμές"».

Με τη στάση του αυτή ο Αλέξης Τσίπρας «έχει εντελώς ανατρέψει την κατάσταση» εκτιμά ο Ρ. Γκοντέν. «Δεν είναι η Ελλάδα που θα πρέπει "να ζητιανέψει" μια συμφωνία, αλλά θα πρέπει αυτοί (οι πιστωτές) να συνειδητοποιήσουν την πραγματικότητα των ελληνικών υποχωρήσεων και την πραγματικότητα μιας οικονομίας που "έχει ματώσει από το δικό τους μπλοκάρισμα". Αυτή η κίνηση τακτικής του Αλέξη Τσίπρα είναι ιδιαίτερα έξυπνη. Από εδώ και στο εξής, είναι αυτός που βάζει τους κανόνες του παιγνιδιού και δείχνει αποφασισμένος να παραμείνει σταθερά στις θέσεις του όπως και εάν έχουν τα πράγματα. Ο χρόνος τώρα λειτουργεί κατά των πιστωτών που υποχρεούνται να επιλέξουν και που έτσι κι αλλιώς έχουν χάσει: Μια υποχώρηση μπρος στην Αθήνα θα είναι μια πολιτική ήττα και αυτό παρά τις ελληνικές υποχωρήσεις, μια ώθηση προς ένα Grexit θα είναι καταστροφή» αναφέρει.

Ο συντάκτης τεκμηριώνει τη θέση του αυτή θεωρώντας ότι τα συστήματα προστασίας της ευρωζώνης είναι «αδοκίμαστα» και δύσκολα οι Ευρωπαίοι θα ρισκάρουν θέτοντας σε κίνδυνο «τη μη αναστρεψιμότητα» του ευρώ».

 Για τον αρχισυντάκτη της «La Tribune», το άρθρο του Αλέξη Τσίπρα αποτελεί απευθείας κάλεσμα προς την Άγγελα Μέρκελ: «Η κριτική για την αδιαλλαξία των πιστωτών είναι στην πραγματικότητα μια κριτική κατά του υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος δεν έκρυψε ποτέ την προτίμησή του για Grexit»

Ο συντάκτης της La Tribune και προσθέτει ότι το μήνυμα του Αλέξη Τσίπρα προς το Βερολίνο είναι: «Ο Β. Σόιμπλε μπορεί να κερδίσει, μπορεί να πετύχει τους στόχους του εάν δεν τον σταματήσει η καγκελάριος, διότι η Ελλάδα δεν θα υποχωρήσει στον εκβιασμό. Δεν μπορεί επομένως να χρησιμοποιηθεί, ως μια απλή απειλή προς εκφοβισμό. Εξ ου και το αίτημα του Αλέξη Τσίπρα να δοθεί λύση στο ελληνικό πρόβλημα σε επίπεδο αρχηγών κυβερνήσεων. Εάν η Άνγκελα Μέρκελ δεν αναλάβει το θέμα, εάν αφήσει τον Σόιμπλε να αποφασίσει, τότε θα θέσει σε κίνδυνο το ευρωπαϊκό σχέδιο (όραμα), πράγμα που ο Έλληνας πρωθυπουργός γνωρίζει ότι η καγκελάριος δεν θέλει».

Αλέξης Τσίπρας: «Η Ευρώπη βρίσκεται σε σταυροδρόμι»

Αλέξης Τσίπρας: «Η Ευρώπη βρίσκεται σε σταυροδρόμι»
Απαντήσεις σε όσους κατηγορούν την Αθήνα και την ακολουθούμενη πολιτική τους 4 μήνες της διακυβέρνησης της χώρας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δίνει μέσα από το άρθρό του στη γαλλική εφημερίδα "Le Monde" o Ελληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, εξηγώντας βήμα προς βήμα τις προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους, στοχοποιώντας το ρεύμα των πολέμιων της συμφωνίας που διαχέουν σενάρια με στόχο την αποσταθεροποίηση και την αβεβαιότητα.
Σήμερα η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι, λέει συγκεκριμένα ο Αλέξης Τσίπρας, και τονίζει ότι μετά τις σημαντικές υποχωρήσεις της ελληνικής κυβέρνησης, η απόφαση βρίσκεται, στα χέρια των ηγετών της Ευρώπης. 
"Εάν κάποιοι νομίζουν ή θέλουν να πιστεύουν ότι η απόφαση αφορά μόνο την Ελλάδα, κάνουν λάθος. Τους παραπέμπω στο αριστούργημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ: "Για ποιον χτυπά η καμπάνα;", σημειώνει ο κ. Τσίπρας.
Ολόκληρο το άρθρο του Αλέξη Τσίπρα:
Μετά την απόφαση του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, η κυβέρνησή μας έχει υποβάλει ένα μεγάλο πακέτο μεταρρυθμίσεων - προτάσεων για μια συμφωνία που συνδυάζει τον σεβασμό στην ετυμηγορία του ελληνικού λαού και τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία της ζώνης του ευρώ.
Σύμφωνα με τις προτάσεις μας, έχουμε δεσμευτεί για την επίτευξη λιγότερο υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για το 2015 και το 2016 και υψηλότερων για τα επόμενα χρόνια, καθώς αναμένουμε μια αντίστοιχη αύξηση στο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Ένα άλλο στοιχείο που έχει μεγάλη σημασία είναι η δέσμευση για την αύξηση των κρατικών εσόδων μέσω της ανακατανομής των βαρών από τους πολίτες των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων στα άτομα με υψηλά εισοδήματα που μέχρι τώρα ήταν προστατευμένα από την πολιτική ελίτ.
Από την πρώτη στιγμή της νέας διακυβέρνησης, άλλωστε, δείξαμε αυτές τις προθέσεις και την αποφασιστικότητά μας, νομοθετώντας ρύθμιση που αντιμετωπίζει τις τριγωνικές συναλλαγές, εντατικοποιώντας τους τελωνειακούς και φορολογικούς ελέγχους, ώστε να περιορίσουμε ουσιαστικά το λαθρεμπόριο και τη φοροδιαφυγή.
Για πρώτη φορά μετά από χρόνια καταλογίσαμε τα οφειλόμενα χρέη των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης προς το ελληνικό δημόσιο.
Η αλλαγή κλίματος στη χώρα είναι σαφής και αποδεικνύεται από το γεγονός ότι και τα δικαστήρια επιταχύνουν το έργο τους για την απονομή δικαιοσύνης σε υποθέσεις μεγάλης φοροδιαφυγής. Οι ολιγάρχες, που είχαν συνηθίσει στην προστασία του πολιτικού συστήματος έχουν, πλέον, πολλούς λόγους να χάνουν τον ύπνο τους.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι βασικές κατευθύνσεις, αλλά και οι εξειδικευμένες προτάσεις που έχουμε καταθέσει στο πλαίσιο των συζητήσεων με τους θεσμούς που έχουν καλύψει ένα τεράστιο μέρος της απόστασης που μας χώριζε πριν από μερικούς μήνες.
H ελληνική πλευρά έχει αποδεχθεί την υλοποίηση σειράς θεσμικών μεταρρυθμίσεων, όπως η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ) και της Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), παρεμβάσεις για την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης αλλά και παρεμβάσεις στις αγορές προϊόντων ώστε να αρθούν στρεβλώσεις και προνόμια.
Παρά την αντίθεσή μας στο μοντέλο ιδιωτικοποιήσεων που προωθείται από τους θεσμούς, γιατί δεν δημιουργεί αναπτυξιακή προοπτική και δεν μεταφέρει πόρους στην πραγματική οικονομία, αλλά στο, ούτως ή άλλως, μη βιώσιμο χρέος, αποδεχθήκαμε να ολοκληρώσουμε, με κάποιες μικρές τροποποιήσεις, το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων, αποδεικνύοντας τη διάθεσή μας για βήματα προσέγγισης.
Συμφωνήσαμε, επίσης, να υλοποιήσουμε μια μεγάλη μεταρρύθμιση στο ΦΠΑ απλοποιώντας το σύστημα και ενισχύοντας τον αναδιανεμητικό χαρακτήρα του φόρου, ώστε να επιτύχουμε αύξηση τόσο της εισπραξιμότητας όσο και των εσόδων.
Δώσαμε προτάσεις μέτρων που θα επιφέρουν αύξηση των εσόδων: Έκτακτη εισφορά στα πολύ υψηλά κέρδη, φόρο στο ηλεκτρονικό στοίχημα, εντατικοποίηση των ελέγχων των μεγαλοκαταθετών/φοροφυγάδων, μέτρα για την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο, ειδικό φόρο πολυτελείας, διαγωνισμό για τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες τις οποίες η τρόικα ξέχασε συμπτωματικά επί πενταετία.
Τα μέτρα αυτά όχι μόνο αυξάνουν τα έσοδα, αλλά ταυτόχρονα δεν δημιουργούν ύφεση, αφού δεν μειώνουν ακόμη περισσότερο την ενεργό ζήτηση και δεν προσθέτουν περισσότερα βάρη στα χαμηλά και μεσαία κοινωνικά στρώματα.
Ακόμη συμφωνήσαμε να υλοποιήσουμε μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό, με την ενοποίηση ταμείων και την κατάργηση διατάξεων που επιτρέπουν πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, γεγονός που αυξάνει το πραγματικό όριο συνταξιοδότησης.
Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι οι απώλειες των ασφαλιστικών ταμείων που έχουν δημιουργήσει το μεσοπρόθεσμο πρόβλημα βιωσιμότητάς τους, οφείλονται κατά κύριο λόγο σε πολιτικές επιλογές για τις οποίες σοβαρότατη ευθύνη φέρουν τόσο οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις όσο και κυρίως η τρόικα -μείωση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων κατά 25 δισ. ευρώ μέσω του PSI αλλά και υψηλότατη ανεργία που οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στο ακραίο πρόγραμμα λιτότητας που εφαρμόζεται στη χώρα από το 2010.
Τέλος, και παρά τη δέσμευσή μας προς τους εργαζόμενους να αποκαταστήσουμε άμεσα την ευρωπαϊκή νομιμότητα στην αγορά εργασίας που αποδιαρθρώθηκε πλήρως την τελευταία πενταετία υπό το πρόσχημα της ανταγωνιστικότητας, αποδεχθήκαμε να υλοποιήσουμε την εργασιακή μεταρρύθμιση μόνο μετά από διαβούλευση με τον ILO, που ήδη έχει τοποθετηθεί θετικά στις προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης.
Με δεδομένα τα παραπάνω εύλογα αναρωτιέται κανείς γιατί αυτή η επιμονή σε δηλώσεις θεσμικών αξιωματούχων ότι η Ελλάδα δεν καταθέτει προτάσεις; Ποιον σκοπό εξυπηρετούν την ώρα που η Ελλάδα έχει αποδείξει ότι θέλει να σεβαστεί τις εξωτερικές της υποχρεώσεις, πληρώνοντας από τον Αύγουστο του 2014 περισσότερα από 17 δισ. ευρώ σε τόκους και χρεολύσια  χωρίς καμία απολύτως εξωτερική χρηματοδότηση; Ποια η σκοπιμότητα των διαρροών ότι δεν είμαστε κοντά σε μια συμφωνία που θα βάλει τέλος στην πανευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα που συντηρείται εξαιτίας του ελληνικού ζητήματος;
Η ανεπίσημη απάντηση από τη μεριά ορισμένων είναι ότι δεν είμαστε κοντά σε συμφωνία επειδή η ελληνική πλευρά εμμένει στις θέσεις της για την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και αρνείται να προχωρήσει στην περαιτέρω μείωση των συντάξεων.
Οφείλω, λοιπόν, διευκρινίσεις.  
Για το πρώτο ζήτημα, η θέση μας είναι ότι δεν είναι δυνατόν η νομοθεσία προστασίας των εργαζομένων στην Ελλάδα να μην ανταποκρίνεται στα ευρωπαϊκά πρότυπα ή, πολύ περισσότερο, να παραβιάζει κατάφωρα την ίδια την ευρωπαϊκή εργατική νομοθεσία. Αυτό που ζητάμε δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτά που ισχύουν σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Και γι’ αυτό άλλωστε, πρόσφατα, προχώρησα και σε κοινή δήλωση για το θέμα με τον Πρόεδρο Ζ. Κλ. Γιούνγκερ.
Για το δεύτερο ζήτημα, των συντάξεων, η θέση μας είναι απολύτως τεκμηριωμένη και λογική. Στην Ελλάδα οι συντάξεις έχουν μειωθεί σωρευτικά στα χρόνια του μνημονίου από 20% μέχρι και 48%, ενώ αυτή τη στιγμή το 44,5% των συνταξιούχων παίρνουν σύνταξη κάτω από το σταθερό όριο της σχετικής φτώχειας, ενώ και ένα ποσοστό, περίπου 23,1% των συνταξιούχων, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ζει σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι αυτή η εικόνα, αποτέλεσμα της μνημονιακής πολιτικής, δεν μπορεί να γίνει ανεκτή όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για οποιαδήποτε πολιτισμένη χώρα.
Ας πούμε λοιπόν τα πράγματα με το όνομά τους.
Η μη επίτευξη συμφωνίας, μέχρι στιγμής, δεν οφείλεται σε μια υποτιθέμενη, αδιάλλακτη στάση της Ελλάδας. Αλλά στην επιμονή ορισμένων θεσμικών παραγόντων να καταθέτουν προτάσεις παράλογες και να δείχνουν παντελή αδιαφορία τόσο στην πρόσφατη δημοκρατική επιλογή του ελληνικού λαού, όσο και στη δημόσια παραδοχή και των τριών θεσμών ότι θα υπάρξει η αναγκαία ευελιξία, ώστε να γίνει σεβαστή η λαϊκή ετυμηγορία.
Για ποιο λόγο όμως αυτή η επιμονή;
Μια πρώτη σκέψη θα ήταν ότι η επιμονή οφείλεται στην επιθυμία ορισμένων να μη παραδεχθούν τα λάθη τους και να επιβεβαιώσουν εαυτούς παραγνωρίζοντας την αποτυχία τους. Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη δημόσια παραδοχή, πριν από λίγα χρόνια, του ΔΝΤ ότι έσφαλε στον υπολογισμό της ύφεσης που θα προκαλούσε το μνημονιακό πρόγραμμα. Ωστόσο θεωρώ ότι αυτή είναι μια ρηχή προσέγγιση. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι το μέλλον της Ευρώπης εξαρτάται από το πείσμα ή την εμμονή κάποιων παραγόντων.
Καταλήγω, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι το ζήτημα της Ελλάδας δεν αφορά αποκλειστικά την Ελλάδα, αλλά αποτελεί το επίκεντρο της σύγκρουσης δύο εκ διαμέτρου αντίθετων στρατηγικών για το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η πρώτη στρατηγική επιδιώκει την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε ένα πλαίσιο ισότητας και αλληλεγγύης μεταξύ των λαών και των πολιτών της. Οι υπέρμαχοι αυτής της στρατηγικής ξεκινούν από το δεδομένο ότι δεν είναι δυνατόν να ζητείται από την νέα ελληνική κυβέρνηση να κάνει τα ίδια με την προηγούμενη –η οποία, δεν πρέπει να ξεχνάμε, απέτυχε παταγωδώς. Και ξεκινούν από αυτό το δεδομένο, γιατί διαφορετικά θα έπρεπε να καταργήσουμε τις εκλογές σε όσες χώρες βρίσκονται σε πρόγραμμα. Να αποδεχτούμε, δηλαδή, να διορίζονται οι υπουργοί και οι πρωθυπουργοί από τους θεσμούς και οι πολίτες να αποστερούνται από το δικαίωμα του εκλέγειν μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Καταλαβαίνουν ότι κάτι τέτοιο σημαίνει την ολοκληρωτική κατάργηση της δημοκρατίας στην Ευρώπη, το τέλος κάθε προσχήματος και την αρχή μιας διάσπασης και ενός απαράδεκτου διχασμού της Ενωμένης Ευρώπης. Σημαίνει εν τέλει την αρχή για την δημιουργία ενός τεχνοκρατικού τερατουργήματος, που θα οδηγήσει σε μια Ευρώπη εντελώς ξένη προς τις ιδρυτικές της αξίες.
Η δεύτερη στρατηγική επιδιώκει ακριβώς αυτό: Τη διάσπαση και τον διχασμό της Ευρωζώνης και συνακόλουθα της Ε.Ε.
Πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή είναι η δημιουργία μιας Ευρωζώνης δύο ταχυτήτων, όπου ο σκληρός πυρήνας θα θέτει σκληρούς κανόνες λιτότητας και προσαρμογής και θα διορίζει έναν Υπερυπουργό Οικονομικών της Ευρωζώνης με απεριόριστη εξουσία, με τη δυνατότητα δηλαδή να απορρίπτει ακόμη και προϋπολογισμούς κυρίαρχων κρατών που δεν ευθυγραμμίζονται με τα δόγματα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού.
Για όσες χώρες δε αρνούνται να υποκύψουν στην νέα εξουσία η λύση θα είναι απλή: Σκληρή τιμωρία. Υποχρεωτική λιτότητα. Και, ακόμη περισσότερο, περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, πειθαρχικές κυρώσεις, πρόστιμα, ακόμη και παράλληλο νόμισμα. Έτσι οικοδομείται η νέα ευρωπαϊκή εξουσία με πρώτο θύμα την Ελλάδα η οποία στο μυαλό αρκετών αποτελεί χρυσή ευκαιρία παραδειγματισμού για όλους τους υποψήφιους απείθαρχους.
Το πρόβλημα, όμως, που δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη της η δεύτερη αυτή στρατηγική είναι το υψηλό ρίσκο που επωμίζεται και τους τεράστιους κινδύνους που εγκυμονεί.
Διότι όχι μόνο διακινδυνεύει να αποτελέσει την αρχή του τέλους για το εγχείρημα της ενωμένης Ευρώπης, μετατρέποντας την ευρωζώνη από νομισματική ένωση σε ζώνη συναλλαγματικών ισοτιμιών, αλλά επίσης πυροδοτεί και μια διαδικασία αβεβαιότητας που μπορεί να μετασχηματίσει τις οικονομικές και πολιτικές ισορροπίες σε ολόκληρη τη Δύση.
Η Ευρώπη  βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Μετά από τις σοβαρές παραχωρήσεις της ελληνικής κυβέρνησης η απόφαση είναι στα χέρια όχι των θεσμών που άλλωστε -με εξαίρεση την Ευρωπαϊκή Επιτροπή- δεν εκλέγονται και δεν λογοδοτούν στους λαούς, αλλά στα χέρια των ηγετών της Ευρώπης.
Ποια στρατηγική θα επικρατήσει; Εκείνη του ρεαλισμού για μια Ευρώπη της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας ή η στρατηγική της ρήξης και της διχοτόμησης;
Αν κάποιοι, νομίζουν ή, πιστεύουν, ότι η απόφαση αφορά  μόνο την Ελλάδα διαπράττουν μεγάλος λάθος. Θα τους πρότεινα απλώς να ξαναδιαβάσουν το αριστούργημα του Χέμινγουεϊ: «Για ποιον χτυπά η καμπάνα;».

Αμεση απήχηση στον γαλλικό Τύπο, με αναδημοσίευση μεγάλων αποσπασμάτων με τις θέσεις του Αλ.Τσίπρα βρήκε το άρθρο του Έλληνα πρωθυπουργού στην εφημερίδα Λε Μοντ.
Παράλληλα, όλα τα βλέμματα είναι σήμερα στραμμένα στη συνάντηση μεταξύ της Γερμανίδας καγκελαρίου 'Αγγελα Μέρκελ, του Γάλλου Προέδρου Φρανσουά Ολάντ και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στο Βερολίνο, σε αναμονή και των δηλώσεων του επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, την ερχόμενη Τετάρτη.
«Με άρθρο του ο Αλέξης Τσίπρας αρνείται κάθε αδιαλλαξία και προειδοποιεί κατά μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων», τιτλοφορεί η οικονομική Λες Εκό.
«Ο Έλληνας πρωθυπουργός καταγγέλλει την εμμονή ορισμένων θεσμών να προτείνουν λύσεις που κατά την άποψή του είναι "παράλογες"» υπογραμμίζει η εφημερίδα και προσθέτει: «H Ελλάδα και οι πιστωτές της εξακολουθούν να δυσκολεύονται στο να βρουν τη βάση για μια συμφωνία». Στο δημοσίευμα αναπαράγονται αποσπάσματα από το άρθρο, η δε εφημερίδα εκτιμά ότι «την ερχόμενη Τετάρτη αναμένεται ότι η ΕΚΤ θα επιβεβαιώσει την αυστηρότητά της απέναντι στην Αθήνα».
Η «Λεζ Εκό» αναφέρεται παράλληλα στην πρόταση του Γιάνη Βαρουφάκη στην Αυγή, με την οποία ζητά να επιτραπεί στην Ελλάδα η εξαγορά ελληνικών ομολόγων που κατέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Επίσης, αναφέρεται και στις δηλώσεις του υπουργού Εσωτερικών, Νίκου Βούτση, στον τηελοπτικό σταθμό «Σκάι», σύμφωνα με τον οποίο, όπως σημειώνεται, η Ελλάδα θα μπορούσε να αναβάλει για εξάμηνο ή ακόμα ένα έτος την υλοποίηση ορισμένων προγραμματικών υποσχέσεων αντι- λιτότητας.
Ως «άρθρο-προειδοποίηση» αντιμετωπίζει η συντηρητική Φιγκαρό τη δημοσίευση του Αλέξη Τσίπρα στη Μοντ. «Είναι άραγε η τελευταία προειδοποίηση του Αλέξη Τσίπρα;» τιτλοφορεί η Φιγκαρό και υπογραμμίζει : «O Αλέξης Τσίπρας προειδοποιεί τους Ευρωπαίους ηγέτες.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν θέλει μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων στην οποία να την καθοδηγούν οι ιδρυτικές χώρες και κατ' εξοχήν η Γαλλία και η Γερμανία.
Αρνείται επίσης στο να θεωρηθεί υπεύθυνος για την παράλυση των διαπραγματεύσεων με τις Βρυξέλλες». Με άρθρο του στη «Μοντ», προσθέτει η εφημερίδα, «ο Έλληνας πρωθυπουργός εξηγεί ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε σταυροδρόμι».
Σχετικά με την απόρριψη από τον Αλέξη Τσίπρα της ιδέας για μια Ευρώπη «δύο ταχυτήτων», η εφημερίδα εκτιμά ότι ο πρωθυπουργός τοποθετήθηκε έχοντας υπ' όψιν του τις δηλώσεις του Γάλλου υπουργού Οικονομίας, Εμανουέλ Μακρόν, στην εφημερίδα της Κυριακής «JDD» υπέρ μιας «ιδανικής Ευρώπης» που θα μπορούσε να είναι «δύο ταχυτήτων».
Η εφημερίδα παραθέτει αποσπάσματα με τις θέσεις του πρωθυπουργού για τους «σκληρούς κανόνες λιτότητας» που θα μπορούσε να επιβάλλει ο «κεντρικός πυρήνας μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων, σε χώρες με πρόγραμμα».
Σχετικά με τις επιλογές που επιβάλλονται πλέον στην Ευρώπη, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, «θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε μια στρατηγική "ρεαλισμού για μια Ευρώπη της αλληλεγγύης, της ισότητας και της δημοκρατίας" ή σ’ αυτήν "της ρήξης και τελικά της διαίρεσης"».
Συνοψίζοντας τη στάση και τις τοποθετήσεις του πρωθυπουργού, το δημοσίευμα καταλήγει: «Μια τέτοια στάση θα μπορούσε να ωθήσει τους Ευρωπαίους ηγέτες να προχωρήσουν στη διαίρεση, που είναι προφανής όσο ποτέ άλλοτε» λέει η Φιγκαρό.
«H Ελλάδα στην καρδιά μιας σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο ευρωπαϊκές στρατηγικές» τιτλοφορεί η κομουνιστική «Ουμανιτέ» και προσθέτει:
«Ο Έλληνας πρωθυπουργός αποδίδει το μπλοκάρισμα των διαπραγματεύσεων στη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο οράματα για την Ευρώπη: το ένα αποδέχεται τη δημοκρατία, το άλλο αποσκοπεί στη θέσπιση μιας ευρωζώνης δύο ταχυτήτων με έναν κεντρικό πυρήνα που θα επιβάλλει τη λιτότητα. Η εφημερίδα αναπαράγει σχεδόν ολόκληρο το άρθρο του Έλληνα πρωθυπουργού.

 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...