Το ημερολόγιο έγραφε 26 Οκτωβρίου του 1957, 58 χρόνια πριν, όταν ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες μας, ο Νίκος Καζαντζάκης, άφηνε την τελευταία του πνοή, στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου νοσηλευόταν με πολλαπλά προβλήματα υγείας.
Ο σπουδαίος ποιητής, φιλόσοφος, μυθιστορηματογράφος, σεναριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής, δημοσιογράφος, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 74 χρόνων, αφήνοντας παρακαταθήκη ένα τεράστιο έργο και ιδέες που ενέπνευσαν και οδηγούν τα βήματά μας.
Η νεκρώσιμη ακολουθία τελικά γίνεται -προεξάρχοντος του Μητροπολίτη Κρήτης, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Ευγένιου- στον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 5 Νοεμβρίου, όπου και τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ ο ενταφιασμός του στον Προμαχώνα Μαρτινέγκο του Ενετικού Τείχους, παρουσία χιλιάδων κόσμου.
Παρευρέθησαν ο υπουργός Παιδείας Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ι.Θ. Κακριδής κ.ά.
Με δική του επιθυμία χαράχτηκε στον τάφο του η επιγραφή «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Eίμαι λέφτερος.»
Η είσοδός του στα ελληνικά γράμματα γίνεται το 1906 με το μυθιστόρημα «Όφις και Κρίνος» που γράφει με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή, το οποίο αφιερώνει στην αγαπημένη του και μετέπειτα σύζυγό του Γαλάτεια (Αλεξίου) Καζαντζάκη, ενώ δημοσιεύει το δοκίμιο «Η αρρώστια του αιώνος» στο περιοδικό «Πινακοθήκη».
Στην πορεία ασχολήθηκε σχεδόν με όλα τα είδη λόγου: Ποίηση (δραματική, επική, λυρική), δοκίμια, μυθιστορήματα (ελληνικά και γαλλικά), ταξιδιωτικές εντυπώσεις, μεταφράσεις (από τα αρχαία ελληνικά, γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά), κινηματογραφικά σενάρια, ιστορία, σχολικά βιβλία, παιδικά βιβλία (διασκευή και μετάφραση), λεξικά (γλωσσικά και εγκυκλοπαιδικά), δημοσιογραφία, κριτική, αρθρογραφία, αλληλογραφία.
Επίσης, οι ταινίες «Αυτός που πρέπει να πεθάνει» (1957) του Ζυλ Ντασσέν, «Αλέξης Ζορμπάς» (1964) του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ο Τελευταίος Πειρασμός» (1988) του Μάρτιν Σκορσέζε, είναι βασισμένες σε έργα του Καζαντζάκη, ενώ «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη, γίνεται τηλεοπτική σειρά από την ΕΡΤ για τη σεζόν 1975-1976.
Αυτό που καθόρισε τη ζωή και το έργο του, όπως ο ίδιος έλεγε, ήταν τα ταξίδια του και τα όνειρά του. Παρίσι, Άγιον Όρος, Καύκασος, Βιέννη, Βερολίνο, Ιταλία, Κύπρος, Παλαιστίνη, Αίγυπτος, Σινά, Ρωσία, Κίνα, Ιαπωνία, Ισπανία, Τσεχοσλοβακία, Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία, Αυστρία, Γιουγκοσλαβία κ.ά. ήταν μερικοί από τους προορισμούς του.
Το 1954 κι ενώ το έργο του είναι ήδη γνωστό εκτός συνόρων Ελλάδας, το Βατικανό αποφασίζει να απαγορεύσει την κυκλοφορία του «Τελευταίου πειρασμού». Το 1955 η Ιερά Σύνοδος της Ελληνικής Εκκλησίας, με τη σειρά της, ζητάει από την κυβέρνηση «Ο τελευταίος πειρασμός», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και ο «Καπετάν Μιχάλης» να απαγορευτούν. Το αίτημα μάλιστα για τον αφορισμό του παραπέμφθηκε στο Πατριαρχείο και ο τότε Πατριάρχης, Αθηναγόρας, δεν τον ενέκρινε.
«Με καταραστήκατε, Άγιοι Πατέρες, εγώ σας δίνω την ευχή μου: Σας εύχομαι να “ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να “στε τόσο ηθικοί και θρησκευόμενοι όσο είμαι εγώ.»
Τον Ιούνιο του 1956, στη Βιέννη, παίρνει το Βραβείο Ειρήνης, ενώ χάνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας από τον φίλο του Juan Ramon Jimenez.
Ο Καζαντζάκης έκανε δύο γάμους και δεν απέκτησε παιδιά. Ο πρώτος ήταν το 1911 με την ποιήτρια, πεζογράφο και θεατρική συγγραφέα Γαλάτεια Καζαντζάκη, κόρη του εκδότη Στυλιανού Αλεξίου, με την οποία χώρισε το 1926, και ο δεύτερος με την Ελένη Σαμίου το 1945, μετά από 21 χρόνια κοινής ζωής.
«Έβαλε τον εαυτό του κάτω εξήντα χρόνια μοναξιάς, τον έστιψε κι έβγαλε την καλύτερη σταγόνα που έχουμε. Κι αν ακόμη αρνηθείς όλο του το έργο, μένει ο ίδιος ο άνθρωπος» έγραψε ο Αλέξης Μινωτής για τον Νεοέλληνα συγγραφέα που πολεμήθηκε όσο κανένας άλλος.
Το Αρχείο της ΕΡΤ, τιμώντας τη μνήμη του σπουδαίου λογοτέχνη (26 Οκτωβρίου 1957), ψηφιοποίησε και παρουσιάζει μέσω των ιστοσελίδων www.ert-archives.gr & www.ert.gr το επεισόδιο «Ο Νίκος Καζαντζάκης και η εποχή του» της σειράς ντοκιμαντέρ «Εποχές και συγγραφείς», παραγωγής 2002.
Παρατίθενται πληροφορίες για τη γενέτειρά του, την Κρήτη, τα σχολικά του χρόνια και τις σπουδές του.
Μελετητές του έργου του καταθέτουν τις απόψεις τους και γίνεται παρουσίαση τόσο της προσωπικής-οικογενειακής ζωής όσο και του συγγραφικού και μεταφραστικού του έργου, με εκδόσεις σε όλο τον κόσμο.
Εμφανίζεται φωτογραφικό υλικό του Νίκου Καζαντζάκη με τη μητέρα του Μαρία, τις αδερφές του Αναστασία και Ελένη, τους συμμαθητές του στο Γυμνάσιο του Ηρακλείου, τις δύο συζύγους του Γαλάτεια και Ελένη, τον φίλο του ποιητή Άγγελο Σικελιανό, με αναφορές στα κοινά τους ταξίδια που διήρκεσαν πολλά χρόνια, αλλά και στη στήριξη που παρείχαν στις θέσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου κ.ά.
Η παρουσίαση επιστολών του Νίκου Καζαντζάκη, που έστειλε στον φίλο του, συγγραφέα Θράσο Καστανάκη, χρησιμοποιείται ως έμμεση, αλλά ουσιαστική προσωπική «παρουσία» του στην εκπομπή.
Για τη λογοτεχνική συνέπεια και τη νεότητα που διακρίνει το έργο του, για τις επιρροές που δέχτηκε, για τη φιλία του με τον Άγγελο Σικελιανό, αλλά και για την απομάκρυνσή τους μετά το ταξίδι τους στο Άγιον Όρος, μιλούν οι συγγραφείς Θανάσης Βαλτινός, Φίλιππος Δρακονταειδής, ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης και ο πανεπιστημιακός καθηγητής Μιχάλης Μερακλής.
Την εκπομπή πλαισιώνει, επίσης, αρχειακό οπτικοακουστικό υλικό καθώς προβάλλονται, μεταξύ άλλων, πλάνα αρχείου από ιστορικά γεγονότα του μεσοπολέμου, σκηνές από το σίριαλ του Β. Γεωργιάδη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και ηχητικά αποσπάσματα με τη φωνή του Νίκου Καζαντζάκη.
*Ο τίτλος του βιβλίου «Οδύσεια» έχει γραφεί με ένα «σ» από τον ίδιο τον συγγραφέα, προς αποφυγήν σύγχυσης με την «Οδύσσεια» του Ομήρου.
Πηγη
Πώς έχασε το Νόμπελ ο Νίκος Καζαντζάκης
Ανάμεσα στα πολλά και καλά βιβλία που κυκλοφόρησαν τελευταία, την προσοχή μου τράβηξε το πιο απρόβλεπτο, το λιγότερο αναμενόμενο: το «Χαμένο Νόμπελ» του Κώστα Αρκουδέα (Καστανιώτης). Δόλωμα, η φιγούρα του Νίκου Καζαντζάκη στο εξώφυλλο. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, ο διασημότερος συγγραφέας μας στο πλανητικό χωριό, με πάνω από οχτακόσιες ξένες εκδόσεις των έργων του, με μεταφράσεις στις πιο απίθανες γλώσσες και με αίγλη που συναγωνίζεται εκείνην του Καβάφη στην ποίηση, εδώ, μολονότι εξακολουθεί να έχει φανατικούς αναγνώστες, σπανίως, πολύ σπανίως απασχολεί σύγχρονους πεζογράφους ή μελετητές. Δεκαετίες μετά το θάνατο του, ο δημιουργός του Ζορμπά, του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, του Τελευταίου πειρασμού, μπορεί να εμπνέει τον Σκορτσέζε, τον Νταν Μπράουν ή τον Γιάλομ, αλλά οι δικοί μας «γραμματιζούμενοι», συνεχίζοντας την παράδοση, μάλλον τον περιφρονούν. Στα μάτια τους, όπως το έθεσε ο νεοελληνιστής Δημήτρης Τζιόβας, η περίπτωση Καζαντζάκη θυμίζει αρρώστεια που την περνάει κανείς μια φορά και ως επί το πλείστον σε νεανική ηλικία, ένα είδος πολιτισμικής ιλαράς. Καλοδεχούμενο λοιπόν κάθε καινούριο βιβλίο που καταπιάνεται μαζί του, σκεφτόμουν, ακόμα κι αν δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις, ακόμα κι αν επικεντρώνεται στις γνωστές μάχες του εκκλησιαστικού, πολιτικού και ακαδημαϊκού κατεστημένου ώστε ν’ αποφευχθεί η βράβευσή του όποτε η πλάστιγγα της Σουηδικής Ακαδημίας έδειξε να γέρνει προς το μέρος του.
Σχεδόν τριάντα χρόνια υπάλληλος στο Υπουργείο Πολιτισμού («ας είναι καλά η Μελίνα!»), με κάμποσα πεζά στο ενεργητικό του
και με την Αναφορά στον Γκρέκο πλάι του σαν ευαγγέλιο, ο Κώστας Αρκουδέας άρχισε να συγκεντρώνει συστηματικά υλικό για το «Χαμένο Νόμπελ» από τη στιγμή που διάβασε ένα σχετικό άρθρο του μακαρίτη πλέον Πάτροκλου Σταύρου, θετού γιού και κληρονόμου της Ελένης Καζαντζάκη, δημοσιευμένο το 2000 στο «Βήμα». Όπως λέει ο ίδιος, «μια ζωή ένιωθα πως ο Καζαντζάκης ήταν ο μέγας αδικημένος των γραμμάτων μας. Όποτε γινόταν κουβέντα για τον ίδιο, όλοι γύρω μου κουνούσαν το κεφάλι. Σαν να λέγανε, πόσο κυνηγήθηκε κι αυτός, πόσα τράβηξε... Ρωτώντας αριστερά δεξιά άκουγα διάφορα, και μύθους και αλήθειες. Σπαράγματα όμως, όχι μια ολοκληρωμένη ιστορία. Το άρθρο του Σταύρου, με τόσες λεπτομέρειες για το μένος της πολιτείας εναντίον του και για τις παρασκηνιακές κινήσεις του Σπύρου Μελά στη Σουηδία, με σόκαρε. Από τότε, ό,τι σχετικό έπεφτε στην αντίληψή μου, το κράταγα. Το θέμα, πάντως, δεν ήταν να γράψω μια βιογραφία του Καζαντζάκη, πόσο μάλλον μια αγιογραφία, αλλά με άξονα το Νόμπελ, ν’ αφηγηθώ τη διαδρομή του δίνοντας κι όλο το κλίμα της εποχής».
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι και ο Καζαντζάκης είχε αφοριστεί. «Πρόκειται για τον πλέον διαδεδομένο μύθο», λέει ο Αρκουδέας. «Υπήρξε τέτοια πρόταση από την πλευρά της Ιεράς Συνόδου, αλλά ποτέ δεν τέθηκε σ’ εφαρμογή. Ωστόσο, το αίτημα συνοδευόταν κι από ένα ανάθεμα, μια ανατριχιαστική κατάρα, η οποία βρίσκεται ακόμα σε ισχύ. Αυτό κι αν είναι ντροπή». Σύμφωνα με τον ίδιο, κανείς απ’ όσους απαξίωσαν τον Καζαντζάκη όσο ζούσε δεν φρόντισε κάποια στιγμή ν’ απολογηθεί: «Ούτε η σταλινική αριστερά, με εκπροσώπους παλιούς του φίλους, όπως η Γαλάτεια, η πρώτη του σύζυγος, ο Βάρναλης ή ο Αυγέρης, ούτε η ακροδεξιά, με πρωτοπαλίκαρο τον Σπύρο Μελά, ούτε βέβαια εκείνο το αρτηριοσκληρωτικό, σκοταδιστικό κομμάτι της εκκλησίας που τον θέλει μέχρι σήμερα να στριφογυρίζει άλιωτος στον τάφο του. Όσο ο Καζαντζάκης ζούσε στην Αίγινα, πριν γράψει τα μυθιστορήματα που τον έκαναν διάσημο, κανείς δεν ασχολούνταν μαζί του. Μετά τη δημοσίευση του Ζορμπά, όμως, ακόμα και το δικαίωμά του να ζει στην Ελλάδα, ακόμα κι αυτό του το στέρησαν. Όταν στα τέλη της δεκαετίας του ΄40 έληξε η θητεία του στην Ουνέσκο, η οδηγία του ελληνικού κράτους προς τις προξενικές αρχές ήταν να μην του ανανεωθεί η βίζα. Ως ανεπιθύμητος κατέληξε ο Καζαντζάκης στην Αντίμπ...».
Η χρονιά που ο Καζαντζάκης διεκδίκησε με τις περισσότερες πιθανότητες το Νόμπελ ήταν το ΄56. Τελικά το κέρδισε ο ισπανός ποιητής Χιμένεθ, με μόλις δύο ψήφους διαφορά. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς είχε αποσπάσει το βραβείο Ειρήνης, με το οποίο προηγουμένως είχαν ήδη τιμηθεί προσωπικότητες όπως ο Τσάπλιν και ο Σοστακόβιτς, αλλά στην απονομή που πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη, παρουσία όλων των μελών του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης, η Ελλάδα έλαμψε διά της απουσίας της –ούτε καν ο πρέσβης μας δεν παρευβρέθηκε. Φορτωμένος με τη ρετσινιά του άθεου, του κομμουνιστή και του διαφθορέα των νέων, ο Καζαντζάκης εξακολουθούσε να θεωρείται από το μετεμφυλιακό, εσωστρεφές ελληνικό κράτος ως δημόσιος κίνδυνος.
Ο σπουδαίος ποιητής, φιλόσοφος, μυθιστορηματογράφος, σεναριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής, δημοσιογράφος, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 74 χρόνων, αφήνοντας παρακαταθήκη ένα τεράστιο έργο και ιδέες που ενέπνευσαν και οδηγούν τα βήματά μας.
«Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε; Πολέμα!»Λίγες μέρες μετά, η σορός του μεταφέρεται στην Αθήνα και ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, απορρίπτει αίτημα της οικογένειας για να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα.
Η νεκρώσιμη ακολουθία τελικά γίνεται -προεξάρχοντος του Μητροπολίτη Κρήτης, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Ευγένιου- στον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 5 Νοεμβρίου, όπου και τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ ο ενταφιασμός του στον Προμαχώνα Μαρτινέγκο του Ενετικού Τείχους, παρουσία χιλιάδων κόσμου.
Παρευρέθησαν ο υπουργός Παιδείας Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ι.Θ. Κακριδής κ.ά.
Με δική του επιθυμία χαράχτηκε στον τάφο του η επιγραφή «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Eίμαι λέφτερος.»
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου 1883, που τότε αποτελούσε μέρος της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ολοκληρώνει τις γυμνασιακές του σπουδές στη γενέτειρά του και μετακομίζει το 1902 στην Αθήνα, για να φοιτήσει στη Νομική, από την οποία το 1906 παίρνει το δίπλωμα του διδάκτορα με άριστα.«Ελευτεριά θα πει να μάχεσαι στη γης χωρίς ελπίδα!»
Η είσοδός του στα ελληνικά γράμματα γίνεται το 1906 με το μυθιστόρημα «Όφις και Κρίνος» που γράφει με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή, το οποίο αφιερώνει στην αγαπημένη του και μετέπειτα σύζυγό του Γαλάτεια (Αλεξίου) Καζαντζάκη, ενώ δημοσιεύει το δοκίμιο «Η αρρώστια του αιώνος» στο περιοδικό «Πινακοθήκη».
Στην πορεία ασχολήθηκε σχεδόν με όλα τα είδη λόγου: Ποίηση (δραματική, επική, λυρική), δοκίμια, μυθιστορήματα (ελληνικά και γαλλικά), ταξιδιωτικές εντυπώσεις, μεταφράσεις (από τα αρχαία ελληνικά, γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά), κινηματογραφικά σενάρια, ιστορία, σχολικά βιβλία, παιδικά βιβλία (διασκευή και μετάφραση), λεξικά (γλωσσικά και εγκυκλοπαιδικά), δημοσιογραφία, κριτική, αρθρογραφία, αλληλογραφία.
«Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα.»Η «Ασκητική», η «Οδύσεια*», οι «21 σωματοφύλακες της Οδύσειας», οι Τερτσίνες, οι 14 τραγωδίες που περιέχονται στους τρεις τόμους του «Θεάτρου», οι επιστολές του προς τη σύζυγό του Γαλάτεια Αλεξίου και τον Παντελή Πρεβελάκη, οι εντυπώσεις από τα πολλά ταξίδια του, τα μυθιστορήματά του όπως «Ο Καπετάν Μιχάλης», «Ο φτωχούλης του Θεού» «Τόντα-Ράμπα» κ.ά., αποτελούν ένα δείγμα του τεράστιου έργου του.
Επίσης, οι ταινίες «Αυτός που πρέπει να πεθάνει» (1957) του Ζυλ Ντασσέν, «Αλέξης Ζορμπάς» (1964) του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ο Τελευταίος Πειρασμός» (1988) του Μάρτιν Σκορσέζε, είναι βασισμένες σε έργα του Καζαντζάκη, ενώ «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη, γίνεται τηλεοπτική σειρά από την ΕΡΤ για τη σεζόν 1975-1976.
Αυτό που καθόρισε τη ζωή και το έργο του, όπως ο ίδιος έλεγε, ήταν τα ταξίδια του και τα όνειρά του. Παρίσι, Άγιον Όρος, Καύκασος, Βιέννη, Βερολίνο, Ιταλία, Κύπρος, Παλαιστίνη, Αίγυπτος, Σινά, Ρωσία, Κίνα, Ιαπωνία, Ισπανία, Τσεχοσλοβακία, Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία, Αυστρία, Γιουγκοσλαβία κ.ά. ήταν μερικοί από τους προορισμούς του.
Το 1954 κι ενώ το έργο του είναι ήδη γνωστό εκτός συνόρων Ελλάδας, το Βατικανό αποφασίζει να απαγορεύσει την κυκλοφορία του «Τελευταίου πειρασμού». Το 1955 η Ιερά Σύνοδος της Ελληνικής Εκκλησίας, με τη σειρά της, ζητάει από την κυβέρνηση «Ο τελευταίος πειρασμός», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και ο «Καπετάν Μιχάλης» να απαγορευτούν. Το αίτημα μάλιστα για τον αφορισμό του παραπέμφθηκε στο Πατριαρχείο και ο τότε Πατριάρχης, Αθηναγόρας, δεν τον ενέκρινε.
«Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα τ’ ανθρώπου, να σπας τα σύνορα!Αξίζει να σημειωθεί ότι αμέσως μετά, ο Κρητικός συγγραφέας τηλεγράφησε στο Βατικανό τη φράση του χριστιανού απολογητή Tερτυλλιανού «Στο δικαστήριό σου ασκώ έφεση, ω Kύριε» (Ad tuum, Domine, tribunal appello) και στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας έστειλε την επιστολή:
Ν’ αρνείσαι ότι θωρούν τα μάτια σου!
Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει»
«Με καταραστήκατε, Άγιοι Πατέρες, εγώ σας δίνω την ευχή μου: Σας εύχομαι να “ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να “στε τόσο ηθικοί και θρησκευόμενοι όσο είμαι εγώ.»
Τον Ιούνιο του 1956, στη Βιέννη, παίρνει το Βραβείο Ειρήνης, ενώ χάνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας από τον φίλο του Juan Ramon Jimenez.
Ο Καζαντζάκης έκανε δύο γάμους και δεν απέκτησε παιδιά. Ο πρώτος ήταν το 1911 με την ποιήτρια, πεζογράφο και θεατρική συγγραφέα Γαλάτεια Καζαντζάκη, κόρη του εκδότη Στυλιανού Αλεξίου, με την οποία χώρισε το 1926, και ο δεύτερος με την Ελένη Σαμίου το 1945, μετά από 21 χρόνια κοινής ζωής.
«Έβαλε τον εαυτό του κάτω εξήντα χρόνια μοναξιάς, τον έστιψε κι έβγαλε την καλύτερη σταγόνα που έχουμε. Κι αν ακόμη αρνηθείς όλο του το έργο, μένει ο ίδιος ο άνθρωπος» έγραψε ο Αλέξης Μινωτής για τον Νεοέλληνα συγγραφέα που πολεμήθηκε όσο κανένας άλλος.
«Ν’ αγαπάς την ευθύνη, να λες εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω…»Ανήσυχο πνεύμα, μακριά από συμβιβασμούς και υποταγή, μια «ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη», μιλάει μέσα από κείμενά του με τη φρεσκάδα ενός νέου, για την αγάπη στον άνθρωπο, την πίστη σε αξίες και ιδανικά, το πάθος για δημιουργία, τον ασταμάτητο αγώνα για τη ζωή, την αέναη πάλη για το ανώτερο, για την αναζήτηση της ευτυχίας μέσα από τα απλά και τα ταπεινά…
«Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο -ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο.»Η Γαλάτεια Καζαντζάκη έγραψε για τον θάνατό του: «Όρθιος, όπως έζησε, παρέδωσε την ψυχή του, σαν τον βασιλιά που, αφού γλέντησε στο μεγάλο τραπέζι, σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα και χωρίς να στραφεί πίσω διάβηκε το κατώφλι».
Το Αρχείο της ΕΡΤ, τιμώντας τη μνήμη του σπουδαίου λογοτέχνη (26 Οκτωβρίου 1957), ψηφιοποίησε και παρουσιάζει μέσω των ιστοσελίδων www.ert-archives.gr & www.ert.gr το επεισόδιο «Ο Νίκος Καζαντζάκης και η εποχή του» της σειράς ντοκιμαντέρ «Εποχές και συγγραφείς», παραγωγής 2002.
Παρατίθενται πληροφορίες για τη γενέτειρά του, την Κρήτη, τα σχολικά του χρόνια και τις σπουδές του.
Μελετητές του έργου του καταθέτουν τις απόψεις τους και γίνεται παρουσίαση τόσο της προσωπικής-οικογενειακής ζωής όσο και του συγγραφικού και μεταφραστικού του έργου, με εκδόσεις σε όλο τον κόσμο.
Εμφανίζεται φωτογραφικό υλικό του Νίκου Καζαντζάκη με τη μητέρα του Μαρία, τις αδερφές του Αναστασία και Ελένη, τους συμμαθητές του στο Γυμνάσιο του Ηρακλείου, τις δύο συζύγους του Γαλάτεια και Ελένη, τον φίλο του ποιητή Άγγελο Σικελιανό, με αναφορές στα κοινά τους ταξίδια που διήρκεσαν πολλά χρόνια, αλλά και στη στήριξη που παρείχαν στις θέσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου κ.ά.
Η παρουσίαση επιστολών του Νίκου Καζαντζάκη, που έστειλε στον φίλο του, συγγραφέα Θράσο Καστανάκη, χρησιμοποιείται ως έμμεση, αλλά ουσιαστική προσωπική «παρουσία» του στην εκπομπή.
Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις, τους προβληματισμούς του, τα ταξίδια του και τις συναναστροφές του με προσωπικότητες, τόσο της ελληνικής όσο και της παγκόσμιας πνευματικής ζωής, κάνοντας ταυτόχρονα αναδρομή σε σύγχρονα ιστορικοπολιτικά γεγονότα της εποχής του.«Πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;»
Για τη λογοτεχνική συνέπεια και τη νεότητα που διακρίνει το έργο του, για τις επιρροές που δέχτηκε, για τη φιλία του με τον Άγγελο Σικελιανό, αλλά και για την απομάκρυνσή τους μετά το ταξίδι τους στο Άγιον Όρος, μιλούν οι συγγραφείς Θανάσης Βαλτινός, Φίλιππος Δρακονταειδής, ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης και ο πανεπιστημιακός καθηγητής Μιχάλης Μερακλής.
Την εκπομπή πλαισιώνει, επίσης, αρχειακό οπτικοακουστικό υλικό καθώς προβάλλονται, μεταξύ άλλων, πλάνα αρχείου από ιστορικά γεγονότα του μεσοπολέμου, σκηνές από το σίριαλ του Β. Γεωργιάδη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και ηχητικά αποσπάσματα με τη φωνή του Νίκου Καζαντζάκη.
*Ο τίτλος του βιβλίου «Οδύσεια» έχει γραφεί με ένα «σ» από τον ίδιο τον συγγραφέα, προς αποφυγήν σύγχυσης με την «Οδύσσεια» του Ομήρου.
Πηγη
Πώς έχασε το Νόμπελ ο Νίκος Καζαντζάκης
Ανάμεσα στα πολλά και καλά βιβλία που κυκλοφόρησαν τελευταία, την προσοχή μου τράβηξε το πιο απρόβλεπτο, το λιγότερο αναμενόμενο: το «Χαμένο Νόμπελ» του Κώστα Αρκουδέα (Καστανιώτης). Δόλωμα, η φιγούρα του Νίκου Καζαντζάκη στο εξώφυλλο. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, ο διασημότερος συγγραφέας μας στο πλανητικό χωριό, με πάνω από οχτακόσιες ξένες εκδόσεις των έργων του, με μεταφράσεις στις πιο απίθανες γλώσσες και με αίγλη που συναγωνίζεται εκείνην του Καβάφη στην ποίηση, εδώ, μολονότι εξακολουθεί να έχει φανατικούς αναγνώστες, σπανίως, πολύ σπανίως απασχολεί σύγχρονους πεζογράφους ή μελετητές. Δεκαετίες μετά το θάνατο του, ο δημιουργός του Ζορμπά, του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, του Τελευταίου πειρασμού, μπορεί να εμπνέει τον Σκορτσέζε, τον Νταν Μπράουν ή τον Γιάλομ, αλλά οι δικοί μας «γραμματιζούμενοι», συνεχίζοντας την παράδοση, μάλλον τον περιφρονούν. Στα μάτια τους, όπως το έθεσε ο νεοελληνιστής Δημήτρης Τζιόβας, η περίπτωση Καζαντζάκη θυμίζει αρρώστεια που την περνάει κανείς μια φορά και ως επί το πλείστον σε νεανική ηλικία, ένα είδος πολιτισμικής ιλαράς. Καλοδεχούμενο λοιπόν κάθε καινούριο βιβλίο που καταπιάνεται μαζί του, σκεφτόμουν, ακόμα κι αν δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις, ακόμα κι αν επικεντρώνεται στις γνωστές μάχες του εκκλησιαστικού, πολιτικού και ακαδημαϊκού κατεστημένου ώστε ν’ αποφευχθεί η βράβευσή του όποτε η πλάστιγγα της Σουηδικής Ακαδημίας έδειξε να γέρνει προς το μέρος του.
Φορτωμένος με τη ρετσινιά του άθεου, του κομμουνιστή και του διαφθορέα των νέων, ο Καζαντζάκης εξακολουθούσε να θεωρείται από το μετεμφυλιακό, εσωστρεφές ελληνικό κράτος ως δημόσιος κίνδυνος.
Πράγματι, στο «Χαμένο Νόμπελ» δεν αποκαλύπτονται τίποτε επτασφράγιστα μυστικά. Η σύνθεση, εν τούτοις, από τον Αρκουδέαόλων των διαθέσιμων στοιχείων γι’αυτήν την υπόθεση σε μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, που εκτυλίσσεται στην καρδιά του 20ού αιώνα και αγκαλιάζει ό,τι σημαντικό συνέβαινε τότε στην εγχώρια και τη διεθνή πνευματική σκηνή, διαβάζεται απνευστί. Φτάνοντας στην τελευταία σελίδα, έχεις δει συμπυκνωμένα όσα θα όφειλες να γνωρίζεις για τις σπουδαίες λογοτεχνικές μορφές εκείνης της περιόδου κι έχεις χωνέψει για τα καλά πόσο κατώτερες των περιστάσεων μπορεί να είναι οι εκάστοτε πνευματικές ελίτ. Δημιουργοί που σαρρώνουν σήμερα βραβεία ίσως αύριο να ξεχαστούν τελείως, κι άλλοι που σνομπάρονται ή λοιδωρούνται ν’ αφήσουν έργο που θ’ αντέχει εσαεί. Στον κατάλογο με τους συγγραφείς που δεν πήραν το Νόμπελ αλλά τιμήθηκαν με μια θέση στην συνείδηση της ανθρωπότητας θα συναντήσουμε από τον Τσέχοφ, τον Χένρι Τζέιμς, τον Κάφκα ή την Βιρτζίνια Γουλφ, μέχρι τον Μούζιλ, τον Μπρεχτ, τον Όργουελ ή τον Πεσσόα. Αντίστοιχα τρανταχτές είναι οι απουσίες και στον κατάλογο των μελών της Ακαδημίας Αθηνών: από τον Καβάφη, τον Καζαντζάκη, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, ως τον Καρυωτάκη, τον Βάρναλη ή τον Σικελιανό. Η μόνη διάκριση που απέσπασε εν ζωή ο Καβάφης, ήταν το αργυρό παράσημο του Φοίνικος, που του απέμεινε ο δικτάτορας Πάγκαλος το ΄26, τιμώντας ταυτόχρονα και μια ισπανίδα χορεύτρια ονόματι Αούρεα. Ο δε Καζαντζάκης, το μόνο λογοτεχνικό βραβείο που αξιώθηκε από το ελληνικό κράτος ήταν το ΄56, ένα χρόνο πριν πεθάνει, κι αυτό για τα θεατρικά του, όχι για κάποιο από τα μυθιστορήματά του που έκαναν ήδη πάταγο παντού.
Ο συγγραφέας Κώστας Αρκουδέας
και με την Αναφορά στον Γκρέκο πλάι του σαν ευαγγέλιο, ο Κώστας Αρκουδέας άρχισε να συγκεντρώνει συστηματικά υλικό για το «Χαμένο Νόμπελ» από τη στιγμή που διάβασε ένα σχετικό άρθρο του μακαρίτη πλέον Πάτροκλου Σταύρου, θετού γιού και κληρονόμου της Ελένης Καζαντζάκη, δημοσιευμένο το 2000 στο «Βήμα». Όπως λέει ο ίδιος, «μια ζωή ένιωθα πως ο Καζαντζάκης ήταν ο μέγας αδικημένος των γραμμάτων μας. Όποτε γινόταν κουβέντα για τον ίδιο, όλοι γύρω μου κουνούσαν το κεφάλι. Σαν να λέγανε, πόσο κυνηγήθηκε κι αυτός, πόσα τράβηξε... Ρωτώντας αριστερά δεξιά άκουγα διάφορα, και μύθους και αλήθειες. Σπαράγματα όμως, όχι μια ολοκληρωμένη ιστορία. Το άρθρο του Σταύρου, με τόσες λεπτομέρειες για το μένος της πολιτείας εναντίον του και για τις παρασκηνιακές κινήσεις του Σπύρου Μελά στη Σουηδία, με σόκαρε. Από τότε, ό,τι σχετικό έπεφτε στην αντίληψή μου, το κράταγα. Το θέμα, πάντως, δεν ήταν να γράψω μια βιογραφία του Καζαντζάκη, πόσο μάλλον μια αγιογραφία, αλλά με άξονα το Νόμπελ, ν’ αφηγηθώ τη διαδρομή του δίνοντας κι όλο το κλίμα της εποχής».
Διόλου τυχαία το βιβλίο ανοίγει μ’ ένα κείμενο του Αυγουστίνου Καντιώτη δημοσιευμένο στο περιοδικό Σπίθα στις 5 Νοεμβρίου του ΄57. «Ρεζίλι των σκυλιών γίναμε. Η συντέλεια των αιώνων έφτασε. Βόθρος ρέει από τους ακάθαρτους ποταμούς, από τις σελίδες του ανήθικου. Σήμερα η Ελλάς κηδεύει με δημόσιον δαπάνη ποιόν, τον υβριστή της Εκκλησίας μας. Φρίκη, ούτε ο υπόνομος των Αθηνών δεν θα ανέδιδε τέτοια δυσωσία» έγραφε ο μετέπειτα μητροπολίτης Φλωρίνης, αυτός που έμελλε ν’ αφορίσει τον Θόδωρο Αγγελόπουλο για το Μετέωρο βήμα του πελαργού. Έξαλλος με τον εκπρόσωπο της Εκκλησίας της Κρήτης που όχι απλώς επέτρεψε αλλά και παρέστη στην κηδεία του συγγραφέα, ο Καντιώτης έβγαζε φλόγες: «Ντροπή σας, χυδαιολόγοι της πίστης μας! Αν ζούσαν οι Τρείς Ιεράρχες θα σας είχαν αφορίσει όλους».
Ο Νίκος Καζαντζάκης με τη Ραχήλ Λίπσταϊν (Rahel Lipstein) (ακουμπά στον ώμο του), τη Ντίνα Μάτους (Dina Matus) και δύο φίλες τους στο ψαροχώρι Pustchow, κοντά στο Rewald (Γερμανία) στη Βαλτική θάλασσα. Ιούλιος 1923 © Aρχείο Εκδόσεων Νίκου Καζαντζάκη
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι και ο Καζαντζάκης είχε αφοριστεί. «Πρόκειται για τον πλέον διαδεδομένο μύθο», λέει ο Αρκουδέας. «Υπήρξε τέτοια πρόταση από την πλευρά της Ιεράς Συνόδου, αλλά ποτέ δεν τέθηκε σ’ εφαρμογή. Ωστόσο, το αίτημα συνοδευόταν κι από ένα ανάθεμα, μια ανατριχιαστική κατάρα, η οποία βρίσκεται ακόμα σε ισχύ. Αυτό κι αν είναι ντροπή». Σύμφωνα με τον ίδιο, κανείς απ’ όσους απαξίωσαν τον Καζαντζάκη όσο ζούσε δεν φρόντισε κάποια στιγμή ν’ απολογηθεί: «Ούτε η σταλινική αριστερά, με εκπροσώπους παλιούς του φίλους, όπως η Γαλάτεια, η πρώτη του σύζυγος, ο Βάρναλης ή ο Αυγέρης, ούτε η ακροδεξιά, με πρωτοπαλίκαρο τον Σπύρο Μελά, ούτε βέβαια εκείνο το αρτηριοσκληρωτικό, σκοταδιστικό κομμάτι της εκκλησίας που τον θέλει μέχρι σήμερα να στριφογυρίζει άλιωτος στον τάφο του. Όσο ο Καζαντζάκης ζούσε στην Αίγινα, πριν γράψει τα μυθιστορήματα που τον έκαναν διάσημο, κανείς δεν ασχολούνταν μαζί του. Μετά τη δημοσίευση του Ζορμπά, όμως, ακόμα και το δικαίωμά του να ζει στην Ελλάδα, ακόμα κι αυτό του το στέρησαν. Όταν στα τέλη της δεκαετίας του ΄40 έληξε η θητεία του στην Ουνέσκο, η οδηγία του ελληνικού κράτους προς τις προξενικές αρχές ήταν να μην του ανανεωθεί η βίζα. Ως ανεπιθύμητος κατέληξε ο Καζαντζάκης στην Αντίμπ...».
Μια άλλη οδηγία που ανασύρει ο Αρκουδέας είναι εκείνη του υπουργείου παιδείας προς την Ακαδημία Αθηνών, στις 11 Ιουνίου του ΄46, χρονιά που συζητιώνταν το ενδεχόμενο μιας κοινής υποψιότητας για Νόμπελ των Καζαντζάκη και Σικελιανού. Στο σχετικό έγγραφο δηλωνόταν ξεκάθαρα πως το πρόσωπο που θα προτεινόταν από ελληνικής πλευράς επισήμως, πέρα από το πνευματικό του έργο έπρεπε να τυγχάνει «γενικής αναγνωρίσεως» και «δια την εθνικήν του αντίληψιν». Υπακούοντας στα κελεύσματα της κυβέρνησης, η Ακαδημία πρότεινε τον παγκοσμίως άγνωστο και εντελώς λησμονημένο Γεώργιο Βουγιουκλάκη, ενώ μια πενταετία αργότερα, βλέποντας ότι ο Καζαντζάκης εξακολουθούσε να παίζει ανάμεσα στους υποψηφίους, έστειλε τον Μελά να τακτοποιήσει το ζήτημα. Ως και η Φρειδερίκη έσπευσε ν’ανακατευτεί. Όπως ενημέρωνε τον Καζαντζάκη ο ελληνιστής και φίλος του Μπέργε Κνες τον Ιανουάριο του ΄54, η τελευταία, έκανε ό,τι μπορούσε για να μη δοθεί το Νόμπελ σε «ριζοσπαστικούς» Έλληνες, με το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο θα έβλαπτε «την ειρηνική πολιτική των Αγγλοσαξόνων»...
Η βοήθεια για τον Καζαντζάκη ήρθε από εκεί που δεν την περίμενε, από τη Νορβηγία, όπου, σε αντίθεση με τη χώρα μας, τα βιβλία του εκδίδονταν ανεμπόδιστα κι εκτιμούνταν πολύ. Βλέποντας τη στάση της ελληνικής πολιτείας, η νορβηγική κυβέρνηση προσφέρθηκε να του δώσει υπηκοότητα και διαβατήριο ώστε να μετακινείται με την άνεσή του, και η νορβηγική εταιρεία λογοτεχνών τον πρότεινε για Νόμπελ ομόθυμα. Ο ίδιος, εν τούτοις, αρνήθηκε την προσφορά. Εδώ, επισημαίνει στο βιβλίο του ο Αρκουδέας, οι μόνοι που στάθηκαν στο πλευρό του από τον πολιτικό κόσμο ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Αλέξανδρος Σβώλος. Όσο για τον πνευματικό χώρο, πέρα από το στενό του περιβάλλον, εκείνοι που τον υποστήριξαν ήταν ο Τερζάκης, ο Βρεττάκος, ο Πέτρος Χάρης, ο Παπανούτσος, ο Καραντώνης, ο Πλωρίτης –μετρημένοι στα δάχτυλα κι αυτοί.
Κώστας Αρκουδέας, Το Χαμένο Νόμπελ. Εκδόσεις Καστανιώτη
«Καμμιά απ’ αυτές τις κατηγορίες δεν έστεκε», λέει ο Αρκουδέας. «Άλλα ήταν τα κουσούρια του. Βασανιζόταν από κρίσεις μεγαλείου –μην ξεχνάμε ότι φιλοδοξούσε να γίνει ιδρυτής θρησκείας- έδειχνε ψύχραιμος κι ατάραχος αλλά δεν άντεχε την αρνητική κριτική, κι ενώ αγαπούσε τις γυναίκες, τα γραπτά του διέπονται από έναν ιδιότυπο μισογυνισμό. Πριν ξεκινήσω την έρευνα για το βιβλίο, είχα στο μυαλό μου την εικόνα ενός ερημίτη, ενός ανθρώπου αφοσιωμένου στα γραπτά του που ζεί με τ’ απολύτως απαραίτητα. Βλέποντας τ’ ατέλειωτα πάρε δώσε του με τον έξω κόσμο, έμεινα άναυδος! Όσο μονόχνωτος κι αν ήταν, αυτό δεν τον εμπόδιζε να μεταβληθεί στον απόλυτο δημοσιοσχεσίτη όποτε το έκρινε σκόπιμο. Βομβάρδιζε μ’ επιστολές και τηλεφωνήματα γνωστούς και φίλους και δεν δίσταζε να χρησιμοποιήσει και την πιο ασήμαντη γνωριμία για να πετύχει τον στόχο του. Όση πολεμική κι αν του ασκήθηκε, πάντως, κανείς δεν μπορεί ν’ αρνηθεί την προσφορά του στην ελληνική και την παγκόσμια λογοτεχνία. Το εντυπωσιακό είναι ότι την μεγάλη αποδοχή του κόσμου την γνώρισε όταν έπαψε να παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά. Όταν δηλαδή, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, αποφάσισε να το ρίξει στο γλέντι, όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος, και να επιστρέψει σε κάτι που θεωρούσε πάρεργο ως τότε, στο μυθιστόρημα».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου