Είναι η Μιμή τμήμα της ορθόδοξης παράδοσης;

H μεταφορά του Αγίου Φωτός με τιμές αρχηγού κράτους δεν κρατάει από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν υποτίθεται ότι κρατούσε αναμμένη την φλόγα του έθνους  η ορθόδοξη εκκλησία, έστω και αν ήταν αντίθετη με την επανάσταση του 1821: ξεκίνησε το 1988, όταν η Δήμητρα Λιάνη Παπανδρέου «διέταξε» να την μεταφέρει η Ολυμπιακή Αεροπορία από τα Ιεροσόλυμα.

Ήταν τότε που η πρώτη κυρία της χώρας, την οποία είχαν πλαισιώσει ιερείς και κομπογιαννίτες, έλυνε και έδενε στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Επειδή όμως στο έθνος, που στερείται μνήμης, για αυτό άλλωστε επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη, περισσεύει η υποκρισία και το πλιάτσικο, η Εκκλησία άδραξε την ευκαιρία και καθιέρωσε την αεροπορική μεταφορά ως απαράβατη, ελληνοχριστιανική παράδοση.
Στις δικαιολογημένες, πρόσφατες ενστάσεις http://tvxs.gr/news/ellada/mpalaoyras-kataloipo-paganistikis-periodoy-i-ypodoxi-toy-agioy-fotos βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ για αυτό το χωρίς διεθνές προηγούμενο παγανιστικό ρεζιλίκι http://tvxs.gr/news/ellada/koinoboyleytiki-ekprosopos-syriza-pseydothayma-agio-fos-opos-elege-ki-o-korais, αυτό που που εντυπωσιάζει είναι η αντίδραση της εκκλησίας που έσπευσε να κατακεραυνώσει τους άπιστους κομουνιστές. Πρόκειται για την ίδια, ιδιοκτησιακή λογική του Ιερατείου που θεωρεί τους Έλληνες πολίτες τμήμα της μεγάλης εκκλησιαστικής περιουσίας, την οποία έχει επίσης παρανόμως υφαρπάξει από το ελληνικό κράτος.
Αν η Εκκλησία της Ελλάδος θεωρεί ότι η αεροπορική μεταφορά της φλόγας είναι μέρος της παράδοσης, ας την χρηματοδοτήσει. Αλλά γιατί να πληρώνουν τον λογαριασμό οι υπόλοιποι πολίτες, σοβαροί ορθόδοξοι, Εβραίοι, καθολικοί, Μουσουλμάνοι και άθεοι, που αηδιάζουν όταν δεν ξεκαρδίζονται στα γέλια με την όλη υπόθεση;
Μια άλλη λύση είναι να την πληρώσει η Ένωση Αστυνομικών Υπάλληλων Ελλάδος που πετάχτηκε από την ντουλάπα της και δήλωσε ότι είναι έτοιμη να αναλάβει τα έξοδα. Σε αυτή τη περίπτωση η Εκκλησία όχι μόνο θα εξοικονομήσει χρήματα αλλά θα μπορέσει να αφιερωθεί στο καθαρά πνευματικά της καθήκοντα: να κηρύξει Αγία τη Μιμή, που τόσο συνέβαλλε στην διατήρηση της ορθόδοξης, ελληνοχριστιανικής μας παράδοσης.
πηγη

Ένα έθιμο που γελοιοποιεί την Ελλάδα

Δεν συνηθίζω να υπεισέρχομαι σε θέματα θρησκευτικής πίστης, όποια και αν είναι αυτή. Δεν έχω ανάγκη να την συμμερίζομαι για να τη σέβομαι. Το θρησκεύεσθαι, αλλά και το μη θρησκεύεσθαι είναι ατομικό δικαίωμα του καθενός. Αν το πάρουμε αυτό το δικαίωμα σοβαρά, θα δεχθούμε ότι δεν πρέπει να χλευάζουμε την πίστη του άλλου ή να τον  παρεμποδίζουμε στην εκτέλεση των θρησκευτικών του καθηκόντων. Η προσβολή και η παρεμπόδιση αυτή είναι ένα κόστος που επιβάλλουμε σε κάποιον – και μάλιστα χωρίς να αντλούμε από αυτό κάποιο όφελος πέρα από το χαιρέκακο συναίσθημα ότι προσβάλλουμε ή καταπιέζουμε κάποιον που έχει άλλη πίστη από τη δική μας. Ένας άνθρωπος με φιλελεύθερες, προοδευτικές και δημοκρατικές αντιλήψεις δεν μπορεί να επιτρέψει την επιβολή ενός τέτοιου –ή οποιουδήποτε άλλου – κόστους σε κάποιον.  Είναι σημαντικό να εμπεδώσει ο καθένας από μας ότι καταπίεση κάτω από οποιαδήποτε μορφή είναι επιβολή κάποιου κόστους στον άλλο. Αυτό το κόστος που υφίσταται παρουσιάζεται σε διάφορες μορφές. Μπορεί να είναι κόστος  σε χρήμα ή σε κόπο, ή να επιβάλλει επιβάρυνση στην  υγεία, αισθητική ή περιβαλλοντική υποβάθμιση ή περιορισμό στην ελευθερία ή προσβολή στην προσωπικότητα και τα πιστεύω του. Ο απόλυτος σεβασμός, επομένως, της ελευθερίας του θρησκεύεσθαι, η ανεξιθρησκία και γενικότερα η ανεκτικότητα,  που η πολιτισμένη ανθρωπότητα έχει αποδεχθεί ως βασικό ανθρώπινο δικαίωμα είναι η πιο σημαντική μορφή του δικαιώματος στην ελευθερία σκέψης και έκφρασης. Εκεί που δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία και δημοκρατία.

Υπάρχει, όμως και ένα έθιμο για το οποίο υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις. Αυτό είναι η μεταφορά του Αγίου Φωτός από την Ιερουσαλήμ μετά την Τελετή της Αφής το Μεγάλο Σάββατο. Προσοχή: δεν παίρνω θέση, όπως, άλλωστε, και το ίδιο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων,  πάνω στο θαυματουργό χαρακτήρα της Αφής. Είναι, ασφαλώς, θέμα πίστης, όπως όλα τα θαύματα. Ο πιστός μπορεί να παρακολουθήσει την τελετή αυτή, που είναι ένα πολύ παλιό έθιμο και είναι ως εκ τούτου,  διατηρητέο. Επιπλέον, δεν βλέπω γιατί όσοι δεν πιστεύουν, είτε στο θαυματουργό χαρακτήρα της Αφής, είτε στην αξία της διατήρησης του εθίμου αυτού, πρέπει να το χλευάζουν. Το ίδιο θα έλεγα για οποιαδήποτε τελετή άλλης θρησκείας, εφόσον δεν δημιουργεί προβλήματα σε τρίτους.Ας πάμε παρακάτω. Είπαμε, λοιπόν ότι ο σεβασμός στη θρησκεία του άλλου είναι βασική υποχρέωση του καθενός από μας, γιατί αλλιώς του επιβάλλουμε ένα κόστος το οποίο ή θα πρέπει να υποστεί, ή να αντιδράσει βίαια. Εδώ, όμως, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον αντίλογο. Η θρησκευτική πρακτική, είτε της «επικρατούσας» θρησκείας, είτε άλλη, συνεπάγεται κάποιο κόστος. Η διακοπή της κυκλοφορίας και η περιφορά του Επιταφίου, για παράδειγμα, επιβάλλει στο κοινωνικό σύνολο ένα κόστος. Θεωρούμε ότι στην πλειονότητά τους οι Έλληνες, ως ορθόδοξοι, δέχονται πρόθυμα να υποστούν αυτό το κόστος. Εφόσον το δέχονται, δεν είναι επιβολή. Τα έθιμα τηρούνται, όσο η θρησκευτική και πολιτιστική παράδοση αναγνωρίζει την ανάγκη τους.
Η ίδια η τελετή, όμως, είναι ένα πράγμα και η μεταφορά του Θείου και Αχράντου Φωτόςμε τιμές αρχηγού κράτους είναι άλλο. Οι αντιρρήσεις στην τήρηση και διατήρηση αυτού του εθίμου είναι δύο (α) για το αν αποτελεί όντως αρχαίο έθιμο (β) για το αν το οικονομικό κόστος τήρησής του + το κόστος  της εθνικής γελοιοποίησης που συνεπάγεται δικαιολογούν  τη  συνέχισή του.Ας ξεκινήσω από το πρώτο. Το παλαιόθεν έθιμο της τελετής στα Ιεροσόλυμα χρονολογείται από τον 9ο αιώνα. Δεν υπάρχει λόγος να καταργηθεί. Επιπλέον, αυτό είναι θέμα τοπικό και δοξαστικό που αφορά το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, το ποίμνιο των πιστών και το κράτος του Ισραήλ. Αλλά το έθιμο της μεταφοράς του Αγίου  Φωτός, με τιμές αρχηγού κράτους και «πλαισιωμένο από σχηματισμό μαχητικών υπό την ευθύνη του Τομέα Ειδικών Επιχειρήσεων»  χρονολογείται από το έτος 1988. Αυτό έγινε με πρωτοβουλία του τότε Εξάρχου και μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ειρηναίου, και ασφαλώς παραγόντων του Ελληνικού κράτους. Το Υπουργείο Εξωτερικών αναλαμβάνει τη διοργάνωση της μεταφοράς του Αγίου Φωτός έκτοτε. Επομένως, αυτό το «έθιμο» μας προέκυψε επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ αρκετά πρόσφατα: 1988. Τόσο παλιές είναι οι τιμημένες περγαμηνές του. Σε περίοδο που άνθισε η διαπλοκή και ο κρατισμός – παραμονές του «Τσοβόλα, δώστα όλα»- ένας αμφιλεγόμενος ιεράρχης, ο οποίος στη συνέχεια καθαιρέθηκε και εκθρονίσθηκε, πήρε αυτή τη «θεάρεστη» πρωτοβουλία. Ήταν από εκείνα τα κατορθώματα λαϊκισμού του ΠΑΣΟΚ, που είναι δύσκολα αναστρέψιμα, ακριβώς διότι προστατεύονται από την προβλέψιμη κατακραυγή εκείνων που φρονούν ότι είναι παλιό έθιμο, και κυρίως, ότι οφείλουν όλοι να χρεώνονται το κόστος αυτής της μεταφοράς: ΟΛΟΙ να το χρεώνονται, είτε το δέχονται είτε δεν το δέχονται, ιδίως αν δεν το δέχονται! Εντάσσεται στη νοοτροπία που ενεθάρρυνε και γιγάντωσε η τότε Κατάσταση, τα επίχειρά της οποίας πληρώνουμε τώρα: να πληρώσουν άλλοι για να έχω εγώ την ικανοποίηση και την αγαλλίαση να υποδεχθώ το Άγιο Φως εδώ. Δηλαδή, πριν από το 1988 που δεν γινόταν αυτό, ήταν οι πιστοί αδικημένοι; Ήταν σε χειρότερη μοίρα οι παππούδες τους , που λάβαιναν το Άγιο φως την ώρα της Ανάστασης συμβολικά, από τον ιερέα και στη συνέχεια,  ο ένας από τον άλλον;
Βέβαια, δεν θα είχε κανείς αντίρρηση, να γινόταν ναύλωση ειδικού αεροσκάφους, και να ερχόταν με έξοδα εκείνων που ενδιαφέρονται, χωρίς την πολεμική αεροπορία και ειδικά αεροσκάφη, και χωρίς τιμές αρχηγού κράτους, πράγμα που ξεπερνά το μέτρο. Και αυτό μας φέρνει στη δεύτερη αντίρρηση, που έχει να κάνει με την εθνική γελοιοποίηση. Στα μάτια οποιουδήποτε εχέφρονος ανθρώπου, η υποστασιοποίηση ενός άφατου θρησκευτικού μυστηρίου, η μεταχείρισή του σαν να ήταν πράγμα – ένα αντικείμενο που μεταφέρεται, είναι η αποθέωση του παραλόγου. Δεν μπορεί δε,  παρά να προκαλέσει θυμηδία στον ξένο  παρατηρητή η  πληροφορία ότι σ’ αυτό το πράγμα αποδίδονται τιμές αρχηγού κράτους, και ότι η μεταφορά του είναι πολυέξοδη υπόθεση για ένα καταχρεωμένο έθνος. Η γνώση, μάλιστα ότι σοσιαλιστική κυβέρνηση καθιέρωσε αυτό το έθιμο υπογραμμίζει τον λαϊκίστικο κυνισμό της απόφασης: δώσε στους αδαείς κάτι που να τους κάνει εθνικά και δοξαστικά υπερήφανους και βάλτους να πληρώσουν το λογαριασμό, μαζί με όλες τις άλλες «παροχές».
Αυτή η γελοιότητα είναι ένα επιπλέον κόστος  που μας επιβάλλεται. Ασφαλώς κάποιοι περινούστατοι στο Υπουργείο Εξωτερικών τότε, σκέφτηκαν ότι μέσα από την θεσμική παρουσία της Ορθοδοξίας στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, η Ελλάδα θα μπορούσε να παίξει ένα «ειδικό ρόλο». Μια μικρογραφία της –αποτυχημένης- «μεγάλης πολιτικής» του στρατηγού Ντεγκόλ της δεκαετίας ’60 στην Πρόσω Ανατολή! Η έμπνευση πάσχει από πλήρη έλλειψη μέτρου, αν μη τι άλλο. Αλλά η γελοιότητα του μέσου που χρησιμοποιεί οδηγεί στην εις άτοπον απαγωγή της πολιτικής αυτής.
Καλείται, λοιπόν, ο έλληνας φορολογούμενος να γίνει ανάδοχος των εξόδων αυτής της πολιτικής. Θα μου πείτε: αφού δεν ωφελεί κανέναν, γιατί δεν τίθεται τέρμα σ’ αυτό το νεόκοπο έθιμο; Η απάντηση είναι η συνήθης: κανένας δεν αναλαμβάνει το πολιτικό κόστος τερματισμού του. Και όταν μιλάμε για πολιτικό κόστος, αναφερόμαστε στην αδυναμία του πολιτικού σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο να πει και να εξηγήσει εκείνο που ισχύει, είτε διότι αυτοί  στους οποίους απευθύνεται είναι -επιεικώς- ανώριμοι, είτε διότι ενέχεται ο ίδιος στην αρχική σύλληψη ή την εφαρμογή της πολιτικής που καλείται να αναστρέψει. Φοβάται, επομένως, την κατακραυγή, που θα είναι ισχυρότερη από την επιχειρηματολογία του.  Δεν πρέπει, βέβαια, να υποτιμάται η ορθοκρισία που διακρίνει το έθνος και την κοινωνία μας, αλλά, όπως είπε κάποτε γνωστός πολιτικός σε ιδιωτική συζήτηση «Κανένας δεν έχασε λεφτά υποτιμώντας την ευφυΐα του Ελληνικού λαού»


Το «Άγιο Φως» ως κακοδοξία 

 

Από τον 4ο μ.Χ. αι. ήδη, οι λεγόμενοι Καππαδόκες πατέρες –οι στοχαστές του χριστιανισμού της Ανατολής- ασχολήθηκαν με τον προβληματισμό της διάκρισης θείας ουσίας και ενεργημάτων, θεωρώντας πως Θεός δεν είναι η φιλοσοφική Ενάς που μένει ξένη προς τον κόσμο αλλά φανερώνεται σ’ αυτόν, όχι βεβαίως δια της απρόσιτης ουσίας αλλά δια των άκτιστων ενεργειών. Η διαδικασία για τη γνώση της θείας αλήθειας δεν είναι όμως νοητική – ορθολογική: ο άνθρωπος «καθορά τα θεία κάλλη» εφόσον ο νους του δημιουργήθηκε «λίαν καλώς» ώστε να φωτιστεί και εφόσον, πρωτίστως, το επιθυμεί. Έτσι, ο Βασίλειος Καισαρείας, ο επονομαζόμενος και Μέγας, αντικαθιστά τον όρο νου με τον όρο καρδία.
Η θεοπτική κατάσταση των ανθρώπου, η εμπειρία των θείων ενεργειών, η αναγνώριση της αποκαλυπτικής δράσης του θεού, δεδομένου του ότι η φύση του είναι «αόριστος και απερίληπτος», προϋποθέτει και τη θεία χάρη, τη φώτιση. Αν δεν την έχεις, η μέθεξη με τα θεία, η θέωση, μοιάζει μάλλον χαμένη υπόθεση που επαφίεται στη μεγαθυμία του πανάχραντου. Οπότε αδυνατείς να δεις και τα ενεργήματα ή να κατανοήσεις τη σημασία τους.
Αλλά σε κάθε περίπτωση, «το καθαρόν και άυλον του νυμφίου κάλλος», το κατερχόμενο στην ανθρώπινη φύση, είναι μια άκτιστη πραγματικότητα, κάτι σαν τις ακτίνες του ήλιου, που δεν τις βλέπουμε μεν, μας ζεσταίνουν δε. Από τον Γρηγόριο Νύσσης (4ος αι.), όταν ξεκίνησε η προβληματική, ως τον Γρηγόριο τον Παλάμα (14ος αι.)ο οποίος και, περίπου, ολοκλήρωσε τη σχετική δογματική, στην ιστορία της διάνοιας των ορθόδοξων χριστιανών κατέστη σαφές πως όχι μοναχά η ουσία αλλά και η ενέργεια του τρισυπόστατου θεού είναι άκτιστες.
Και τούτο αποτελεί τη βασική διαφορά με τη δυτική σκέψη: ενώ η ορθόδοξη παράδοση θέλει το θεό να επικοινωνεί δια της άκτιστης ενέργειάς του με την κτίση και τον άνθρωπο, οι παπικοί , ξεκινώντας από το actus purus του Ακινάτη, θεωρούν ότι άκτιστη ουσία και καθαρή ενέργεια του Θεού ταυτίζονται, ο δε άνθρωπος βλέπει την κτιστή ενέργεια του θεού. Αλλά στη θεολογία της Ανατολής δεν υπάρχουν κτιστές ενέργειες, αφού δια κτισμάτων δεν δύναται να σωθεί ο άνθρωπος. Επιπλέον, και αυτό είναι το βασικότερο, ο ίδιος ο Υιός (βλέπε κακοδοξία Ευνομίου) ως έργο της ενεργείας του Πατρός, γίνεται κτίσμα, αφού γεννάται από κτιστή ενέργεια.  Το αυτό και με το Άγιο Πνεύμα μιας και τούτο αποτελεί έργο της ενεργείας του Υιού. Η δε θεία χάρη, ως κτιστή ενέργεια, καταργεί την ίδια τη σωτηρία του ανθρώπου.
Οι δογματικές – φιλοσοφικές – πολιτικές διαφορές των χριστιανών αποτελούν μια άκρως ενδιαφέρουσα υπόθεση στην ιστορία του πνεύματος –για όσους βέβαια δεν ακολουθούν το γράμμα του ενός ή του άλλου νόμου. Ενδιαφέρον έχει επίσης πώς και για ποιους λόγους έγιναν, και ακόμα υφίστανται, οι διαχωρισμοί μεταξύ κακόδοξων και μη κακόδοξων. Η υπόθεση με την περιβόητη αφή του «Αγίου Φωτός» είναι ενδεικτική: ενώ οι ορθόδοξοι, βάσει της θεολογίας τους, θα έπρεπε να το αρνούνται –κτιστή ενέργεια σε τακτό χρόνο, άρα κακοδοξία- εντούτοις το συντηρούν και το πληρώνουν. Οι πάσης φύσεως αιτίες, λίγο πολύ, γνωστές.

 

Το «Άγιο Φως» ως κακοδοξία

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...