Με την επανείσοδό της στη σκηνή της Μέσης Ανατολής, πριν από τρία
χρόνια, η Ρωσία επανήλθε στο προσκήνιο της διεθνούς πολιτικής, όχι μόνο
ως σημαντικός παίκτης σε μια από τις βασικότερες περιοχές τους κόσμου
αλλά και ως παγκόσμιος παίκτης - για πρώτη φορά με την τη διάλυση της
Σοβιετικής Ένωσης το 1991.
Αυτή η επαναφορά της Ρωσίας οφείλεται κυρίως στην αποτελεσματική στρατιωτική επέμβαση της Μόσχας στη Συρία. Ωστόσο, η εμπλοκή της επηρέασε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή - όχι μόνο τη Συρία - κι αυτό με πολλούς τρόπους: σε πολιτικό, ψυχολογικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο.
Ο νέος ρόλος της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή έχει, σύμφωνα με ανάλυση του Stratfor, καθοριστική σημασία για την υλοποίηση της νέας στρατηγικής της Μόσχας με στόχο να καταστεί σημαντική δύναμη στην Μεγάλη Ευρασία.
Οι ιστορικές ρίζες
Η Ρωσία, φυσικά, δεν είναι ξένη προς την Εγγύς και Μέση Ανατολή. Περισσότερα από χίλια χρόνια πριν, αγκάλιασε την Χριστιανική Ορθοδοξία που της προσφέρθηκε από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Όταν η αυτοκρατορία κατέρρευσε, η Μόσχα ανέλαβε τα ηνία της Ορθοδοξίας παγκοσμίως και προστάτευσε τους υποστηρικτές της στα εδάφη που βρίσκονταν υπό τους Τούρκους Οθωμανούς. Το ρωσικό ναυτικό κυριαρχούσε στη Μεσόγειο από τον 18ο αιώνα, ενώ ο ρωσικός στην ξηρά απέκρουε τους Οθωμανούς και τους Πέρσες από τα Βαλκάνια και τον Καύκασο. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αγία Πετρούπολη ήταν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας Σάικς - Πικό, που τεμάχιζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με την έλευση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι σοβιετικές δυνάμεις κατέλαβαν το βόρειο Ιράν. Το συνέδριο της Τεχεράνης το 1943 πραγματοποιήθηκε σε μια περιοχή που η ασφάλεια του Ρούζβελτ και του Τσόρτσιλ εξασφαλίστηκε από τον Κόκκινο Στρατό.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοβιετική Ένωση ήταν ένας από τους πρώτους υποστηρικτές της ίδρυσης του εβραϊκού κράτους. Σύντομα, όμως, άρχισε να στηρίζει τους Άραβες στην Αίγυπτο, τη Συρία και αλλού, καθώς τους θεωρούσε γεωπολιτικούς συμμάχους στον Ψυχρό Πόλεμο εναντίον των ΗΠΑ και ιδεολογικούς συντρόφους στον αντι-καπιταλιστικό πόλεμο. Η ΕΣΣΔ πρόσφερε πολλά όπλα, έστειλε δεκάδες χιλιάδες στρατιωτικούς συμβούλους και έδωσε μεγάλη οικονομική βοήθεια σε χώρες από την Αλγερία μέχρι τη Νότια Υεμένη. Με την Ευρώπη και την Ανατολική Ασία, χωρισμένες σε σφαίρες επιρροής, η Μέση Ανατολή, χαρακτηριζόταν από τη δεκαετία του 1950 ως και τη δεκαετία του 1980, ως βασικό πεδίο μάχης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ.
Η παρέμβαση στη Συρία και οι επιπτώσεις της
Έτσι, όταν τον Σεπτέμβρη του 2015 ο Βλαντιμίρ Πούτιν αποφάσισε να αναλάβει στρατιωτική δράση στη Συρία, οι Ρώσοι δεν μπήκαν σε μια άγνωστη κατάσταση. Η Συρία υπήρξε το περιφερειακό φρούριο της Ρωσίας κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους του Ψυχρού Πολέμου. Οι Ρώσοι γνώριζαν τη χώρα και πολλούς από τους ηγέτες της. Η απόφαση της Μόσχας να αναλάβει δράση βασίστηκε στην ανησυχία ότι, αν δεν υπήρχε άμεση εξωτερική παρέμβαση, το καθεστώς Άσαντ θα μπορούσε να ανατραπεί και να αντικατασταθεί από το «Ισλαμικό Χαλιφάτο» του ISIS, κάτι που θα ανέτρεπε την κατάσταση στον μουσουλμανικό κόσμο αλλά και στη Ρωσία και ευρύτερη γειτονιά της. Η απόφαση βασίστηκε επίσης στην πεποίθηση ότι με εξωτερική υποστήριξη, η Συρία με επικεφαλής την οικογένεια Άσαντ θα μπορούσε να διασωθεί. Η Μόσχα πίστευε ότι η παρέμβαση ήταν απαραίτητη για να αποφευχθούν οι επιζήμιες συνέπειες, τόσο για την περιοχή, όσο και για την ίδια τη Ρωσία κι αυτό ήταν κάτι που θα μπορούσε να γίνει. Ήταν βέβαια ρίσκο, να είναι κανείς σίγουρος, αλλά δεν ήταν και τζόγος.
Δύο χρόνια αργότερα, οι υπολογισμοί της Μόσχας υποστηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από τα αποτελέσματα της ρωσικής παρέμβασης. Το συριακό κράτος δεν έχει καταρρεύσει. Ακριβώς το αντίθετο. Η περιοχή που ελέγχει έχει επεκταθεί κατά τρεις φορές. Ο Μπασάρ αλ Άσαντ εξακολουθεί να βρίσκεται στην εξουσία στη Δαμασκό και η αντιπολίτευση συμμετέχει σε διάφορες συνομιλίες - αν και ακόμη είναι άκαρπες - με κυβερνητικούς εκπροσώπους, τόσο στη Γενεύη, όσο και στην Αστάνα. Το Ισλαμικό Κράτος βρίσκεται σε άμυνα, χάνοντας και τα τελευταία του οχυρά, τόσο στη Συρία, όσο και στο Ιράκ. Το πιο σημαντικό για τη Μόσχα, είναι ότι οι τζιχαντιστές στερήθηκαν της ευκαιρίας να αποσταθεροποιήσουν τον ρωσικό βόρειο Καύκασο ή τα γειτονικά κράτη της Κεντρικής Ασίας. Η Ρωσία δεν απέφυγε τις τρομοκρατικής επιθέσεις - η ευθύνη για την έκρηξη στο μετρό της Αγίας Πετρούπολης και η κατάρριψη ενός ρωσικού επιβατικού αεροπλάνου στην περιοχή του Σινά αναλήφθηκε από ομάδες προσκείμενες στον ISIS - αλλά οι επιθέσεις αυτές ήταν πολύ λιγότερες απ’ ότι στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Αν εξαιρέσει κανείς τις άμεσες ανησυχίες για την ασφάλεια, η ρωσική δράση στη Συρία στοχεύει κυρίως στην υποστήριξη της αντίληψης της Μόσχας για την παγκόσμια τάξη. Αναλαμβάνοντας στρατιωτική δράση, η Ρωσία ανέτρεψε την παλίρροια της Αραβικής Άνοιξης, πίσω από την οποία υποπτευόταν ότι βρισκόταν η Δύση και αρνήθηκε στις ΗΠΑ και τους συμμάχους της την ευκαιρία να ρίξουν το καθεστώς, το οποίο είχαν ήδη καταδικάσει ως μη νόμιμο. Η Μόσχα έσπασε επίσης το de facto μονοπώλιο των ΗΠΑ στις εξωτερικές στρατιωτικές επιχειρήσεις που κρατούσε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η Συρία αποτελούσε αποτέλεσε μια «έξοδο» τη στρατιωτικής δύναμης της Ρωσίας, αν και σε μέτρια κλίμακα.
Έτσι, η δράση στη Συρία άνοιξε το δρόμο για την επανένταξη της Ρωσίας στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χώρο, πέρα, δηλαδή, από τον πρώην σοβιετικό χώρο, στον οποίο οι ενέργειες της Μόσχας είχαν περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό το τελευταίο τέταρτο του αιώνα. Στην πραγματικότητα ο πρωταρχικός στόχος του Κρεμλίνου ήταν να αναγκάσει τις ΗΠΑ να αναγνωρίσουν τη Ρωσία ως παγκόσμια δύναμη. Η Μόσχα δεν περίμενε από την Ουάσιγκτον μια τέτοια αναγνώριση: την απαίτησε με τις ενέργειές της. Είναι αλήθεια ότι ο αρχικός στόχος της επίτευξης ενός ειρηνικού διακανονισμού στη Συρία μέσω κοινών αμερικανικών και ρωσικών προσπαθειών αποδείχτηκε αδύνατος, διότι η Ουάσιγκτον δεν ήταν πρόθυμη να δεχτεί τη Μόσχα ως ισότιμο συνομιλητή. Ωστόσο η Ρωσία κατόρθωσε να επιτύχει τον δεύτερο μεγαλύτερο στόχο της, μια de facto αναγνώριση των ΗΠΑ ότι η επίτευξη της ειρήνης στη Συρία θα ήταν αδύνατη χωρίς τη ρωσική συνεργασία.
Η αναγνώριση αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις πολυάριθμες προφητείες της Ουάσιγκτον στην αρχή της εμπλοκής της Μόσχας: ότι δηλαδή η Ρωσία έμπαινε σε έναν βάλτο, ότι η επιχείρηση της στη Συρία θα ήταν μια επανάληψη της σοβιετικής αποτυχίας στο Αφγανιστάν, ότι το οικονομικό κόστος της ρωσικής στρατιωτικής εμπλοκής θα ήταν πολύ βαρύ για τη Μόσχα, ότι οι ανθρώπινες απώλειες θα έκαναν τον ρωσικό λαό να αμφισβητήσει τη σοφία του Πούτιν στην εξωτερική πολιτική, ότι η Ρωσία μέσω των ενεργειών της, όχι μόνο θα υπερασπιστεί έναν χαμένο σκοπό (δηλαδή το υποτιθέμενο καταδικασμένο καθεστώς Άσαντ), αλλά θα βρεθεί σε ανταγωνισμό με τον υπόλοιπο σουνιτικό αραβικό κόσμο, ότι τα ρωσικά όπλα δεν ήταν τόσο ακριβή και οι Ρώσοι πιλότοι δεν είχαν την κατάλληλη κατάρτιση και εμπειρία, ότι ο πόλεμος εναντίον μουσουλμάνων σε μια ξένη χώρα θα αποσταθεροποιούσε τις μουσουλμανικές περιοχές εντός της ίδιας της Ρωσία, και ούτω καθεξής.
Η πραγματικότητα των τελευταίων δύο ετών ήταν ακριβώς η αντίστροφη. Η Ρωσία είχε στόχους, στρατηγική και ακολούθησε τις κατάλληλες τακτικές που ως επί το πλείστον της βγήκαν. Εκεί όπου κατ’ όνομα η Ρωσία απέτυχε, δηλαδή στην προσπάθεια να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ ως ισοδύναμος εταίρος και στο να αναγκάσουν τη συριακή κυβέρνηση και την αντιπολίτευση να διαπραγματευτούν τους όρους μιας συμφωνίας διαμοιρασμού της εξουσίας, αυτό ήταν αποτέλεσμα της βαθιά εδραιωμένης εχθρότητας του Πενταγώνου και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών προς τη Μόσχα αλλά και της αδιαλλαξίας τόσο του στρατοπέδου του Άσαντ, όσο και των αντιπάλων του και των υποστηρικτών τους.
Οι ανθρώπινες απώλειες που υπέστησαν οι Ρώσοι ανήλθαν επίσημα σε λίγο πάνω από 30 νεκρούς σε διάστημα τριών ετών ενώ ακόμη και η ανεπίσημη καταμέτρηση είναι αρκετά κάτω από 100 νεκρούς. Το νούμερο είναι τραγικό καθώς υπάρχουν οικογένειες στρατιωτών που πενθούν τους ανθρώπους τους αλλά δεν είναι μεγάλο νούμερο σε σχέση με τη ρωσική δύναμη που μάχεται στη Συρία.
Το οικονομικό βάρος της ρωσικής εκστρατείας στη Συρία, μπορεί να συγκριθεί με το κόστος μιας συνεχούς στρατιωτικής άσκησης μεσαίου επιπέδου, στην οποία ο ρωσικός προϋπολογισμός μπορεί άνετα να ανταπεξέλθει. Οι Ρώσοι πιλότοι και ο ρωσικός εξοπλισμός λειτούργησαν όχι μόνο επαρκώς αλλά και πέρα από κάθε προσδοκία και οι γραμμές τροφοδοσίας δούλεψαν σωστά. Δεν υπήρξε επίσης ανάγκη για σημαντική κλιμάκωση της αεροπορικής επιχείρησης ή επέκτασή της, ώστε να χρειαστεί να αποσταλούν και δυνάμεις ξηράς. Με τη βοήθεια της Ρωσίας, ο Μπασάρ αλ Άσαντ, κατάφερε να επιβιώσει στην προεδρία επί Ομπάμα, ο οποίος το 2012 είχε χαρακτηρίσει τις ημέρες του Σύρου Προέδρου μετρημένες. Στο εσωτερικό του αραβικού κόσμου το γόητρο της Ρωσίας αυξήθηκε. Οι σχέσεις της Μόσχας με το Κάιρο, έγιναν ισχυρότερες από ποτέ, μετά την εκδίωξη των σοβιετικών συμβούλων από την Αίγυπτο εκ μέρους του προέδρου Ανουάρ Σαντάτ το 1972.
Πέρα από τη Συρία και προς μεγάλη έκπληξη πολλών εξωτερικών παρατηρητών, η Μόσχα κατάφερε να διαπραγματευτεί μάλλον με επιτυχία τους διάφορους διχασμούς που είναι τόσο συνηθισμένοι στη Μέση Ανατολή. Οι Ρώσοι παρέμειναν με επαφή με όλους στην περιοχή, εκτός από τους θυγατρικούς θύλακες του Ισλαμικού Κράτους και της Αλ Κάιντα, τους οποίους χτύπησαν με βόμβες και πυραύλους. Διατήρησαν στενές σχέσεις με το Ισραήλ, ακόμη κι όταν «έκλεισαν» μια τακτική στρατιωτική συμμαχία με το Ιράν. Καλλιέργησαν σχέσεις τόσο με τους Κούρδους, όσο και με τις κυβερνήσεις της Τουρκίας, του Ιράκ και της Συρίας. Είχαν επαφές με απεσταλμένους των αντίπαλων αρχών της δυτικής και της ανατολικής Λιβύης. Παρείχαν καλές υπηρεσίες στο Κατάρ και στις χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου που επιδιώκουν να μειώσουν τη δύναμη της Ντόχα. Ο κατάλογος είναι μεγάλος και περιλαμβάνει τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ, το Ισραήλ και το Ιράν, τη Σαουδική Αραβία και πολλές άλλες. Βασικά, η Ρωσία κατέστησε σαφές από την αρχή ότι δεν είχε αποκλειστικές συμμαχίες στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου και του Άσαντ, αλλά επίσης δεν έβλεπε και καμία χώρα ως ορκισμένο εχθρό της.
Στην πραγματικότητα, η Μόσχα δημιούργησε ad hoc στρατιωτικές και διπλωματικές συμμαχίες στη Συρία με τη Δαμασκό, με την Τεχεράνη, την Άγκυρα και τη Βαγδάτη, καθώς και με τη Χεζμπολάχ. Καλλιέργησε επίσης σχέσεις με το Αμμάν. Στη Λιβύη, συνεργάζεται στενά τόσο με το Κάιρο, όσο και με το Άμπου Ντάμπι. Στο ζήτημα της ρύθμισης της παραγωγής πετρελαίου και του καθορισμού της τιμής, η Μόσχα συνεργάζεται τόσο με το Ριάντ, όσο και με την Τεχεράνη και επιπλέον έχει επιτυχώς αναλάβει ρόλο μεσολαβητή μεταξύ τους. Τίποτα από αυτά δεν ήταν εύκολο και όλα απαιτούσαν όχι μόνο υψηλό επίπεδο περιφερειακής εμπειρογνωμοσύνης αλλά κι ένα ορισμένο επίπεδο πολιτικού συντονισμού προς τις διάφορες κυβερνήσεις καθώς και μεταξύ των διπλωματών και των στρατιωτικών της ίδιας της ρωσικής κυβέρνησης.
Δεν πήγαν φυσικά όλα κατά για τη Ρωσία. Τον Νοέμβριο του 2015, ένα ρωσικό βομβαρδιστικό καταρρίφθηκε από Τούρκους μαχητές κοντά στα σύνορα της Συρίας. Η Ρωσία επέλεξε να μην επιτεθεί στις τουρκικές δυνάμεις αλλά ανταποκρίθηκε με σθένος κόβοντας πολλούς εμπορικούς δεσμούς με την Τουρκία. Τελικά ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ρετζέπ Ερντογάν εξέδωσε μια δήλωση που έγινε δεκτή ως «συγγνώμη» από τον Πούτιν. Σύντομα μετά από αυτό, η Μόσχα υποστήριξε στον Ερντογάν στην απόπειρα πραξικοπήματος και μέχρι τα τέλη του 2016, οι δυο χώρες σχηματίσαν μια εικονική πολιτικο-στρατιωτική συμμαχία που υπερέβη τη δολοφονία του Ρώσου πρεσβευτή από Τούρκο αστυνομικό αλλά και τα ρωσικά πυρά που σκότωσαν αρκετούς Τούρκους στρατιώτες.
Η στρατηγική της Μεγάλης Ευρασίας
Εκτός από την παρέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι ενέργειές της στη Συρία και οι δραστηριότητές της στη Μέση Ανατολή αποτέλεσαν ένα ξέσπασμα μετά την παρατεταμένη περίοδο που ακολούθησε τον Ψυχρό Πόλεμο και κατά την οποία η Αμερική δεν άφησε πολλά περιθώρια για τη Ρωσία να δράσει ως ανεξάρτητος παγκόσμιος παίκτης. Από αυτή την οπτική γωνία, η Μέση Ανατολή αποτελεί μια περιοχή για την γεωπολιτική εξέλιξη της Μόσχας, η οποία έχει πολύ μεγάλη σημασία. Ήρθαν επίσης σε μια στιγμή που η Μόσχα έπρεπε να παραδεχτεί την αποτυχία των δυο κύριων στρατηγικών της από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης: Την ενσωμάτωση της Ρωσίας στην ευρύτερη Δύση και την ενσωμάτωση στη Ρωσία των πρώην σοβιετικών χωρών.
Αντί γι’ αυτές τις πλέον παρελθούσες στρατηγικές, εμφανίζεται μια νέα. Αντί να τοποθετηθεί η Ρωσία ως ένα μέρος του Ευρωαντλαντικού Κόσμου - όπου η αμοιβαία αποξένωση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης είναι μια πραγματικότητα - ή ως η μεγάλη κεντρική δύναμη της μετασοβιετικής κοινότητας - η οποία δεν θα ενωθεί - τοποθετεί τη χώρα εκεί ακριβώς που βρίσκεται γεωγραφικά, δηλαδή, στα βόρεια της Μεγάλης Ευρασίας. Αυτό δίνει στη Μόσχα μια προοπτική 360 μοιρών, στην οποία οι χώρες της Ευρώπης, της Ανατολικής, Κεντρικής και Νότιας Ασίας και η Μέση Ανατολή αποτελούν μια ενιαία γειτονιά, που βρέχεται από τον Ατλαντικό στα δυτικά, την Αρκτική στο Βορρά, τον Ειρηνικό στα ανατολικά και τον Ινδικό στα Νότια. Η Ρωσίας είναι ένας γείτονας για όλους αλλά δεν ανήκει σε κανένα μπλοκ, ούτε ευρωκεντρικό, ούτε σινοκεντρικό. Ούτε πλέον μπορεί να επιμείνει σε ένα ρωσοκεντρικό κατασκεύασμα.
Στο πλαίσιο αυτό, η Μέση Ανατολή αποτελεί ταυτόχρονα ένα ζήτημα ασφάλειας, μια οικονομική ευκαιρία και μια πηγή έμπνευσης για την αυξανόμενη ιθαγενή μουσουλμανική μειονότητα της Ρωσίας - όλα αυτά δεν πρέπει να αγνοηθούν. Όσον αφορά την περιοχή, η Μόσχα πιθανότατα θα ακολουθήσει το πρότυπο των τελευταίων ετών: θα διατηρεί επαφές με όλους αλλά θα ακολουθεί το δικό της συμφέρον, θα αποφεύγει τις συμμαχίες και τις ψευδαισθήσεις, θα χτίζει ad-hoc συνασπισμούς όπου αυτό είναι απαραίτητο και αλλάζοντας διαφορετικούς τακτικούς στόχους, θα επιδιώκει σαφή οικονομικά συμφέροντα χωρίς να επιβάλλει ιδεολογικά ή σχετιζόμενα με τις αξίες σχέδια και θα τάσσεται ενάντια στους τρομοκράτες, πάντα με σεβασμό προς το Ισλάμ, το οποίο είναι η δεύτερη μεγαλύτερη θρησκεία στη Ρωσία.
πηγη
Περισσότερα Διαβάστε>
20/12/2016 14:03
Μια επίσκεψη του στρατάρχη του στρατού της ανατολικής Λιβύης Χαλίφα Χάφταρ σε ρωσικό αεροπλανοφόρο θεωρήθηκε ότι αποτελεί μήνυμα υποστήριξης προς το πρόσωπό του, ενώ σηματοδοτεί και το ενδιαφέρον της Μόσχας να αποκτήσει μεγαλύτερο ρόλο στην περιοχή, μετά την επέμβασή της στη Συρία.Αυτή η επαναφορά της Ρωσίας οφείλεται κυρίως στην αποτελεσματική στρατιωτική επέμβαση της Μόσχας στη Συρία. Ωστόσο, η εμπλοκή της επηρέασε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή - όχι μόνο τη Συρία - κι αυτό με πολλούς τρόπους: σε πολιτικό, ψυχολογικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο.
Ο νέος ρόλος της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή έχει, σύμφωνα με ανάλυση του Stratfor, καθοριστική σημασία για την υλοποίηση της νέας στρατηγικής της Μόσχας με στόχο να καταστεί σημαντική δύναμη στην Μεγάλη Ευρασία.
Οι ιστορικές ρίζες
Η Ρωσία, φυσικά, δεν είναι ξένη προς την Εγγύς και Μέση Ανατολή. Περισσότερα από χίλια χρόνια πριν, αγκάλιασε την Χριστιανική Ορθοδοξία που της προσφέρθηκε από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Όταν η αυτοκρατορία κατέρρευσε, η Μόσχα ανέλαβε τα ηνία της Ορθοδοξίας παγκοσμίως και προστάτευσε τους υποστηρικτές της στα εδάφη που βρίσκονταν υπό τους Τούρκους Οθωμανούς. Το ρωσικό ναυτικό κυριαρχούσε στη Μεσόγειο από τον 18ο αιώνα, ενώ ο ρωσικός στην ξηρά απέκρουε τους Οθωμανούς και τους Πέρσες από τα Βαλκάνια και τον Καύκασο. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αγία Πετρούπολη ήταν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας Σάικς - Πικό, που τεμάχιζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με την έλευση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι σοβιετικές δυνάμεις κατέλαβαν το βόρειο Ιράν. Το συνέδριο της Τεχεράνης το 1943 πραγματοποιήθηκε σε μια περιοχή που η ασφάλεια του Ρούζβελτ και του Τσόρτσιλ εξασφαλίστηκε από τον Κόκκινο Στρατό.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοβιετική Ένωση ήταν ένας από τους πρώτους υποστηρικτές της ίδρυσης του εβραϊκού κράτους. Σύντομα, όμως, άρχισε να στηρίζει τους Άραβες στην Αίγυπτο, τη Συρία και αλλού, καθώς τους θεωρούσε γεωπολιτικούς συμμάχους στον Ψυχρό Πόλεμο εναντίον των ΗΠΑ και ιδεολογικούς συντρόφους στον αντι-καπιταλιστικό πόλεμο. Η ΕΣΣΔ πρόσφερε πολλά όπλα, έστειλε δεκάδες χιλιάδες στρατιωτικούς συμβούλους και έδωσε μεγάλη οικονομική βοήθεια σε χώρες από την Αλγερία μέχρι τη Νότια Υεμένη. Με την Ευρώπη και την Ανατολική Ασία, χωρισμένες σε σφαίρες επιρροής, η Μέση Ανατολή, χαρακτηριζόταν από τη δεκαετία του 1950 ως και τη δεκαετία του 1980, ως βασικό πεδίο μάχης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ.
Η παρέμβαση στη Συρία και οι επιπτώσεις της
Έτσι, όταν τον Σεπτέμβρη του 2015 ο Βλαντιμίρ Πούτιν αποφάσισε να αναλάβει στρατιωτική δράση στη Συρία, οι Ρώσοι δεν μπήκαν σε μια άγνωστη κατάσταση. Η Συρία υπήρξε το περιφερειακό φρούριο της Ρωσίας κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους του Ψυχρού Πολέμου. Οι Ρώσοι γνώριζαν τη χώρα και πολλούς από τους ηγέτες της. Η απόφαση της Μόσχας να αναλάβει δράση βασίστηκε στην ανησυχία ότι, αν δεν υπήρχε άμεση εξωτερική παρέμβαση, το καθεστώς Άσαντ θα μπορούσε να ανατραπεί και να αντικατασταθεί από το «Ισλαμικό Χαλιφάτο» του ISIS, κάτι που θα ανέτρεπε την κατάσταση στον μουσουλμανικό κόσμο αλλά και στη Ρωσία και ευρύτερη γειτονιά της. Η απόφαση βασίστηκε επίσης στην πεποίθηση ότι με εξωτερική υποστήριξη, η Συρία με επικεφαλής την οικογένεια Άσαντ θα μπορούσε να διασωθεί. Η Μόσχα πίστευε ότι η παρέμβαση ήταν απαραίτητη για να αποφευχθούν οι επιζήμιες συνέπειες, τόσο για την περιοχή, όσο και για την ίδια τη Ρωσία κι αυτό ήταν κάτι που θα μπορούσε να γίνει. Ήταν βέβαια ρίσκο, να είναι κανείς σίγουρος, αλλά δεν ήταν και τζόγος.
Δύο χρόνια αργότερα, οι υπολογισμοί της Μόσχας υποστηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από τα αποτελέσματα της ρωσικής παρέμβασης. Το συριακό κράτος δεν έχει καταρρεύσει. Ακριβώς το αντίθετο. Η περιοχή που ελέγχει έχει επεκταθεί κατά τρεις φορές. Ο Μπασάρ αλ Άσαντ εξακολουθεί να βρίσκεται στην εξουσία στη Δαμασκό και η αντιπολίτευση συμμετέχει σε διάφορες συνομιλίες - αν και ακόμη είναι άκαρπες - με κυβερνητικούς εκπροσώπους, τόσο στη Γενεύη, όσο και στην Αστάνα. Το Ισλαμικό Κράτος βρίσκεται σε άμυνα, χάνοντας και τα τελευταία του οχυρά, τόσο στη Συρία, όσο και στο Ιράκ. Το πιο σημαντικό για τη Μόσχα, είναι ότι οι τζιχαντιστές στερήθηκαν της ευκαιρίας να αποσταθεροποιήσουν τον ρωσικό βόρειο Καύκασο ή τα γειτονικά κράτη της Κεντρικής Ασίας. Η Ρωσία δεν απέφυγε τις τρομοκρατικής επιθέσεις - η ευθύνη για την έκρηξη στο μετρό της Αγίας Πετρούπολης και η κατάρριψη ενός ρωσικού επιβατικού αεροπλάνου στην περιοχή του Σινά αναλήφθηκε από ομάδες προσκείμενες στον ISIS - αλλά οι επιθέσεις αυτές ήταν πολύ λιγότερες απ’ ότι στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Αν εξαιρέσει κανείς τις άμεσες ανησυχίες για την ασφάλεια, η ρωσική δράση στη Συρία στοχεύει κυρίως στην υποστήριξη της αντίληψης της Μόσχας για την παγκόσμια τάξη. Αναλαμβάνοντας στρατιωτική δράση, η Ρωσία ανέτρεψε την παλίρροια της Αραβικής Άνοιξης, πίσω από την οποία υποπτευόταν ότι βρισκόταν η Δύση και αρνήθηκε στις ΗΠΑ και τους συμμάχους της την ευκαιρία να ρίξουν το καθεστώς, το οποίο είχαν ήδη καταδικάσει ως μη νόμιμο. Η Μόσχα έσπασε επίσης το de facto μονοπώλιο των ΗΠΑ στις εξωτερικές στρατιωτικές επιχειρήσεις που κρατούσε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η Συρία αποτελούσε αποτέλεσε μια «έξοδο» τη στρατιωτικής δύναμης της Ρωσίας, αν και σε μέτρια κλίμακα.
Έτσι, η δράση στη Συρία άνοιξε το δρόμο για την επανένταξη της Ρωσίας στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χώρο, πέρα, δηλαδή, από τον πρώην σοβιετικό χώρο, στον οποίο οι ενέργειες της Μόσχας είχαν περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό το τελευταίο τέταρτο του αιώνα. Στην πραγματικότητα ο πρωταρχικός στόχος του Κρεμλίνου ήταν να αναγκάσει τις ΗΠΑ να αναγνωρίσουν τη Ρωσία ως παγκόσμια δύναμη. Η Μόσχα δεν περίμενε από την Ουάσιγκτον μια τέτοια αναγνώριση: την απαίτησε με τις ενέργειές της. Είναι αλήθεια ότι ο αρχικός στόχος της επίτευξης ενός ειρηνικού διακανονισμού στη Συρία μέσω κοινών αμερικανικών και ρωσικών προσπαθειών αποδείχτηκε αδύνατος, διότι η Ουάσιγκτον δεν ήταν πρόθυμη να δεχτεί τη Μόσχα ως ισότιμο συνομιλητή. Ωστόσο η Ρωσία κατόρθωσε να επιτύχει τον δεύτερο μεγαλύτερο στόχο της, μια de facto αναγνώριση των ΗΠΑ ότι η επίτευξη της ειρήνης στη Συρία θα ήταν αδύνατη χωρίς τη ρωσική συνεργασία.
Η αναγνώριση αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις πολυάριθμες προφητείες της Ουάσιγκτον στην αρχή της εμπλοκής της Μόσχας: ότι δηλαδή η Ρωσία έμπαινε σε έναν βάλτο, ότι η επιχείρηση της στη Συρία θα ήταν μια επανάληψη της σοβιετικής αποτυχίας στο Αφγανιστάν, ότι το οικονομικό κόστος της ρωσικής στρατιωτικής εμπλοκής θα ήταν πολύ βαρύ για τη Μόσχα, ότι οι ανθρώπινες απώλειες θα έκαναν τον ρωσικό λαό να αμφισβητήσει τη σοφία του Πούτιν στην εξωτερική πολιτική, ότι η Ρωσία μέσω των ενεργειών της, όχι μόνο θα υπερασπιστεί έναν χαμένο σκοπό (δηλαδή το υποτιθέμενο καταδικασμένο καθεστώς Άσαντ), αλλά θα βρεθεί σε ανταγωνισμό με τον υπόλοιπο σουνιτικό αραβικό κόσμο, ότι τα ρωσικά όπλα δεν ήταν τόσο ακριβή και οι Ρώσοι πιλότοι δεν είχαν την κατάλληλη κατάρτιση και εμπειρία, ότι ο πόλεμος εναντίον μουσουλμάνων σε μια ξένη χώρα θα αποσταθεροποιούσε τις μουσουλμανικές περιοχές εντός της ίδιας της Ρωσία, και ούτω καθεξής.
Η πραγματικότητα των τελευταίων δύο ετών ήταν ακριβώς η αντίστροφη. Η Ρωσία είχε στόχους, στρατηγική και ακολούθησε τις κατάλληλες τακτικές που ως επί το πλείστον της βγήκαν. Εκεί όπου κατ’ όνομα η Ρωσία απέτυχε, δηλαδή στην προσπάθεια να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ ως ισοδύναμος εταίρος και στο να αναγκάσουν τη συριακή κυβέρνηση και την αντιπολίτευση να διαπραγματευτούν τους όρους μιας συμφωνίας διαμοιρασμού της εξουσίας, αυτό ήταν αποτέλεσμα της βαθιά εδραιωμένης εχθρότητας του Πενταγώνου και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών προς τη Μόσχα αλλά και της αδιαλλαξίας τόσο του στρατοπέδου του Άσαντ, όσο και των αντιπάλων του και των υποστηρικτών τους.
Οι ανθρώπινες απώλειες που υπέστησαν οι Ρώσοι ανήλθαν επίσημα σε λίγο πάνω από 30 νεκρούς σε διάστημα τριών ετών ενώ ακόμη και η ανεπίσημη καταμέτρηση είναι αρκετά κάτω από 100 νεκρούς. Το νούμερο είναι τραγικό καθώς υπάρχουν οικογένειες στρατιωτών που πενθούν τους ανθρώπους τους αλλά δεν είναι μεγάλο νούμερο σε σχέση με τη ρωσική δύναμη που μάχεται στη Συρία.
Το οικονομικό βάρος της ρωσικής εκστρατείας στη Συρία, μπορεί να συγκριθεί με το κόστος μιας συνεχούς στρατιωτικής άσκησης μεσαίου επιπέδου, στην οποία ο ρωσικός προϋπολογισμός μπορεί άνετα να ανταπεξέλθει. Οι Ρώσοι πιλότοι και ο ρωσικός εξοπλισμός λειτούργησαν όχι μόνο επαρκώς αλλά και πέρα από κάθε προσδοκία και οι γραμμές τροφοδοσίας δούλεψαν σωστά. Δεν υπήρξε επίσης ανάγκη για σημαντική κλιμάκωση της αεροπορικής επιχείρησης ή επέκτασή της, ώστε να χρειαστεί να αποσταλούν και δυνάμεις ξηράς. Με τη βοήθεια της Ρωσίας, ο Μπασάρ αλ Άσαντ, κατάφερε να επιβιώσει στην προεδρία επί Ομπάμα, ο οποίος το 2012 είχε χαρακτηρίσει τις ημέρες του Σύρου Προέδρου μετρημένες. Στο εσωτερικό του αραβικού κόσμου το γόητρο της Ρωσίας αυξήθηκε. Οι σχέσεις της Μόσχας με το Κάιρο, έγιναν ισχυρότερες από ποτέ, μετά την εκδίωξη των σοβιετικών συμβούλων από την Αίγυπτο εκ μέρους του προέδρου Ανουάρ Σαντάτ το 1972.
Πέρα από τη Συρία και προς μεγάλη έκπληξη πολλών εξωτερικών παρατηρητών, η Μόσχα κατάφερε να διαπραγματευτεί μάλλον με επιτυχία τους διάφορους διχασμούς που είναι τόσο συνηθισμένοι στη Μέση Ανατολή. Οι Ρώσοι παρέμειναν με επαφή με όλους στην περιοχή, εκτός από τους θυγατρικούς θύλακες του Ισλαμικού Κράτους και της Αλ Κάιντα, τους οποίους χτύπησαν με βόμβες και πυραύλους. Διατήρησαν στενές σχέσεις με το Ισραήλ, ακόμη κι όταν «έκλεισαν» μια τακτική στρατιωτική συμμαχία με το Ιράν. Καλλιέργησαν σχέσεις τόσο με τους Κούρδους, όσο και με τις κυβερνήσεις της Τουρκίας, του Ιράκ και της Συρίας. Είχαν επαφές με απεσταλμένους των αντίπαλων αρχών της δυτικής και της ανατολικής Λιβύης. Παρείχαν καλές υπηρεσίες στο Κατάρ και στις χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου που επιδιώκουν να μειώσουν τη δύναμη της Ντόχα. Ο κατάλογος είναι μεγάλος και περιλαμβάνει τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ, το Ισραήλ και το Ιράν, τη Σαουδική Αραβία και πολλές άλλες. Βασικά, η Ρωσία κατέστησε σαφές από την αρχή ότι δεν είχε αποκλειστικές συμμαχίες στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου και του Άσαντ, αλλά επίσης δεν έβλεπε και καμία χώρα ως ορκισμένο εχθρό της.
Στην πραγματικότητα, η Μόσχα δημιούργησε ad hoc στρατιωτικές και διπλωματικές συμμαχίες στη Συρία με τη Δαμασκό, με την Τεχεράνη, την Άγκυρα και τη Βαγδάτη, καθώς και με τη Χεζμπολάχ. Καλλιέργησε επίσης σχέσεις με το Αμμάν. Στη Λιβύη, συνεργάζεται στενά τόσο με το Κάιρο, όσο και με το Άμπου Ντάμπι. Στο ζήτημα της ρύθμισης της παραγωγής πετρελαίου και του καθορισμού της τιμής, η Μόσχα συνεργάζεται τόσο με το Ριάντ, όσο και με την Τεχεράνη και επιπλέον έχει επιτυχώς αναλάβει ρόλο μεσολαβητή μεταξύ τους. Τίποτα από αυτά δεν ήταν εύκολο και όλα απαιτούσαν όχι μόνο υψηλό επίπεδο περιφερειακής εμπειρογνωμοσύνης αλλά κι ένα ορισμένο επίπεδο πολιτικού συντονισμού προς τις διάφορες κυβερνήσεις καθώς και μεταξύ των διπλωματών και των στρατιωτικών της ίδιας της ρωσικής κυβέρνησης.
Δεν πήγαν φυσικά όλα κατά για τη Ρωσία. Τον Νοέμβριο του 2015, ένα ρωσικό βομβαρδιστικό καταρρίφθηκε από Τούρκους μαχητές κοντά στα σύνορα της Συρίας. Η Ρωσία επέλεξε να μην επιτεθεί στις τουρκικές δυνάμεις αλλά ανταποκρίθηκε με σθένος κόβοντας πολλούς εμπορικούς δεσμούς με την Τουρκία. Τελικά ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ρετζέπ Ερντογάν εξέδωσε μια δήλωση που έγινε δεκτή ως «συγγνώμη» από τον Πούτιν. Σύντομα μετά από αυτό, η Μόσχα υποστήριξε στον Ερντογάν στην απόπειρα πραξικοπήματος και μέχρι τα τέλη του 2016, οι δυο χώρες σχηματίσαν μια εικονική πολιτικο-στρατιωτική συμμαχία που υπερέβη τη δολοφονία του Ρώσου πρεσβευτή από Τούρκο αστυνομικό αλλά και τα ρωσικά πυρά που σκότωσαν αρκετούς Τούρκους στρατιώτες.
Η στρατηγική της Μεγάλης Ευρασίας
Εκτός από την παρέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι ενέργειές της στη Συρία και οι δραστηριότητές της στη Μέση Ανατολή αποτέλεσαν ένα ξέσπασμα μετά την παρατεταμένη περίοδο που ακολούθησε τον Ψυχρό Πόλεμο και κατά την οποία η Αμερική δεν άφησε πολλά περιθώρια για τη Ρωσία να δράσει ως ανεξάρτητος παγκόσμιος παίκτης. Από αυτή την οπτική γωνία, η Μέση Ανατολή αποτελεί μια περιοχή για την γεωπολιτική εξέλιξη της Μόσχας, η οποία έχει πολύ μεγάλη σημασία. Ήρθαν επίσης σε μια στιγμή που η Μόσχα έπρεπε να παραδεχτεί την αποτυχία των δυο κύριων στρατηγικών της από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης: Την ενσωμάτωση της Ρωσίας στην ευρύτερη Δύση και την ενσωμάτωση στη Ρωσία των πρώην σοβιετικών χωρών.
Αντί γι’ αυτές τις πλέον παρελθούσες στρατηγικές, εμφανίζεται μια νέα. Αντί να τοποθετηθεί η Ρωσία ως ένα μέρος του Ευρωαντλαντικού Κόσμου - όπου η αμοιβαία αποξένωση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης είναι μια πραγματικότητα - ή ως η μεγάλη κεντρική δύναμη της μετασοβιετικής κοινότητας - η οποία δεν θα ενωθεί - τοποθετεί τη χώρα εκεί ακριβώς που βρίσκεται γεωγραφικά, δηλαδή, στα βόρεια της Μεγάλης Ευρασίας. Αυτό δίνει στη Μόσχα μια προοπτική 360 μοιρών, στην οποία οι χώρες της Ευρώπης, της Ανατολικής, Κεντρικής και Νότιας Ασίας και η Μέση Ανατολή αποτελούν μια ενιαία γειτονιά, που βρέχεται από τον Ατλαντικό στα δυτικά, την Αρκτική στο Βορρά, τον Ειρηνικό στα ανατολικά και τον Ινδικό στα Νότια. Η Ρωσίας είναι ένας γείτονας για όλους αλλά δεν ανήκει σε κανένα μπλοκ, ούτε ευρωκεντρικό, ούτε σινοκεντρικό. Ούτε πλέον μπορεί να επιμείνει σε ένα ρωσοκεντρικό κατασκεύασμα.
Στο πλαίσιο αυτό, η Μέση Ανατολή αποτελεί ταυτόχρονα ένα ζήτημα ασφάλειας, μια οικονομική ευκαιρία και μια πηγή έμπνευσης για την αυξανόμενη ιθαγενή μουσουλμανική μειονότητα της Ρωσίας - όλα αυτά δεν πρέπει να αγνοηθούν. Όσον αφορά την περιοχή, η Μόσχα πιθανότατα θα ακολουθήσει το πρότυπο των τελευταίων ετών: θα διατηρεί επαφές με όλους αλλά θα ακολουθεί το δικό της συμφέρον, θα αποφεύγει τις συμμαχίες και τις ψευδαισθήσεις, θα χτίζει ad-hoc συνασπισμούς όπου αυτό είναι απαραίτητο και αλλάζοντας διαφορετικούς τακτικούς στόχους, θα επιδιώκει σαφή οικονομικά συμφέροντα χωρίς να επιβάλλει ιδεολογικά ή σχετιζόμενα με τις αξίες σχέδια και θα τάσσεται ενάντια στους τρομοκράτες, πάντα με σεβασμό προς το Ισλάμ, το οποίο είναι η δεύτερη μεγαλύτερη θρησκεία στη Ρωσία.
πηγη
Περισσότερα Διαβάστε>
20/12/2016 14:03
Bloomberg: Ο Putin επεκτείνει την επιρροή της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή με την ενέργεια
Όπως δήλωσε ο πρόεδρος του Συμβουλίου Εξωτερικής και Αμυντικής
Πολιτικής της Ρωσίας Fyodor Lukyanov «η Ρωσία είναι πραγματικά πρόθυμη
να αυξήσει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή με κάθε τρόπο».
Η Ρωσία του Vladimir Putin εκτός από την στρατιωτική ισχύ στη
Συρία, χρησιμοποιεί και την ενεργειακή της ισχύ επεκτείνοντας την
επιρροή της στη Μέση Ανατολή, όπως επισημαίνει σε άρθρο του το
Bloomberg.
Το πρακτορείο σημειώνει, ότι με εξαίρεση την κατάσταση στη Συρία, όπου η Ρωσία και οι αραβικές χώρες υποστηρίζουν τις αντιμαχόμενες πλευρές, η Μόσχα και τα κράτη του αραβικού κόσμου υπογράφουν μια σειρά από συμφωνίες, σε θέματα που ταυτίζονται τα συμφέροντά τους.
Χαρακτηριστική όσο και καθοριστική όπως σημειώνει, ήταν η παρέμβαση του Προέδρου της Ρωσίας στην επίτευξη της πρώτης συμφωνίας τα τελευταία 15 χρόνια μεταξύ του ΟΠΕΚ και των ανεξάρτητων πετρελαιοπαραγωγών κρατών για την μείωση της παγκόσμιας παραγωγής.
Επίσης, η Ρωσία εισέπραξε μέσω της πώλησης μεριδίου μετοχών του πετρελαϊκού κολοσσού Rosneft κάτι παραπάνω από 5 δισ. δολάρια από το κρατικό επενδυτικό ταμείο του Κατάρ.
Την ίδια ώρα, η Rosneft εξαγόρασε έναντι 2,8 δισ. δολαρίων από την Ιταλική Eni ένα σημαντικό μερίδιο στο τεράστιο Αιγυπτιακό κοίτασμα φυσικού αερίου Zohr.
Όπως δήλωσε ο πρόεδρος του Συμβουλίου Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής της Ρωσίας Fyodor Lukyanov «η Ρωσία είναι πραγματικά πρόθυμη να αυξήσει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή με κάθε τρόπο».
Την ίδια ώρα όπως επισημαίνει το Bloomberg, η «παγωμάρα» που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στις συμμαχικές σχέσεις των ΗΠΑ με τις χώρες του Περσικού Κόλπου, σε συνδυασμό με το χάος που έχει προκαλέσει στις οικονομικά εξαρτώμενες από το πετρέλαιο οικονομίες η κατάρρευση την τελευταία διετία των τιμών του «μαύρου χρυσού» και την αναγνώριση από τις χώρες της Μέσης Ανατολής ότι η Ρωσία δεν μπορεί να αγνοηθεί σε θέματα περιφερειακής ασφάλειας, δίνει το δικαίωμα στον Putin να ασκήσει πιέσεις και να ανοίξει περισσότερο την «πόρτα» στη Μόσχα.
Το πρακτορείο επισημαίνει ακόμη, ότι αναθερμαίνονται οι σχέσεις με τη Μόσχα χωρών που ανήκαν στο παρελθόν στη Σοβιετική ζώνη επιρροής, όπως η Αίγυπτος και το Ιράν.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Lukyanov, η φιλοδοξίες της Ρωσίας για αύξηση της επιρροής της στις χώρες του Κόλπου παραμένουν περιορισμένες, καθώς οι δεσμοί ασφάλειας και οι οικονομικοί δεσμοί τους με τις ΗΠΑ «είναι βαθιά ριζωμένοι».
Σήμερα όμως τα οικονομικά συμφέροντα κρατών του Περσικού Κόλπου, όπως το Κατάρ, δείχνουν να ταυτίζονται περισσότερο με τη Μόσχα, παρά με την Ουάσιγκτον και ιδιαιτέρως μετά την εκλογή του Donald Trump με τις θέσεις που έχει εκφράσει αυτός για το διεθνές εμπόριο, σημειώνει το Bloomberg.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι παρά το ότι η Μόσχα κατηγορεί την Ντόχα, ότι υποστηρίζει οικονομικά τους τσετσένους αυτονομιστές στο Ρωσικό έδαφος, αλλά και τους τζιχαντιστές του ISIS στη Συρία, όχι μόνο επένδυσε στη Rosneft το κρατικό επενδυτικό ταμείο του Κατάρ, αλλά ο εμίρης του Tamim bin Hamad Al Thani συναντήθηκε με τον Vladimir Putin και συζήτησαν για την εμπορική και οικονομική συνεργασία των δύο πλευρών.
Όπως επισημαίνει δε η εταιρική αναλυτής φυσικών πόρων της Wood Mackenzie, Valentina Kretzschmar, οι δύο ενεργειακοί κολοσσοί της Ρωσίας Rosneft και Gazprom επιθυμούν σφόδρα να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους σχετικά με το LNG στη Μέση Ανατολή, όπου το Κατάρ είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας LNG στον κόσμο.
Το δε επόμενο μεγάλο στοίχημα του Vladimir Putin στην περιοχή είναι η Λιβύη, αναφέρει το πρακτορείο επικαλούμενο τον Ρώσο ακαδημαϊκό συνεργάτη του Chatham House, Nikolay Kozhanov.
Όπως αναφέρει ο τελευταίος, ο Putin έχει σφυρηλατήσει ισχυρούς δεσμούς με τον στρατιωτικό ηγέτη της Λιβύης Khalifa Haftar, ο οποίος επισκέφθηκε τη Μόσχα δύο φορές κατά τους τελευταίους 6 μήνες ζητώντας ένοπλη υποστήριξη.
Σημειώνεται ότι ο Haftar ήδη υποστηρίζεται ευθέως από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Αίγυπτο, ενώ την υποστήριξή τους στο πρόσωπό του έχουν εκφράσει ποικιλοτρόπως το Κατάρ, η Τουρκία, αλλά και η Δύση.
Αν επικρατήσει και αναδειχθεί ως επόμενος ηγέτης της Λιβύης, η ανταμοιβή για τη Ρωσία θα μπορούσε να είναι σημαντική, σύμφωνα με τον Koznahov.
Το Bloomberg σημειώνει, ότι από την ανατροπή του Καντάφι η αμυντική βιομηχανία της Ρωσίας Rosoboronexport έχει χάσει τουλάχιστον 4 δισ. δολάρια και η Gazprom έχασε αρκετά δισεκατομμύρια από τις συμφωνίες που είχαν υπογραφεί για εξερεύνηση και εξόρυξη υδρογονανθράκων.
www.worldenergynews.gr
Το πρακτορείο σημειώνει, ότι με εξαίρεση την κατάσταση στη Συρία, όπου η Ρωσία και οι αραβικές χώρες υποστηρίζουν τις αντιμαχόμενες πλευρές, η Μόσχα και τα κράτη του αραβικού κόσμου υπογράφουν μια σειρά από συμφωνίες, σε θέματα που ταυτίζονται τα συμφέροντά τους.
Χαρακτηριστική όσο και καθοριστική όπως σημειώνει, ήταν η παρέμβαση του Προέδρου της Ρωσίας στην επίτευξη της πρώτης συμφωνίας τα τελευταία 15 χρόνια μεταξύ του ΟΠΕΚ και των ανεξάρτητων πετρελαιοπαραγωγών κρατών για την μείωση της παγκόσμιας παραγωγής.
Επίσης, η Ρωσία εισέπραξε μέσω της πώλησης μεριδίου μετοχών του πετρελαϊκού κολοσσού Rosneft κάτι παραπάνω από 5 δισ. δολάρια από το κρατικό επενδυτικό ταμείο του Κατάρ.
Την ίδια ώρα, η Rosneft εξαγόρασε έναντι 2,8 δισ. δολαρίων από την Ιταλική Eni ένα σημαντικό μερίδιο στο τεράστιο Αιγυπτιακό κοίτασμα φυσικού αερίου Zohr.
Όπως δήλωσε ο πρόεδρος του Συμβουλίου Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής της Ρωσίας Fyodor Lukyanov «η Ρωσία είναι πραγματικά πρόθυμη να αυξήσει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή με κάθε τρόπο».
Την ίδια ώρα όπως επισημαίνει το Bloomberg, η «παγωμάρα» που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στις συμμαχικές σχέσεις των ΗΠΑ με τις χώρες του Περσικού Κόλπου, σε συνδυασμό με το χάος που έχει προκαλέσει στις οικονομικά εξαρτώμενες από το πετρέλαιο οικονομίες η κατάρρευση την τελευταία διετία των τιμών του «μαύρου χρυσού» και την αναγνώριση από τις χώρες της Μέσης Ανατολής ότι η Ρωσία δεν μπορεί να αγνοηθεί σε θέματα περιφερειακής ασφάλειας, δίνει το δικαίωμα στον Putin να ασκήσει πιέσεις και να ανοίξει περισσότερο την «πόρτα» στη Μόσχα.
Το πρακτορείο επισημαίνει ακόμη, ότι αναθερμαίνονται οι σχέσεις με τη Μόσχα χωρών που ανήκαν στο παρελθόν στη Σοβιετική ζώνη επιρροής, όπως η Αίγυπτος και το Ιράν.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Lukyanov, η φιλοδοξίες της Ρωσίας για αύξηση της επιρροής της στις χώρες του Κόλπου παραμένουν περιορισμένες, καθώς οι δεσμοί ασφάλειας και οι οικονομικοί δεσμοί τους με τις ΗΠΑ «είναι βαθιά ριζωμένοι».
Σήμερα όμως τα οικονομικά συμφέροντα κρατών του Περσικού Κόλπου, όπως το Κατάρ, δείχνουν να ταυτίζονται περισσότερο με τη Μόσχα, παρά με την Ουάσιγκτον και ιδιαιτέρως μετά την εκλογή του Donald Trump με τις θέσεις που έχει εκφράσει αυτός για το διεθνές εμπόριο, σημειώνει το Bloomberg.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι παρά το ότι η Μόσχα κατηγορεί την Ντόχα, ότι υποστηρίζει οικονομικά τους τσετσένους αυτονομιστές στο Ρωσικό έδαφος, αλλά και τους τζιχαντιστές του ISIS στη Συρία, όχι μόνο επένδυσε στη Rosneft το κρατικό επενδυτικό ταμείο του Κατάρ, αλλά ο εμίρης του Tamim bin Hamad Al Thani συναντήθηκε με τον Vladimir Putin και συζήτησαν για την εμπορική και οικονομική συνεργασία των δύο πλευρών.
Όπως επισημαίνει δε η εταιρική αναλυτής φυσικών πόρων της Wood Mackenzie, Valentina Kretzschmar, οι δύο ενεργειακοί κολοσσοί της Ρωσίας Rosneft και Gazprom επιθυμούν σφόδρα να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους σχετικά με το LNG στη Μέση Ανατολή, όπου το Κατάρ είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας LNG στον κόσμο.
Το δε επόμενο μεγάλο στοίχημα του Vladimir Putin στην περιοχή είναι η Λιβύη, αναφέρει το πρακτορείο επικαλούμενο τον Ρώσο ακαδημαϊκό συνεργάτη του Chatham House, Nikolay Kozhanov.
Όπως αναφέρει ο τελευταίος, ο Putin έχει σφυρηλατήσει ισχυρούς δεσμούς με τον στρατιωτικό ηγέτη της Λιβύης Khalifa Haftar, ο οποίος επισκέφθηκε τη Μόσχα δύο φορές κατά τους τελευταίους 6 μήνες ζητώντας ένοπλη υποστήριξη.
Σημειώνεται ότι ο Haftar ήδη υποστηρίζεται ευθέως από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Αίγυπτο, ενώ την υποστήριξή τους στο πρόσωπό του έχουν εκφράσει ποικιλοτρόπως το Κατάρ, η Τουρκία, αλλά και η Δύση.
Αν επικρατήσει και αναδειχθεί ως επόμενος ηγέτης της Λιβύης, η ανταμοιβή για τη Ρωσία θα μπορούσε να είναι σημαντική, σύμφωνα με τον Koznahov.
Το Bloomberg σημειώνει, ότι από την ανατροπή του Καντάφι η αμυντική βιομηχανία της Ρωσίας Rosoboronexport έχει χάσει τουλάχιστον 4 δισ. δολάρια και η Gazprom έχασε αρκετά δισεκατομμύρια από τις συμφωνίες που είχαν υπογραφεί για εξερεύνηση και εξόρυξη υδρογονανθράκων.
www.worldenergynews.gr
Λιβύη: Ο Πούτιν επεκτείνει την επιρροή της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή
17.01.2017 | 16:26Ο Χάφταρ είναι μια σημαντική προσωπικότητα στην ανατολική Λιβύη, που έχει βλέψεις να κυριαρχήσει και στην εθνική σκηνή της χώρας. Η δέσμευσή του προς τη Ρωσία έρχεται σε μια στιγμή που η υποστηριζόμενη από τον ΟΗΕ Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με έδρα την Τρίπολη, την οποία ο στρατάρχης δεν αναγνωρίζει, βρίσκεται για ακόμη μία φορά σε κρίση.
Η ρωσική υποστήριξη ενδέχεται να ενθαρρύνει τον Χάφταρ να κινηθεί για να αναλάβει εξουσίες στην Τρίπολη, κάτι που είναι πολύ πιθανό να πυροδοτήσει νέες συγκρούσεις και ενδέχεται να αποτελέσει μεγάλο εμπόδιο για την κυβέρνηση της Λιβύης.
Οι χώρες της Δύσης εκτιμούν ότι η υποστηριζόμενη από τον ΟΗΕ Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας αποτελεί την καλύτερη ευκαιρία για τη Λιβύη να αποφύγει να πέσει στην αναρχία και στο χάος.
Υπό την ηγεσία του Φάγεζ αλ Σάρατζ, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υποτίθεται ότι θα αντικαθιστούσε τις δύο «κυβερνήσεις» που συγκρούονταν για την εξουσία στη Λιβύη επί σχεδόν δύο χρόνια, η μία στο ανατολικό τμήμα της χώρας και η άλλη στην Τρίπολη, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει να εδραιώσει την εξουσία της.
Όμως την ώρα που οι διχόνοιες και οι αντιπαλότητες έχουν αποδυναμώσει την κυβέρνηση στην πρωτεύουσα, ο Χάφταρ φαίνεται να δέχεται ώθηση στα ανατολικά, με την υποστήριξη ξένων συμμάχων που υποστηρίζουν τον αγώνα του κατά των ισλαμιστών ανταρτών.
Ο Χάφταρ έχει στενούς δεσμούς με την Αίγυπτο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ενώ έχει καλλιεργήσει φιλία με τη Ρωσία. Επισκέφθηκε τη Μόσχα δύο φορές πέρυσι για να ζητήσει τη βοήθειά της στην εκστρατεία του κατά των ισλαμιστών.
Η επίσκεψή του στο αεροπλανοφόρο «Ναύαρχος Κουζνέτσοφ» ήταν η πιο ξεκάθαρη ένδειξη μέχρι στιγμής της υποστήριξης που δέχεται από τη Ρωσία. Σε βιντεοσύνδεση από το αεροπλανοφόρο, ο Χάφταρ και ο Ρώσος υπουργός Άμυνας Σεργκέι Σόιγκου συζήτησαν για τη μάχη «κατά των τρομοκρατικών οργανώσεων», έναν από τους δηλωμένους στόχους της Μόσχας στην εκστρατεία της στη Λιβύη.
Μετά την επέμβασή της στη Συρία, η Ρωσία θεωρεί τη Λιβύη μέσο για να εδραιώσει την επιστροφή της στη Μέση Ανατολή, σύμφωνα με τον Αλεξέι Μαλασένκο, ερευνητή στο ινστιτούτο Dialogue of Civilizations που έχει στενές σχέσεις με τη ρωσική ηγεσία.
«Μόνο η Συρία δεν είναι αρκετή. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε μία ακόμη χώρα όπου θα υπάρχει ρωσική παρουσία, όχι μόνο στη Συρία, αλλά γενικώς στη Μέση Ανατολή. Η Λιβύη είναι ένα βολικό μέρος για αυτό. Είναι σε απόλυτο χάος και μπορεί κανείς πάντα να πει ότι η Ρωσία βοηθά στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας», επεσήμανε.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ενδέχεται επίσης να ενδιαφέρεται να αποκαταστήσει την επιρροή της χώρας του στη Λιβύη, αναφέρουν αναλυτές. Πριν από την ανατροπή του ο Λίβυος ηγέτης Μουάμαρ Καντάφι είχε στενές σχέσεις με τη Μόσχα και ο Πούτιν είχε αντιταχθεί στην εκστρατεία του ΝΑΤΟ για την ανατροπή του.
Η Ρωσία δεν είχε χρησιμοποιήσει το βέτο της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για να εμποδίσει την υιοθέτηση μιας απόφασης που επιτρέπει την ανάληψη στρατιωτικής δράσης στη Λιβύη, όμως ο Πούτιν, που δεν ήταν πρόεδρος τότε, πήρε το ρίσκο να εκφράσει διαφορετική άποψη.
Η Ρωσία επισήμως υποστηρίζει τη μεσολάβηση του ΟΗΕ στη Λιβύη και λέει ότι τηρεί το εμπάργκο στην πώληση όπλων που έχει επιβληθεί στη χώρα.
Όμως είναι πιθανό να επιθυμεί να αποκαταστήσει τα συμβόλαια αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων που είχε στη Λιβύη και τα οποία ακυρώθηκαν με την πτώση του Καντάφι το 2011, μέσω νέων συμφωνιών για την πώληση όπλων και την εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων της Λιβύης.
Το κοινοβούλιο και η κυβέρνηση που έχουν δημιουργηθεί στην ανατολική Λιβύη και είναι σύμμαχοι του Χάφταρ δεν έχουν άμεσο έλεγχο στα έσοδα από την πώληση πετρελαίου. Όμως έχουν διατηρήσει παραρτήματα αντίπαλα στην κεντρική τράπεζα της χώρας, που έχουν τυπώσει λιβυκά δινάρια στη Ρωσία, και στην Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου, που έχουν προσπαθήσει μάταια να παρακάμψουν τις αποφάσεις του ΟΗΕ και να πουλήσουν πετρέλαιο ανεξάρτητα από την Τρίπολη.
Ο Χάφταρ, πρώην σύμμαχος του Καντάφι, που επέστρεψε στη χώρα για να συμμετάσχει στην εξέγερση που οδήγησε στην ανατροπή του, αρνείται να συμμορφωθεί με τη συμφωνία που επετεύχθη μέσω της παρέμβασης του ΟΗΕ και η οποία οδήγησε στη δημιουργία της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, κατηγορώντας την ότι συντάσσεται με τις ισλαμιστικές δυνάμεις που κατάλαβαν την Τρίπολη το 2014.
Στα ανατολικά ο Λιβυκός Εθνικός Στρατός, τον οποίο διοικεί, σφίγγει τον κλοιό στην περιοχή, εκδιώκοντας τους ισλαμιστές από το μεγαλύτερο μέρος της Βεγγάζης, διορίζοντας στρατιωτικούς κυβερνήτες και επεκτείνοντας τον έλεγχό του στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις.
Οι Δυτικοί απεσταλμένοι ιδιωτικά έχουν αρχίσει να αναγνωρίζουν τις νίκες του Στρατού εναντίον των ισλαμιστών, αν και δημοσίως επιμένουν ότι η συμφωνία του ΟΗΕ είναι ο μόνος τρόπος να επανέλθει η σταθερότητα στη Λιβύη.
Ελπίζοντας σε μεγαλύτερη υποστήριξη στον αγώνα του κατά των ισλαμιστών από τον εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο Χάφταρ προβάλλει από θέση ισχύος ως ένας συνομιλητής της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, σημειώνει ο αναλυτής Καρίμ Μέζραν.
«Εκτιμά ότι η πολιτική συμφωνία θα αποτύχει και στο μυαλό του πιστεύει ότι η μόνη λύση θα είναι μια στρατιωτική ανάληψη της εξουσίας. Τελικά πιστεύει ότι η Δύση θα είναι στο πλευρό του», πρόσθεσε.
ΡΩΣΙΑ, ΛΙΒΥΗ, ΠΟΥΤΙΝ, ΧΑΦΤΑΡ, ΡΩΣΙΚΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟΦΟΡΟ, ΝΑΥΑΡΧΟΣ ΚΟΥΖΝΕΤΣΟΦ, ΔΕΛΤΙΟ
Επίδειξη ισχύος της Ρωσίας σε Μέση Ανατολή
Δημοσιεύθηκε:
Ενημερώθηκε:
Η επέκταση και ισχυροποίηση του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ) στη Συρία και το Ιράκ ήταν εν πολλοίς αποτέλεσμα της αμερικανικής και ευρωπαϊκής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή, ήδη από το 2001 και το Αφγανιστάν. Κράτη όπως η Σαουδική Αραβία ενίσχυαν οικονομικά το ΙΚ σε μια σιωπηρή συμφωνία εσωτερικής διαπάλης στη Συρία, ενώ η Τουρκία διευκόλυνε τις συναλλαγές και τη μεταφορά πετρελαίου αποκομίζοντας και η ίδια σημαντικά οικονομικά οφέλη σε ένα ιδιαίτερα εύθραυστο περιβάλλον ενεργειακής ασφάλειας.
Η στρατιωτική εμπλοκή των Ρώσων το τελευταίο διάστημα ήταν καθοριστική τόσο για τη συγκράτηση του ΙΚ, το οποίο τους τελευταίους μήνες έχασε το 25% των εδαφών που βρίσκονταν υπό την επιρροή του, όσο και για τη δημιουργία ενός μετώπου με στόχο την παράλληλη εξεύρεση διπλωματικής λύσης στο ζήτημα του συριακού εμφυλίου. Ο Πρόεδρος Πούτιν έφερε τους Δυτικούς, το Ιράν, την Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία στο τραπέζι των συνομιλιών για το μέλλον της Συρίας, επιβάλλοντας την κυριαρχία του και ποντάροντας στις επιμέρους διενέξεις και συγκρούσεις που έχουν αναπτυχθεί στην ευρύτερη περιοχή προκειμένου να αναδειχθεί ακόμη περισσότερο ο ρόλος της Μόσχας.
Η πτώση του ρωσικού μαχητικού ενδυνάμωσε ακόμη περισσότερο την πολιτική της Μόσχας, βάζοντας στο στόχαστρο τον Ερντογάν και την Τουρκία, η οποία παράλληλα αδυνατεί να συγκρατήσει τις κουρδικές δυνάμεις στα νοτιοανατολικά της σύνορα. Η πρόσκληση του ηγέτη του HDP Ντεμιρτάς στη Μόσχα (ο οποίος και καταδίκασε με την άφιξή του την ενέργεια της τουρκικής κυβέρνησης και την πτώση του ρωσικού μαχητικού) αποδεικνύουν ότι η Ρωσία, μετά και τις κυρώσεις κατά της Τουρκίας, θα ξεκινήσει να υποστηρίζει ένθερμα τα αιτήματα των Κούρδων, κυρίως δε όσο αυτά συνδέονται άμεσα με την στρατιωτική εμπλοκή της Άγκυρας στα εδάφη με κουρδικό πληθυσμό. Ο προσεταιρισμός των Κούρδων είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση που μπορεί να αντιμετωπίσει αυτή τη στιγμή ο Ερντογάν, ο οποίος αμέσως μετά τις εκλογές ισχυροποίησε τη θέση εντός των συνόρων. Όχι όμως για πολύ, ή τουλάχιστον, στο βαθμό που να μπορεί να παίζει σημαίνοντα ρόλο και στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.
Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους μετά το περιστατικό με το ρωσικό μαχητικό «άδειασαν» την Τουρκία, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) μολονότι οφείλει να ακολουθήσει τη γραμμή των Αμερικανών στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, συνεχίζει να συνομιλεί με την Άγκυρα λόγω προσφυγικού. Η ισχυροποίηση όμως της FRONTEX σε συνδυασμό και με την επίλυση που επιδιώκει ο Πούτιν για τερματισμό του συριακού εμφυλίου αναμένεται να «στριμώξουν» ακόμη περισσότερο στη γωνία την Τουρκία. Η συνέχιση των συνομιλιών για τη Συρία τον Ιανουάριο στη Γενεύη θα αποτυπώσουν ωμά αυτή την πραγματικότητα: την πλήρη απομόνωση του Ερντογάν και της τουρκικής κυβέρνησης από τους δυτικούς της συμμάχους και θα συμπιέσουν ακόμη περισσότερο την Άγκυρα τόσο στο ζήτημα της απεμπλοκής από την έμμεση υποστήριξη του ΙΚ, όσο και ευρύτερα στο κουρδικό ζήτημα. Η διαμόρφωση αυτών των νέων ισορροπιών είναι καθαρά αποτέλεσμα της στρατηγικής του Πούτιν.
Το μέτωπο που χτίζει η Ρωσία κατά του ΙΚ δεν επεκτείνεται μόνο δυτικά, αλλά και ανατολικά. Χώρες της Κεντρικής Ασίας, όπως το Κιργιστάν και το Ουζμπεκιστάν, έρχονται στο πλευρό της Μόσχας. Αμφότερες διατηρούσαν στενές σχέσεις με την Τουρκία, ωστόσο η πίεση που τους ασκεί η Ρωσία αλλάζει τα δεδομένα. Την ίδια στιγμή, οι σχέσεις Ρωσίας και Ιράν ενδυναμώνονται, με τον Ερντογάν να ψάχνει νέες ισορροπίες με το Ισραήλ προκειμένου να έχει «πάτημα» στην ευρύτερη περιοχή, διασφαλίζοντας επίσης τις επιλογές του ως προς την ανάπτυξη ενεργειακής συνεργασίας με το Τελ Αβίβ. Οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν περάσει από χίλια κύματα, και γνωρίζουν καλά τόσο ο Ερντογάν όσο και ο Νετανιάχου ότι η συνεργασία τους έχει ημερομηνία λήξης και είναι καθαρά συγκυριακή. Το Κυπριακό είναι το βασικότερο ζήτημα, καθώς οι Ισραηλινοί θέλουν καθαρή λύση για να επιταχύνουν την ενεργειακή συνεργασία με τη Λευκωσία, ενώ το δεύτερο σημαντικότερο ζήτημα είναι η πίεση που δέχεται ο Νετανιάχου από τη Ρωσία.
Η πίεση για περιορισμό στενών σχέσεων με την Τουρκία είναι και αποτέλεσμα της ανεπιτυχούς πολιτικής του Ισραήλ από το 2014 για ανάπτυξη συνεργασιών με άλλες χώρες στο ζήτημα της ενέργειας. Τα κοιτάσματα στα χωρικά ύδατα του Ισραήλ ενίσχυσαν την αυτοπεποίθηση του Νετανιάχου, ωστόσο δεν κατάφερε μέχρι τώρα να «δέσει» ισχυρές συμφωνίες και συμμαχίες, κυρίως με την Κίνα. Ο ρόλος της Ρωσία και σε αυτό το κομμάτι είναι καθοριστικός, καθότι οι σινο-ρωσικές σχέσεις βρίσκονται σε πλήρη άνθιση, με τους Ρώσους να διαθέτουν και επιμέρους, ισχυρά, και διακριτά στρατηγικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους Ισραηλινούς.
Στο προσφυγικό ζήτημα, οι συνομιλίες για τη Συρία με πρωτοβουλία της Μόσχας αναμένεται να καθορίσουν και την κλιμάκωση ή αποκλιμάκωση των προσφυγικών ροών. Η κλιμάκωση θα φέρει και πάλι σε αμυντική θέση την Τουρκία, ενώ η αποκλιμάκωση θα δώσει στη Μόσχα ακόμη μία επιβεβαίωση για το ποιος θα καθορίζει το επόμενο διάστημα τις ισορροπίες στη Μέση Ανατολή. Όσο για τις ΗΠΑ, είτε Ρεπουμπλικανός είτε Δημοκράτης είναι ο επόμενος Πρόεδρος, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η πολιτική ανάσχεσης του Ομπάμα θα ανήκει πλέον στο παρελθόν. Η μετα-αμερικανοποίηση της παγκόσμιας πολιτικής σκακιέρας δεν έχει ακόμη επέλθει, ωστόσο η Ρωσία έχει κερδίσει τις στρατηγικές μάχες του 2015, «χτίζοντας» παράλληλα και τις κατάλληλες κινήσεις για τις επόμενες του 2016.
Περισσότερα στο Twitter: Δημήτρης Ραπίδης: www.twitter.com/rapidis
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου