Δύο μητέρες στο Ταμίλ Ναντού
της νότιας Ινδίας κατέφυγαν στη Δικαιοσύνη ζητώντας την απελευθέρωση των
θυγατέρων τους. Οχι από μια φυλακή, αναμορφωτήριο ή ίδρυμα στο οποίο
εγκλείστηκαν για κάποιο αδίκημα. Αλλά από το κλωστήριο όπου εργάζονται
και δεν τους επιτρέπει καμία έξοδο από τις εγκαταστάσεις του, φέρνοντας
έτσι ξανά στο προσκήνιο τις συνθήκες σκλαβιάς δεκάδων χιλιάδων γυναικών
που εργάζονται στις κλωστοϋφαντουργίες και βιομηχανίες ενδύματος στην
Ινδία.
Η 17χρονη Ελαρμάν Ραμάν και η 18χρονη ξαδέλφη της, Μπουβανεσάρι, δεν έχουν μπορέσει να φύγουν έστω και για μία ημέρα από το κλωστήριο KPR από την πρόσληψή τους τον περασμένο Σεπτέμβριο.
«Η κόρη μου έχει τηλεφωνήσει πολλές φορές ικετεύοντάς με να τη φέρω πίσω στο σπίτι», έλεγε στο Ιδρυμα Ρόιτερς η μητέρα τής Ραμάν. «Την τελευταία φορά που μιλήσαμε, πριν προσφύγω στο δικαστήριο, έκλαιγε, έλεγε ότι δεν μπορούσε να δουλέψει γιατί τα χέρια της είναι πληγωμένα και το σώμα της γεμάτο τσιμπήματα από τους κοριούς, αλλά η επιχείρηση της απαγορεύει να φύγει από το εργοστάσιο, όπου δουλεύει και διαμένει».
Ερευνα δύο οργανώσεων, της ινδικής Cividep και της γερμανικής FEMNET που έγινε το 2016, έδειξε πως τα τρία τέταρτα αυτών των γυναικών αρχίζουν να εργάζονται στις κλωστοϋφαντουργίες από έφηβες.
Συνήθως χωρίς συμβάσεις, κάρτα εργασίας, αποδεικτικά πληρωμής, έτσι που είναι εξαιρετικά δύσκολο να διεκδικήσουν οποιοδήποτε δικαίωμά τους στα δικαστήρια.
Κι ενώ ο οριζόμενος ελάχιστος μισθός είναι 130 ευρώ, συχνά σύμφωνα με την έρευνα παίρνουν μόλις 19 ευρώ με τα υπόλοιπα να κρατούνται για «έξοδα».
Οι περισσότερες γυναίκες είναι υποχρεωμένες να μένουν σε «ξενώνες» (συχνά παραπήγματα) στα εργοστάσια ή τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης, όπου πηγαίνουν αναγκαστικά μετά το τέλος της βάρδιας τους.
Μοιράζονται τα δωμάτια με άλλες 10-15 εργάτριες και συχνά κοιμούνται σε λεπτά στρώματα στο πάτωμα. Δουλεύουν τουλάχιστον 12 ώρες την ημέρα, συχνά έως και 16 ώρες.
Δεν υπάρχει καθορισμένος χρόνος ξεκούρασης ή διαλείμματος. Το φαγητό είναι ελάχιστο και ίδιο κάθε μέρα. Ολα αυτά τις οδηγούν σύντομα στην ακραία αδυναμία και εξάντληση με συνέπεια μοιραία δυστυχήματα αλλά και ένα κύμα αυτοκτονιών.
Ζουν σε καθεστώς απομόνωσης, χωρίς καμία σχεδόν επαφή με τις οικογένειές τους και τον έξω κόσμο, σε εργοστάσια που διαθέτουν πολυπληθή ιδιωτική ασφάλεια και τοίχους περιφραγμένους με ηλεκτροφόρα σύρματα.
Δεν έχουν τη δυνατότητα να κυκλοφορήσουν πουθενά ελεύθερες: στο ΚPR μόνο μία φορά την εβδομάδα τους επιτρέπουν να επισκεφθούν κοντινή αγορά, αλλά υπό την επίβλεψη φρουρών.
Αυτές οι συνθήκες σκλαβιάς δεν αποτελούν εξαίρεση αλλά συνήθεις πρακτικές, όπως έδειξε η έρευνα «Υφάσματα της Σκλαβιάς» της ανθρωπιστικής οργάνωσης ICN (Ινδική Επιτροπή της Ολλανδίας).
Οι συνεντεύξεις με 2.286 γυναίκες που εργάζονται σε 743 κλωστοϋφαντουργίες του Ταμίλ Ναντού (σχεδόν τις μισές) έφερε στο φως κι άλλες ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
Το 47% (351 από τα 743) των εργοστασίων εφαρμόζει ως σύστημα εργασίας την πρακτική του «sumangali» που ισοδυναμεί με δουλεία: έχουν μια σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου (συνήθως για 3 ή 4 χρόνια) αλλά το μεγαλύτερο μέρος των αποδοχών τους (μειωμένες καθώς συνήθως θεωρείται σύμβαση πρακτικής άσκησης) ή και το σύνολο παρακρατούνται και αποδίδονται όταν τελειώσει η σύμβαση.
Αν βέβαια έχουν αντέξει μέχρι τότε όχι μόνο την οικονομική εκμετάλλευση αλλά και τη σωματική και σεξουαλική βία.
Το 52% επιβάλλει περιορισμούς στην ελευθερία κίνησης των εργαζομένων υποχρεώνοντάς τες να μένουν εντός των εγκαταστάσεων, έτσι ώστε να είναι «διαθέσιμες» για δουλειά όποτε τις χρειαστούν, μια πρακτική που επίσης εκμηδενίζει τις πιθανότητες να μπορέσουν να αναζητήσουν άλλη θέση εργασίας.
Μόνο το 9% αυτών των επιχειρήσεων ασφαλίζει τις εργαζόμενες στο δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, ενώ το 31% δεν προσφέρει καμιά ασφάλιση και περίθαλψη.
Το 94% δεν έχει καμιά μορφή εργατικής εκπροσώπησης: μόνο σε 10 από αυτά έχουν πρόσβαση τα συνδικάτα και μόνο σε 33 υπάρχει κάποια εργατική επιτροπή.
Το συμπέρασμα της έρευνας είναι πως στο 91% αυτών των βιομηχανιών απαντάται κάποιας μορφής καταναγκαστικής εργασίας, ενώ σε όλα επικρατούν εκφοβισμός και σεξουαλική παρενόχληση, καταχρηστικές συνθήκες εργασίας, ακραία υπερεργασία και εξαπάτηση.
Αυτές οι απαράδεκτες καταχρήσεις δεν είναι άγνωστες ούτε στην ινδική ούτε στην τοπική κυβέρνηση, ενώ η πρακτική του «sumangali» έχει κηρυχθεί παράνομη από το Ανώτατο Δικαστήριο του Ταμίλ Ναντού από τον Ιούλιο του 2016. Αλλά οι αρχές κωφεύουν καθώς θεωρώντας την κλωστοϋφαντουργία κλάδο-κλειδί για την ανάπτυξη την προωθούν με κάθε τίμημα.
Οι δύο μητέρες που τόλμησαν να προσφύγουν στα δικαστήρια ελπίζουν η πρωτοβουλία τους να σταθεί απαρχή για την αλλαγή του καθεστώτος εκμετάλλευσης και ομηρίας που επιβάλουν οι μεγάλες βιομηχανίες της ένδυσης στο Ταμίλ Ναντού στις εργαζόμενές τους.
Δεν θέλουν να σταματήσουν να δουλεύουν οι κόρες τους, αλλά να το κάνουν σε αξιοπρεπείς συνθήκες.
«Χρειαζόμαστε τις δουλειές, δεν υπάρχουν και πολλές εναλλακτικές θέσεις εργασίας. Αλλά χρειαζόμαστε και στήριξη για να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας».
Η 17χρονη Ελαρμάν Ραμάν και η 18χρονη ξαδέλφη της, Μπουβανεσάρι, δεν έχουν μπορέσει να φύγουν έστω και για μία ημέρα από το κλωστήριο KPR από την πρόσληψή τους τον περασμένο Σεπτέμβριο.
«Η κόρη μου έχει τηλεφωνήσει πολλές φορές ικετεύοντάς με να τη φέρω πίσω στο σπίτι», έλεγε στο Ιδρυμα Ρόιτερς η μητέρα τής Ραμάν. «Την τελευταία φορά που μιλήσαμε, πριν προσφύγω στο δικαστήριο, έκλαιγε, έλεγε ότι δεν μπορούσε να δουλέψει γιατί τα χέρια της είναι πληγωμένα και το σώμα της γεμάτο τσιμπήματα από τους κοριούς, αλλά η επιχείρηση της απαγορεύει να φύγει από το εργοστάσιο, όπου δουλεύει και διαμένει».
Κορίτσια στη σκλαβιά
Αυτή είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου της ακραίας εκμετάλλευσης που υφίστανται οι περίπου 400.000 εργαζόμενοι -στη συντριπτική τους πλειονότητα γυναίκες και κορίτσια πάμφτωχων οικογενειών- των περίπου 1.500 κλωστηρίων και βιομηχανιών ένδυσης της πολιτείας Ταμίλ Ναντού, που εξάγουν το 30% της παραγωγής τους στις μεγάλες εταιρείες ρούχων της Δύσης.Ερευνα δύο οργανώσεων, της ινδικής Cividep και της γερμανικής FEMNET που έγινε το 2016, έδειξε πως τα τρία τέταρτα αυτών των γυναικών αρχίζουν να εργάζονται στις κλωστοϋφαντουργίες από έφηβες.
Συνήθως χωρίς συμβάσεις, κάρτα εργασίας, αποδεικτικά πληρωμής, έτσι που είναι εξαιρετικά δύσκολο να διεκδικήσουν οποιοδήποτε δικαίωμά τους στα δικαστήρια.
Κι ενώ ο οριζόμενος ελάχιστος μισθός είναι 130 ευρώ, συχνά σύμφωνα με την έρευνα παίρνουν μόλις 19 ευρώ με τα υπόλοιπα να κρατούνται για «έξοδα».
Οι περισσότερες γυναίκες είναι υποχρεωμένες να μένουν σε «ξενώνες» (συχνά παραπήγματα) στα εργοστάσια ή τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης, όπου πηγαίνουν αναγκαστικά μετά το τέλος της βάρδιας τους.
Μοιράζονται τα δωμάτια με άλλες 10-15 εργάτριες και συχνά κοιμούνται σε λεπτά στρώματα στο πάτωμα. Δουλεύουν τουλάχιστον 12 ώρες την ημέρα, συχνά έως και 16 ώρες.
Δεν υπάρχει καθορισμένος χρόνος ξεκούρασης ή διαλείμματος. Το φαγητό είναι ελάχιστο και ίδιο κάθε μέρα. Ολα αυτά τις οδηγούν σύντομα στην ακραία αδυναμία και εξάντληση με συνέπεια μοιραία δυστυχήματα αλλά και ένα κύμα αυτοκτονιών.
Ζουν σε καθεστώς απομόνωσης, χωρίς καμία σχεδόν επαφή με τις οικογένειές τους και τον έξω κόσμο, σε εργοστάσια που διαθέτουν πολυπληθή ιδιωτική ασφάλεια και τοίχους περιφραγμένους με ηλεκτροφόρα σύρματα.
Δεν έχουν τη δυνατότητα να κυκλοφορήσουν πουθενά ελεύθερες: στο ΚPR μόνο μία φορά την εβδομάδα τους επιτρέπουν να επισκεφθούν κοντινή αγορά, αλλά υπό την επίβλεψη φρουρών.
Αυτές οι συνθήκες σκλαβιάς δεν αποτελούν εξαίρεση αλλά συνήθεις πρακτικές, όπως έδειξε η έρευνα «Υφάσματα της Σκλαβιάς» της ανθρωπιστικής οργάνωσης ICN (Ινδική Επιτροπή της Ολλανδίας).
Οι συνεντεύξεις με 2.286 γυναίκες που εργάζονται σε 743 κλωστοϋφαντουργίες του Ταμίλ Ναντού (σχεδόν τις μισές) έφερε στο φως κι άλλες ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
Το 47% (351 από τα 743) των εργοστασίων εφαρμόζει ως σύστημα εργασίας την πρακτική του «sumangali» που ισοδυναμεί με δουλεία: έχουν μια σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου (συνήθως για 3 ή 4 χρόνια) αλλά το μεγαλύτερο μέρος των αποδοχών τους (μειωμένες καθώς συνήθως θεωρείται σύμβαση πρακτικής άσκησης) ή και το σύνολο παρακρατούνται και αποδίδονται όταν τελειώσει η σύμβαση.
Αν βέβαια έχουν αντέξει μέχρι τότε όχι μόνο την οικονομική εκμετάλλευση αλλά και τη σωματική και σεξουαλική βία.
Το 52% επιβάλλει περιορισμούς στην ελευθερία κίνησης των εργαζομένων υποχρεώνοντάς τες να μένουν εντός των εγκαταστάσεων, έτσι ώστε να είναι «διαθέσιμες» για δουλειά όποτε τις χρειαστούν, μια πρακτική που επίσης εκμηδενίζει τις πιθανότητες να μπορέσουν να αναζητήσουν άλλη θέση εργασίας.
Μόνο το 9% αυτών των επιχειρήσεων ασφαλίζει τις εργαζόμενες στο δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, ενώ το 31% δεν προσφέρει καμιά ασφάλιση και περίθαλψη.
Το 94% δεν έχει καμιά μορφή εργατικής εκπροσώπησης: μόνο σε 10 από αυτά έχουν πρόσβαση τα συνδικάτα και μόνο σε 33 υπάρχει κάποια εργατική επιτροπή.
Το συμπέρασμα της έρευνας είναι πως στο 91% αυτών των βιομηχανιών απαντάται κάποιας μορφής καταναγκαστικής εργασίας, ενώ σε όλα επικρατούν εκφοβισμός και σεξουαλική παρενόχληση, καταχρηστικές συνθήκες εργασίας, ακραία υπερεργασία και εξαπάτηση.
Αυτές οι απαράδεκτες καταχρήσεις δεν είναι άγνωστες ούτε στην ινδική ούτε στην τοπική κυβέρνηση, ενώ η πρακτική του «sumangali» έχει κηρυχθεί παράνομη από το Ανώτατο Δικαστήριο του Ταμίλ Ναντού από τον Ιούλιο του 2016. Αλλά οι αρχές κωφεύουν καθώς θεωρώντας την κλωστοϋφαντουργία κλάδο-κλειδί για την ανάπτυξη την προωθούν με κάθε τίμημα.
Οι δύο μητέρες που τόλμησαν να προσφύγουν στα δικαστήρια ελπίζουν η πρωτοβουλία τους να σταθεί απαρχή για την αλλαγή του καθεστώτος εκμετάλλευσης και ομηρίας που επιβάλουν οι μεγάλες βιομηχανίες της ένδυσης στο Ταμίλ Ναντού στις εργαζόμενές τους.
Δεν θέλουν να σταματήσουν να δουλεύουν οι κόρες τους, αλλά να το κάνουν σε αξιοπρεπείς συνθήκες.
«Χρειαζόμαστε τις δουλειές, δεν υπάρχουν και πολλές εναλλακτικές θέσεις εργασίας. Αλλά χρειαζόμαστε και στήριξη για να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου