Το τρίπτυχο εθνικισμός, αλυτρωτισμός, στρατιωτικοί εξοπλισμοί για τη χώρα μας, έχει ένα ιστορικό βάθος
σχεδόν ταυτόσημο με τη γέννηση της. Η ιστορία του Ελληνικού κράτους
μέχρι και τις μέρες μας, είναι δομημένη πάνω στην βάση του τρίπτυχου
αυτού, που εν πολλοίς του εξασφάλιζε τα απαραίτητα στοιχεία επιβίωσης. Οι στρατιωτικές δαπάνες από το 1830 μέχρι και το 2010
απορροφούσαν τόσο χρήμα, που αυτοδίκαια μπορούν να χαρακτηρισθούν ως
ευνοούμενες και προνομιούχες των Ελληνικών κρατικών προϋπολογισμών.
Η εξέλιξη της διαδρομής ήταν απλή... εξοπλισμοί που δεν συμμορφώνονταν στα πενιχρά οικονομικά δεδομένα, υπερχρέωση του κράτους, δημοσιονομικό αδιέξοδο, εξωτερική οικονομική εξάρτηση, εξωτερικός παρεμβατισμός.
Έκανα
αρκετή υπομονή μέχρι να αποφασίσω να γράψω αυτό το άρθρο, το οποίο ήταν
από τα πρώτα θέματα που είχα στο μυαλό μου, όσον αφορά τα νεότερα
Ελληνικά, αλλά κατά τη γνώμη μου προείχαν άλλα, κι αυτό γιατί η Ελληνική
ψυχολογία, η μάλλον καλύτερα η ανθρώπινη, επικεντρώνεται με πάθος σε
όσα διαγράφουν τις όποιες ευθύνες, και αυτό το θέμα ενδείκνυται για
μετάθεση και αποφυγή ευθυνών παρότι η αλήθεια του είναι συντριπτική.
Όταν ένα κράτος στερείται των βασικών για ανάπτυξη
και τα πρώτα πρόχειρα που μου έρχονται στο μυαλό είναι, πρώτες ύλες,
άφθονο εργατικό δυναμικό και οικονομικά κεφάλαια, πρέπει κάπου άλλου να
στηρίξει την ύπαρξή του. Η εθνικιστική-αλυτρωτική ιδεολογία είναι
συνήθως μια «καλή» αρχή για τους ανίσχυρους όπως έχουμε ξαναδεί. Παρ'
όλα αυτά δεν είναι η μόνη εξήγηση των τόσο δαπανηρών εξοπλισμών, ιδίως
όσο φτάνουμε στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα και τις αρχές
του 21ου όπου οι αμυντικές δαπάνες αποκτούν αποτρεπτικό-αμυντικό αλλά
και αντισταθμιστικό χαρακτήρα κυρίως.
Σε όλο τον 19ο και 20ο αιώνα λοιπόν, το 30% των δημοσίων δαπανών εν καιρώ ειρήνης αφορούν εξοπλιστικά προγράμματα. Εν
καιρώ πολέμου τώρα, το ποσοστό ανέρχεται στο 50% με 60%. Σύμφωνα με το
Γ. Δερτιλή, από το 1830 έως και το 1940 οι στρατιωτικές δαπάνες
συμβάδιζαν με την εξέλιξη του δημόσιου χρέους. Όλες οι κυβερνήσεις των περιόδων αυτών επέλεγαν μία λύση στο δίλημμα,
αύξηση φόρων ή επιπλέον δανεισμός, ως προς την αντιμετώπιση του
προβλήματος. Η απάντηση ήταν απλή... Επιπλέον δανεισμός, πίστωση χρόνου
για την κυβέρνηση, υπερχρέωση του κράτους. Αυτή η ωρολογιακή βόμβα κατά
κανόνα έσκαγε στα χέρια των επόμενων κυβερνήσεων. Γι αυτό και η
εγκατάλειψη της πρωθυπουργικής καρέκλας στο σωστό χρόνο, αποτελεί
ξεχωριστό προσόν το οποίο πρέπει να διαθέτουν οι Έλληνες υποψήφιοι
πρωθυπουργοί.
Μέχρι εδώ όλα «ομαλά».
Όταν η υπερχρέωση αρχίζει να δίνει τους πρώτους της καρπούς, η χώρα
αδυνατεί να δανειστεί σε φυσιολογικά επιτόκια (μπορεί να είναι πολλοί οι
λόγοι πχ διεθνής κρίση) και το δημοσιονομικό αδιέξοδο γίνεται πλέον
ορατό... Είναι η στιγμή που οι Ελληνικές κυβερνήσεις με το πιστόλι στον
κρόταφο, αποφασίζουν να φορολογήσουν «αναδρομικά» τους πάντες και τα
πάντα. Το αποτέλεσμα... Τα βάρη πέφτουν πάντα στους κατώτερους και
κατώτατους λαϊκούς ώμους και εσχάτως στους μεσαίους.
Για όλο τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, η εξήγηση για τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες ήταν η διαρκής εμπλοκή της χώρας στο ανατολικό ζήτημα, που ήταν απόρροια της φιλόδοξης και μάλλον υπεραισιόδοξης εξωτερικής επεκτατικής πολιτικής. Οι αριθμοί είναι και σε αυτή την περίπτωση αντιπροσωπευτικοί. Από το 1821 μέχρι το 1941, η Ελλάδα έλαβε μέρος σε επτά πολέμους έχοντας στο βιογραφικό της έξι πτωχεύσεις και τέσσερις πολεμικές προετοιμασίες. Η κατάληξη για τις ελληνικές κυβερνήσεις ήταν η ασφυκτική πίεση από πλευράς ξένων δυνάμεων στη χάραξη ιδίως της εξωτερικής πολιτικής. Ειδικά οι Άγγλοι οι οποίοι είχαν και τον πρώτο λόγο. Στην πραγματικότητα, αυτή την περίοδο η χώρα αδυνατεί να εφαρμόσει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Όποτε προσπαθεί να το κάνει, στοχεύοντας συνήθως στη Ρώσικη φιλία, η απάντηση είναι αμείλικτη και ο μοχλός πίεσης της, πάντα τα οικονομικά.
Ενδεικτικά... Κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο του 1854, Αγγλικά και Γαλλικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τον Πειραιά και θέτουν τη χώρα υπό καθεστώς αποκλεισμού, στην ιδέα και μόνο ότι επρόκειτο να πάρει το μέρος της Ρωσίας στον πόλεμο. Περίπτωση που θεωρώ επίσης ακλόνητο παρεμβατισμό, όπως έχω προσδιορίσει τον όρο αυτό σε παλαιότερο άρθρο με την περίπτωση του Ελληνικού εμφυλίου το 1946.
1878 και οι δυτικοί επιτρέπουν στην Ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει σε συμβιβασμό παλιότερου δημόσιου χρέους με σκοπό να αρθεί ο αποκλεισμός της χώρας από τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Ήταν ένα είδος δώρου για τη συνετή στάση της χώρας στη Ρωσοτουρκική διένεξη. Στην ουσία επετράπη στην Ελλάδα να συνεχίσει να δανείζεται μέχρι την πτώχευση του 1893.
Κανένας από τους επτά πολέμους που αναφέρθηκαν δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί αμιγώς αμυντικός, άλλοι ήταν επιθετικοί και άλλοι αμυντικοί που προέκυπταν κυρίως από τον συνολικό αναβρασμό στην περιοχή μας. Οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες για το μέγεθος της λοιπόν, δεν ήταν ανεδαφικές, γεννήθηκαν μέσα από μία σκοπιμότητα. Η εδαφική ακεραιότητα της χώρας τουλάχιστον μέχρι και την κήρυξη των Βαλκανικών πολέμων ήταν διασφαλισμένη από τις μεγάλες δυνάμεις. Από εκεί και μετά... Είναι σκόπιμο τώρα να κατηγορούμε τις Ελληνικές κυβερνήσεις για την εθνικιστική τους ρητορεία και τον επεκτατισμό που ευαγγελίζονταν καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου; Μια ματιά στη κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής θα διώξει τα σύννεφα.
Βρισκόμαστε στην εποχή της γέννησης των εθνικών κρατών, ποτέ δεν πρέπει να παραλείπουμε το γενικότερο πλαίσιο σε κάτι που κρίνουμε. Η Ελλάδα δεν βρισκόταν σε μία περιοχή που βασίλευε η ειρήνη και η σύνεση. Αργά η γρήγορα θα ερχόταν αντιμέτωπη με τους αντίπαλους εθνικισμούς των Βαλκανίων, όπου κατά τις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ότι είναι σήμερα η μέση ανατολή... μια πυριτιδαποθήκη. Κράτη όπως η Ελλάδα έπρεπε κάπου να στηρίξουν την ύπαρξή τους, τη νομιμοποίηση τους μέσα σε ένα περιβάλλον αναβρασμού και ανταγωνισμού. Αυτή η ιδεολογία ήταν απαραίτητο χαρακτηριστικό για την επιβίωση την εποχή αυτή.
Βασικό ερώτημα... Υπήρχε άραγε λαϊκή αποδοχή και νομιμότητα της ιδεολογίας αυτής;
Αν δεν υπήρχε δεν επρόκειτο να ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει τις πολεμικές προσπάθειες που πραγματοποίησε η χώρα μέσα στα χρόνια αυτά. Η πλειονότητα του πληθυσμού ήταν βαθιά πιστή στην εδαφική και «πολιτισμική» επέκταση. Όσο αναγκαίος ήταν ο εθνικισμός για το κράτος άλλο τόσο ήταν και για τον πολίτη τουλάχιστον ψυχολογικά αυτή την εποχή. Οι ρίζες της εθνικής αποκρυστάλλωσης τώρα ήταν κάτι σαφώς παλαιότερο που δεν χωρά στο σημερινό ταξίδι. Λέω και πάλι... Μην κάνετε το λάθος να κρίνετε ιδεολογίες παρελθοντικού περιβάλλοντος με όρους σύγχρονου.
Το γράφημα της έναρξης, που αφορά τις αμυντικές δαπάνες των χωρών του ΝΑΤΟ σε ποσοστό του ΑΕΠ τους, το οποίο δεν μπορώ να εμφανίσω εδώ λόγω πνευματικών δικαιωμάτων. Περιγράφει μια περίοδο σαφώς πιο απαλλαγμένη από εθνικισμούς και αλυτρωτισμούς, παρ' όλα αυτά οι δαπάνες των αμυντικών εξοπλισμών απορροφούν και πάλι μεγάλο μέρος του Ελληνικού ΑΕΠ, ακόμα και σε διαστήματα αυστηρής επιτήρησης και λιτότητας όλων των δημοσίων εξόδων. Γιατί σε αυτό τον τομέα γίνεται μια τέτοια διάκριση;
Υ.Γ: Βασικός βοηθός μου για τη σημερινή ιστορία αλλά και για παλαιότερες νεοελληνικές, αποτελεί το σύγγραμμα του Γ. Δερτιλή '' Ιστορία του Ελληνικού κράτους 1830-1920, ΠΕΚ, 2015''.
Το άρθρο έχει αρχικά δημοσιευθεί στοviewtag.gr
Η εξέλιξη της διαδρομής ήταν απλή... εξοπλισμοί που δεν συμμορφώνονταν στα πενιχρά οικονομικά δεδομένα, υπερχρέωση του κράτους, δημοσιονομικό αδιέξοδο, εξωτερική οικονομική εξάρτηση, εξωτερικός παρεμβατισμός.
Για όλο τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, η εξήγηση για τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες ήταν η διαρκής εμπλοκή της χώρας στο ανατολικό ζήτημα, που ήταν απόρροια της φιλόδοξης και μάλλον υπεραισιόδοξης εξωτερικής επεκτατικής πολιτικής. Οι αριθμοί είναι και σε αυτή την περίπτωση αντιπροσωπευτικοί. Από το 1821 μέχρι το 1941, η Ελλάδα έλαβε μέρος σε επτά πολέμους έχοντας στο βιογραφικό της έξι πτωχεύσεις και τέσσερις πολεμικές προετοιμασίες. Η κατάληξη για τις ελληνικές κυβερνήσεις ήταν η ασφυκτική πίεση από πλευράς ξένων δυνάμεων στη χάραξη ιδίως της εξωτερικής πολιτικής. Ειδικά οι Άγγλοι οι οποίοι είχαν και τον πρώτο λόγο. Στην πραγματικότητα, αυτή την περίοδο η χώρα αδυνατεί να εφαρμόσει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Όποτε προσπαθεί να το κάνει, στοχεύοντας συνήθως στη Ρώσικη φιλία, η απάντηση είναι αμείλικτη και ο μοχλός πίεσης της, πάντα τα οικονομικά.
Ενδεικτικά... Κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο του 1854, Αγγλικά και Γαλλικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τον Πειραιά και θέτουν τη χώρα υπό καθεστώς αποκλεισμού, στην ιδέα και μόνο ότι επρόκειτο να πάρει το μέρος της Ρωσίας στον πόλεμο. Περίπτωση που θεωρώ επίσης ακλόνητο παρεμβατισμό, όπως έχω προσδιορίσει τον όρο αυτό σε παλαιότερο άρθρο με την περίπτωση του Ελληνικού εμφυλίου το 1946.
1878 και οι δυτικοί επιτρέπουν στην Ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει σε συμβιβασμό παλιότερου δημόσιου χρέους με σκοπό να αρθεί ο αποκλεισμός της χώρας από τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Ήταν ένα είδος δώρου για τη συνετή στάση της χώρας στη Ρωσοτουρκική διένεξη. Στην ουσία επετράπη στην Ελλάδα να συνεχίσει να δανείζεται μέχρι την πτώχευση του 1893.
Κανένας από τους επτά πολέμους που αναφέρθηκαν δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί αμιγώς αμυντικός, άλλοι ήταν επιθετικοί και άλλοι αμυντικοί που προέκυπταν κυρίως από τον συνολικό αναβρασμό στην περιοχή μας. Οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες για το μέγεθος της λοιπόν, δεν ήταν ανεδαφικές, γεννήθηκαν μέσα από μία σκοπιμότητα. Η εδαφική ακεραιότητα της χώρας τουλάχιστον μέχρι και την κήρυξη των Βαλκανικών πολέμων ήταν διασφαλισμένη από τις μεγάλες δυνάμεις. Από εκεί και μετά... Είναι σκόπιμο τώρα να κατηγορούμε τις Ελληνικές κυβερνήσεις για την εθνικιστική τους ρητορεία και τον επεκτατισμό που ευαγγελίζονταν καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου; Μια ματιά στη κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής θα διώξει τα σύννεφα.
Βρισκόμαστε στην εποχή της γέννησης των εθνικών κρατών, ποτέ δεν πρέπει να παραλείπουμε το γενικότερο πλαίσιο σε κάτι που κρίνουμε. Η Ελλάδα δεν βρισκόταν σε μία περιοχή που βασίλευε η ειρήνη και η σύνεση. Αργά η γρήγορα θα ερχόταν αντιμέτωπη με τους αντίπαλους εθνικισμούς των Βαλκανίων, όπου κατά τις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ότι είναι σήμερα η μέση ανατολή... μια πυριτιδαποθήκη. Κράτη όπως η Ελλάδα έπρεπε κάπου να στηρίξουν την ύπαρξή τους, τη νομιμοποίηση τους μέσα σε ένα περιβάλλον αναβρασμού και ανταγωνισμού. Αυτή η ιδεολογία ήταν απαραίτητο χαρακτηριστικό για την επιβίωση την εποχή αυτή.
Βασικό ερώτημα... Υπήρχε άραγε λαϊκή αποδοχή και νομιμότητα της ιδεολογίας αυτής;
Αν δεν υπήρχε δεν επρόκειτο να ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει τις πολεμικές προσπάθειες που πραγματοποίησε η χώρα μέσα στα χρόνια αυτά. Η πλειονότητα του πληθυσμού ήταν βαθιά πιστή στην εδαφική και «πολιτισμική» επέκταση. Όσο αναγκαίος ήταν ο εθνικισμός για το κράτος άλλο τόσο ήταν και για τον πολίτη τουλάχιστον ψυχολογικά αυτή την εποχή. Οι ρίζες της εθνικής αποκρυστάλλωσης τώρα ήταν κάτι σαφώς παλαιότερο που δεν χωρά στο σημερινό ταξίδι. Λέω και πάλι... Μην κάνετε το λάθος να κρίνετε ιδεολογίες παρελθοντικού περιβάλλοντος με όρους σύγχρονου.
Το γράφημα της έναρξης, που αφορά τις αμυντικές δαπάνες των χωρών του ΝΑΤΟ σε ποσοστό του ΑΕΠ τους, το οποίο δεν μπορώ να εμφανίσω εδώ λόγω πνευματικών δικαιωμάτων. Περιγράφει μια περίοδο σαφώς πιο απαλλαγμένη από εθνικισμούς και αλυτρωτισμούς, παρ' όλα αυτά οι δαπάνες των αμυντικών εξοπλισμών απορροφούν και πάλι μεγάλο μέρος του Ελληνικού ΑΕΠ, ακόμα και σε διαστήματα αυστηρής επιτήρησης και λιτότητας όλων των δημοσίων εξόδων. Γιατί σε αυτό τον τομέα γίνεται μια τέτοια διάκριση;
Ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον να ταξιδέψουμε και στο συλλογικά αμαρτωλό τέλος του 20ου αιώνα και στην αρχή του 21ου. Εντούτοις οφείλουμε να πούμε ότι η αναγκαιότητα των αμυντικών εξοπλισμών για μια χώρα με την γεωπολιτική θέση της Ελλάδας είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε.
Υ.Γ: Βασικός βοηθός μου για τη σημερινή ιστορία αλλά και για παλαιότερες νεοελληνικές, αποτελεί το σύγγραμμα του Γ. Δερτιλή '' Ιστορία του Ελληνικού κράτους 1830-1920, ΠΕΚ, 2015''.
Το άρθρο έχει αρχικά δημοσιευθεί στοviewtag.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου