Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει παρουσίασε πρόσφατα τους βασικούς πυλώνες δράσεων και θεσμικών μεταρρυθμίσεων στα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων (Σερβία, Αλβανία, πΓΔΜ, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Κόσοβο), με στόχο την ενίσχυση της ευρωπαϊκής προοπτικής και την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι πυλώνες αυτοί δεν διαφοροποιούνται από τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές και το πλαίσιο συμμόρφωσης με βάση το ευρωπαϊκό κεκτημένο, όπως ίσχυε για όλα τα υποψήφια προς ένταξη κράτη, ωστόσο για τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιφέρεια
υπάρχει μια μεγαλύτερη ανησυχία και προβληματισμός, τόσο αναφορικά με το επίπεδο και την ποιότητα των μεταρρυθμίσεων και το εύθραυστο πολιτικό σκηνικό, όσο και αναφορικά με τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την περιφερειακή ασφάλεια.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θέσει ένα φιλόδοξο χρονοδιάγραμμα για το 2018 και την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στα Δυτικά Βαλκάνια, που αφορούν σχηματικά την ισχυροποίηση του κράτους δικαίου, την ενίσχυση της συνεργασίας σε θέματα ασφάλειας και μετανάστευσης την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, αλλά και τις σχέσεις καλής γειτονίας, στρέφοντας και το ενδιαφέρον του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προς αυτή την κατεύθυνση.
Σημαντικός είναι ο ρόλος της Ελλάδας στη διαδικασία αυτή, σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, όσο και της Βουλγαρίας που διαχειρίζεται την εκ περιτροπής προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μέχρι τον Ιούλιο. Και οι δύο χώρες επιθυμούν να «τρέξουν» κάποιες διαδικασίες και να «κουμπώσουν» με πιθανές εξελίξεις στο ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ, αλλά και στο μείζον θέμα οικοδόμησης μέτρων εμπιστοσύνης και σταθερής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, και Σερβίας-Κοσόβου.
Οι δείκτες διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικοί για τα κράτη της περιοχής, καθώς η πΓΔΜ, η Βοσνία και Ερζεγοβίνη, η Αλβανία και το Κόσοβο βρίσκονται στις πρώτες δέκα θέσης στο σύνολο των κρατών της Ευρώπης. Η χρηματοδοτική και τεχνική στήριξη της ΕΕ δεν επαρκεί, τη στιγμή που οι μνήμες από το πόλεμο της Βοσνίας και του Κοσόβου τη δεκαετία του 1990 παραμένουν ακόμη ζωντανές σε σημαντικά τμήματα των τοπικών κοινωνιών. Η Σερβία αρνείται να αναγνωρίσει το Κόσοβο, η αλβανική κυβέρνηση συνεχίζει να ενισχύει τον αλυτρωτισμό στην Πρίστινα και σε μεγάλο μέρος των αλβανόφωνων της πΓΔΜ, ενώ η Βοσνία αποτελεί ένα από τα πλέον αποτυχημένα «πειράματα εθνοτικής συγκατοίκησης» που επέβαλε η ΕΕ και η διεθνής κοινότητας. Ο χρόνος μοιάζει να έχει «παγώσει» στα παραπάνω κράτη των Δυτικών Βαλκανίων, κάτι το οποίο επιβραδύνει θετικές εξελίξεις και μειώνει τα ποσοστά επιτυχίας του εγχειρήματος για ένταξη στην ΕΕ.
Άλλες χώρες προχωρούν πιο γρήγορα, όπως η Σερβία και το Μαυροβούνιο, ενώ άλλες, όπως η Αλβανία, η πΓΔΜ, το Κόσοβο και η Βοσνία, έχουν αργό βηματισμό. Εντός των κρατών-μελών, αλλά και εντός της Κομισιόν, υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς το χρονοδιάγραμμα που πρέπει να τεθεί για την ένταξη της περιοχής συνολικά. Η διεύρυνση προβλέπεται να ολοκληρωθεί μέχρι το 2025, ωστόσο αυτή η ημερομηνία μοιάζει μακρινή, ειδικά εάν μπει στην ίδια εξίσωση ο παράγοντας του αλυτρωτισμού και της επιρροής που ασκούν στην περιοχή η Τουρκία και η Ρωσία προς την κατεύθυνση της μη ένταξης.
Η επιρροή των δύο αυτών περιφερειακών δρώντων δεν πρέπει να υπερεκτιμάται, αλλά ούτε και να υποβαθμίζεται. Σε επίπεδο χρηματοδότησης, και στο πλαίσιο υποστήριξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων από το 2007 μέχρι το 2017, η ΕΕ έχει συνδράμει τις παραπάνω χώρες με περισσότερα από 9 δισεκατομμύρια ευρώ, ωστόσο δεν έχει αναπτύξει εκείνες τις πολιτικές που θα περιόριζαν τη στρατηγική εμβάθυνσης σχέσεων που επιχειρούν η τουρκική και ρωσική ηγεσία στις τοπικές κυβερνήσεις και τις επιχειρηματικές ελίτ.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλούνται να αποφασίσουν τι είναι ποιο σημαντικό για τη διαφύλαξη των πολιτικών ισορροπιών και της πολιτικής σταθερότητας στην περιοχή, και ποια επιλογή τελικά είναι ρεαλιστική, τη στιγμή που οι εκατέρωθεν αλυτρωτισμοί και ο υφέρπων ρεβανσισμός μπορούν να ανατροφοδοτηθούν ανά πάσα στιγμή. Κατά συνέπεια, το ερώτημα είναι εάν πρέπει να δοθεί έμφαση στην επιτάχυνση της ενταξιακής διαδικασίας, «χαμηλώνοντας» τον πήχη των απαιτήσεων στους πυλώνες που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου, ή πρέπει τελικά να «ωριμάσουν» οι συνθήκες για τη τελική ένταξη των κρατών στην ΕΕ, στο πλαίσιο ενός ελαστικού διαπραγματευτικού προγράμματος.
Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα και σε αυτό θα κληθούν να απαντήσουν οι πολιτικές ηγεσίες της ΕΕ το επόμενο διάστημα.
*Ο Δημήτρης Ραπίδης είναι πολιτικός αναλυτής και επικοινωνιολόγος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου