Από την αρχή της διαστημικής εποχής, ο άνθρωπος έχει στείλει περίπου 30 διαστημικά σκάφη στον πλανήτη Άρη. Ορισμένοι επιστήμονες εκτιμούν ότι πολλά μικρόβια, ιδιαίτερα ανθεκτικά, θα μπορούσαν να επιβιώσουν από το ταξίδι και μετά να εξαπλωθούν στον κόκκινο πλανήτη.
Αυτοί οι μικροοργανισμοί προέρχονται πιθανώς από «καθαρά δωμάτια» στο Εργαστήριο Jet Propulsion (JPL) της NASA, τα αποστειρωμένα εργαστήρια δηλαδή, όπου συναρμολογούνται τα
διαστημικά σκάφη. Εκεί, οι επιστήμονες ξηραίνουν την ατμόσφαιρα, καθαρίζουν όλες τις επιφάνειες με χημικά και τέλος αποστειρώνουν το χώρο με υπεριώδη ακτινοβολία. Αυτό που μένει είναι ορισμένα από τα πιο ανθεκτικά μικρόβια του κόσμου, πιθανώς ικανά να ζήσουν και στο Διάστημα, όπως διαπιστώσαν το 2013, ερευνητές της NASA, όταν ανακάλυψαν δύο εξωτικά είδη βακτηρίων.Το ρόβερ Perseverance της NASA που προσεδαφίστηκε στην επιφάνεια του Άρη στις 18 Φεβρουαρίου, έφερε μαζί του ένα ευρύ φάσμα εργαλείων και οργάνων για τη διεξαγωγή πειραμάτων. Μήπως όμως με όλο αυτό το υλικό ταξίδεψε και κάτι άλλο στον Άρη; Θα μπορούσε ένα ίχνος βακτηρίου από τη Γη να μεταφερθεί κατά λάθος στο διάστημα και να επιβιώσει στον Άρη, αναρωτιέται σε άρθρο του στο BBC, ο Κρίστοφερ Μέισον, καθηγητής γονιδιωματικής, φυσιολογίας και βιοφυσικής στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ.
Παρά τα αυστηρά πρωτόκολλα που έχει θεσπίσει η NASA για να διασφαλίσει ότι κανένα βακτήριο, ιός ή μύκητας δεν μολύνει τον εξοπλισμό μιας αποστολής, δύο πρόσφατες μελέτες επισημαίνουν πώς ορισμένοι οργανισμοί μπορεί να επιβιώσουν από τη διαδικασία καθαρισμού αλλά και το ταξίδι στον Άρη.
Ωστόσο, τα μικρόβια βρίσκονται στη Γη για δισεκατομμύρια χρόνια και είναι παντού. Είναι μέσα μας, στο σώμα μας, και γύρω μας. Μερικά μπορούν να γλιστρήσουν ακόμη και στα καθαρότερα δωμάτια. Έτσι, είναι αδύνατο να επιτευχθεί ολική εξάλειψη της βιομάζας.
Ο Μέισον και οι συνάδελφοί του ασχολούνται με την αλληλουχία DNA των δειγμάτων, έτσι ώστε να μπορεί να συγκριθεί με γνωστά γονιδιώματα για την ακριβή αναγνώριση των ειδών που υπάρχουν στο καθαρό δωμάτιο.
Η ανάλυσή τους αποκάλυψε την παρουσία δυνητικά προβληματικών μικροβίων: ο αριθμός των γονιδίων που σχετίζονται με τη διαδικασία επιδιόρθωσης του DNA σε αυτούς τους οργανισμούς έχει αυξηθεί, γεγονός που τους δίνει μεγαλύτερη αντίσταση στην ακτινοβολία. Μπορούν να σχηματίσουν βιοφίλμ σε επιφάνειες και συσκευές, να αποφύγουν την αποξήρανση και να ευδοκιμήσουν σε κρύα περιβάλλοντα.
Αυτά τα αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι είναι πιθανό ότι οι άνθρωποι μετέφεραν κάτι στον Άρη, και για αυτό είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η ασφάλεια και η διατήρηση οποιασδήποτε ζωής που μπορεί να υπάρχει αλλού στο σύμπαν, καθώς οι νέοι οργανισμοί μπορούν να προκαλέσουν καταστροφή όταν φτάνουν σε ένα νέο οικοσύστημα.
Η μόλυνση είναι ανεπιθύμητη και από επιστημονική άποψη, λέει ο Μέισον. Οι επιστήμονες πρέπει να είναι σίγουροι ότι κάθε μορφή ζωής που ανακαλύπτουν σε έναν άλλο πλανήτη, είναι πραγματικά εγγενής και όχι γήινη. Τα μικρόβια θα μπορούσαν ενδεχομένως να φτάσουν στον Άρη, ακόμα και μετά τον καθαρισμό αλλά τα γονιδιώματά τους μπορεί να αλλάξουν τόσο πολύ ώστε να φαίνονται πραγματικά διαφορετικά. Μια μόλυνση μπορεί επίσης να θέσει σε κίνδυνο την υγεία των αστροναυτών ή ακόμη και να προκαλέσει δυσλειτουργίες στον εξοπλισμό επιβίωσης.
Αλλά η πλανητική προστασία είναι αμφίδρομη και ισχύει και για τον πλανήτη μας. Οι αποστολές σε άλλους πλανήτες μπορεί επίσης να φέρουν έναν εξωγήινο οργανισμό στη Γη. Η επιστροφή δειγμάτων εδάφους του Άρη έχει προγραμματιστεί για το 2032. Ο κίνδυνος θα είναι τότε πραγματικός.
Παλαιότερες μελέτες έχουν δείξει ότι τα δείγματα του Άρη είναι πολύ απίθανο να περιέχουν κάποιο εξωγήινο οργανισμό και το Perseverance ψάχνει για τυχόν σημάδια που μπορεί να υπάρχουν ακόμα από την αρχαία μικροβιακή ζωή στον πλανήτη. Ωστόσο, η NASA και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος (ESA) λένε ότι λαμβάνουν πρόσθετες προφυλάξεις για να διασφαλίσουν ότι όλα τα δείγματα που επιστρέφονται από τον Άρη, θα περιέχονται με ασφάλεια σε ένα σύστημα πολλαπλών στρωμάτων απομόνωσης.
Δεδομένου του αριθμού των σκαφών που στάλθηκαν στον Άρη από το 1971 (ένας Ρώσος εκφορτωτής, ακολουθούμενος από αρκετούς εκτοξευτές της NASA), ο Μέισον πιστεύει ότι αν εντοπιστούν ίχνη ζωής στον Άρη, πιθανότατα θα ήταν γήινα.
Αλλά ακόμα κι αν το ρόβερ ή προηγούμενες αποστολές μετέφεραν κατά λάθος μικροοργανισμούς ή DNA από τη Γη στον Άρη, έχουμε τρόπους να τους ξεχωρίσουμε από οποιαδήποτε μορφή ζωής που είναι πραγματικά Αρειανή. Οι πληροφορίες σχετικά με την προέλευσή του θα βρίσκονται κρυμμένες στην αλληλουχία DNA. Ένα τρέχον έργο που ονομάζεται Metasub αλληλουχεί το DNA που βρέθηκε σε περισσότερες από 100 πόλεις του κόσμου.
Η ομάδα Metasub, μαζί με μια ελβετική, δημοσίευσαν αυτό και άλλα παγκόσμια μεταγονομικά δεδομένα για να δημιουργήσουν έναν «πλανητικό γενετικό δείκτη» όλων των αλληλουχιών DNA που έχουν παρατηρηθεί ποτέ. Η σύγκριση με αυτήν την τεράστια βάση δεδομένων μπορεί να καταστήσει δυνατή την εξάλειψη αμφιβολιών ως προς την προέλευση οποιουδήποτε ίχνους DNA που βρέθηκε στον Άρη.
«Εάν ένας οργανισμός από τη Γη έχει προσαρμοστεί στο διάστημα ή στον Άρη, τα εργαλεία γενετικής που έχουμε στη διάθεσή μας θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε πώς και γιατί άλλαξαν τα μικρόβια», λέει ο Μέισον.
Αυτά τα μικρόβια που πιθανόν προσαρμοστούν, μεταλλαχθούν και αλλάξουν, μπορεί να κάνουν τη ζωή στον Άρη λίγο πιο εύκολη για εκείνους που ταξιδεύουν εκεί, καθώς τα μοναδικά γονιδιώματα που προσαρμόζονται στο Αρειανό περιβάλλον θα μπορούσαν να αλληλουχηθούν, να μεταδοθούν πίσω στη Γη για περαιτέρω ανάλυση και στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν για θεραπείες και έρευνα και στους δύο πλανήτες.
«Δεδομένου όλες τις μελλοντικές προγραμματισμένες αποστολές στον Άρη, βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή διαπλανητικής βιολογίας, όπου θα μάθουμε πώς προσαρμόζεται ένας οργανισμός σε έναν πλανήτη, και θα αναπαράγουμε τη διαδικασία σε έναν άλλο. Τα μαθήματα της εξέλιξης και των γενετικών προσαρμογών είναι εγγεγραμμένα στο DNA κάθε οργανισμού και το περιβάλλον του Άρη δεν θα είναι διαφορετικό. Τελικά, η προσεκτική και υπεύθυνη μόλυνση είναι ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί η ζωή και είναι ένα άλμα που θα πρέπει να αρχίσουμε να κάνουμε τα επόμενα 500 χρόνια», καταλήγει στο άρθρο του ο Μέισον.
ΠΗΓΗ: BBC
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου