Δεν γνωρίζουμε εάν ήταν επαΐων σε ό,τι αφορά τα αμνοερίφια, αλλά από χαβιάρι γνώριζε σίγουρα.


12 Ιανουαρίου (ή 10 Ιανουαρίου σύμφωνα με άλλες πηγές) του 1825. Ένα μάλλον άδοξο τέλος για έναν άνθρωπο που από κουρσάρος, έναν χρόνο νωρίτερα, είχε ανακηρυχθεί από το Βουλευτικό Σώμα σε μέγα εθνικό ευεργέτη χάρη στη συμβολή του στην Επανάσταση. Άφησε την τελευταία του πνοή σε λοιμοκαθαρτήριο της Ζακύνθου, χτυπημένος από χολέρα.

Με τη διαθήκη του άφησε ένα τεράστιο ποσό για τις ανάγκες του ελληνικού κράτους, ενώ με δωρεές και κληροδοτήματα ιδρύθηκε και η Βαρβάκειος Σχολή, χτίστηκε διδακτήριο στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, και σχολές στην Οδησσό και στο Ταϊγάνιο της Ρωσίας.

.

Δεκαετία 1930: Μαθητές της Βαρβακείου Σχολής σε ώρα μαθήματος (πηγή: Φωτογραφικό αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ)

2 Απριλίου του 1933. Μετά από μια μεγάλη περιπέτεια, και αφού κινδύνευσαν πολλές φορές να πεταχτούν, τα οστά του Ιωάννη Βαρβάκη μεταφέρθηκαν με λάρνακα στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία εκπροσώπων της πολιτειακής, πολιτικής, θρησκευτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.

Ιούνιος του 1821. Στην Οδησσό, που στο γύρισμα του αιώνα είχε γίνει βασικός διαμετακομιστικός κόμβος της ρωσικής αυτοκρατορίας προς το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Για τους Έλληνες αυτή η πολύβουη πόλη ήταν κάτι περισσότερο, η πόλη της Φιλικής Εταιρείας, αλλά και το λιμάνι στο οποίο βρήκε την ηρεμία ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, που τόσο εξευτελίστηκε μετά το θάνατό του.

Στο πλήθος που θρηνούσε, και ένας άνδρας που βάδιζε προς τη δύση της έβδομης δεκαετίας της ζωής του. Ο Ιβάν Αντρέεβιτς Βαρβάτσι, γέρος και καταπονημένος, με πνευμόνια ασθενικά από τη θάλασσα και τα έλη του Αστραχάν, δεν μπορούσε να μην είναι στο ξόδι. Έπρεπε να αποχαιρετίσει τον φίλο, τον σύμβουλο, τον πνευματικό του. Στο ναό της Αγίας Τριάδας ένα ολόκληρο βράδυ θρηνούσε πλάι στο σκήνωμα, ενθυμούμενος τον ποιμένα που ευλόγησε τη μάνα του, τη Μαρού, όταν εκείνη θέλησε να γίνει καλόγρια μόλις άρχισε να χάνει το φως της, τον ιεράρχη που τον ενθάρρυνε να ιδρύσει πατερικές σχολές εκπαίδευσης και αφύπνισης της εθνικής συνείδησης.

Ναύπλιο, 5 Μαρτίου 1825: Επιστολή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στην οποία αναφέρει ότι το όνομα του Ιωάννη Βαρβάκη πρέπει να καταστεί συνώνυμο του «ευεργέτη» (πηγή: ΓΑΚ, ΚΥ, Αρχείο Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Α’)

Ψαριανός, ναυτικός, γεράκι

Ο πρωτότοκος γιος του καραβοκύρη Ανδρέα Λεοντή (ή Λεοντίδη, σε κάποιες πηγές) έγινε Βαρβάκης από το παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει, επειδή είχε διαπεραστικό μαύρο βλέμμα. Βαρβάκι στα Ψαρά, τον τόπο γέννησής του, είναι ένα είδος μικρού γερακιού. Είδε το φως της ζωής το 1743, ανήμερα του του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, και μεγάλωσε στη σκιά τού διαρκώς απόντος πατέρα· θρεφόταν από τις διηγήσεις του για τις θαλασσινές του περιπέτειες και για το πώς κούρσευε τα οθωμανικά σκαριά.

Δεν τα έπαιρνε τα γράμματα ο μικρός Ιωάννης, αλλά ήταν γεννημένος ναυτικός.

Μούτσος από τα 8 στη σακολέβα του πατέρα του, μέτοχος στα 15 του στο ίδιο σκαρί. Στα 17 είχε πια γίνει καραβοκύρης. Το πρώτο του καράβι ήταν μια γαλιότα μήκους 42 μέτρων, ένα ελαφρύ, γρήγορο και ευέλικτο καταδρομικό με πολυβόλα και πλήρωμα περίπου 100 ανδρών. Ξεκίνησε ως έμπορος που σύντομα ανοίχτηκε στην Ευρώπη, αλλά αγάπησε τα… ρεσάλτα. Μαζί με τους Άγγλους και τους Ρώσους έκανε επιθέσεις εναντίον των Οθωμανών για να πολλαπλασιάσει τα κέρδη του, αλλά και για να τους εξοργίσει.

Όπως ο πατέρας του, έτσι και ο Ιωάννης Βαρβάκης δεν ήταν πειρατής, αλλά κουρσάρος. Δεν έστελνε ναύτες στα σκλαβοπάζαρα, μόνο άρπαζε την πραμάτεια και έδινε στις τοπικές κοινωνίες τον νόμιμο κούρσο (μικρό τίμημα από τη λεία).

Τα αυστηρά μέτρα των Οθωμανών απέναντι στους πειρατές (τιμωρούνταν με θάνατο και καταστρέφονταν τα πολύτιμα πλοία τους), αλλά και ο γάμος με προξενιό διέκοψε την πειρατική καριέρα του θαλασσομάχου – ήταν άλλωστε και επικηρυγμένος. Πούλησε τη γαλιότα και όλη του την περιουσία και με ένα σβέλτο σεμπέκο που κουμάνταρε άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον ναύαρχο Ορλόφ. Το σχέδιο της Μεγάλης Αικατερίνης για επέκταση στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ώστε η Ρωσία να αποκτήσει πρόσβαση στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο ήταν σε πλήρη εξέλιξη.

Σύμμαχοι οι ομόθρησκοι Έλληνες ναυτικοί, με τους οποίους υπήρχαν ήδη στενοί εμπορικοί δεσμοί.

Κάπως έτσι  ο Ιωάννης Βαρβάκης βρέθηκε στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1770-1774· πίστευε άλλωστε ότι οι Ρώσοι μπορούσαν να απελευθερώσουν την πατρίδα από τον οθωμανικό ζυγό. Το καλοκαίρι του 1770, όταν τα οθωμανικά καράβια κρύφτηκαν σε μια προσπάθεια να ανασυνταχθεί ο στόλος, τα «ξετρύπωσε» γνωρίζοντας πολύ καλά την περιοχή. Ήταν στον όρμο του Τσεσμέ και δέχτηκε να θυσιάσει το πλοίο του και να γίνει μπουρλοτιέρης. Το γάντζωσε σε ένα από τα εχθρικά σκαριά και προκάλεσε έκρηξη. Η φωτιά επεκτάθηκε γρήγορα και ο ίδιος γλίτωσε, αλλά με σοβαρά τραύματα.

Η καταστροφή του τουρκικού στόλου στον όρμο του Τσεσμέ. Λάδι σε καμβά, παραγγελία της Μεγάλης Αικατερίνης (1771). Ο πίνακας βρίσκεται στο Ερμιτάζ (φωτ.: Ρωσική Wikipedia)

Επικηρυγμένος, χρεοκοπημένος, αποφασισμένος

Ο ηρωισμός του στη ναυμαχία του Τσεσμέ έφτασε μέχρι την Αγία Πετρούπολη, και η τσαρίνα αποφάσισε να τον εντάξει στις στρατιωτικές δυνάμεις της Αυτοκρατορικής Ρωσίας με το βαθμό του υπολοχαγού. Το σχετικό έγγραφο δημοσιεύθηκε στο Χρονικό της Τάξης των Ευγενών του Αστραχάν, με ημερομηνία 21 Οκτωβρίου 1772.

Η παρουσία του ρωσικού στόλου στο Αιγαίο είχε προκαλέσει ένα αίσθημα ασφάλειας στους Ψαριανούς. Ως ανταμοιβή ο Ιωάννης Βαρβάκης πήρε αυτό που ζήτησε: ένα νέο πλοίο, μεγαλύτερο – ένα μπρίκι. Η πανωλεθρία στον Τσεσμέ ήταν η αρχή για τα αντίποινα· μανιασμένοι οι Οθωμανοί, και ο γενναίος Ψαριανός όχι πλέον ένας κουρσάρος, αλλά εχθρός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Το οικόσημο του Βαρβάκη, όταν εισήλθε στις τάξεις των Ρώσων ευγενών (πηγή: Ρωσική Wikipedia)

Μετά τη Συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή που σήμανε το τέλος του Ρωσοτουρκικού Πολέμου, επέστρεψε στα Ψαρά για να συνεχίσει από εκεί που είχε αφήσει τις δραστηριότητές του στη θάλασσα: στο εμπόριο και στην πειρατεία. Χωρίς όμως να έχει αντιληφθεί πλήρως το πόσο εχθρικό ήταν το περιβάλλον, ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη για τη διαπραγμάτευση ενός τρικάταρτου πλοίου. Εκεί οι οθωμανικές Αρχές κατάσχεσαν το μπρίκι του, κάτι που σήμανε την οικονομική του καταστροφή.

Κατά μια εκδοχή που δεν έχει επιβεβαιωθεί, τον έκλεισαν και στο Επταπύργιο και χρειάστηκε γερό μπαξίσι για την αποφυλάκισή του.

Ταλαιπωρημένος και χρεοκοπημένος, έβαλε σκοπό να βρεθεί ενώπιον της Μεγάλης Αικατερίνης για να ζητήσει τη βοήθειά της. Από την Οδησσό όπου είχε καταφύγει με τη βοήθεια του πληρεξούσιου πρεσβευτή της Ρωσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πρίγκιπα Νικολάι Βασίλεβιτς Ρέπνιν, ξεκίνησε για την Αγία Πετρούπολη με τα πόδια· πάνω από 3.500 χιλιόμετρα, στην καρδιά του ρωσικού χειμώνα.

Καλοκαίρι του 1776 έφτασε στην πόλη, με πόδια πληγωμένα, τυλιγμένα με πανιά, και κουρέλια στο σώμα του. «Πρώτη μου φροντίδα ήταν να βρω ρούχα και παπούτσια για να μη με περάσουν για ζητιάνο. Βρήκα κάτι Έλληνες. Μου δώσαν δανεικά ρούχα και παπούτσια και μια γωνιά να ξαποστάσω. Πήγα στα ανάκτορα, αλλά η τσαρίνα ήταν στα θερινά, στο Τσάρσκογιε Σελό. Ο τόπος αυτός βρισκόταν 40 χιλιόμετρα μακριά από την Πετρούπολη. Τι να κάνω; Αναγκάστηκα πάλι να περπατήσω. Ξυπόλητος, για να μην χαλάσω τα δανεικά παπούτσια και τα πληρώσω για καινούργια» διηγήθηκε.

Η τσαρίνα στο Τσάρσκογιε Σελό. Πίσω της διακρίνεται η Στήλη του Τσεσμέ που ανεγέρθηκε σε ανάμνηση της ναυμαχίας. Λάδι σε καμβά, πορτρέτο του Βλαντίμιρ Μποροβικόφσκι. 1794 (πηγή: Wikipedia)

Λέγεται ότι ο Ιωάννης Βαρβάκης τρεις φορές πήγε και ήρθε, και καμία δεν κατάφερε να συναντήσει την Αικατερίνη. Επίσης λέγεται ότι απελπισμένος μπήκε σε ένα καφενείο, έξαλλος, βρίζοντας θεούς και δαίμονες, την ίδια την τσαρίνα «που άφηνε να χαθεί ένας άνθρωπος που πολέμησε για τη χριστιανοσύνη κάτω από τη σημαία της». Ένας άγνωστος τον πλησίασε τότε, διαβεβαιώνοντάς τον ότι την επόμενη μέρα θα γινόταν δεκτός.

Ο ευεργέτης του ήταν ο πανίσχυρος πρίγκιπας Γκριγκόρι Ποτέμκιν, στρατιωτικός διοικητής της Ρωσίας και αγαπημένος της Αικατερίνης.

Είναι βέβαιο ότι εκείνος τον παρουσίασε στην τσαρίνα, το πιθανότερο επειδή είχε στην κατοχή του ιδιόχειρη συστατική επιστολή από τον Βασίλεβιτς Ρέπνιν προς τον αδιαμφισβήτητο αρχιτέκτονα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής Νικήτα Ιβάνοβιτς Πάνιν.

Μπροστά στην τσαρίνα εξιστόρησε τα πάντα και εκείνη τον άκουσε με προσοχή. Μια μέρα μετά έλαβε 1.000 χρυσά τσερβόντσι –ποσό υπέρογκο για την εποχή–, και το δικαίωμα για δεκαετή αφορολόγητη αλιεία και εμπορία ψαριών στην Κασπία. Αργότερα παρέλαβε και το πολεμικό του δίπλωμα, υπογεγραμμένο από την Αικατερίνη, με ημερομηνία 23 Δεκεμβρίου 1776.

Γιατί στο Αστραχάν;

Ο Ιωάννης Βαρβάκης είχε το δικαίωμα να πάει οπουδήποτε στην Αυτοκρατορία, και εκείνος –χάρη στον καταλυτικό ρόλο του Γκριγκόρι Ποτέμκιν που τον μύησε στο μυστικό σχέδιο της Κασπίας– επέλεξε το Αστραχάν, ένα απομακρυσμένο ψαροχώρι στο Δέλτα του Βόλγα, όπου οι άνθρωποι ακόμα ψάρευαν με τα χέρια. Ήταν όμως ένα στρατηγικής σημασίας σημείο που προβλεπόταν να αναδειχθεί σε κόμβο του κεντροασιατικού εμπορίου και σε ορμητήριο των ρωσικών εξορμήσεων στα περσικά εδάφη.

Ο άλλοτε κουρσάρος δεν βιάστηκε· επέλεξε να σχεδιάσει προσεκτικά το τι θα κάνει. Το μυαλό του έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, και το 1778, στα 33 του, ήταν στην πιο δημιουργική του φάση – και έκανε πολλά.

Eλαιογραφία σε μουσαμά. Εθνολογικό Μουσείο Ταϊγανίου

Οι επιχειρήσεις που ανέπτυξε σχετίζονταν με την ενοικίαση αμπελώνων, την εμπορία κρασιού και την απόσταξη οινοπνευματωδών (ρακί, βότκα), την κεραμοποιία, την εκμετάλλευση αλυκών και το εμπόριο αλατιού, την πλοιοκτησία και τις θαλάσσιες-ποτάμιες μεταφορές (ως πλοιοκτήτης 10 μεταφορικών πλοίων), και τέλος τις πασίγνωστες αλιευτικές επιχειρήσεις σε ιδιόκτητους ή παραχωρημένους ή μισθωμένους ιχθυότοπους, τη συστηματοποιημένη παραγωγή, συντήρηση, τυποποίηση, εμπορία του χαβιαριού και ταριχευτών ειδών.

Η επιτυχημένη οργάνωση δικτύων εσωτερικού και εξωτερικού εμπορίου (Ρωσία, Τουρκία, Περσία, Μεσόγειος) των προϊόντων αυτών υπήρξε σημαντική πηγή κερδοφορίας. Και κάτι ακόμα: 85 χρόνια προτού καταργηθούν επισήμως στη Ρωσία το δουλεμπόριο και η δουλοπαροικία, ο Ψαριανός έκανε προσλήψεις και έφτασε να απασχολεί 3.000 έμμισθους που έπιναν νερό στο όνομά του.

Αυτές ήταν οι επίσημες δουλειές. Με την κάλυψη αυτών έκανε και ανεπίσημες, απολύτως σχετιζόμενες με τομείς της μυστικής διπλωματίας και της εμπορικής-στρατιωτικοπολιτικής κατασκοπείας.

Ήδη από το 1778 έπλεε στην Κασπία, ταχύτατα αποδείχθηκε άψογος γνώστης των νότιων ακτών της αλλά και των περσικών διαλέκτων, ενώ τα εξοπλισμένα με κανόνια εμπορικά πλοία του έμπαιναν στα περισσότερα περσικά λιμάνια. Καθώς στη χώρα, 61 χρόνια μετά τη δολοφονία του σάχη Ναδέρ (1747), συνέχιζε να βασιλεύει πλήρης αταξία, ο Ιωάννης Βαρβάκης με αριστοτεχνική δεινότητα οικοδομούσε και συντηρούσε εξισορροπημένα σχέσεις εμπιστοσύνης με τους αλληλοσπαρασσόμενους για τη διεκδίκηση της κεντρικής εξουσίας τοπάρχες.

Το 1789 έλαβε ισόβια προσωπική ρωσική υπηκοότητα, τα προνόμια της οποίας απόλαυσε και ο πολυμελής οικογενειακός περίγυρός του. Την οικογένεια του Βαρβάκη αποτελούσαν συνολικά από τον πρώτο γάμο δύο παιδιά που γεννήθηκαν στα Ψαρά, και ακόμα τρία από δεύτερο γάμο τα οποία γεννήθηκαν στο Αστραχάν, ενώ από τον τρίτο γάμο δεν είχε παιδιά.

Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι*

Η αλιεία ήταν αρκετά κερδοφόρα, αλλά η περιουσία του Ιωάννη Βαρβάκη έγινε πραγματικά τεράστια όταν ανακάλυψε το χαβιάρι, ένα έδεσμα που ήταν γνωστό στους φτωχούς ψαράδες. Εκείνος όμως βρήκε τον τρόπο να το εμπορευτεί –πρώτα έπρεπε να βρει λύση στο πώς να διατηρείται για μεγάλο διάστημα–, και να το παρουσιάσει ως προϊόν της ελίτ. Για να το καταφέρει αυτό, έστειλε μια ποσότητα στην Αικατερίνη.

Όταν η τσαρίνα το δοκίμασε, ενθουσιάστηκε· για να πάρει την εμπορική άδεια δεσμεύτηκε να προμηθεύει με χαβιάρι την αυλή της και να δίνει μέρος των κερδών στο Κυβερνείο του Αστραχάν για τη χρηματοδότηση δημόσιων έργων. Το 1785 η Αικατερίνη τού παραχώρησε το αποκλειστικό και ισόβιο δικαίωμα εκμετάλλευσης του χαβιαριού στην Κασπία, όμως ο Ιωάννης Βαρβάκης την ξάφνιασε ότι αρνήθηκε και αντιπρότεινε τη 8δημιουργία συνεταιρισμού, ώστε όλοι να λαμβάνουν ποσοστά.

Με την επιλογή του να μοιραστεί τα κέρδη δημιούργησε μια ευημερούσα τοπική κοινωνία, με τεράστιες ευκαιρίες για όλους και μια πρωτοφανή έλλειψη ανισοτήτων για την τσαρική Ρωσία.

Στην Ιστορία έμεινε ως μαικήνας της Ρωσίας και μεγάλος ευεργέτης της Ελλάδας. Στο Αστραχάν και το Ταϊγάνιο χρηματοδότησε έργα δημόσιας ωφέλειας, κοινωνικής πρόνοιας, εκκλησιαστικής, εκπαιδευτικής-μορφωτικής υποδομής. Η εξαιρετική του ικανότητα να διεισδύει και να προσαρμόζεται σε ετερογενή περιβάλλοντα τον έκανε να είναι συνομιλητής ισχυρών ευγενών γαιοκτημόνων, διοικητικών και στρατιωτικών αξιωματούχων, και ταυτοχρόνως να ιδιαιτέρως δημοφιλής στα κατώτερα πολυεθνικά κοινωνικά στρώματα (Ρώσοι, Αρμένιοι, Τάταροι, Καλμίκοι, Τουρκμένοι, Καζάχοι),

Η γνωριμία του με τον διπλωμάτη και κατοπινό υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας Ιωάννη Καποδίστρια και αργότερα με τον Αδαμάντιο Κοραή είχε ως αποτέλεσμα τη χρηματοδότηση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων «που θα ενισχύσουν την παιδεία και θα ανυψώσουν την εθνική συνείδηση των υπόδουλων Ελλήνων».

Δωρεά του Ιωάννη Βαρβάκη στο Γυμνάσιο και το νοσοκομείο της Χίου (πηγή: «Λόγιος Ερμής», 1920 / Ακαδημία Αθηνών)

…και ο Βαρβάκης αγαπάει την Ελλάδα

Από το 1815, στα 72 του πια, είχε μετοικήσει πλαισιωμένος από μέλη της οικογένειάς του στο Ταϊγάνιο της Αζοφικής (Ταγκανρόγκ, γενέτειρα του μεγάλου συγγραφέα Άντον Τσέχοφ), ένα από τα πιο ακμαία κέντρα της ελληνικής διασποράς στη νότια Ρωσία.

Η απόφαση υπαγορεύτηκε από ζητήματα που αφορούσαν τη μετατόπιση του κέντρου βάρους των οικογενειακών επιχειρήσεων, την κατάσταση της υγείας και –κυρίως– τη μύησή του στα πατριωτικά σχέδια και τις δραστηριότητες της φανερής Φιλομούσου Εταιρείας, της μυστικής Φιλικής Εταιρείας και της διαδόχου της Φιλανθρωπικής Εταιρείας.

Το σπίτι του Βαρβάκη στο Ταϊγάνιο, το οποίο πλέον δεν υπάρχει (πηγή: Ρωσική Wikipedia)

Μετά τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία –ήταν ο μόνος που συνέχισε να υπογράφει με το όνομά του– οι δωρεές έγιναν ακόμα περισσότερες, για την υποστήριξη των διαφωτιστικών και εκπαιδευτικών αναγκών του έθνους και για την παροχή των αναγκαίων εφοδίων σε οπλισμό, πυρομαχικά, εξοπλισμό πλοίων, τροφοδοσία και επισιτισμό των αγωνιζομένων στη Μολδοβλαχία και την Ελλάδα.

Πολιτικά πεπειραμένος και με άριστη ενημέρωση για τη διεθνή και εσωτερική κατάσταση, το 1824 έφτασε στην επαναστατημένη Ελλάδα και για να διευθετήσει με συγκεκριμένη πρόταση την εσωτερική διαμάχη που είχε λάβει μορφή εμφύλιας πολιτικοστρατιωτικής σύγκρουσης, ανάμεσα σε Αγγλόφιλους και Ρωσόφιλους.

Στο Ναύπλιο τον αντιμετώπισαν ως άνθρωπο των Ρώσων, και η πρότασή του να αναλάβει τη διακυβέρνηση ο Ιωάννης Καποδίστριας απορρίφθηκε. «Δεν εισακούσθη, αγγλιζούσης μάλλον ή ρωσσιζούσης κατ’ εκείνον τον καιρόν της Ελλάδος» έγραψε ο Χαρίλαος Τρικούπης.

Ετοιμάστηκε για την επιστροφή του στη Ρωσία, όμως η μοίρα θέλησε να πεθάνει σε ένα νησί υπό κατοχή, στην αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο, σε ηλικία 82 ετών. Όπως όλοι όσοι πέθαιναν από χολέρα, ο μεγάλος ευεργέτης τάφηκε σε κάποιο μέρος έξω από την πόλη, και όχι στον περίβολο εκκλησίας όπως ήταν το συνήθειο. Η περιπέτεια με τα οστά του, που κράτησε πάνω από έναν αιώνα, ξεκίνησε όταν ο χώρος απαλλοτριώθηκε.

Ο ανδριάντας του Βαρβάκη στο Ζάππειο (πηγή: Βιβλιοθήκη Τριαντάφυλλου Σκλαβενίτη)

Ανδριάντας του Ιωάννη Βαρβάκη υπάρχει στον κήπο του Ζαππείου, στη δυτική πλευρά της παρόδου που οδηγεί από τη λεωφόρο Αμαλίας στο χώρο του μεγάρου. Φιλοτεχνήθηκε από τον κλασικιστή γλύπτη και καθηγητή του Πολυτεχνείου Λεωνίδα Δρόση ύστερα από διαγωνισμό που είχε προκηρύξει η ελληνική κυβέρνηση, αντί του ποσού των 85.000 δραχμών το 1870. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1886.

Γεωργία Βορύλλα


* Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι (αγγλικά: God Loves Caviar): Ταινία διεθνούς παραγωγής σε σκηνοθεσία Γιάννη Σμαραγδή, η οποία αφηγείται την ιστορία του Ιωάννη Βαρβάκη.