Λίγες ημέρες πριν από την επίσημη είσοδο του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η αμερικανική επενδυτική τράπεζα JP Morgan αποφάσισε να αποχωρήσει από την Τραπεζική Συμμαχία Μηδενικών Εκπομπών (Net-Zero Banking Alliance-ΝΖΒΑ).

Πρόκειται για ένα παγκόσμιο πράσινο πρόγραμμα που ξεκίνησαν 43 τράπεζες, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, το 2021, για την προώθηση του στόχου των μηδενικών εκπομπών ρύπων.

«Θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε ανεξάρτητα για να προωθήσουμε τα συμφέροντα της εταιρείας μας, των μετόχων μας και των πελατών μας, παραμένοντας συγκεντρωμένοι σε ρεαλιστικές λύσεις για την προώθηση τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών άνθρακα και την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας» δήλωσε, πάντως, εκπρόσωπος της JP Morgan και πρόσθεσε: «Θα συνεχίσουμε επίσης να υποστηρίζουμε τις τραπεζικές και επενδυτικές ανάγκες των πελατών μας που ασχολούνται με την ενεργειακή μετάβαση και την απεξάρτηση από τον άνθρακα σε διάφορους τομείς της οικονομίας».

Ο σεισμός όμως που προκλήθηκε από τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ δεν ενέπλεξε μόνο τη διεθνή πολιτική, αλλά και τις τράπεζες. Όταν το 2021 ξεκίνησε το παγκόσμιο πράσινο τραπεζικό πρόγραμμα, η ιδέα ήταν ότι η πράσινη μετάβαση θα είχε σημαντικές αποδόσεις στο επενδυμένο κεφάλαιο. Τώρα, όμως, το κλίμα είναι διαφορετικό, εν μέσω γεωπολιτικών ανταγωνισμών στους κορυφαίους τομείς της πράσινης μετάβασης.

Έξι εκτός συμμαχίας

Η JP Morgan του Ελληνοαμερικανού Τζέιμι Ντάιμον είναι η τελευταία που αποχωρεί από το πρόγραμμα του ΟΗΕ που είχε στόχο να ενθαρρύνει τις τράπεζες να δώσουν χρηματοδοτική προτεραιότητα στους τομείς που εκπέμπουν τα λιγότερα αέρια θερμοκηπίου και διαδραματίζουν βασικό ρόλο στη μετάβαση σε μια οικονομία ουδέτερη από άνθρακα.

Η συνέπεια ήταν η επιλογή πολλών τραπεζών να εγκαταλείψουν την παγκόσμια συμμαχία για την πράσινη χρηματοδότηση. Ήδη, άλλες πέντε αμερικανικές τράπεζες έχουν αποχωρήσει από τη Συμμαχία, που συνιστά έναν από τους κορυφαίους συνασπισμούς στον κόσμο κατά της κλιματικής αλλαγής: Πρόκειται για την Goldman Sachs, τη Wells Fargo, τη Citi, την Bank of America και τη Morgan Stanley.

Οι περιβαλλοντικοί ακτιβιστές φοβούνται ότι η βιομηχανία θα μπορούσε να ανακαλέσει τους περιορισμούς στη χρηματοδότηση ορυκτών καυσίμων. «Αυτό είναι ανησυχητικό, δεδομένου ότι οι τράπεζες είναι από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες ορυκτών καυσίμων στον κόσμο», δήλωσε η Τζιν Μάρτιν, επικεφαλής του τραπεζικού προγράμματος στην ομάδα υπεράσπισης ShareAction. «Οι τράπεζες που αποχωρούν από το πρόγραμμα του ΟΗΕ έδειξαν στην αγορά ότι η κλιματική αλλαγή είναι μικρότερη προτεραιότητα για αυτές».

Μηνύσεις κατά των «πράσινων»

Σύμφωνα με αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, κατατέθηκαν μηνύσεις σε «πράσινες» τράπεζες και διαχειριστές από 10 Ρεπουμπλικανικές πολιτείες, οι οποίες θεώρησαν ότι τέτοιες πρωτοβουλίες παραβίαζαν την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία (δικαίωμα στον ανταγωνισμό), επηρέαζαν την ανάπτυξη ορυκτών καυσίμων και οδήγησαν σε αύξηση των τιμών.

Οι Financial Times γράφουν μάλιστα ότι «καθώς πλησιάζει η επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, έχουν αυξηθεί και οι απειλές κατά των τραπεζών που έχουν προωθήσει επενδύσεις βασισμένες σε περιβαλλοντικά και κοινωνικά κριτήρια».

Ο Πάτρικ Μακ Κάλι, αναλυτής της Reclaim Finance, λέει ότι οι τράπεζες που αποχωρούν θα μπορούσαν να μειώσουν τη δέσμευσή τους για φιλικές προς το κλίμα πολιτικές. «Το πιο σημαντικό πράγμα το οποίο πρέπει να προσέξουμε είναι η αποδυνάμωση των υφιστάμενων στόχων και στρατηγικών τους, αν και οι τράπεζες δεν αναμένεται να ανακοινώσουν δημόσια αλλαγές στους στόχους μείωσης των εκπομπών».

Συνεχίζουν στην Ευρώπη

Μετά τη μαζική απόσυρση των αμερικανικών πιστωτικών ιδρυμάτων, η Net-Zero Banking Alliance εξακολουθεί να έχει 142 τράπεζες-μέλη από 44 χώρες, με ενεργητικό 64 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Περίπου 80 ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο.

«Οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα ήθελαν οι κατευθυντήριες γραμμές της NZBA να είναι αυστηρότερες, αλλά τα μέλη των ΗΠΑ απλώς δεν θα το επιτρέψουν» εξηγεί ο Πάτρικ ΜακΚάλι και προσθέτει: «Λοιπόν τώρα είναι η ώρα για τους Ευρωπαίους να κάνουν ένα βήμα μπροστά και να δείξουν ότι δεν χρησιμοποιούν απλώς τις τακτικές καθυστερήσεων των ΗΠΑ ως δικαιολογία για τον δισταγμό τους».