«Ποιος μπορεί να σώσει την Ιταλία;», τιτλοφορείται το τελευταίο
τεύχος του βρετανικού περιοδικού The Economist, το οποίο κυκλοφόρησε
χθες, δέκα ημέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές της 24ης-25ης
Φεβρουαρίου. Μάλιστα, η πρώτη σελίδα του κοσμείται από μια φωτογραφία
του…
Πύργου της Πίζας, προκαλώντας έτσι προφανείς συνειρμούς όσον αφορά
το μέλλον της χώρας του Μόντι και του Μπερσάνι, του Μπερλουσκόνι και του
Γκρίλο, του Βέντολα και του Μπόσι.
«Τα οικονομικά προβλήματα
της Ιταλίας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η σημασία των εκλογών ξεπερνά τις
Άλπεις. Εάν η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης και ο
μεγαλύτερος οφειλέτης της σε επίπεδο δημόσιου τομέα δεν κατορθώσει να
πυροδοτήσει και πάλι την ανάπτυξη και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας,
τότε οι Ιταλοί στο τέλος θα χάσουν την ελπίδα τους και οι βόρειοι
γείτονές τους θα χάσουν την υπομονή τους. Σε κάθε περίπτωση, η Ευρωζώνη
θα διαλυθεί», σημειώνει το περιοδικό, σπεύδοντας πάντως να προτείνει και
τον τρόπο με τον οποίο, κατά τη γνώμη του, όλοι θα βγουν κερδισμένοι:
«Βαθιές και ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις σε μια οικονομία που λειτουργεί
σε ένα υπερβολικά σφικτό πλαίσιο».
Συμπληγάδες
Τι σημαίνει αυτό με απλά λόγια; Μα φυσικά, ότι η επόμενη κυβέρνηση
-πιθανότατα, υπό την ηγεσία του Πιερλουίτζι Μπερσάνι και με τη φιλική
στήριξη του Μάριο Μόντι- θα είναι αναγκασμένη να διαβεί τις συμπληγάδες
της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας κρίσης. Όπου θα απειλείται, ανά πάσα
στιγμή, να συνθλιβεί ανάμεσα στις πιέσεις του Βερολίνου, της
Φραγκφούρτης και των Βρυξελλών και την κοινωνική οργή που θα προκαλέσουν
τα σκληρά μέτρα, τα οποία θα κληθεί να λάβει άμεσα.
Υπάρχει, βεβαίως, και το ενδεχόμενο μιας έκπληξης, η οποία θα ανατρέψει
άρδην τα δεδομένα και θα πυροδοτήσει απρόβλεπτες καταστάσεις όχι μόνο
στην Ιταλία, αλλά και στην Ευρώπη - ειδικά δε στη Γερμανία, η οποία
τρέμει το ενδεχόμενο του «ατυχήματος» στην τελική ευθεία για τις δικές
της εκλογές, τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Μιας έκπληξης η οποία, ειδικά στην
περίπτωση της Ιταλίας, μπορεί να πάρει δύο πρόσωπα: του αντισυστημικού
και μη δοκιμασμένου Μπέπε Γκρίλο και του συνήθη υπόπτου Σίλβιο
Μπερλουσκόνι. Και επειδή ο πρώτος, όσο υψηλό και αν είναι το ποσοστό που
τελικώς θα συγκεντρώσει, είναι μάλλον απίθανο να κυβερνήσει την Ιταλία ή
έστω να συμμετέχει σε κυβέρνηση συνεργασίας, η προσοχή όλων στρέφεται
στον καβαλιέρε.
Έτσι, η πλειοψηφία πολιτικών και ΜΜΕ της Ευρώπης
έχουν βαλθεί να τρομοκρατήσουν τους Ιταλούς προκειμένου να μην
(ξανα)ψηφίσουν τον Μπερλουσκόνι. «Μια κυβέρνηση με επικεφαλής τον
Μπερσάνι και με τον Μόντι στο τιμόνι της οικονομίας, θα είναι ένα
αξιοπρεπές αποτέλεσμα για τους Ιταλούς», κατέληγε στο κεντρικό του άρθρο
το Economist, υποδεικνύοντας ουσιαστικά την προτίμηση των αγορών για το
επόμενο κυβερνητικό σχήμα. «Όταν οι Ιταλοί προσέλθουν στις κάλπες, θα
πρέπει να στείλουν ένα σαφές μήνυμα προς τον Μπερλουσκόνι, ότι η
επιστροφή του είναι ανεπιθύμητη», σημείωνε, από την πλευρά της, η
εφημερίδα Financial Times, πριν από μία εβδομάδα.
Δημοσκοπήσεις
Για την ώρα, οι δημοσκοπήσεις φαίνεται πως, έστω και δύσκολα, θα τους
γίνει το χατίρι. Αν και, όπως σημείωνε προχθές ένας πολιτικός αναλυτής,
«για πολλούς ψηφοφόρους, η επιλογή του Μπερλουσκόνι αποτελεί ένα ένοχο
μυστικό, που δεν θέλουν να μοιραστούν με κανέναν»…
Και κάτι
τελευταίο, αλλά με τεράστια σημασία: Σε συνθήκες βαθύτατης κρίσης όπως
αυτή που βιώνει σήμερα η Ευρώπη και ειδικά σε μια χώρα όπως είναι η
Ιταλία, η απουσία ενός ισχυρού πόλου της Αριστεράς γίνεται εξαιρετικά
αισθητή, τόσο στο πολιτικό σκηνικό όσο και στην κοινωνία.
Η Αριστερά της Οικολογίας και της Ελευθερίας, το σχήμα του οποίου
ηγείται ο Νίκι Βέντολα και το 2009 είχε συγκεντρώσει 3,1%, συμμετέχει
στον κεντροαριστερό συνασπισμό του Μπερσάνι – και έτσι, είναι σαφές ότι
δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτόν τον ρόλο.
Ελπίδες
Έτσι, το μοναδικό σημείο αναφοράς για τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο
σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση είναι το σχήμα της «Κοινωνικής
Επανάστασης», του οποίου ηγείται ο πρώην δικαστής Αντόνιο Ινγκρόγια και
συσπειρώνει στις τάξεις του την πάλαι ποτέ ισχυρή Κομμουνιστική
Επανίδρυση, δυνάμεις της οικολογίας και άλλα, μικρότερα σχήματα. Τα
στελέχη του ισχυρίζονται ότι διεκδικεί ποσοστό 4%-5% - αν όντως το
πετύχει και εκπροσωπηθεί στη Βουλή, τότε η Αριστερά θα έχει να ελπίζει
και πάλι σε κάτι.
Μάριο Μόντι
Τον προτιμούν οι Ευρωπαίοι
Ενα τμήμα της ιταλικής ελίτ θεωρεί ότι ο προφεσόρε κατάφερε να
καταστήσει και πάλι τη Ρώμη ισότιμο συνομιλητή των Γερμανών και των
Γάλλων. Αναμφίβολα, δε, ο πρώην επίτροπος είναι ο πολιτικός τον οποίο
Βερολίνο, Παρίσι, Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη προτιμούν να έχουν απέναντί
τους -όπως έσπευσαν να ξεκαθαρίσουν αμέσως μόλις έγινε σαφές ότι ο
Μπερλουσκόνι θα διεκδικούσε πάλι την πρωθυπουργία. Ωστόσο, για μια άλλη
μερίδα της ελίτ και για την πλειοψηφία της κοινωνίας, ο Μόντι αποτελεί
τον βασικό εκφραστή μιας πολιτικής σκληρής λιτότητας την οποία έχουν
επιβάλλει οι Γερμανοί -άλλωστε, κατηγορείται ευθέως για τάσεις…
υποταγής- η οποία αντιμετωπίζεται ως αποτυχημένη και αναποτελεσματική,
ειδικά όσον αφορά την Ιταλία και τον ευρωπαϊκό Νότο. Η αλήθεια, δε,
είναι ότι κούρασε πολύ τους συμπατριώτες του με το σίριαλ της καθόδου
του ή μη στις εκλογές και της εμμονής του να ηγηθεί μιας κυβέρνησης που
θα την στηρίζουν όλοι.
Σίλβιο Μπερλουσκόνι
Το «μικρόβιο» δεν λέει να φύγει
Όταν αναγκάστηκε σε παραίτηση, στα τέλη του 2011, για να παραδώσει τη
θέση του πρωθυπουργού στον τεχνοκράτη προφέσορα Μόντι, ο Μπερλουσκόνι
είχε δηλώσει ότι σιχάθηκε την πολιτική και θα ασχολούνταν αποκλειστικά
με τις επιχειρήσεις και τις γυναίκες του. Ωστόσο, το «μικρόβιο» δεν λέει
να τον εγκαταλείψει, ενώ η ιδιοσυγκρασία του Καβαλιέρε δεν του
επιτρέπει να παραδεχθεί την ήττα του. Ετσι, βλέποντας τους ανταγωνιστές
του να μην τραβάνε και να αποτελούν λύση ανάγκης για τους Ιταλούς,
αποφάσισε να κατέβει και πάλι στην πολιτική αρένα. Προκειμένου δε να
πετύχει, τάζει σε όλους και για όλα: μειώσεις φόρων και επιστροφές
χρημάτων που έχουν ήδη καταβληθεί στα κρατικά ταμεία, σύγκρουση με την
Μέρκελ και τον σκληρό πυρήνα του ευρώ, δημιουργία θέσεων εργασίας, ακόμη
και ανοχή στις μίζες που δίνουν οι επιχειρήσεις εντός και εκτός
συνόρων. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως δεν τα καταφέρνει άσχημα.
Πιερλουίτζι Μπερσάνι
Πολιτική ανάλογη με του Ολάντ στη Γαλλία
Ο ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος έχει καταφέρει να διατηρεί την
πρωτιά στις δημοσκοπήσεις χωρίς να έχει παρουσιάσει κάποιο πρόγραμμα που
να συνιστά μεγάλες ανατροπές σε σχέση με τα πεπραγμένα της απερχόμενης
κυβέρνησης Μόντι. Αλλωστε, ήδη οι δύο πολιτικοί έχουν εκδηλώσει την
πρόθεσή τους να συγκυβερνήσουν μετεκλογικά, κάτι που σημαίνει ότι οι
διαφορές μεταξύ τους είναι ήσσονος σημασίας. Σε γενικές γραμμές, ο
Μπερσάνι πρεσβεύει μια πολιτική ανάλογη με εκείνη του Ολάντ στη Γαλλία
-λιτότητα με… γαρνιτούρα ανάπτυξης, ιδιωτικοποιήσεις με μέτρο και
σχέδιο, έμφαση στην κοινωνική συναίνεση και προσπάθεια να υπάρξει μια
συμμαχία των «Νοτίων» απέναντι στη Γερμανία της Μέρκελ. Πάντως, ενώ
αρχικά όλα έδειχνα ότι ο Μπερσάνι θα κάνει εκλογικό «περίπατο», το ένοχο
παρελθόν των Δημοκρατικών και η παρουσία του Μπερλουσκόνι έχουν
περιπλέξει σημαντικά την κατάσταση.
Μπέπε Γκρίλο
Το ανεπιθύμητο φαινόμενο των εκλογών
Ακτιβιστής, μπλόγκερ, κωμικός, λαοφιλής και πατέρας έξι παιδιών, ο
65χρονος Γκρίλο είναι, αναμφισβήτητα, το φαινόμενο αυτών των εκλογών
στην Ιταλία, αλλά και ένα πρόσωπο που κεντρίζει το ενδιαφέρον όλης της
Ευρώπης, καθώς αποτυπώνει νέες κοινωνικές και πολιτικές τάσεις. Οντας
γνωστός στους πολιτικούς κύκλους από τα τέλη της δεκαετίας του '80, όταν
η αιχμηρή του κριτική (ειδικά σε βάρος των Σοσιαλιστών) τον κατέστησε
ανεπιθύμητο για πολλά χρόνια στην κρατική τηλεόραση, ο Γκρίλο κλιμάκωσε
την πολιτική του παρέμβαση με τη διοργάνωση -μέσω Διαδικτύου- δύο
συγκεντρώσεων (το 2007 και 2008, με την επωνυμία V-Days) που είχαν στόχο
να εκφράσουν τη λαϊκή οργή και δυσαρέσκεια απέναντι σε όλο το
κατεστημένο. Το 2010 ίδρυσε το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, που έχει μπει
σαν σφήνα στο πολιτικό σκηνικό, συγκεντρώνοντας στις δημοσκοπήσεις
ποσοστά άνω του 15%. Αντίπαλος των πολιτικών λιτότητας, ο Γκρίλο έχει
αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο ακόμη και εξόδου από το ευρώ.
Πώς γίνονται οι εκλογές
Η νομοθετική εξουσία στην Ιταλία αποτελείται από δύο σώματα: τη Βουλή,
που αποτελείται από 630 μέλη, και τη Γερουσία, η οποία διαθέτει 322
μέλη. Η εκλογή τους γίνεται μέσα από λίστες κομμάτων ή συνασπισμών. Ο
τρόπος εκλογής ορίζεται από έναν νόμο που ψήφισε η κυβέρνηση
Μπερλουσκόνι τον Δεκέμβριο του 2005, επαναφέροντας το σύστημα που ίσχυε
ως το 1994.
Οσον αφορά στη Βουλή, το πρώτο κόμμα ή συνασπισμός
κομμάτων διασφαλίζει αυτομάτως τουλάχιστον 340 έδρες, με βάση ένα
σύστημα πριμοδότησης. Εφόσον πρόκειται για κόμμα, θα πρέπει να έχει
συγκεντρώσει τουλάχιστον το 4% των ψήφων. Για την περίπτωση συνασπισμού,
τότε απαιτείται ελάχιστο ποσοστό 10% και οι έδρες κατανέμονται
αναλογικά ανάμεσα στα κόμματα που τον αποτελούν και έχουν ξεπεράσει το
2%. Αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι εφόσον οι Δημοκρατικοί επιβεβαιώσουν
τις δημοσκοπήσεις και αναδειχθούν πρώτοι, θα διαθέτουν αυτομάτως την
απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή.
Στη Γερουσία, τα πράγματα είναι
πιο περίπλοκα. Εδώ, 315 μέλη της εκλέγονται, 5 ορίζονται από τον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας (Τζόρτζιο Ναπολιτάνο), ενώ άλλα 2 είναι ισόβιοι
γερουσιαστές. Εδώ, οι έδρες κατανέμονται στη βάση των περιφερειών: στον
νικητή της κάθε περιφέρειας αναλογεί τουλάχιστον το 55% των εδρών της.
Για να συμμετέχουν στην κατανομή, οι συνασπισμοί πρέπει να συγκεντρώσουν
τουλάχιστον 20% και κάθε κόμμα που συμμετέχει σε αυτούς 3%, ενώ το όριο
για τα μεμονωμένα κόμματα είναι 8%.
πηγη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου