Ζέτα Μακρυπούλια: Με έχει κουράσει η σιωπή, αλλά την προτιμώ

Ο τρόπος, η συμπεριφορά, η διάθεση, ακάμη και το βλέμμα της δικαιώνουν απόλυτα το 'ονομα της «sugar», της ηρωίδας που πρόκειται να ενσαρκώσει φέτος στο μιούζικαλ «μερικοί το προτιμούν καυτό» στο «παλλάς». εκτός απο χάρμα ιδέσθαι, η ζέτα μπορεί να είναι και μια εξαιρετική συνομιλήτρια. ξέρει πότε να κάνει παύσεις, μα κυρίως που να βάζει τελείες.
Συνέντευξη: Κώστας Μπουρούσης Φωτογραφίες: Ρούλα Ρέβη


Κυριακή απόγευμα, εχει μόλις τελειώσει την πρόβα της. «Είμαι κουρασμένη», είναι το πρώτο πράγμα που λέει, όταν συναντιόμαστε σε ένα μικρό καφέ στο κέντρο της Αθήνας. Μου ζητάει να μην αναφέρω το όνομά του. Είναι ένα από εκείνα τα -υποθέτω όχι πολλά- μέρη που μπορεί να πηγαίνει ακόμη και να αποφορτίζεται, χωρίς τη δεύτερη σκέψη των -εκούσια ή ακούσια- αδιάκριτων βλεμμάτων που έχει συνηθίσει να μετρούν σπιθαμή προς σπιθαμή την ιδιωτική ζωή της. Η Ζέτα έχει βγει μόλις από τα ψηλοτάκουνα γοβάκια της Sugar, της ηρωίδας που ενσάρκωσε αρχετυπικά η Μέριλιν Μονρόε στο «Μερικοί το προτιμούν καυτό» και την οποία υποδύεται στην παράσταση που ανεβαίνει υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Σταμάτη Φασουλή στο «Παλλάς» στις αρχές Νοεμβρίου. Πριν απ’ όλα πρέπει να μοιραστώ πως μοιάζει δοσμένη σε αυτόν τον ρόλο. Παθιασμένη. Οταν στη διάρκεια της συζήτησής μας θα την προβοκάρω λέγοντας πως κάποιοι θα πουν ότι άφησε το «Dancing with the stars» εκ του ασφαλούς, αφού θα πρωταγωνιστήσει σε ένα πρωτοκλασάτο, προβεβλημένο θέατρο με την επιτυχία νομοτελειακά κεκτημένη, θα απαντήσει όχι αδικημένη αλλά σχεδόν πνιγμένη από το δημιουργικό δίκιο της: «Ασφάλεια; Αλήθεια το λες; Το θεωρείς εύκολο να γεμίσει αυτό το θέατρο και να πάει καλά; Ξέρεις, κάθε βράδυ πάνω σε αυτή τη σκηνή είναι κάποιοι ζωντανοί οργανισμοί που υποδύονται τους ρόλους. Χωρίς αυτούς όση προώθηση και να έχει μια παράσταση, αν αυτοί δεν είναι καλοί, δεν θα πάει το έργο». Για τη Ζέτα η Sugar δεν είναι ρόλος. Ούτε στοίχημα. Είναι, όπως
ανάγλυφα περιγράφει, αλλαγή σελίδας τη σωστή ώρα για εκείνη.



Σε συνέντευξη που έδωσε το καλοκαίρι, λίγο μετά την ανακοίνωση του νέου ρόλου της, είχε πει πως αρνιόταν να δει το φιλμ του 1959. Δεν μπορώ παρά να τη ρωτήσω αν τρεις μήνες μετά έχει μπει στον πειρασμό να «αναμετρηθεί» με το πρωτότυπο. «Αν και τώρα τελευταία έχω μπει στον πειρασμό να τη δω, δεν το έχω κάνει ακόμη. Σκέφτομαι να το αποπειραθώ δυο-τρεις μέρες πριν από την πρεμιέρα και αν, με το άγχος που θα έχω... Πρόκειται για μια ταινία τρομερά συνδεδεμένη με τη Μέριλιν. Και δεν είναι τυχαίο που κάθε φορά που δίνω μια συνέντευξη το πρώτο πράγμα που με ρωτούν είναι “πώς νιώθεις που παίζεις τη Μέριλιν;”. Δεν θέλω να μπω στη διαδικασία να μιμηθώ. Βλέποντάς τη σε αυτή την ταινία πραγματικά δεν ξέρεις πού αρχίζει και πού τελειώνει ο ρόλος. Στην πρώτη συνάντηση με τον Σταμάτη Φασουλή τον ρώτησα αν θέλει να πάει τον ρόλο προς τη Μέριλιν. Μου είπε “καθόλου, εγώ θέλω να κάνουμε τον ρόλο”. Αυτό με βόλεψε, μάλλον με ανακούφισε πολύ. Κάνω λοιπόν αυτό που κάνω με κάθε ρόλο. Τον διαβάζω και αρχίζω και φαντάζομαι σε συνεργασία με τον Σταμάτη πώς θα τον χτίσω, βγάζοντας και δικά μου στοιχεία που είναι κρυμμένα. Με έχει βοηθήσει που δεν έχω δει την ταινία ως τώρα. Εχω φτιάξει κάτι εντελώς δικό μου». Μου λέει πως τη συγκεκριμένη περίοδο βρίσκεται στη διαδικασία όπου έχει υπερκεράσει την πρώτη κρυάδα και το δυσθεώρητο ώρες-ώρες άγχος και χαίρεται πλέον τον ρόλο. Της αντιτείνω πως πολλές ντόπιες συνάδελφοί της θα αγχώνονταν μόνο και μόνο για το γεγονός πως ο ρόλος της Sugar θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απλώς ως επιτομή του σεξαπίλ. «Δεν έχω τέτοια θέματα. Καθόλου», απαντά και εξηγεί: «Αφενός γιατί δεν έχω την ταμπέλα της σέξι -και χαίρομαι που δεν την έχω-, αφετέρου γιατί όταν το απαιτεί ένας ρόλος πρέπει να βάλεις τα δυνατά σου για να είσαι σέξι. Το καλό και το πολύ δύσκολο σε αυτό τον ρόλο είναι ότι δεν πρόκειται για μια επιτηδευμένα σέξι κοπέλα. Η Sugar είναι σέξι και δεν το ξέρει. Δεν παίζει τη σέξι, δεν καμώνεται τη θηλυκή, δεν προσπαθεί μέσα από τη θηλυκότητά της να κερδίσει κάτι. Εχει γεννηθεί με αυτό. Μέσα από την αθωότητα βγαίνει το σέξι».



Η Ζέτα αυτοπροσδιορίζεται ως εσωστρεφής, εργατική και πεισματάρα - με την καλή έννοια. Το πρώτο μπορώ να το βεβαιώσω από την εμπειρία της βραχείας συνάντησής μου μαζί της. Μπορεί ακαριαία να μετατοπίζεται από τη γενναιόδωρη παράθεση πληροφοριών για την επαγγελματική ζωή της στη φειδώ σε ό,τι άπτεται της ιδιωτικότητάς της. Τα άλλα δύο επίθετα τα επιβεβαιώνει μάλλον το προνόμιο -για την εποχή μας- όχι μόνο να έχει δουλειά κάθε σεζόν αλλά και να επιλέγει. Αναρωτιέμαι, σε μια εποχή που η υποκριτική είναι μια «βρόμικη» δουλειά αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει, πώς καταφέρνει να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή; Τύχη; Δουλειά; Αναγνωρισιμότητα; «Νομίζω είναι ένα πακέτο που έχει λίγο απ’ όλα. Δεν ξέρω αν το προκαλώ ή αν απλώς συμβαίνει. Εγώ αυτό που έχω μάθει να κάνω από 13 ετών είναι να δουλεύω πάρα πολύ σκληρά. Μπορεί να υπάρχει για μένα μια εικόνα λίγο πιο ξεκούραστη και πιο φωτεινή, αλλά η πραγματικότητα δεν είναι αυτή. Κρύβει από πίσω σκληρή δουλειά και επιμονή. Δεν αφήνω πλέον τα πράγματα στην τύχη τους. Παλιότερα τα άφηνα και περίμενα να μου έρθουν. Τώρα μου έρχονται μεν αλλά δουλεύω και πολύ γι’ αυτά. Για παράδειγμα, εγώ για μιούζικαλ προετοιμαζόμουν καιρό πριν, άσχετα αν η πρόταση ήρθε τώρα. Δουλεύω πάντα. Δεν σταματώ», αφηγείται. Λίγο μετά, όταν μου λέει πως η μέρα της μοιράζεται μεταξύ προβών, γυμναστικής, χορού και φωνητικής, θα επιβεβαιώσει τον εαυτό της. Επιμένω. Γιατί δουλεύει συνέχεια; Από ανασφάλεια, από τελειομανία; Αρπάζει την ευκαιρία: «Φυσικά και έχω αρκετές ανασφάλειες. Αλλιώς πώς θα έκανα αυτή τη δουλειά;». Τι είναι όμως στ’ αλήθεια εκείνο που κάνει έναν κατά δήλωσή του εσωστρεφή χαρακτήρα κι έναν από τα συμφραζόμενα ανασφαλή άνθρωπο να στραφεί σε ένα -φαινομενικά τουλάχιστον- εξωστρεφές επάγγελμα; Γιατί η Ζέτα αποφάσισε να γίνει ηθοποιός; «Δεν το έχω ψάξει πάρα πολύ. Δεν ήμουν από τα παιδιά που από πολύ μικρή ηλικία λένε ότι θέλουν να γίνουν ηθοποιοί. Μπήκα 13 ετών στον χώρο του θεάματος, λίγο παράπλευρα, δηλαδή έκανα τηλεόραση, παρουσιάσεις, ελάχιστο μόντελινγκ. Κινούμενη μέσα σε αυτό τον χώρο εκείνο που μου άρεσε περισσότερο ήταν η ηθοποιία. Και πήρα μια απόφαση γύρω στα 15 ότι μόλις τελειώσω το σχολείο θα πάω να σπουδάσω ηθοποιός. Τώρα βέβαια που έχουν περάσει τόσα χρόνια και με τόσες δουλειές που κάνω παράπλευρες και με τόσες ετικέτες που μου έχουν κολληθεί για το τι δουλειά κάνω τελικά, δεν νομίζω ότι είναι τυχαίο που εμμένω και επιμένω στην υποκριτική. Μου καλύπτει πολλά πράγματα εσωτερικά. Είναι μια δουλειά πολύ δύσκολη, την έχω αγαπήσει πολύ σε όλα τα είδη και τις διαστάσεις της. Αυτό δεν συνέβη μόλις βγήκα από τη σχολή. Τα τελευταία χρόνια έχω συνειδητοποιήσει πως αυτή η δουλειά έχει μέσα της κομμάτια πολύ ωραία αλλά και πολύ δύσκολα. Ειδικά για κάποιους ανθρώπους που είναι ανασφαλείς, που μπορεί να φοβούνται την έκθεση, αλλά να έχουν επιλέξει επίτηδες αυτό το επάγγελμα χωρίς να το ξέρουν», εξομολογείται.



Τα τελευταία χρόνια, που έρχονται και ξανάρχονται στη διάρκεια της κουβέντας μας, μοιάζουν καθοριστικά για εκείνη. Τον ρόλο της έχει προφανώς παίξει η ψυχοθεραπεύτριά της, η οποία προκύπτει στη συζήτηση όταν τη ρωτώ «ποιο πρόσωπο εκτιμά». Μου λέει ακόμη πως συνηθίζει να μιλά για την ψυχοθεραπεία της, επειδή οι δημοσιογράφοι επιμένουν να τη ρωτούν. Φαίνεται όμως πως είναι κάτι που πραγματικά απολαμβάνει. «Είμαι εφτά χρόνια σε θεραπεία. Ξεκίνησα λόγω μιας κλασικής κρίσης πανικού που όλος ο κόσμος παθαίνει πια. Αυτή ήταν η αφορμή να ζητήσω βοήθεια. Για μένα δεν ήταν ποτέ ταμπού το να κάνω ψυχανάλυση. Χωρίς να έχω ερεθίσματα από την οικογένειά μου, στα 17 μου ήθελα να σπουδάσω Ψυχολογία, σε μια εποχή που οι ψυχολόγοι δεν νομίζω πως είχαν δουλειά. Για να είμαι ειλικρινής, έτυχε να γνωρίσω και ανθρώπους που έκαναν ψυχανάλυση και με τον τρόπο τους με μύησαν. Μόλις λοιπόν έπαθα την κρίση πανικού, η πρώτη σκέψη μου ήταν να ζητήσω βοήθεια». Εκτός από λυτρωτική, η ψυχανάλυση μπορεί να είναι και τρομακτική. Αραγε η Ζέτα έχει καταφέρει να δει, αν όχι πλήρως, τουλάχιστον εν μέρει το είδωλο στον «καθρέφτη» της; «Αν μετά από τόσα χρόνια ψυχανάλυσης δεν έχεις δει τον καθρέφτη σου, μάλλον υπάρχει κάποιο πολύ σοβαρό πρόβλημα. Η ψυχανάλυση είναι μια βιωματική εμπειρία. Και μακροχρόνια. Είδα πολλά πράγματα για μένα, πέρασα και αρκετά χρόνια χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα. Τα πρώτα 3-4 χρόνια δεν καταλάβαινα τι έκανα ακριβώς. Δεν άκουγα. Τα τελευταία χρόνια οι ρυθμοί είναι πολύ γρήγοροι. Είναι τρομακτικό, παθαίνεις πολλά σοκ, ανοίγεις σκοτεινά δωμάτια του μυαλού σου, μπλέκεις... Ξέρεις, υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι στην εποχή που ζούμε, με την κρίση, με τη βία, με το γεγονός πως έχουν έρθει τα πάνω κάτω, ο άνθρωπος να διαταραχθεί ψυχικά και να ζητήσει βοήθεια. Δεν θα μιλήσω για οικογένεια και για το πώς μεγαλώνουμε... Αυτό είναι ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο».



Αναφέρει την κρίση και ένα από τα παιδιά της, τη βία. Της λέω πως, ενώ η κρίση σοβεί, εκείνη φωτογραφίζεται όμορφη και λαμπερή, είναι μαζί μου και δίνει συνεντεύξεις. Πόσο παράταιρο είναι το ένα από το άλλο; Δεν την προβληματίζει που οι αναγνώστες που ξεφυλλίζουν το περιοδικό ενδεχομένως θα θεωρήσουν πως κατά το κοινώς λεγόμενο είναι στον κόσμο της; Απασφαλίζει: «Ζω κι εγώ σε αυτόν τον κόσμο. Κινούμαι μες στην πόλη μου, βλέπω τι γίνεται. Δεν αρνούμαι ότι δεν είμαι ο πιο ενημερωμένος άνθρωπος στον κόσμο, αλλά φυσικά και βλέπω τι γίνεται, τουλάχιστον στη χώρα μου. Καθώς ερχόμουν σκεφτόμουν τη συνέντευξη, έβλεπα τα ΜΑΤ στον δρόμο κι έλεγα “δες τι γίνεται κι εγώ πάω να δώσω μια συνέντευξη και να μιλήσω για πράγματα άλλα, για μια πιο χαμογελαστή ζωή”. Είναι πολύ αντιφατικά όλα αυτά. Ομως συνυπάρχουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν με απασχολεί το τι συμβαίνει. Αισθάνομαι πολύ άβολα όταν ακούω ότι σκότωσαν ένα νέο παιδί κι εγώ την ίδια μέρα έχω να δώσω μια συνέντευξη όπου με ρωτούν “γιατί δεν κάνεις το Dancing;”. Αισθάνομαι αφόρητα άβολα. Αλλά είναι η δουλειά μας. Εγώ δεν πιστεύω πως στο τέλος της μέρας ο κόσμος έχει την εικόνα που μου λες». Αλήθεια, το κλισέ δίπτυχο της «όμορφης και λαμπερής» την έχει κουράσει ποτέ; Ο ακήρυχτος ανένδοτος των περιοδικών για διασήμους δίχως ψεγάδι; «Το “όμορφη” και το “λαμπερή” δεν το ζω όπως ενδεχομένως το βλέπετε εσείς απέξω. Δεν με βλέπω πάντα όμορφη ή λαμπερή. Κάποιες φορές που οι απαιτήσεις είναι τρελές και τα ωράρια απλώς δεν υπάρχουν, ναι, νιώθω κουρασμένη. Εχω περάσει αρκετά χρόνια που δούλευα ασταμάτητα, που δεν χαιρόμουν τίποτα. Για να είσαι ηθοποιός πρέπει να κάνεις και άλλα πέντε πράγματα, προωθητικά, αυτά απαιτούν μια, δυο, τρεις φωτογραφήσεις, που και σε αποσυντονίζουν και σε κουράζουν. Πολλές φορές όμως με κουράζει περισσότερο η κακεντρέχεια, η σιωπή... Εγώ χρόνο με τον χρόνο αντιλαμβάνομαι αυτό που λέγανε οι παλιοί. Πως η δουλειά αυτή θέλει πολύ γερό στομάχι. Πλέον το ξέρω στο πετσί μου τι εννοούσαν. Ανά πάσα στιγμή μπορεί ο καθένας να βγει και να υποθέσει πολλά για σένα. Είναι πολύ δύσκολο να κρατήσεις μια στάση σιωπής απέναντι σε όλα αυτά από το να βγεις και να απαντήσεις. Εμένα αυτό με κουράζει. Το ζω από πολύ μικρή ηλικία. Μπορώ να σου φέρω δημοσιεύματα από τα 19 μου μέχρι και σήμερα που είμαι 35 τα οποία λένε τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια. Κι εγώ θέλω να βγω κάποια φορά και να πω ένα “σταματήστε”, ένα “δεν ξέρετε τι σας γίνεται”. Με κουράζει η αμυντική στάση, αλλά την προτιμώ».



Υπάρχουν κάποια πράγματα, για τα οποία όσο κι αν δεν θες να ρωτήσεις, τα φαινόμενα από μόνα τους σε προκαλούν. Η Ζέτα, λοιπόν, όση ώρα συζητάμε κρατά στα χέρια της ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο, κληρονομιά από την προσπάθειά της να κόψει το κάπνισμα εν όψει της πολύ απαιτητικής και σωματικά παράστασης. Το ίδιο τσιγάρο-placebo κάπνιζε και ο σύντροφός της, ο Μιχάλης Χατζηγιάννης, στη διάρκεια συνέντευξης που κάναμε φέτος το καλοκαίρι. Η απορία βγήκε σχεδόν μόνη της από τα χείλη μου. «Συνοδοιπόροι και στην απεξάρτηση από τη νικοτίνη;». Μειδιά. «Είχαμε πάρει μαζί πριν από χρόνια το ηλεκτρονικό τσιγάρο και τώρα λόγω της παράστασης το έβαλα στη ζωή μου. Και μ’ έχει βοηθήσει πάρα πολύ». Ακολουθεί επόμενη κλισέ-ερώτηση: «Είναι δύσκολη η συμβίωση με έναν επίσης διάσημο τύπο;». «Εξαρτάται πώς το βιώνει αυτό κανείς. Εμείς δεν περπατάμε μέσα στο σπίτι διάσημα. Περπατάμε κανονικά. Επειδή είμαστε πολύ νορμάλ, το ζούμε κανονικά. Οταν είσαι με έναν σύντροφο που κάνει παρόμοια δουλειά με σένα, υπάρχει πολύ μεγάλη κατανόηση ωραρίου».  Και με τον ανταγωνισμό τι γίνεται; Μιούζικαλ φέτος η Μακρυπούλια, μιούζικαλ και ο Χατζηγιάννης (θα πρωταγωνιστήσει στο ανέβασμα του «Αννυ»). «Δεν το βλέπουμε ανταγωνιστικά. Ξέρεις πόσα θέατρα θα λειτουργήσουν και φέτος στην Αθήνα;» αναρωτιέται γελώντας λίγο αμήχανα, λίγο ειρωνικά. «Ενα πράγμα που χαίρομαι είναι ότι δεν υπάρχει καθόλου μα καθόλου ανταγωνισμός μεταξύ μας. Δεν υπάρχει και λόγος βέβαια. Πιο πολύ γελάμε που ξαφνικά ακούγονται στο σπίτι ήχοι από δύο διαφορετικά μιούζικαλ. Μπορεί να είμαι εγώ στην κουζίνα να σιγοτραγουδάω κάτι από το δικό μου, να είναι ο Μιχάλης στο σαλόνι και να τραγουδάει κάτι από το δικό του. Πιο πολύ γελάμε με αυτό», καταλήγει χωρίς να αφήνει χαραμάδα για περαιτέρω σκάλισμα της ιδιώτευσής της. Δεν την κακίζω. Είμαι πάντα της σχολής πως τις ιερές στιγμές καλό είναι να τις μοιραζόμαστε με τον εαυτό μας και με εκείνον που κοιμάται πλάι μας. Αλλωστε, όπως σοφά είχε πει και η θεία (εκ του θείου και όχι του βαθμού συγγένειας) Μέριλιν, «η καριέρα είναι υπέροχη, αλλά δεν μπορείς να την πάρεις αγκαλιά τα κρύα βράδια». Κι αν καταφέρεις να μη σχετίζεσαι για να υπάρχεις, τότε οι πιθανότητες να σε περιμένει ο άνθρωπός σου κάτω από μια ζεστή κουβέρτα είναι μάλλον με το μέρος σου.







Ευχαριστούμε το ξενοδοχείο «King George» για τη φιλοξενία της φωτογράφησης
πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...