Από τη στιγμή που, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, προέκυψε για πρώτη φορά το ζήτημα του ονόματος του μικρού κράτους, το οποίο βρίσκεται βορείως των ελληνικών συνόρων, έχει κυλήσει πολύ νερό στο διπλωματικό αυλάκι. Η αρχική θέση της Ελλάδας ήταν απολύτως ανελαστική:
δήλωσε δεν επρόκειτο ποτέ να αναγνωρίσει ένα κράτος με το όνομα
«Δημοκρατία της Μακεδονίας» ή με όνομα που θα συμπεριλάμβανε οποιοδήποτε
παράγωγο του όρου «Μακεδονία».
((
Το
1993, το νεοσύστατο κράτος έγινε δεκτό στον ΟΗΕ με την προσωρινή
ονομασία Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ).
Παράλληλα, Αθήνα και Σκόπια ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα
του ΟΗΕ με στόχο την εξεύρεση κοινά αποδεκτού ονόματος. Ωστόσο, γρήγορα
έγινε σαφές ότι η παράταση της εκκρεμότητας μάλλον ευνοούσε τα Σκόπια
παρά την Αθήνα: ολοένα και περισσότερα κράτη (πλέον ξεπερνούν τα 130) αναγνώρισαν την ΠΓΔΜ με τη συνταγματική της ονομασία.
Η Ελλάδα είχε αυτοεγκλωβιστεί και σπαταλούσε πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο, δίνοντας μια μάχη δίχως πραγματικό νόημα. Αναζητώντας διέξοδο, το 2007 η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλήδήλωσε δημόσια ότι ήταν διατεθειμένη να συναινέσει στη χρήση ενός ονόματος που θα περιείχε τον όρο «Μακεδονία», συνοδευόμενο από κάποιον γεωγραφικό προσδιορισμό, υπό τον όρο, όμως, ότι το όποιο όνομα θα συμφωνούσαν η Αθήνα και τα Σκόπια θα καθιερωνόταν οριστικά έναντι όλων και για κάθε διεθνή χρήση.
Αυτή τη μετατόπιση από την απόλυτη ανελαστικότητα του παρελθόντος, προς
μια πιο ευέλικτη αντιμετώπιση του προβλήματος, αποτελούσε κίνηση
σύνεσης και ρεαλισμού, αλλά ταυτόχρονα και απτή απόδειξη της διάθεσης
της Ελλάδας για έναν έντιμο συμβιβασμό. Παρά το γεγονός ότι η Αθήνα είχε ήδη καλύψει τον μισό δρόμο για την εξεύρεση της λύσης, τα Σκόπια δεν ανταποκρίθηκαν.
Αντίθετα, ιδίως κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Νίκολα
Γκρουέφσκι, υιοθέτησαν ακραία ρητορική και προέβησαν σε ενέργειες (π.χ.
μετονομασία του διεθνούς αεροδρομίου των Σκοπίων σε «Μέγας Αλέξανδρος»)
που επιδείνωσαν περαιτέρω το κλίμα στις διμερείς σχέσεις.
Τώρα, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, φαίνεται ότι η επίτευξη μιας λύσης είναι εφικτή.Η νέα κυβέρνηση στα Σκόπια, υπό τονΖόραν Ζάεφ, μοιάζει να είναι πιο διαλλακτική
και πιο πρόθυμη για την αναζήτηση κοινά αποδεκτής διευθέτησης του
ονόματος. Πέρα από την αλλαγή προσώπων, που οπωσδήποτε είναι σημαντική, η
στάση της κυβέρνησης Ζάεφ υπαγορεύεται από τη διακαή επιθυμία άμεσης
ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ και ταυτόχρονης προώθησης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πρόκειται για δύο εξελίξεις υπαρξιακού χαρακτήρα, διότι θα απομακρύνουν
το ενδεχόμενο μελλοντικής εδαφικής αποσύνθεσης της χώρας. Το
βόρειο και βορειοδυτικό τμήμα της ΠΓΔΜ κατοικείται κατά συντριπτικότατη
πλειοψηφία από αλβανικό πληθυσμό, ο οποίος έχει στο παρελθόν εκδηλώσει
αποσχιστικές τάσεις, με αποκορύφωμα τις ένοπλες συγκρούσεις του 2001. Τα δημογραφικά δεδομένα είναι αποκαλυπτικά: από το 1981 έως το 2002 οπότε έγινε η τελευταία απογραφή στην ΠΓΔΜ, ο αλβανικός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 35%, ενώ ο σλαβομακεδονικός παρέμεινε ουσιαστικά αναλλοίωτος. Εάν ο ίδιος ρυθμός συνεχιστεί, σε μερικές δεκαετίες οι Αλβανοί θα καταστούν πλειοψηφία στο σύνολο της χώρας:
ήδη, υπολογίζεται ότι αποτελούν περίπου το 25-30%. Η οργανική πρόσδεση
της ΠΓΔΜ στους ευρωατλαντικούς θεσμούς θα αποτελέσει το σημαντικότερο
–ίσως τελικά και το μοναδικό– ανάχωμα απέναντι στις διαλυτικές
προοπτικές.
Για την Ελλάδα, η επιβίωση της ΠΓΔΜ και η διατήρηση της εδαφικής της ακεραιότητας είναι κάτι περισσότερο από επιθυμητές: είναι όροι απαραίτητοι για τη μη διατάραξη της ισορροπίας στη νότια Βαλκανική και για την ενίσχυση της ελληνικής ασφάλειας. Διάλυση της ΠΓΔΜ σημαίνει δημιουργία Μεγάλης Αλβανίας,ενδεχομένως δε και Μεγάλης Βουλγαρίας,
προοπτικές ασφαλώς απευκτέες για την Αθήνα. Επομένως, ακόμα κι αν η
ΠΓΔΜ δεν υπήρχε, η Ελλάδα θα είχε κάθε λόγο να την εφεύρει. Σε αυτό το
πλαίσιο, η επίλυση του ζητήματος του ονόματος είναι κρίσιμη για την
ελληνική πλευρά, έτσι ώστε να αρθούν τα εμπόδια που η Αθήνα παρενέβαλε,
προκειμένου να τα χρησιμοποιεί ως διαπραγματευτικά όπλα, στο δρόμο των
Σκοπίων προς την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Λαμβάνοντας
υπόψη αυτά τα δεδομένα, οι χώρες της Δύσης επιθυμούν διακαώς την
εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης στο ζήτημα του ονόματος. Δεν
είναι, επομένως, παράδοξο το γεγονός ότι ασκούν πιέσεις προς αυτή την
κατεύθυνση τόσο στα Σκόπια, όσο και στην Αθήνα. Αντίθετα, τη λύση του ονόματος απεύχεται η Ρωσία, η οποία δεν θα ήθελε να δει την ΠΓΔΜ να εισέρχεται στο ΝΑΤΟ: η παράταση της διένεξης ανάμεσα στην Αθήνα και τα Σκόπια εξυπηρετεί τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Μόσχας.
Η υποστήριξη που παρείχε η Μόσχα στην –αδιάλλακτη γύρω από το ζήτημα
του ονόματος– κυβέρνηση Γκρουέφσκι και η αντιπάθειά της έναντι της
–σαφώς μετριοπαθέστερης αναφορικά με το ίδιο ζήτημα– κυβέρνησης Ζάεφ,
αποτελούν σαφέστατες ενδείξεις των ρωσικών προτεραιοτήτων.
Είναι
δυσάρεστο, σχεδόν θλιβερό, να αναλογίζεται κάποιος ότι το όνομα που
σήμερα η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να δεχτεί (π.χ. Νέα Μακεδονία), θα
μπορούσε να το είχε επιτύχει πριν από 25 χρόνια, και μάλιστα με πολύ ευνοϊκότερους όρους. Μας είχε προσφερθεί το 1992 με το λεγόμενο «Πακέτο Πινέιρο»,
αλλά η ελληνική πλευρά το είχε τελικά απορρίψει. Φυσικά, σε όσους θα
είχαν τότε στέρξει στον επωφελή συμβιβασμό, πολλοί «υπερπατριώτες» θα
είχαν αποδώσει κατηγορίες περί «εθνικής μειοδοσίας»: είναι το τίμημα που
πάντα πληρώνεται σε ανάλογες περιπτώσεις. Ωστόσο, αν ο συμβιβασμός είχε
γίνει τότε δεκτός, θα είχαμε σχεδόν βέβαια καταστήσει τη γειτονική μας
χώρα οικονομικό και πολιτικό μας δορυφόρο: για την ΠΓΔΜ η Ελλάδα θα ήταν
ο φυσικός εταίρος και σύμμαχος στην περιοχή· εξάλλου, είναι ο μόνος
γείτονας της ΠΓΔΜ που δεν εγείρει οποιαδήποτε διεκδίκηση εις βάρος της. Παράλληλα,
μέσω μιας έγκαιρης λύσης, θα είχαμε κατά πάσα πιθανότητα αποφύγει την
καθιέρωση στη συνείδηση της παγκόσμιας κοινής γνώμης του όρου
«Μακεδονία» ως όνομα της νεαρής τότε δημοκρατίας. Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, όμως τουλάχιστον μπορούμε να μην χάσουμε ακόμα μία ευκαιρία.
Η
προοπτική επίλυσης του θέματος της ονομασίας έχει αναπόφευκτα και
εσωτερικές ελληνικές πτυχές – αντίστοιχα εσωτερικές πτυχές υπάρχουν,
βέβαια, και στην πλευρά της ΠΓΔΜ. Ως προς τις εξελίξεις στην Ελλάδα, τίθενται τρία ερωτήματα.
Το
πρώτο ερώτημα είναι εάν η παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία θα παραμείνει
αρραγής σε περίπτωση που μια λύση έρθει προς έγκριση στη Βουλή των
Ελλήνων. Εάν πάρουμε τοις μετρητοίς τις δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Άμυνας,
το κόμμα του δεν θα αποδεχθεί ένα σύνθετο όνομα (που θα συμπεριλαμβάνει
τον όρο «Μακεδονία» ή κάποιο παράγωγό του) με γεωγραφικό προσδιορισμό,
όπως αυτός που φαίνεται ότι βρίσκεται ήδη –ή οπωσδήποτε θα βρεθεί– στο
τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων. Βέβαια, αυτή η
μαξιμαλιστική θέση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ψήφο εμπιστοσύνης
που παρείχε ο κ. Καμμένος ως βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας το 2007 στην
κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά αυτή είναι μια μικρή λεπτομέρεια…
Το δεύτερο ερώτημα σχετίζεται με το τι θα πράξει η αντιπολίτευση, πρωτίστως η αξιωματική.
Η εθνική υπευθυνότητα επιβάλει τη στήριξη μιας έντιμης λύσης,
ανεξάρτητα από μικροκομματικές σκοπιμότητες. Το εάν θα θέσει θέμα
απώλειας της δεδηλωμένης από την κυβέρνηση σε περίπτωση που οι
Ανεξάρτητοι Έλληνες καταψηφίσουν την ενδεχόμενη συμφωνία, είναι
διαφορετικό ζήτημα, το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με τον μείζονα
στόχο: η άσκηση αντιπολίτευσης είναι θεμιτή, αλλά η εξυπηρέτηση του
εθνικού συμφέροντος προηγείται.
Τέλος,
ανακύπτει και ένα τρίτο ερώτημα: μήπως υπάρχει ενδεχόμενο η κυβέρνηση
να προκηρύξει δημοψήφισμα για την έγκριση της όποιας συμφωνίας;
Μια τέτοια επιλογή, εάν δεν είναι αποτέλεσμα ασύγγνωστης
επιπολαιότητας, θα αποτελεί εκ των πραγμάτων προσπάθεια μετάθεσης των
ευθυνών και αποφυγής της διάσπασης της κυβερνητικής συνοχής. Πέρα από τις προφανείς διχαστικές τις συνέπειες στο εσωτερικό, θα βλάψει ανεπανόρθωτα και τη διεθνή θέση της Ελλάδας:
τυχόν απόρριψη, μέσω δημοψηφίσματος, μιας λύσης που θα έχει
προηγουμένως αποδεχτεί η ελληνική κυβέρνηση, θα μας φορτώσει όλο το
βάρος της αποτυχίας· σχεδόν μοιραία συνέπεια θα είναι ένα νέο
–ενδεχομένως σαρωτικό– κύμα αναγνωρίσεων της ΠΓΔΜ με τη συνταγματική της
ονομασία· με δυο λόγια, η Ελλάδα αντί να εκμεταλλευτεί μια ευκαιρία, θα
βρεθεί –με ευθύνη της κυβέρνησης– στη γωνία. Πικρή πείρα του
παρελθόντος έχει αποδείξει ότι, όταν μείζονα ζητήματα εξωτερικής
πολιτικής κατεβαίνουν στο πεζοδρόμιο, το αποτέλεσμα είναι δυσάρεστο, αν
όχι καταστροφικό: το Κυπριακό και το ίδιο το Μακεδονικό αποτελούν τα
πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα των τελευταίων δεκαετιών. Ίσως κάποιος
αντιτείνει ότι η κάθε άλλο παρά θετική εμπειρία του δημοψηφίσματος του
Ιουλίου του 2015 αποτελεί εγγύηση ότι ανάλογο σφάλμα δεν θα επαναληφθεί:
εύλογος συλλογισμός· όμως ποιος είπε ότι τα λάθη διδάσκουν πάντα;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου