Λαβράκια έβγαλε νωρίτερα αυτήν
την εβδομάδα η κατάθεση του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος Χάουαρντ
Γουίλκινσον στο Ευρωκοινοβούλιο για το πλυντήριο «μαύρου χρήματος», που
είχε στήσει για περισσότερα από οχτώ χρόνια στην Εσθονία η Danske Bank.
Ο πάλαι πότε επικεφαλής trading του υποκαταστήματος της μεγαλύτερης τράπεζας της Δανίας στο Ταλίν ανέδειξε σε όλο του το εύρος τον ρόλο που διαδραματίζουν στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μερικά από τα μεγαλύτερα ιδρύματα του διεθνούς τραπεζικού συστήματος.
Ο 49χρονος Βρετανός υπογράμμισε χαρακτηριστικά στους ευρωβουλευτές ότι η υπόθεση «δεν έχει να κάνει μόνο με την εσθονική Danske Bank ή τη δανέζικη Danske Bank. Υπήρχε ένα πλήρες δίκτυο τραπεζών», υπογράμμισε, πέραν του εσθονικού υποκαταστήματος της Danske.
«Οι αμερικανικές ανταποκρίτριες τράπεζες, μεταξύ των οποίων και η αμερικανική θυγατρική μιας μεγάλης ευρωπαϊκής τράπεζας, που εκτελούσαν συναλλαγές για την εσθονική Danske Bank στο εξωτερικό, αποτελούσαν τα τελευταία σημεία ελέγχου στη διαδρομή του μαύρου χρήματος. Από τη στιγμή που το χρήμα περνούσε από αυτές τις τράπεζες, ήταν πλέον έξω, καθαρό στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα» κατέθεσε.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του ξένου Τύπου, οι τράπεζες αυτές ήταν οι αμερικανικοί κολοσσοί J.P. Morgan, Bank of America και η γερμανική Deutsche Bank ενώ υποψίες υπάρχουν και για το υποκατάστημα της Citigroup στη Μόσχα.
Το μαύρο χρήμα, στο ξέπλυμα του οποίου αυτές συμμετείχαν, αγγίζει τα 200 δισ. ευρώ και προερχόταν από ύποπτους πελάτες της εσθονικής Danske από τη Ρωσία, το Αζερμπαϊτζάν και άλλες πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες. «Χωρίς αυτές», τόνισε ο Γουίλκινσον, «τα χρήματα αυτά δεν θα μπορούσαν να είχαν μπει στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα».
Το ερώτημα είναι αν οι ανταποκρίτριες τράπεζες γνώριζαν το ποιόν των πελατών του πελάτη τους και την προέλευση των κεφαλαίων που διαχειρίζονταν.
Οι ανταποκρίτριες τράπεζες υποτίθεται ότι πραγματοποιούν τους δικούς τους ελέγχους, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι δεν συμμετέχουν σε ξέπλυμα «βρόμικου χρήματος» με τις συναλλαγές τους με άλλες τράπεζες. Επομένως οφειλαν να γνωρίζουν.
Η J.P. Morgan άλλωστε, όταν υποπτεύτηκε κάποια στιγμή ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, έκλεισε τις δουλειές της με την εσθονική Danske το 2013. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με την Deutsche Bank ή την Bank of America (που αντικατέστησε την J.P. Morgan).
Παρά την αποχώρηση της J.P. Morgan, παρά τις προειδοποιήσεις τραπεζικών στελεχών τους ότι κάτι πήγαινε στραβά, οι δύο τράπεζες συνέχισαν να εκτελούν τις συναλλαγές των ξένων πελατών της εσθονικής Danske Bank ώς το 2015.
Υπάλληλοι της Deutsche Bank γνωριζαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και είχαν ενημερώσει τη διοίκηση της γερμανικής τράπεζας ότι, για παράδειγμα, πελάτες της Danske από τη Μολδαβία είναι ύποπτοι.
Ωστόσο η Deutsche δεν έκανε κάτι. Εκείνη την περίοδο βέβαια η γερμανική τράπεζα έκανε και η ίδια από μόνη της ξέπλυμα ρωσικού χρήματος μέσω του υποκαταστήματός της στη Μόσχα, για το οποίο και τιμωρήθηκε με πρόστιμο 630 εκατ.δολαρίων από τις Αρχές των ΗΠΑ και της Βρετανίας.
Οι εταιρείες αυτές ήταν απλές ταχυδρομικές θυρίδες από τις οποίες το «βρόμικο χρήμα» περνούσε στη διαδικασία «ξεπλύματός» του.
Η ανωνυμία και ο υψηλός βαθμός απορρήτου που διασφαλίζει στους κατόχους τους αποτέλεσε εργαλείο στα χέρια των διακινητών «βρόμικου χρήματος».
Για τον Γουίλκινσον αυτού του είδους οι εταιρικές δομές αποτελούν ντροπή για τη Βρετανία και εκθέτουν το φημισμένο χρηματοπιστωτικό σύστημά της.
Ο πάλαι πότε επικεφαλής trading του υποκαταστήματος της μεγαλύτερης τράπεζας της Δανίας στο Ταλίν ανέδειξε σε όλο του το εύρος τον ρόλο που διαδραματίζουν στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μερικά από τα μεγαλύτερα ιδρύματα του διεθνούς τραπεζικού συστήματος.
Ο 49χρονος Βρετανός υπογράμμισε χαρακτηριστικά στους ευρωβουλευτές ότι η υπόθεση «δεν έχει να κάνει μόνο με την εσθονική Danske Bank ή τη δανέζικη Danske Bank. Υπήρχε ένα πλήρες δίκτυο τραπεζών», υπογράμμισε, πέραν του εσθονικού υποκαταστήματος της Danske.
«Οι αμερικανικές ανταποκρίτριες τράπεζες, μεταξύ των οποίων και η αμερικανική θυγατρική μιας μεγάλης ευρωπαϊκής τράπεζας, που εκτελούσαν συναλλαγές για την εσθονική Danske Bank στο εξωτερικό, αποτελούσαν τα τελευταία σημεία ελέγχου στη διαδρομή του μαύρου χρήματος. Από τη στιγμή που το χρήμα περνούσε από αυτές τις τράπεζες, ήταν πλέον έξω, καθαρό στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα» κατέθεσε.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του ξένου Τύπου, οι τράπεζες αυτές ήταν οι αμερικανικοί κολοσσοί J.P. Morgan, Bank of America και η γερμανική Deutsche Bank ενώ υποψίες υπάρχουν και για το υποκατάστημα της Citigroup στη Μόσχα.
Το μαύρο χρήμα, στο ξέπλυμα του οποίου αυτές συμμετείχαν, αγγίζει τα 200 δισ. ευρώ και προερχόταν από ύποπτους πελάτες της εσθονικής Danske από τη Ρωσία, το Αζερμπαϊτζάν και άλλες πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες. «Χωρίς αυτές», τόνισε ο Γουίλκινσον, «τα χρήματα αυτά δεν θα μπορούσαν να είχαν μπει στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα».
Αγνωστης προέλευσης
Οντως η εσθονική Danske Bank δεν μπορούσε να στήσει ένα τόσο μεγάλο «πλυντήριο» χωρίς τη συνδρομή τους. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των χρημάτων καταβαλλόταν στους δικαιούχους τους σε δολάρια. Για να γίνει αυτό, η βοήθεια μεγάλων τραπεζών όπως οι παραπάνω -που μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα διακανονισμού συναλλαγών της αμερικανικής Fed- ήταν αναγκαία.Το ερώτημα είναι αν οι ανταποκρίτριες τράπεζες γνώριζαν το ποιόν των πελατών του πελάτη τους και την προέλευση των κεφαλαίων που διαχειρίζονταν.
Οι ανταποκρίτριες τράπεζες υποτίθεται ότι πραγματοποιούν τους δικούς τους ελέγχους, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι δεν συμμετέχουν σε ξέπλυμα «βρόμικου χρήματος» με τις συναλλαγές τους με άλλες τράπεζες. Επομένως οφειλαν να γνωρίζουν.
Η J.P. Morgan άλλωστε, όταν υποπτεύτηκε κάποια στιγμή ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, έκλεισε τις δουλειές της με την εσθονική Danske το 2013. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με την Deutsche Bank ή την Bank of America (που αντικατέστησε την J.P. Morgan).
Παρά την αποχώρηση της J.P. Morgan, παρά τις προειδοποιήσεις τραπεζικών στελεχών τους ότι κάτι πήγαινε στραβά, οι δύο τράπεζες συνέχισαν να εκτελούν τις συναλλαγές των ξένων πελατών της εσθονικής Danske Bank ώς το 2015.
Υπάλληλοι της Deutsche Bank γνωριζαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και είχαν ενημερώσει τη διοίκηση της γερμανικής τράπεζας ότι, για παράδειγμα, πελάτες της Danske από τη Μολδαβία είναι ύποπτοι.
Ωστόσο η Deutsche δεν έκανε κάτι. Εκείνη την περίοδο βέβαια η γερμανική τράπεζα έκανε και η ίδια από μόνη της ξέπλυμα ρωσικού χρήματος μέσω του υποκαταστήματός της στη Μόσχα, για το οποίο και τιμωρήθηκε με πρόστιμο 630 εκατ.δολαρίων από τις Αρχές των ΗΠΑ και της Βρετανίας.
Περιορισμένης ευθύνης
Ερωτήματα όμως προκαλεί και το γεγονός ότι χιλιάδες βρετανικές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης (LLP) ήταν οι δεύτεροι μεγαλύτεροι πελάτες του εσθονικού υποκαταστήματος-«πλυντηρίου» της Danske μετά τους Ρώσους.Οι εταιρείες αυτές ήταν απλές ταχυδρομικές θυρίδες από τις οποίες το «βρόμικο χρήμα» περνούσε στη διαδικασία «ξεπλύματός» του.
Η ανωνυμία και ο υψηλός βαθμός απορρήτου που διασφαλίζει στους κατόχους τους αποτέλεσε εργαλείο στα χέρια των διακινητών «βρόμικου χρήματος».
Για τον Γουίλκινσον αυτού του είδους οι εταιρικές δομές αποτελούν ντροπή για τη Βρετανία και εκθέτουν το φημισμένο χρηματοπιστωτικό σύστημά της.
Έντυπη έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου