Η επική εκστρατεία του Καίσαρα κατά των Βέλγων

Γράφει ο Μανώλης Χατζημανώλης
Πιεζόμενες κατά τον 3ο αιώνα π.Χ από τους προγόνους των σημερινών Γερμανών, ιθαγενείς προκελτικές φυλές που ζούσαν ανατολικά του Ρήνου αναζήτησαν την ασφάλεια στην βoρειoανατολική Γαλατία, μεταξύ της δυτικής όχθης του μεγάλου ποταμού και της περιοχής βορείως του Μάρνη και του Σηκουάνα. Οι πανύψηλοι και ρωμαλέοι αυτοί επήλυδες, που ονομάστηκαν συλλογικά από τους Κέλτες «Βέλγοι» (σε ελεύθερη απόδοση «οι πολεμοχαρείς»), αφού εκτόπισαν ή υπέταξαν τους ντόπιους, σχημάτισαν μια φυλετική συνομοσπονδία αρκετά ισχυρή ώστε να αντισταθεί αποτελεσματικά τόσο στην κελτική εξάπλωση του 3ου αιώνα, όσο και στην
μεταναστευτική πλημμυρίδα των Κίμβρων και των Τευτόνων που συγκλόνισε τον κελτικό και τον ρωμαϊκό κόσμο κατά τα τέλη του 2ου αιώνα.
Αν και είχαν υιοθετήσει στοιχεία του κελτικού πολιτισμού Λα Τεν, οι Βέλγοι είχαν διατηρήσει τον πολεμικό χαρακτήρα και την γλώσσα τους και διαβιούσαν λιτά, όντας εχθρικοί προς τους ξένους, το εμπόριο και πολυτέλειες όπως το αλκοόλ που θεωρούσαν πως κάνουν τους άνδρες μαλθακούς. Έχοντας πληροφορηθεί τις νίκες του Ιουλίου Καίσαρα έναντι των Ελβέτιων και των Σουηβών και βλέποντας τις ρωμαϊκές λεγεώνες να περνούν τον χειμώνα του 58-57 π.Χ απειλητικά κοντά τους, στην γειτονική χώρα των Σηκουανών Γαλατών, οι Βέλγοι αντιλήφθηκαν πως θα αποτελούσαν τον επόμενο στόχο του Ρωμαίου στρατηγού. Αφού αντάλλαξαν ομήρους ώστε να ισχυροποιήσουν τους δεσμούς μεταξύ των φυλών, αποφάσισαν να δραστηριοποιηθούν με σκοπό να εκδιώξουν οριστικά τον νέο επικίνδυνο εχθρό από τη Γαλατία.
Στο μεταξύ ο Καίσαρας βρισκόταν ακόμη στα χειμερινά καταλύματά του στην βόρεια Ιταλία, όπου πληροφορήθηκε από αγγελιοφόρους τις προθέσεις των Βέλγων. Αμέσως διέταξε να συγκροτηθούν στην Παδανία και στη Ναρβωνησία δύο νέες λεγεώνες, η 13η και η 14η, ενώ στρατολογήθηκαν Νουμίδες ελαφρά οπλισμένοι από τη βόρεια Αφρική και Κρήτες τοξότες, που είχαν την φήμη των καλύτερων της Μεσογείου. Οι νέες δυνάμεις προωθήθηκαν στις αρχές του καλοκαιριού στην χώρα των Σηκουανών, όπου το σύνολο των καισαρικών λεγεώνων έφτανε πλέον τις οκτώ – περίπου 35.000 άνδρες, ενώ μεθοριακές κελτικές φυλές δωροδοκήθηκαν ώστε να παρέχουν πληροφορίες για τις κινήσεις των Βέλγων. Χιλιάδες Κελτών ιππέων, υπό τον άρχοντα των Αίδουων Διβιάτικο έσπευσαν επίσης να ενωθούν με τους Ρωμαίους, μετατρέποντας την σηκουανική πρωτεύουσα Βεσόντιο σε ένα απέραντο στρατόπεδο. Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο Καίσαρας εισέβαλε χωρίς να χάσει άλλο χρόνο στην χώρα των Βέλγων, σε μια προσπάθεια να τους αιφνιδιάσει και να αντιμετωπίσει τις επιμέρους φυλές ξεχωριστά, πριν αυτές προλάβουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους.
Πράγματι οι Ρέμιοι, το νοτιότερο βελγικό φύλο, βρέθηκαν απροετοίμαστοι και δήλωσαν υποταγή στον μεγάλο Ρωμαίο, δίνοντάς του και πολύτιμες πληροφορίες για τον αριθμό των βελγικών φυλών, τα ήθη τους και το πλήθος των πολεμιστών που μπορούσαν να παρατάξουν. Σύμφωνα με τις αναφορές τους, η φυλή των Μπελοβάσιων θα συνεισέφερε στον κοινό στρατό 60.000 λογχοφόρους, οι Σουεσσίωνες νοτίως των Ρεμίων και οι πολεμοχαρείς Νέρβιοι από 50.000, ενώ τα υπόλοιπα δεκατρία γένη θα διέθεταν συνολικά άλλους 120.000 άνδρες. Την αρχηγία όλων θα είχε ο Γάλβας, ο βασιλιάς των Σουεσιώνων, ο οποίος στην είδηση της συνθηκολόγησης των Ρεμίων εισέβαλε στην χώρα τους και άρχισε να ερημώνει την ύπαιθρο.
Θέλοντας να κρατήσει τους εχθρούς διαιρεμένους, ο Κάισαρας διέταξε τον σύμμαχό του Διβιάτικο να κατευθύνει τους ιππείς του δυτικά στην χώρα των Μπελοβάσιων και να τους κρατήσει απασχολημένους επιδράμοντας στην επικράτειά τους, ενώ ο ίδιος έσπευσε σε βοήθεια της πόλης Βιβράγιο, κοντά στον ποταμό Έσνιο, που βρισκόταν υπό πολιορκία από τον στρατό των ενωμένων Βέλγων. Αφού ενίσχυσε την πόλη με Νουμίδες, σφενδονήτες από τις Βαλεαρίδες και Κρήτες τοξότες, ο Καίσαρας νίκησε τους Βέλγους στις συγκρούσεις γύρω από τον Έσνιο, αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν τελικά την πολιορκία λόγω έλλειψης εφοδίων. Το ενωμένο στράτευμα διαλύθηκε και οι φυλές επέστρεψαν στις χώρες τους, με την δέσμευση να βοηθήσουν οποιοδήποτε μέλος της ένωσης δεχόταν επίθεση από τον ρωμαϊκό στρατό.
To ξημέρωμα της επόμενης μέρας οι Ρωμαίοι προέβησαν σε απηνή καταδίωξη των υπό διάλυση Βέλγων σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς, ενώ σύντομα εισέβαλαν και στην χώρα των Σουεσσιώνων. Με τον καισαρικό στρατό πλέον μέσα στην χώρα τους, οι Σουεσσίωνες υποτάχθηκαν καταθέτοντας τα όπλα τους και παραδίδοντας ομήρους, μεταξύ των οποίων και τους γιους του ίδιου του βασιλιά Γάλβα. Τους Σουεσσίωνες ακολούθησαν οι Μπελοβάσιοι. Οι πρωταίτιοι της εξέγερσης κατέφυγαν στην Βρετανία, ενώ οι εναπομείναντες κάτοικοι, κατόπιν διαμεσολάβησης του Διβιάτικου και των Αιδούων, τέθηκαν υπό την ρωμαϊκή προστασία παραδίδοντας 600 ομήρους. Την υποταγή τους ακολούθησε αυτή των Αμβιανών.
Η νότια Βελγική είχε πλέον υποταχθεί, όμως οι βορειότερες βελγικές φυλές, διατηρώντας ακέραιο το πολεμικό πνεύμα των προγόνων τους που είχαν αφιχθεί από τη Γερμανία(1) αιώνες πριν, αποφάσισαν να συνεχίσουν την αντίσταση με τους Νέρβιους ως επικεφαλής. Μαζί τους συνασπίστηκαν οι γείτονές τους Βιρομάνδουοι, οι Ατρεβάτες, ενώ περίμεναν ενισχύσεις και από τους τευτονικής καταγωγής Αδουατικούς, με τους τελευταίους να είναι απόγονοι φυλών που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή 53 χρόνια πριν κατά τις μεγάλες εισβολές των Κίμβρων και των Τευτόνων.
Έχοντας πληροφορηθεί ο Καίσαρας τον νέο συνασπισμό εναντίον του, έσπευσε να εισβάλει στην χώρα των Νερβίων, πριν οι βάρβαροι συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους. Την ανιχνευτική του δύναμη, που είχε προωθηθεί μπροστά αναζητώντας τον εχθρό και κατάλληλο χώρο στρατοπέδευσης για τη νύχτα, ακολουθούσαν έξι λεγεώνες βετεράνων (VII, VIII, IX, X, XI και XII) χωρίς περιττές αποσκευές, ενώ πίσω τους ακολουθούσαν η εφοδιοπομπή και οι δύο νεοσυσταθείσες λεγεώνες (XIII και XIV) σε ρόλο οπισθοφυλακής. Έτσι διατεταγμένος ο ρωμαϊκός στρατός έφτασε προελαύνοντας ως τον ποταμό Σάβο, σε μια πυκνά δασωμένη περιοχή όπου δύο ισοϋψείς λόφοι δέσποζαν εκατέρωθέν του. Με τους ανιχνευτές να μην έχουν εντοπίσει προς το παρόν παρά ελάχιστους Νερβίους ιππείς που απωθήθηκαν από το καισαρικό ιππικό μέχρι τις παρυφές του δάσους της απέναντι όχθης, ο Καίσαρας επέλεξε ως χώρο στρατοπέδευσης τον υπερκείμενο λόφο. Σύμφωνα με τα πρωτόκολλα στρατοπέδευσης που είχαν παγιωθεί στον ρωμαϊκό στρατό μετά από αιώνες εκστρατειών, οι στρατιώτες των λεγεώνων VII και XII άρχισαν να σκάβουν τάφρους και αναχώματα για να οριοθετήσουν το οχυρό στρατόπεδο, ενώ οι οι άντρες των υπόλοιπων τεσσάρων διασκορπίστηκαν ανά ομάδες στο δάσος αναζητώντας υλικά για την κατασκευή των ξύλινων φραγμάτων. Οι ακροβολιστές και οι ιππείς παρατάχθηκαν κατά μήκος της όχθης του Σάβου δημιουργώντας έναν προστατευτικό φραγμό για τους λεγεωνάριους που εργάζονταν, ενώ σύντομα άρχισαν να καταφτάνουν και οι πρώτες σκευοφόροι της στρατιάς.
Και τότε ξέσπασε η κόλαση.
Κρυμμένοι μέσα στο πυκνό δάσος της απέναντι όχθης, οι Βέλγοι, που παρακολουθούσαν προσεκτικά ως τότε την προέλαση των Ρωμαίων αναμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να τους αιφνιδιάσουν, έκριναν την στιγμή ως κατάλληλη για να επιτεθούν πάση δυνάμει στους εμβρόντητους λεγεωνάριους. Αφού ξεπρόβαλλαν ουρλιάζοντας σαν δαίμονες μέσα από τα δέντρα, οι αρειμάνιοι Νέρβιοι πέρασαν τον ποταμό απωθώντας τους Ρωμαίους ιππείς και άρχισαν να αναρριχώνται τον λόφο για να χτυπήσουν τις σκευοφόρους και τους λεγεωναρίους που εργάζονταν μέσα στο στρατόπεδο. Με τους Ρωμαίους αιφνιδιασμένους και φαινομενικά αποδιοργανωμένους η νίκη τους φάνταζε εύκολη.
Οι Ρωμαίοι στρατιώτες όμως, όντας έμπειροι από τις συνεχείς μάχες, και χάρη στην ευέλικτη οργανωτική δομή του ρωμαϊκού στρατού της περιόδου, που συνίστατο από μικρές τακτικές μονάδες ξιφομάχων που μπορούσαν να δράσουν με μεγάλα περιθώρια αυτονομίας, τις εκατονταρχίες, γνώριζαν να ανταποκρίνονται και στις πιο επικίνδυνες καταστάσεις χωρίς να περιμένουν ρητές εντολές από τους αξιωματικούς τους. Αφού εξοπλίστηκαν, καθώς είχαν τα όπλα τους κοντά τους, δεν αναζήτησαν τις επιμέρους μονάδες τους, αλλά αφού ταχθηκαν υπό τα κοντινότερα σε αυτούς λάβαρα, έσπευσαν να αντιμετωπίσουν επί τόπου τον εχθρό, με πολλούς από αυτούς μάλιστα να μην έχουν προλάβει ούτε καν να βγάλουν τα καλύμματα από τις ποδήρεις ασπίδες τους. Επιπλέον ο Καίσαρας για καλή του τύχη είχε φροντίσει να κρατήσει τους στρατηγούς του κοντά στις λεγεώνες τους. Έτσι αυτοί αντέδρασαν άμεσα, χωρίς να αναμένουν διαταγές από τον αρχηγό τους.
Σύντομα ένα πρόχειρο μέτωπο δημιουργήθηκε, και ο Καίσαρας έσπευσε αυτοπροσώπως να αναλάβει την διοίκηση της 10ης λεγεώνας που μαζί με την 9η έπληξαν με σφοδρότητα τους Ατρεβάτες στο βελγικό δεξί. Οι Ατρεβάτες που μόλις είχαν περάσει το ποτάμι και ήταν εξαντλημένοι δεν άντεξαν την ρωμαϊκή έφοδο και τράπηκαν σε φυγή, με πολλούς να βρίσκουν τον θάνατο προσπαθώντας να υποχωρήσουν απέναντι. Παρόλα αυτά, κατάφεραν να ανασυγκροτηθούν επιτυχώς και να αντεπιτεθούν στους λεγεωνάριους, που επιδεικνύοντας υπερβάλλοντα ζήλο, είχαν καταδιώξει τους Βέλγους στην αντίπερα όχθη του Σάβου. Ομοίως, και η 8η μαζί με την 11η λεγεώνα είχαν απωθήσει κατά παρόμοιο τρόπο στο κέντρο τους Βιρομάνδουους μέχρι τις όχθες του ποταμού.
Την ίδια στιγμή, οι άνδρες της 7ης και της 12ης λεγεώνας είχαν αρχίσει να προωθούνται από το στρατόπεδο προς το δεξί ρωμαϊκό κέρας για να αντιμετωπίσουν τους Νέρβιους. Η προηγούμενη προέλαση των λεγεώνων VIII και XI προς τις όχθες του Σάβου όμως, δημιούργησε ένα κενό μεταξύ του ρωμαϊκού κέντρου και του δεξιού, το οποίο έσπευσαν να εκμεταλλευτούν κάποιοι από τους Νέρβιους που, υπό έναν οπλαρχηγό τους ονόματι Βοδουόγνατο, διέρρηξαν το ρωμαϊκό μέτωπο και έφτασαν μαχόμενοι μέχρι το καισαρικό στρατόπεδο στην κορυφή του λόφου. Οι άνδρες του ρωμαϊκού δεξιού βρέθηκαν με τους Βέλγους στα νώτα τους και ειδικά οι λεγεωνάριοι της 12ης λεγεώνας είχαν στριμωχτεί τόσο ώστε αδυνατούσαν να χρησιμοποιήσουν ευχερώς ακόμα και τα ξίφη τους. Η κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη, όταν οι ακροβολιστές και οι ιππείς που είχαν υποχωρήσει κατά την πρώτη έφοδο των Ατρεβατών προς το στρατόπεδο, ήρθαν αναπάντεχα πρόσωπο με πρόσωπο με τους Νέρβιους και σκορπίστηκαν μέσα στο δάσος μεταδίδοντας τον πανικό. Στην θέα της γενικής κατάρρευσης, οι άντρες της εφοδιοπομπής άρχισαν να διαλύονται ατάκτως τρέχοντας προς πάσα κατεύθυνση, ενώ οι Τρεβήροι Κέλτες ιππείς της οπισθοφυλακής έφυγαν χωρίς μάχη και επέστρεψαν πίσω στην χώρα τους διαδίδοντας πως οι Ρωμαίοι είχαν ηττηθεί.
Τότε ο Καίσαρας, πληροφορούμενος την κρίσιμη κατάσταση στο δεξί του κέρας, άφησε τον υπαρχηγό του Τίτο Λαβιηνό επικεφαλής του νικηφόρου αριστερού του και έσπευσε να ηγηθεί των σκληρά δοκιμαζόμενων αντρών της 12ης. Εκεί, αφού άρπαξε μια ασπίδα από έναν λεγεωνάριο, κατευθύνθηκε στην πρώτη γραμμή εμψυχώνοντας τους άντρες του, ενώ έδωσε εντολές στους εναπομείναντες αξιωματικούς να δημιουργήσουν ενιαίο μέτωπο με την 7η λεγεώνα που έδινε επίσης αγώνα επιβίωσης στα δεξιά. Στο μεταξύ άρχισαν να καταφτάνουν και οι δύο νεοσύλλεκτες λεγεώνες από την οπισθοφυλακή, η 13η και η 14η, ενώ ο Λαβιηνός στα αριστερά, αφού κατέλαβε το βελγικό στρατόπεδο, επιτέθηκε με την 10η λεγεώνα στα νώτα των επιτιθέμενων ρωμαϊκό στρατόπεδο Βέλγων για να αποσυμφορήσει τις λεγεώνες που κινδύνευαν.
Αυτές οι ταυτόχρονες κινήσεις, άλλαξαν άρδην τον ρου της μάχης. Ακόμα και οι άμαχοι του στρατοπέδου αναθάρρησαν και άρχισαν να μάχονται τους Βέλγους με τις αξίνες τους, ενώ και το κελτικό ιππικό ανασυγκροτήθηκε και άρχισε να επιτίθεται με σφοδρότητα στους διασκορπισμένους Νέρβιους. Οι τελευταίοι, αγέρωχοι ως το τέλος, συνέχισαν να μάχονται μέχρι κυριολεκτικής εξαφάνισης. Η μάχη έληξε με τους Νέρβιους να έχουν μείνει μόλις με τρεις από τους εξακοσίους αρχηγούς τους, ενώ από τους 60.000 πολεμιστές τους, μόνο 500 ήταν ικανοί να πολεμήσουν. Οι γέροι και οι χήρες των νεκρών πολεμιστών, που είχαν καταφύγει στους γύρω βάλτους, ανέλαβαν το πικρό έργο της παράδοσης στον Ρωμαίο κατακτητή, ενώ ο Κάισαρας, θαυμάζοντας το θάρρος τους, πήρε τα απομεινάρια της περήφανης φυλής υπό την προστασία του, επιτρέποντάς τους να συνεχίσουν να ζουν στην χώρα τους και εγγυούμενος την ασφάλειά τους έναντι των άλλων φυλών.
Η τελευταία πράξη της βελγικής εκστρατείας παίχτηκε στην χώρα των Αδουατικών. Αυτοί όταν πληροφορήθηκαν την συντριβή των ενωμένων Βέλγων στον Σάβο επέστρεψαν στην πατρίδα τους, όπου εγκατέλειψαν μαζικά την ύπαιθρο και τις πόλεις τους και κατέφυγαν σε ένα δυσπρόσιτο ορεινό οχυρό τους. Μετά από σύντομη πολιορκία από τον Καίσαρα και αισθανόμενοι δέος μπροστά στις πολιορκητικές κατασκευές των Ρωμαίων, επιχείρησαν να παραπλανήσουν τον μεγάλο στρατηγό με τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων. Το ίδιο βράδυ και ελπίζοντας πως η ρωμαϊκή επιφυλακή είχε χαλαρώσει, επιτέθηκαν μαζικά στο ρωμαϊκό στρατόπεδο, όπου όμως ο Καίσαρας είχε φροντίσει να ενισχύσει τα οχυρά και τις φρουρές τους, με αποτέλεσμα οι Βέλγοι να υποστούν συντριβή. Τέσσερις χιλιάδες Αδουατικοί πολεμιστές βρήκαν τον θάνατο ως το ξημέρωμα, ενώ ο Κάισαρας διέταξε τον εξανδραποδισμό ολόκληρης της φυλής με πάνω από 53.000 Αδουατικούς να καταλήγουν στα ρωμαϊκά σκλαβοπάζαρα.
Έχοντας υποτάξει ολόκληρη την Βελγική, ο μεγάλος Ρωμαίος έλεγχε πλέον το μεγαλύτερο μέρος της Γαλατίας. Ήδη μετά τη νίκη στον ποταμό Σάβο είχε στείλει τον υπαρχηγό του Κράσσο να υποτάξει και τους ναυτικούς λαούς της Αρμορικής, ενώ άρχισε να καταστρώνει και σχέδια για μια εκστρατεία στην Βρετανία. Προς το παρόν όμως προείχε η επιστροφή του στην Ρώμη, όπου οι πολιτικές ζυμώσεις που λάμβαναν χώρα εκεί καθιστούσαν το μέλλον της Πρώτης Τριανδρίας (της πολιτικής του συνεργασίας με τους Πομπηίο και Κράσσο έναντι των μηχανορραφιών της συγκλήτου) δυσοίωνο…
Σημειώσεις
1. Με τους όρους «Γερμανία» και «Γερμανούς» είναι γενικά αποδεκτό πλέον πως οι αρχαίοι συγγραφείς εννοούσαν ολόκληρη την χώρα πέρα από τον Ρήνο και τους κατοίκους της που αποτελούσαν ακόμα ένα κράμα από προκελτικές φυλές, Κέλτες και Τεύτονες, προγόνους των σημερινών Γερμανών (εξ ου Deutschland και τα εθνωνύμια Deutsch και Dutch),που ορμώμενοι από την περιοχή της νότιας Σκανδιναβίας και της Βαλτικής είχαν μόλις αρχίσει να εισέρχονται δυναμικά στο ιστορικό προσκήνιο.
, , , , ,

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...