Στις μέρες μας αποτελεί ένα από τα γνωστότερα brand μόδας παγκοσμίως, παράγοντας ρούχα, αξεσουάρ, υποδήματα και αρώματα, με διεθνείς πωλήσεις που έφτασαν τα 2,9 δισεκατομμύρια δολάρια την περασμένη χρονιά. Οι ρίζες του συγκεκριμένου brand, όμως, εντοπίζονται σε μια ιδιαίτερα «σκοτεινή» περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας: στη Γερμανία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και στην άνοδο των Ναζί στην εξουσία.
Ο Hugo Ferdinand Boss γεννήθηκε το 1885 στο Μέτσινγκεν της Γερμανίας, μια πόλη που βρίσκεται 30 χιλιόμετρα από τη Στουτγάρδη. Οι γονείς του διατηρούσαν ένα κατάστημα με εσώρουχα στην πόλη,
τη λειτουργία του οποίου αναλαμβάνει ο ίδιος το 1908. Η εμπειρία που κερδίζει από τη συγκεκριμένη επιχείρηση καθώς και η μαθητεία του ως έμπορος, τον βοηθούν στα πρώτα του βήματα στον κόσμο του επιχειρείν. Κάπως έτσι, αποφασίζει να ανοίξει τη δική του επιχείρηση.Η προσπάθεια του ξεκινά με ένα κατάστημα ρούχων, οι πόρτες του οποίου ανοίγουν το 1923, στο Μέτσινγκεν. Έναν χρόνο αργότερα, το 1924, ο Boss αποφασίζει να θέσει σε λειτουργία το δικό του εργοστάσιο παραγωγής ρούχων, μαζί με δύο ακόμη συνεταίρους. Εκείνη την εποχή, η βιοτεχνία του παρήγαγε απλά ρούχα, όπως πουκάμισα, μπουφάν, στολές εργασίας, αθλητικά και αδιάβροχα. Η ιστορία, όμως, του επιφύλασσε κάτι διαφορετικό.
Βρισκόμαστε λίγα χρόνια μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και την Συνθήκη των Βερσαλλιών, τη συνθήκη ειρήνης που τερμάτισε τον Πόλεμο και που - για πολλούς ιστορικούς - έθεσε τα «θεμέλια» για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η οικονομική κατάσταση, από τον συγκεκριμένο «δυσχερή συμβιβασμό», είναι δύσκολη στην χώρα. Βρισκόμαστε, άλλωστε, στην εποχή που το ναζιστικό κόμμα κάνει την εμφάνιση του, και από το 3% των ψήφων για το Ράιχσταγκ το 1924, φτάνει στο 33% το 1932.
Στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της ανόδου των Ναζί στην εξουσία, η επιχείρηση που ξεκίνησε ο Boss λίγα χρόνια πριν οδηγείται στην χρεοκοπία. Το 1931, ο Boss καταλήγει σε συμφωνία με τους πιστωτές του, αφήνοντάς τον με έξι ραπτομηχανές και την ευκαιρία να ξεκινήσει από την αρχή. Είναι μέσα σε αυτά τα χρόνια, και, πιο συγκεκριμένα, το 1931, που γίνεται μέλος του ναζιστικού κόμματος και άλλων ναζιστικών οργανισμών.
Το 1933, ο Χίτλερ ορίζεται καγκελάριος της Γερμανίας. Η στιγμή σηματοδοτεί ένα κρίσιμο σημείο καμπής για τη Γερμανία και, τελικά, για ολόκληρο τον κόσμο, με όλα τα συνεπακόλουθα τραγικά αποτελέσματα. Στις 2 Αυγούστου του 1934 πεθαίνει ο Γερμανός Πρόεδρος Χίντενμπουργκ. Η γερμανική κυβέρνηση ενεργοποιεί νόμο με τον οποίο συγχωνεύονται Καγκελαρία και Προεδρία. Ο τίτλος και το αξίωμα του Προέδρου καταργούνται και ο Χίτλερ αναλαμβάνει και τα δύο καθήκοντα.
Μέσα σε αυτά τα χρόνια, ο Boss και η εταιρεία του αρχίζουν να φτιάχνουν στολές για τους Ναζί. Η άνοδος τους στην εξουσία, οι χρηματοδοτήσεις που ο ίδιος προσέφερε και η ιδιότητα του μέλους που διατηρούσε, οδηγούν σε δραματική αύξηση των εσόδων του. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, πως από περίπου 25.000 δολάρια που παρουσίαζε το 1932, η επιχείρηση έφτασε να μετρά έσοδα ύψους 800.000 δολαρίων σχεδόν μια δεκαετία μετά, το 1941.
Παρόλο που ο Boss ισχυριζόταν, σε μια διαφήμιση που έκανε την εμφάνιση της την περίοδο του 1934-1935, ότι έφτιαχνε ναζιστικές στολές από το 1924, οι ιστορικοί αναφέρουν ότι έγινε επίσημος προμηθευτής το 1928-1929. Η εταιρεία κατασκεύαζε τότε στολές για την Sturmabteilung, μια ναζιστική παραστρατιωτική οργάνωση που έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στην άνοδο της εξουσίας του Χίτλερ τη δεκαετία του 1920, για τα SS, για τη χιτλερική νεολαία και για άλλες κομματικές οργανώσεις.Φτάνοντας στο 1938, έχει πλέον επικεντρωθεί στην παραγωγή στολών για την Wehrmacht και αργότερα για τα Waffen-SS. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Hugo Boss έχει 140 άτομα σε καταναγκαστική εργασία, η πλειονότητα των οποίων γυναίκες, ενώ 40 Γάλλοι αιχμάλωτοι πολέμου εργάζονται για αυτόν. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, οι επικεφαλής της εταιρείας είναι ένθερμοι Εθνικοσοσιαλιστές και θαυμαστές του Χίτλερ. Άλλωστε, το 1945 ο Hugo Boss έχει στο διαμέρισμά του μια φωτογραφία με τον Χίτλερ.
Τη νύχτα της 8ης προς την 9η Μαΐου 1945 ο Γερμανός στρατηγός Wilhelm Keitel υπογράφει στους συμμάχους την «άνευ όρων παράδοση της ναζιστικής Γερμανίας». Οι συνέπειες βρίσκουν και τον Boss. Μετά τον Πόλεμο, χαρακτηρίζεται αρχικά ως «ακτιβιστής, υποστηρικτής και ευεργετούμενος» του Εθνικοσοσιαλισμού, κάτι που θα είχε ως αποτέλεσμα ένα βαρύ πρόστιμο, αλλά και αφαίρεση όλων των δικαιωμάτων ψήφου και της δυνατότητας να διευθύνει μια επιχείρηση.
Ωστόσο, θα προσφύγει κατά της αρχικής απόφασης και θα επαναχαρακτηριστεί τελικά ως «οπαδός», μια κατηγορία με λιγότερο αυστηρή τιμωρία, που σήμαινε ότι δεν θεωρούταν ενεργός υποστηρικτής του Εθνικοσοοσιαλισμού. Σε κάθε περίπτωση, ο γαμπρός του, Eugen Holy, είναι εκείνος που αναλαμβάνει την επιχείρηση με τα ρούχα, ενώ ο Boss φεύγει από την ζωή το 1948, σε ηλικία 63 ετών, λόγω ενός αποστήματος στο δόντι.
Ο Holy αυξάνει την παραγωγή στα τέλη της δεκαετίας του '40. Μέχρι το 1950, η εταιρεία έχει 128 υπαλλήλους, αριθμός που συνέχισε να αυξάνεται, καθώς φτιάχνει στολές για ταχυδρομικούς και αστυνομικούς, και τα πρώτα της ανδρικά κοστούμια στη δεκαετία του 1950. Στα τέλη της δεκαετίας του '60 αναλαμβάνουν την επιχείρηση οι γιοί του Holy, ενώ στη δεκαετία του '70 ξεκινά η ανάπτυξη του brand BOSS. Την ίδια δεκαετία επενδύει στη διεθνή της παρουσία, αναπτύσσοντας πολλά brands. Τα κεντρικά παραμένουν στο Metzingen.
Το 1997, όπως διαβάζουμε σε άρθρο των New York Times της εποχής, η εταιρεία γνωστοποιεί πως «έχει ενημερωθεί για τις συναλλαγές με τους Ναζί, αφού το όνομα του ιδρυτή της, Hugo Boss, που πέθανε το 1948, έκανε την εμφάνιση του σε μια λίστα αδρανών λογαριασμών που κυκλοφόρησαν από Ελβετούς τραπεζίτες». «Αυτή τη στιγμή προσπαθούμε να χειριστούμε την κατάσταση», δήλωνε τότε η εκπρόσωπος του brand, Monika Steilen. «Αυτό είναι ένα πολύ νέο θέμα για εμάς. Δεν έχουμε τίποτα στα αρχεία μας».
Η Hugo Boss σημείωνε πως σκεφτόταν να αναθέσει σε έναν ιστορικό να «ψάξει» το παρελθόν της, κάτι που είχαν κάνει και άλλες επιχειρήσεις με παρόμοιες «ρίζες». «Φυσικά ο πατέρας μου ανήκε στο Ναζιστικό Κόμμα», τόνιζε λίγες εβδομάδες νωρίτερα ο Siegfried Boss σε αυστριακή εφημερίδα. «Αλλά ποιος δεν ανήκε τότε; Ολόκληρη η βιομηχανία δούλεψε για τον ναζιστικό στρατό» υπογράμμιζε χαρακτηριστικά ο 83χρονος τότε Siegfried.
Τον Σεπτέμβριο του 2011 η Hugo Boss δημοσιεύει μια δημόσια απολογία για το παρελθόν της και την καταναγκαστική εργασία που υπήρξε, μετά την έκδοση βιβλίου από τον ιστορικό Roman Koester, μια διαδικασία που του είχε αναθέσει η ίδια. Τόσο ο Koester όσο και η εταιρεία ανέφεραν ότι το γνωστό brand δεν είχε καμία επιρροή στο περιεχόμενο του βιβλίου, αν και παρείχε τη σχετική χρηματοδότηση.
«Είναι σαφές ότι ο Hugo Boss δεν συμμετείχε μόνο στο κόμμα επειδή αυτό οδήγησε σε συμβόλαια παραγωγής στολών, αλλά και επειδή ήταν οπαδός του Εθνικοσοσιαλισμού» έγραφε ο συγγραφέας, Roman Koester, οικονομικός ιστορικός στο Bundeswehr University του Μονάχου. Αν και μετά τον Πόλεμο ο Boss υποστήριξε ότι προσχώρησε στο ναζιστικό κόμμα για να σώσει την εταιρεία του, ο Koester ανέφερε ότι «αυτό μπορεί να ισχύει, αλλά δεν πρέπει κανείς να ερμηνεύσει τις παρατηρήσεις του Boss σαν να ήταν μακριά από τον Εθνικοσοσιαλισμό». «Αυτό σίγουρα δεν συνέβαινε».
Ο Koester τόνιζε ότι ο Boss προσπάθησε να βελτιώσει τις συνθήκες καταναγκαστικής εργασίας το 1944, ένα χρόνο πριν από το τέλος του πολέμου, ζητώντας να στεγάσει τους εργαζομένους του και προσπαθώντας να βελτιώσει την κατάσταση με τη σίτιση τους. «Η συμπεριφορά απέναντι στους καταναγκαστικούς εργάτες ήταν μερικές φορές σκληρή και συνεπαγόταν εξαναγκασμό, αλλά επιδείχθηκε επίσης μια ανησυχία για την ευημερία τους, καθιστώντας αδύνατη την απλοποίηση των χαρακτηρισμών».
Η εταιρεία εξέφραζε τότε «τη βαθιά λύπη της προς όσους υπέστησαν βλάβη ή δυσκολίες στο εργοστάσιο που διοικούσε ο Hugo Ferdinand Boss υπό την κυριαρχία του Εθνικοσοσιαλισμού».
Πηγές: BBC, catwalkyourself, medium.com, fragrances.bg, New York Times
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου