13 Δεκεμβρίου 1943: Η Σφαγή των Καλαβρύτων

 14:34: Ο χρόνος σταμάτησε εκείνη τη στιγμή, όταν σημειώθηκε ένα από τα πιο βίαια και αποτρόπαια εγκλήματα πολέμου στις 13 Δεκεμβρίου 1943, η Σφαγή των Καλαβρύτων. Οι πολίτες των Καλαβρύτων δεν είχαν γεννηθεί για να γίνουν ήρωες, η άδικη θυσία τους όμως στο όνομα του ναζισμού, που έβαψε την απελευθέρωση βαθιά με αίμα, τους κατέστησε ως τέτοιους.

Το ιδεολογικό πλαίσιο που οδήγησε στη σφαγή

Οι κατοχικές δυνάμεις της Γερμανίας είχαν κάνει αρκετά αισθητή την παρουσία τους στην ελληνική γη, με την επιβολή της κυριαρχίας τους, είτε οι ίδιοι ως κατακτητές, είτε μέσω των συνεργαζόμενων αρχών, να είναι ολοκληρωτική.

Κάθε μορφή αντίδρασης και αντίστασης τιμωρούνταν με σκληρά αντίποινα, με χαρακτηριστικές αυτές των μαζικών εκτελέσεων ατόμων, ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου, συνοδευόμενων με ολοκληρωτικές καταστροφές στην υποδομών και περιουσιών ελληνική επικράτεια.

Με βάση αυτή την αρχή, τα στρατεύματα κατοχής, συμπεριλαμβανομένων των γερμανικών, των ιταλικών και των βουλγαρικών, προέβησαν σε στυγερά εγκλήματα κατά του ελληνικού πληθυσμού, συχνά με τη δήθεν δικαιολογία της δράσης των αντιστασιακών οργανώσεων.

Ωστόσο, τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Γερμανοί, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ναζιστικής θεωρίας περί ολοκληρωτικού πολέμου και διεξήχθησαν στο πλαίσιο της εκτέλεσης ενός προσυμφωνημένου και προμελετημένου σχεδίου τρομοκράτησης και εκμετάλλευσης των κατοίκων των κατεχόμενων περιοχών. Δίχως αμφισβήτηση, δεν επιθυμούσαν οποιαδήποτε μορφή αντίστασης, η οποία θα απειλούσε τα σχέδιά τους.

Στο πλαίσιο αυτό, ιστορικές αναφορές, μαρτυρίες, μουσειακές συλλογές, καλλιτεχνικές δουλειές και αφηγήσεις, κάνουν λόγο για μαζικές εκτελέσεις, ισοπέδωση πόλεων και χωριών και καταστροφή περιουσιών.

Παράλληλα, για να αναλογιστεί κανείς την απάνθρωπη πολιτική των ναζί, είχε τους αθώους πολίτες υπόλογους για «αδικήματα» που διέπρατταν άλλοι, ως μία μορφή «εγγύησης» της ζωής τους. Το συγκεκριμένο δόγμα, σύμφωνα με το ΓΕΣ/ΔΙΣ, έλαβε κι επίσημη μορφή τον Σεπτέμβριο του 1941, με την έκδοση μιας γενικής διαταγής που έφερε την υπογραφή του αρχηγού της Ανώτατης ∆ιοίκησης της Βέρμαχτ, στρατάρχη Βίλχελμ Κάιτελ (Wilhelm Keitel).

Ανατριχιαστικό παράδειγμα των παραπάνω αποτελεί ο Δήμος Καλαβρύτων, ο οποίος, κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, βίωσε, όσο λίγες μαρτυρικές περιοχές της Ελλάδας (Δίστομο, Λιγκιάδες, Κάνδανος κ.ά.) τα αντίποινα των ναζί κατακτητών. Παρόλο που τα αρχεία του Δήμου καταστράφηκαν, δελτία πληροφοριών, ημερήσιος Τύπος και μαρτυρίες, σχημάτισαν το πλαίσιο για τη γερμανική θηριωδία. μια γερμανική θηριωδία, η οποία αποτυπώθηκε με τον πιο αιματηρό τρόπο στις 13 Δεκεμβρίου 1943, με την εκτέλεση 497 κατοίκων των Καλαβρύτων και άλλων περίπου 200 από τα γύρω χωριά, πολλά από τα οποία πυρπολήθηκαν.

Οι ημέρες πριν από τη Σφαγή των Καλαβρύτων

Μετά τη γερμανική κατοχή και την κατανομή των ζωνών επιρροής ανάμεσα σε Γερμανία, Ιταλία και Βουλγαρία, η Πελοπόννησος βρισκόταν κατά κύριο λόγο στην ιταλική ζώνη κατοχής, με την παρουσία δύο Μεραρχιών, της Πιεμόντε και της Κάλιαρι, με έδρα την Πάτρα και την Τρίπολη αντίστοιχα, ενώ οι γερμανικές δυνάμεις (κυρίως τάγματα της 41ης μεραρχίας Φρουρών με έδρα την Τρίπολη) ήταν ελάχιστες. Όλες οι παραπάνω δυνάμεις, μετά τον Μάιο του 1943, τέθηκαν υπό τις διαταγές του Καρλ φον Λε Σουίρ (Karl von Le Suire), διοικητή της 117 Μεραρχίας Κυνηγών, καθώς ανέλαβε να αντιμετωπίσει επικείμενη απόβαση συμμάχων στην Πελοπόννησο.

Κατά τη διάρκεια της ιταλογερμανικής κατοχής, και ειδικότερα το 1943, η ευρύτερη περιοχή Αιγιαλείας – Καλαβρύτων υπήρξε πεδίο σημαντικής αντιστασιακής δράσης. Τα πολυάριθμα σαμποτάζ και οι ανταρτικές ενέδρες συνέθεσαν ένα κλίμα ανασφάλειας και η κατατρόπωση των αντιστασιακών ομάδων γύρω από τα Καλάβρυτα κρίθηκε από το γερμανικό Επιτελείο ως μια απολύτως απαραίτητη στρατιωτική αναγκαιότητα.

Η μάχη της Κερπινής στις 16-17 Οκτωβρίου 1943 μεταξύ του Ανεξάρτητου Τάγματος Καλαβρύτων του ΕΛΑΣ και του 5/749 Λόχου Κυνηγών (Λόχος Schober), που είχε αποτέλεσμα την αιχμαλωσία ογδόντα ενός Γερμανών, αποτέλεσε την αφορμή για την Επιχείρηση «Καλάβρυτα» (Unternehmen “Kalavryta”).

Η διαταγή για την επιχείρηση υπογράφηκε στις 25 Νοεμβρίου 1943 από τον διοικητή της 117 μεραρχίας Κυνηγών και σκοπός της ήταν η εκκαθάριση του ορεινού όγκου του Χελμού από αντιστασιακές ομάδες, η αναζήτηση των Γερμανών αιχμαλώτων του Λόχου Schober και η τρομοκράτηση του πληθυσμού, με σκοπό να μην προσφέρουν στήριξη στους αντάρτες.

Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε από 5 έως 15 Δεκεμβρίου 1943 και υπήρξε μία από τις πιο απάνθρωπες της Βέρμαχτ, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα.

Οι γερμανικές δυνάμεις χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες μάχης, με στρατιωτική δύναμη 3.000 ανδρών, ξεκινώντας αντίστοιχα από την Πάτρα, το Αίγιο και τη Βυτίνα, έχοντας η καθεμία διαφορετικό βάθος δράσης.

Καθώς οι επιχειρήσεις εκκαθάρισης βρίσκονταν σε εξέλιξη, τα χωριά και οι κάτοικοι των περιοχών βίωσαν τη βαρβαρότητα των γερμανικών αντιποίνων. Ειδικότερα, μετά τις 8 Δεκεμβρίου, όταν έγινε γνωστό ότι 75 Γερμανοί αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν από τους αντάρτες στην τοποθεσία Μαγέρου, κοντά στο χωριό Μάζι, τα γερμανικά τμήματα, με επικεφαλής τον ταγματάρχη Χανς Έμπερσμπεργκερ (Hans Ebersberger), αφάνισαν ό,τι έβρισκαν στο διάβα τους. Έκαψαν ολοσχερώς τους Ρογούς, την Κερπινή, την Άνω και Κάτω Ζαχλωρού, εκτελώντας εκτός των ανδρών και παιδιά. Επιπλέον, εκτελέστηκαν δεκαέξι άτομα στη μονή του μεγάλου Σπηλαίου και δέκα μοναχοί στη θέση Ψηλός Σταυρός.

Στις 9 Δεκεμβρίου, ακολούθησαν τα χωριά Σούβαρδο και Βραχνί, ενώ στις 13 κορυφώθηκαν οι βιαιότητες, με την πυρπόληση και ολοκληρωτική καταστροφή των Καλαβρύτων, με τον αφανισμό του ανδρικού πληθυσμού, ηλικίας από δεκατεσσάρων ετών και άνω, στη Ράχη του Καππή.

Η σφαγή των Καλαβρύτων

Η είσοδος των Γερμανών στα Καλάβρυτα έγινε στις 9 Δεκεμβρίου 1943. Μάλιστα, κατά την άφιξή τους ο Γερμανός διοικητής κατεύνασε τα πλήθη, διαβεβαιώνοντας πως δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο οι κάτοικοι, με ορισμένους εξ αυτών να επιστρέφουν στις οικίες τους.

Οι Γερμανοί προχώρησαν αρχικά στην πυρπόληση οικιών που ανήκαν σε μέλη αντιστασιακών οργανώσεων. Στη συνέχεια αναζήτησαν τους τραυματίες Γερμανούς από τη μάχη της Κερπινής. Στις 12 Δεκεμβρίου, ξεκίνησαν να ετοιμάζουν την αποχώρησή τους.

Παρόλα αυτά, στις 13 Δεκεμβρίου, οι καμπάνες της κεντρικής εκκλησίας άρχισαν να χτυπούν και δόθηκε εντολή να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στο δημοτικό σχολείο, έχοντας μαζί τους μία κουβέρτα και τρόφιμα μίας ημέρας.

Στη συνέχεια, οι γυναίκες, τα παιδιά και οι λιγοστοί υπερήλικες των Καλαβρύτων κλείστηκαν σε αίθουσες διδασκαλίας, όλοι οι άνδρες και τα αγόρια ηλικίας 14 έως 65 ετών, οδηγήθηκαν σε φάλαγγες σε κοντινή επικλινή τοποθεσία, τη Ράχη του Καππή.

Η τοποθεσία αυτή ορίστηκε επί σκοπού, καθώς η αμφιθεατρική τοποθεσία του δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να γλιτώσει από τις ριπές των πολυβόλων που είχαν τοποθετηθεί περιμετρικά. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, εκτελέστηκαν όλοι οι παρόντες, με τους ελάχιστους επιζώντες να λαμβάνουν τη χαριστική βολή. Παρά το πλήθος των εκτελέσεων, 13 άτομα κατάφεραν να επιζήσουν, καθώς είχαν την «τύχη» να θαφτούν πάνω από τα άψυχα πτώματα όσων έπεφταν από τις γερμανικές σφαίρες.

Την ίδια ώρα, τα μικρά παιδιά και οι γυναίκες ζούσαν έντονες σκηνές τρόμου και αγωνίας, καθώς φλόγες είχαν περικυκλώσει το κτίριο του σχολείου. Ωστόσο, σπάζοντας πόρτες και παράθυρα, κατάφεραν να ξεφύγουν και αναζήτησαν τους οικείους τους.

Ανηφορίζοντας προς τη Ράχη του Καππή, αντίκρισαν το φρικιαστικό θέαμα: παιδιά, αδέρφια και σύζυγοι, όλοι νεκροί. Τις ημέρες που ακολούθησαν, οι γυναίκες των Καλαβρύτων έσκαψαν πρόχειρους τάφους και έθαψαν τους αγαπημένους τους. με τις κουβέρτες που είχαν μαζί τους, μετέφεραν ορισμένους στο νεκροταφείο, ενώ άλλους τους έθαψαν στον λόφο.

Η επιχείρηση ολοκληρώθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1943, με το ολοκαύτωμα του χωριού Βυσωκά και του ιστορικού μοναστηριού της Αγίας Λαύρας, με τις γερμανικές μονάδες να επιστρέφουν στη βάση τους.

Στην τελική αναφορά πεπραγμένων της 117 μεραρχίας Κυνηγών της 19ης Ιανουαρίου 1944 καταγράφεται ότι καταστράφηκαν 24 χωριά και τρεις μονές. Οι εκτελεσθέντες ανήλθαν σε 696 άτομα.

«Καλάβρυτα 1943»: Η αμφιλεγόμενη σκηνή με τον Αυστριακό στρατιώτη

Ο κινηματογράφος αποτελεί ένα μοναδικό μέσο, το οποίο μπορεί να παράγει το γεγονός, καθώς, έχει την ικανότητα να διαμορφώνει συνειδήσεις. Με τη χρήση της εικόνας δημιουργεί στους θεατές εμπειρίες «τόσο ζωντανές όσο οι αληθινές», καλώντας τους να «ζήσουν» την ιστορική στιγμή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αποτύπωση της σφαγής των Καλαβρύτων.

Ωστόσο, ο κινηματογράφος, σε αρκετές περιπτώσεις, δέχεται έντονη κριτική, ειδικότερα όταν θεωρείται ως μέσο προπαγάνδας. Ταινίες για τη σφαγή των Καλαβρύτων έχουν προβληθεί, ωστόσο θα γίνει αναφορά σε μία σχετικά πρόσφατη, αυτή των Νικόλα Δημητρόπουλου (σκηνοθεσία) και Δημήτρη Κατσαντώνη (σενάριο).

Η ταινία «Καλάβρυτα 1943» δέχθηκε σφοδρή κριτική προτού καν προβληθεί στους κινηματογράφους για μία συγκεκριμένη σκηνή. Κατά την επίμαχη σκηνή, όταν οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά βρίσκονταν στο δημοτικό σχολείο εγκλωβισμένοι με τον κίνδυνο να καούν, προέβαλε ένας Αυστριακός στρατιώτης, ο Φρίντριχ Μπράουν, ο οποίος με κίνδυνο της ζωής του έσπασε την κλειδαριά της πόρτας του σχολείο, απελευθερώνοντας τα γυναικόπαιδα.

Η συγκεκριμένη σκηνή δεν τεκμηριώνεται ιστορικά και δέχθηκε σφοδρή κριτική. Ειδικότερα, τοπικοί φορείς και απόγονοι θυμάτων του Ολοκαυτώματος κατήγγειλαν τους υπευθύνους της ταινίας για παραχάραξη των ιστορικών γεγονότων και αναβίωση μύθων που εξυπηρετούν αλλότριους σκοπούς. Ακόμα κι η Ένωση Θυμάτων Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος είχε προαναγγείλει μέσω τοπικού μέσου μηνύσεις εις βάρος των υπευθύνων της ταινίας «Καλάβρυτα 1943».

Οι επικριτές της ταινίες θεώρησαν πως η αναβίωση του μύθου του δήθεν «καλού» Αυστριακού ναζί, που με δική του πρωτοβουλία και παρακούοντας τις εντολές των ανωτέρω του, ανοίγει τάχα την πόρτα του ήδη πυρπολημένου Δημοτικού Σχολείου, για να «σώσει» τα γυναικόπαιδα, ήταν ένα προκλητικό μύθευμα, το οποίο έχει διαψευστεί από όλους τους αυτόπτες μάρτυρες – εγκλείστους του Σχολείου και επίσημα από το Δημοτικό Συμβούλιο των Καλαβρύτων.

Σε συνέντευξή του στο Documento το 2021, παρουσίασε τη δική του εκδοχή ο σκηνοθέτης του επίμαχου φιλμ Νικόλας Δημητρόπουλος. Ξεκαθάρισε ότι η προσθήκη του προσώπου έγινε για λόγους μυθοπλασίας, αναφέροντας πως ο Αυστριακός ήταν το ιδανικό πρόσωπο για να γίνει η ιστορία πιο ανθρώπινη και αυτός, που έδωσε το έναυσμα στην πρωταγωνίστρια της ιστορίας να ξεκινήσει την έρευνα που θα την οδηγήσει στο καθοριστικό δίλημμα.

Για την ιστορία, η σκηνή δεν αφαιρέθηκε, με τον Δημητρόπουλο να αναφέρει: το σενάριο έχανε έτσι τη δύναμή του. Θέλαμε να ενισχύσουμε το ανθρώπινο στοιχείο σε μια ιστορία που δεν θα ήταν μόνο καταγραφή αριθμών και να δώσουμε λίγη ελπίδα σε ένα τόσο σκληρό στόρι, όπως και ένα μήνυμα: ο κόσμος μπορεί να αλλάξει και να μη ζήσουμε ξανά κάτι τέτοιο.

Πηγές: dis.army.gr, apothesis.eap.gr, pelop.gr,

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...