Μπορεί μια ανάρτηση σε ένα μπλογκ να διαβάζεται
από 580 εκατ. χρήστες του Ιντερνετ και να συνοδεύεται από 28.000 σχόλια;
Και μπορεί αυτός ο τεράστιος όγκος επισκέψεων και λέξεων να είναι
κομμάτι της καθημερινότητας ενός μπλόγκερ; Ναι, αν βρισκόμαστε στην Κίνα
του 1,3 δισ. κατοίκων. Αλλά πώς ξεχωρίζει ένας κόκκος από την άμμο της
μπλογκόσφαιρας; Πώς γίνεται ένα μπλογκ να μαγνητίζει τους χρήστες του
Διαδικτύου ανάμεσα σε εκατοντάδες χιλιάδες άλλα; Και τι σημαίνει να
είσαι ο μεγαλύτερος μπλόγκερ στον κόσμο;
Ο Χαν Χαν φαίνεται να διαχειρίζεται την τιμή με την ωριμότητα ενός
σταρ που παίζει το παιχνίδι της επικοινωνίας στα δάχτυλα. Και φαίνεται
ακόμη ότι εάν αναζητούσαμε έναν «ξεχωριστό Γουίλ Χάντινγκ» στην Κίνα, θα
τον βρίσκαμε σε ένα παιδί που στο γυμνάσιο μένει μετεξεταστέος σε επτά
μαθήματα και αποφασίζει να εγκαταλείψει το σχολείο, αλλά την ίδια χρονιά
συμμετέχει σε έναν μαθητικό διαγωνισμό δοκιμίου και κερδίζει το πρώτο
βραβείο.
ΜΠΕΣΤ ΣΕΛΕΡ. Σε μια χώρα που αναζητά μια νέα ταυτότητα, που θέλει
να κερδίσει το στοίχημα του εκσυγχρονισμού, που πασχίζει να αποδείξει
στον υπόλοιπο κόσμο ότι αλλάζει, η περίπτωσή του προκαλεί φασαρία. Τι
είδους εκπαιδευτικό σύστημα είναι αυτό που αποβάλλει με τόση ευκολία ένα
από τα πιο χαρισματικά παιδιά του; Γιατί δεν οσμίστηκαν δάσκαλοι και
καθηγητές το ταλέντο του στο γράψιμο; Ο Χαν είχε εκδώσει το πρώτο του
έργο, τις «Δυστυχισμένες ημέρες», είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο στον
μαθητικό διαγωνισμό με το «Κοιτάζοντας τον εαυτό μας σε ένα ποτήρι».
Οταν εγκατέλειψε το σχολείο, παρέδωσε στο αναγνωστικό κοινό μία σειρά
από δοκίμια. Με το πρώτο του μυθιστόρημα, «Τρεις πόρτες», η φήμη του
ξεπερνάει τα σύνορα της Σαγκάης. Ο Χαν γίνεται εθνικό φαινόμενο και
τίποτε δεν πιστοποιεί περισσότερο τον χαρακτηρισμό από τα 20 εκατ.
αντίτυπα που πούλησε το μυθιστόρημά του. Οι «Τρεις πόρτες» είναι το
μεγαλύτερο μπεστ σέλερ των είκοσι τελευταίων ετών στην Κίνα. Ο Χαν
γράφει με ρυθμό πολυβόλου. Την ίδια περίοδο εκδίδει άλλα τέσσερα
μυθιστορήματα.
Κάπου εκεί, ο θαυμασμός δίνει τη θέση του στις πρώτες υποψίες.
Μήπως πίσω από τον συγγραφέα κρύβεται ο πατέρας του, ο οποίος έχει τον
κωδικό πρόσβασης του μπλογκ, αλλά «μόνο για να κάνει μερικές
διορθώσεις»; Μήπως χρησιμοποιεί έναν στρατό από ghost-writers, τους
συγγραφείς-φαντάσματα που κάνουν τη δύσκολη δουλειά για πολιτικούς και
σταρ οι οποίοι υπογράφουν απομνημονεύματα και αυτοβιογραφίες; Οι υποψίες
μένουν στη σφαίρα της υπόθεσης.
Ο Χαν είναι αυτοδημιούργητος, χαρισματικός, πολυσχιδής, βρίσκεται
στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος - περίπου ό,τι θα ήθελε να είναι η Κίνα
του 21ου αιώνα στον αγώνα της για την κατάκτηση της κορυφής του κόσμου.
Εμφανίζεται σαν σταρ στα μέσα ενημέρωσης και διαχειρίζεται το καθεστώς
με έναν τρόπο που κάποιοι αποδίδουν σε κυνισμό. Ηταν ένας
επαναστατημένος 20άρης που αγανακτούσε με τα προνόμια της νομενκλατούρας
όταν έγραφε στο μπλογκ του ότι «το μοναδικό πράγμα που συνδέει τους
γέρους τεχνοκράτες με τους νέους είναι οι 20χρονες ερωμένες». Είναι ένας
πραγματιστής 30άρης όταν δηλώνει ότι «όταν το καθεστώς σβήνει τα ποστ
μου δεν αισθάνομαι τίποτα».
Οχι, ο Χαν Χαν δεν θέλει να μπει στην παρέα των αντιφρονούντων που
σαπίζουν στις φυλακές. Δεν θα καταγγείλει ποτέ το καθεστώς με την
παρρησία του Αϊ Ουέιουεϊ, του φημισμένου εικαστικού καλλιτέχνη της Κίνας
που βρίσκεται σε κατ' οίκον περιορισμό και έχει υποχρεωθεί σε πολιτική
αφωνία, ούτε θα επιδείξει την επιμονή του Λιου Σιαομπό, του συγγραφέα
νομπελίστα της ειρήνης που εξακολουθεί να σαπίζει στις φυλακές. Για τη
γενιά του Χαν η βαρβαρότητα της Πολιτιστικής Επανάστασης είναι ο
μακρινός απόηχος μιας φήμης, η σφαγή της Πλατείας Τιενανμέν μια
ανεπιβεβαίωτη πληροφορία. Η νέα γενιά της Κίνας ζει σε έναν κόσμο που
στερήθηκε η προηγούμενη. Η ελίτ αυτής της γενιάς οδηγεί κόκκινες Φεράρι,
τα χαρισματικά παιδιά της που ξεκίνησαν από το μηδέν μπαίνουν σε Polo
GTI και τρέχουν στους αγώνες ταχύτητας. Η ζωή υπάρχει και έξω από το
κόμμα, για τη σκέψη του Μεγάλου Τιμονιέρη ούτε λόγος - έχει πέσει στα
αζήτητα. Το γεγονός ότι από τον προσεχή Μάρτιο η χώρα του μεγαλύτερου
μπλόγκερ στον κόσμο θα έχει πρόεδρο με ντοκτορά στη μαρξιστική θεωρία
έχει ελάχιστη σημασία - οπωσδήποτε για τον Χαν Χαν, ενδεχομένως και για
τον ίδιο τον Σι Τζινπίνγκ.
ΑΠΡΟΘΥΜΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ. Η νέα γενιά της Κίνας δεν κοιτάζει τη χώρα
που κληρονομεί, έχει στραμμένο το βλέμμα της στη χώρα που θέλει να
χτίσει. Ο Χαν είναι ο μπλόγκερ με το ένα εκατομμύριο επισκέπτες την
ημέρα. Ποια λογοκρισία και ποιος έλεγχος στο Διαδίκτυο μπορεί να
σταματήσει αυτή τη δύναμη; Ή μήπως πίσω από αυτόν τον 30χρονο μπλόγκερ,
πατέρα ενός παιδιού, θα έπρεπε να ψάξουμε έναν συμβιβασμένο πολίτη; Η
κριτική είναι εύκολη. Είναι όμως δύσκολο να κατηγορήσεις για συμβιβασμό
κάποιον που γράφει ότι «η Κίνα είναι προϊόν μίμησης της Σοβιετικής
Ενωσης, πως ο ΧΧ αντέγραψε με λάθος τρόπο τον ΧΧ και ότι επομένως δεν
υπήρξε καμία νέα Κίνα» (με την υποσημείωση ότι όπου ΧΧ βλέπε Μάο, Λένιν,
κομμουνισμός κ.λπ.). Ή κάποιον που την ημέρα της βράβευσης του Λιου
Σιαομπό με το Νομπέλ Ειρήνης, γεγονός που λογοκρίνεται αγρίως στην Κίνα,
ποστάρει στο μπλογκ του μόνο ένα ζευγάρι εισαγωγικά ανάμεσα στα οποία
χάσκει το κενό. Είναι ένας συμβολισμός που επιβραβεύεται από 1,5 εκατ.
επισκέψεις και 30.000 σχόλια.
Ο Χαν Χαν παίζει το παιχνίδι της επικοινωνίας επιβάλλοντας κάθε
φορά και έναν δικό του όρο. «Εχεις ταλέντο, κέρδισες πολλά χρήματα από
το βιβλίο σου, οι συμμαθητές σου σε θαυμάζουν. Τι έχεις να τους πεις;»,
τον ρώτησαν κάποτε σε μια τηλεοπτική εκπομπή. «Δεν έχω τίποτε να τους
πω», απαντά εκείνος. «Πήρα αυτή την απόφαση για τον εαυτό μου, δεν θέλω
να γίνω παράδειγμα για κανέναν». Την επόμενη ενδιαφέρουσα ερώτηση την
έκανε ο ίδιος στον εαυτό του, πολλά χρόνια αργότερα, στο μπλογκ του: τι
είναι η δημοκρατία; «Δεν είναι επανάσταση, είναι μια διαδικασία
διαπραγμάτευσης», απάντησε καλώντας το καθεστώς να «τολμήσει». Δεν είναι
ένας συγγραφέας που μιλάει ούτε ένας ραλίστας ούτε ένας ποπ σταρ. Είναι
ένας μπλόγκερ, τη φωνή του οποίου δεν μπορεί πλέον να αγνοήσει κανείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου