Σικάγο - Ο ματωμένος Μάης του 1886 - -Ιστορικό αφιέρωμα στην 1η Μάη: Σικάγο 1886

Τιμώντας την παγκόσμια εργατική Πρωτομαγιά, δημοσιεύουμε αποσπάσματα ενός χρονικού, που έγραψε ο μεγάλος επαναστάτης και ποιητής της Κούβας, Χοσέ Μαρτί (1850-1895), για τα γεγονότα του ματωμένου Μάη του 1886, στο Σικάγο.
Ο Χοσέ Μαρτί υπήρξε μια πολύπλευρη προσωπικότητα. Επαναστάτης και διανοούμενος, έδωσε και τη ζωή του στον αγώνα για την ανεξαρτησία της χώρας του.
Παράλληλα, ασχολήθηκε με όλα τα είδη τέχνης. Δεν ήταν μόνον ο μεγάλος ποιητής της Κούβας, ο οποίος άνοιξε καινούριους δρόμους για την ποίηση. Ηταν και σπουδαίος πεζογράφος. Εγραψε δοκίμια, χρονικά και άρθρα, τα οποία χαρακτηρίζονται από πολιτικό στοχασμό και ευαισθησία απέναντι στα κοινωνικά γεγονότα, που συγκλόνιζαν την εποχή του.
Έζησε στις ΗΠΑ, προετοιμάζοντας τον αγώνα της ανεξαρτησίας της πατρίδας του Κούβας, και βίωσε όλη την ένταση της εργατικής εξέγερσης την Πρωτομαγιά του 1886, στο Σικάγο.
Σχετικά με τα γεγονότα του Μάη του 1886, ο Χοσέ Μαρτί έγραψε δύο χρονικά, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα του Μπουένος Αϊρες, «Nacion». Τα αποσπάσματα που παραθέτουμε είναι από το 2ο χρονικό, το οποίο ο Μαρτί το έγραψε μετά την εκτέλεση των διαδηλωτών εργατών, και το έστειλε, το Νοέμβρη του 1887, στην «Nαcion», στην οποία δημοσιεύτηκε τη 1η Γενάρη του 1888. Με δυνατό και παραστατικό ύφος περιγράφει την επίθεση των απεργών ενάντια στους απεργοσπάστες.
«Νέα Υόρκη, Νοέμβρης 1887
Κύριε διευθυντά της "Nacion"
Ούτε ο φόβος προς την κρατική δικαιοσύνη, ούτε η τυφλή συμπάθεια προς αυτούς που την απορρίπτουν, πρέπει να οδηγεί την κριτική σκέψη των λαών, καθώς και αυτόν που αφηγείται τα γεγονότα.
Την ελευθερία υπηρετεί άξια μόνον αυτός που την προφυλάσσει από εκείνους που την καταστρέφουν με τα λάθη τους. Δεν αξίζει τον τίτλο του υπερασπιστή της ελευθερίας εκείνος που από φόβο δικαιολογεί τα βίτσια και τα εγκλήματά τους.
Ούτε, επίσης, αξίζουν συγνώμη εκείνοι, που, ανίκανοι να δαμάσουν το μίσος και την αντιπάθεια που τους προκαλεί το έγκλημα, κρίνουν τα κοινωνικά εγκλήματα χωρίς να γνωρίζουν και να εκτιμούν τις ιστορικές αιτίες που τα γέννησαν.
Με επιβλητική πορεία, και σκεπασμένα τα φέρετρά τους με λουλούδια και τα πένθιμα πρόσωπα των οπαδών τους, έφτασαν στον τάφο οι 4 "αναρχικοί" εργάτες, οι οποίοι εκτελέστηκαν στην αγχόνη, καθώς και εκείνος που αυτοκτόνησε με μια βόμβα δυναμίτη, που είχε κρυμμένη στα μαλλιά του.
Οι νεκροί είχαν κατηγορηθεί σαν δράστες και συνένοχοι του θανάτου ενός αστυνομικού, κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης διαμαρτυρίας για το θάνατο έξι εργατών από τα χέρια της αστυνομίας, στη σύγκρουση που έγινε γύρω από το μοναδικό εργοστάσιο που δούλευε, παρά και ενάντια στην απεργία.
Είχαν κατηγορηθεί ότι κατασκεύασαν και εκσφενδόνισαν τη βόμβα που σκότωσε τον αστυνομικό, και μετά προκάλεσε το θάνατο άλλων έξι και τραυμάτισε πολλούς.
Το δικαστήριο καταδίκασε τον έναν σε 15 χρόνια φυλακή και τους άλλους 6 με ποινή το θάνατο στην αγχόνη.
Σαν σταγόνες αίματος που φέρνει η θάλασσα, ήταν στις ΗΠΑ οι επαναστατικές θεωρίες των Ευρωπαίων εργατών. Ομως, ήλθαν μετά ο διαβρωτικός πόλεμος, η δύναμη και η κυριαρχία των ισχυρών, η δημιουργία κολοσσιαίων περιουσιών, η μετανάστευση από την Ευρώπη και η επάρκεια εργατών διατεθειμένων να υπηρετούν τα ανόσια συμφέροντα. Η Δημοκρατία μετατράπηκε σε μια καμουφλαρισμένη μοναρχία. Οι Ευρωπαίοι μετανάστες κατήγγειλαν με οργή τα δεινά που πίστευαν ότι είχαν αφήσει οριστικά πίσω τους, στη δεσποτική πατρίδα τους.
Συνηθισμένοι οι εξουσιαστές αυτής της χώρας να χρησιμοποιούν την ψήφο σαν μέσο πίεσης, ούτε καταλαβαίνουν, ούτε δικαιολογούν εκείνους που μιλάνε για αίμα και για ένοπλη εξέγερση των εργαζομένων.
Ομως, αν και οι ουσιαστικές διαφορές στις πολιτικές πρακτικές, η ασυμφωνία και η αντιπαλότητα των φυλών που διεκδικούν την υπεροχή εμπόδιζαν την άμεση δημιουργία ενός εργατικού κόμματος με ομόφρονες μεθόδους και σκοπούς, η ομοιότητα του πόνου τους επέσπευσε τη συντονισμένη δράση όλων όσοι υπέφεραν.
Εφτασε η άνοιξη χωρίς φόβο. Χωρίς το φόβο του κρύου, με τη δύναμη που δίνει το φως και με την ελπίδα ότι θα καλύψουν με τις αποταμιεύσεις του χειμώνα τις πρώτες πείνες, αποφάσισαν ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι, σε όλη τη χώρα, να απαιτήσουν από τα εργοστάσια να μην ξεπερνάει η δουλιά τις 8 νόμιμες ώρες.
Οποιος θέλει να ξέρει, αν αυτό που ζητούσαν ήταν δίκαιο, ας έρθει εδώ. Να τους δει να επιστρέφουν σαν κουρασμένα βόδια, στα βρώμικα σπίτια τους, ενώ έχει φτάσει η νύχτα. Να τους δει να έρχονται από μακριά, τουρτουρίζοντας οι άνδρες, χλωμές και ξεχτένιστες οι γυναίκες.
Στο Σικάγο η Αστυνομία χτυπάει τους εργαζόμενους
Οι εργάτες, αποφασισμένοι να αποκτήσουν με το νόμιμο μέσο της απεργίας τα δικαιώματά τους, γύριζαν την πλάτη στους σκοτεινούς ρήτορες του αναρχισμού και σ' εκείνους που τραυματισμένοι από το ξυλοκόπημα και τις αστυνομικές σφαίρες αποφάσισαν να αντιπαρατεθούν στο επικείμενο χτύπημα με σίδερο στο σίδερο. Εφτασε ο Μάης. Οι εργάτες μαζικά εγκατέλειψαν τα εργοστάσια. Ομως, στο εργοστάσιο του Mc Cormick οι εργάτες δούλευαν. Η φτώχεια τούς έκανε να στρέφονται ενάντια στα αδέλφια τους. Ενα συννεφιασμένο απόγευμα, ο μαύρος δρόμος, έτσι ονομάζεται αυτός του Mc Cormick, γέμισε από εξαγριωμένους εργάτες που ύψωναν τη γροθιά τους ενάντια στον καπνό που έβγαινε από το εργοστάσιο.
Στ' αλήθεια, θέλουμε να δούμε πού θα στρέψουν το πρόσωπο αυτοί οι προδότες!
Τις οχτώ χιλιάδες έφτασαν μέχρι που νύχτωσε. Καθισμένοι σ' ομάδες πάνω στα ξεφλουδισμένα βράχια, δείχνοντας με οργή τα άθλια σπιτάκια, που ξεχώριζαν σαν κηλίδες λέπρας, μέσα από το άγριο τοπίο. Χτύπησε η καμπάνα της λήξης της δουλιάς στο εργοστάσιο. Οι εργάτες ξεριζώνουν όλες τις πέτρες του δρόμου, τρέχουν προς το εργοστάσιο, σπάνε όλα τα κρύσταλλα.
Πίσω τους η Αστυνομία...
"Εκείνοι, εκείνοι είναι. Αυτοί που, για το μεροκάματο μιας ημέρας, βοηθάνε να καταπιέζονται τα αδέλφια τους".
Πέτρες!
Οι εργάτες στον πύργο του εργοστασίου, φοβισμένοι, μοιάζουν με φαντάσματα. Ξερνώντας φωτιά, μέσα σε λυσσασμένο πετροβόλημα, οι αστυνομικοί αδειάζουν τα πιστόλια τους πάνω στο πλήθος, που αμύνεται με πέτρες. Οταν το πλήθος απομακρύνεται προς τις συνοικίες του, αργά το βράδυ, κρυφά οι εργάτες θάβουν 6 πτώματα.
Βράζουν τα στήθη από οργή...
Να ενωθούν με τους "αναρχικούς";
"Στα όπλα, εργαζόμενοι!" κραυγάζουν οι "αναρχικοί", σε μια φλογερή προκήρυξη που όλοι διαβάζουν με θλίψη.
"Στα όπλα ενάντια σ' αυτούς που σας σκοτώνουν, γιατί ασκείτε τα ανθρώπινα δικαιώματά σας".
"Αύριο, θα συγκεντρωθούμε" - συμφωνούν οι "αναρχικοί" - "και αν μας χτυπήσουν θα τους κοστίσει ακριβά".
"Ολοι πρέπει να πάμε οπλισμένοι".
Και από το τυπογραφείο της "Arbeiter" βγήκε η προκήρυξη που καλούσε τους εργάτες να συγκεντρωθούν στην πλατεία του Haymarket, για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στις δολοφονίες της αστυνομίας.
Συγκεντρώθηκαν γύρω στις 50.000 εργάτες, με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, για να ακούσουν εκείνους που έδιναν φωνή στον πόνο τους.
Ο Spies από το βήμα μίλησε για την προσβολή, με καυστική ευγλωττία και με σκοπό να δυναμώσει το φρόνημά τους για τις αναγκαίες αλλαγές. "Είναι εδώ η Γερμανία, η Ρωσία, ή η Ισπανία;", έλεγε ο Spies. Τη στιγμή που ο Rekjen ρωτούσε, αν ήταν διατεθειμένοι να πεθάνουν πολεμώντας ενάντια στην κτηνώδη εργασία που τους επέβαλαν, έγινε γνωστό ότι έφτασε η αστυνομία.
Εχουν πιστόλια στα χέρια. Φτάνουν στο βήμα. Διατάζουν τη διάλυση της συγκέντρωσης. Δεν υποχωρούν αμέσως οι εργαζόμενοι.
"Τι έχουμε κάνει ενάντια στην τάξη;", ρωτά ο Fielden, πηδώντας από το βήμα. Αρχίζει η αστυνομία να πυροβολεί.
Και τότε φάνηκε να κατεβαίνει πάνω στα κεφάλια τους, γλιστρώντας στον αέρα, μια κόκκινη κλωστή.
Τρέμει η γη, βυθίζεται το βλήμα τέσσερα πόδια στο στήθος της. Πέφτουν βρυχώμενοι ο ένας πάνω στον άλλο οι στρατιώτες των πρώτων γραμμών. Οι κραυγές ενός ετοιμοθάνατου ξεσχίζουν τον αέρα.
Η αστυνομία με υπεράνθρωπη προσπάθεια, πηδάει πάνω από τους συγκεντρωμένους και ρίχνει χειροβομβίδες ενάντια στους εργαζόμενους που αντιστέκονται.
"Ας φύγουμε, χωρίς να ρίξουμε ένα πυροβολισμό", λένε κάποιοι.
"Ας αντισταθούμε", λένε άλλοι.
Μερικά λεπτά αργότερα δεν υπήρχαν στην πλατεία παρά φορεία, μπαρούτι και καπνός. Σε εισόδους και στα υπόγεια έκρυβαν για άλλη μια φορά οι εργάτες τους νεκρούς τους. Να περιγράψεις τον τρόμο του Σικάγου και της Δημοκρατίας; Ο Spies τούς φαίνεται Ροβεσπιέρος, ο Engel, Μαρά και ο Parsons, Δαντόν. "Στην αγχόνη οι γλώσσες και οι σκέψεις!".
Οι "αναρχικοί", ο ένας μετά τον άλλο, συλλαμβάνονται. Τριακόσιες συλλήψεις σε μια ημέρα. Είναι τρομαγμένη η χώρα, οι φυλακές γεμάτες.
Η δίκη; Ολα όσα ειπώθηκαν, αποδείχτηκαν. Ομως, δεν αποδείχτηκε ότι οι οκτώ "αναρχικοί", που κατηγορήθηκαν για τη δολοφονία αστυνομικών, είχαν προετοιμάσει και καλύψει μια συνωμοσία, η οποία τελείωσε με το θάνατό τους.
Οι εφτά καταδικάστηκαν σε θάνατο στην αγχόνη. Ο Neebe σε 15 χρόνια φυλακή. Ομως, δεν πρέπει να πεθάνουν οι εφτά. Ο χρόνος περνάει. Το Σικάγο, από τύψεις ή φόβο, ζητάει επιείκεια με την ίδια ζέση που πριν ζητούσε τιμωρία.
Οι δικηγόροι, οι απεσταλμένοι των εργατικών ενώσεων, οι συγγενείς των καταδικασμένων ικετεύουν τον κυβερνήτη να δώσει χάρη. Ναι! Ο κυβερνήτης δε δίνει χάρη. Θα εκτελεστούν για παραδειγματισμό.
Ηδη μπήκε η νύχτα.
Μέσα από θορύβους και μουρμουρητά ακούγονταν οι τελευταίες σφυριές του ξυλουργού στο ικρίωμα.
Στο τέλος του διαδρόμου της φυλακής υψωνόταν το ικρίωμα. "Ωχ, τα σχοινιά είναι καλά, τα δοκίμασε, ήδη, ο διοικητής!".
"Ναι, η αστυνομία είναι στο πόδι: δε θα αφήσει κανένα να πλησιάσει στη φυλακή".
Γέλια, τσιγάρα, ποτά, καπνός πνίγουν τα κελιά των ξύπνιων υπόδικων. Στον πηχτό αέρα τα ηλεκτρικά φώτα σπιθοβολούν. Ακίνητος πάνω στα κάγκελα των κελιών κοιτάζει το ικρίωμα ένας γάτος, όταν ξαφνικά μια μελωδική φωνή ενός απ' αυτούς τους ανθρώπους, που τους θεωρούν θηρία, τρεμουλιαστά στην αρχή, παλλόμενη στη συνέχεια, ήρεμη στο τέλος, ακούστηκε από ένα κελί.
Ο Engel τραγουδούσε τον "Υφαντή" του Χάινε.
"Τρέχα, τρέχα χωρίς φόβο, αργαλειέ μου!
Τρέχα καλά μέρα και νύχτα
Χώρα καταραμένη, χώρα χωρίς τιμή
Με σταθερό χέρι τα ρούχα σου μαντάρουμε
Τρεις φορές, τρεις, την κατάρα υφαίνουμε
Μπροστά, μπροστά ο υφαντής!"
Και ξεσπώντας σε λυγμούς, ο Engel έπεσε στην κουκέτα του, βυθίζοντας στις παλάμες του το γερασμένο πρόσωπό του.
Βγαίνουν από το κελί στο στενό διάδρομο
"Καλά;", "καλά"...
Δίνουν τα χέρια, χαμογελούν...
"Πάμε!"
Βάζουν το πόδι στην καταπακτή.
Τους δένουν τα πόδια, τον ένα μετά τον άλλον, με ένα σχοινί.
Τους καλύπτουν το πρόσωπο με κουκούλες...
Και ηχεί η φωνή του Spies που τρυπάει κόκαλα:
"Η φωνή που πάτε να πνίξετε θα είναι πιο δυνατή στο μέλλον απ' όσες λέξεις θα μπορούσα να πω εγώ τώρα".
Ο Engel λέει: "Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής μου".
"Ανδρες και γυναίκες της αγαπημένης μου Αμερικής", αρχίζει να λέει ο Parsons.
Ενα σινιάλο, ένας θόρυβος, η καταπακτή υποχωρεί, τα σώματα αιωρούνται στον αέρα.
Στο κοιμητήριο, όταν μέσα στο σκοτάδι κατέβαζαν τα πτώματα των εκτελεσμένων, ακούστηκε μια φωνή βαριά και εξαγριωμένη:
"Εγώ δεν κατηγορώ ούτε τον δήμιο, ούτε τον διοικητή, ούτε το έθνος... κατηγορώ τους εργαζομένους του Σικάγου, που επέτρεψαν να πεθάνουν οι λαμπροί φίλοι τους".
Το πλήθος επέστρεψε στα σπίτια του...
Και έγραφε την επομένη η "Arbeitez Zeitung": "Εχουμε χάσει μια μάχη, φίλοι μας, όμως θα δούμε στο μέλλον τον κόσμο οργανωμένο με δικαιοσύνη. Ας είμαστε έξυπνοι όπως τα ερπετά, και άκακοι όπως τα περιστέρια"».
ΠΗΓΗ 


Ιστορικό αφιέρωμα στην 1η Μάη: Σικάγο 1886

Πώς και γιατί το εργατικό κίνημα καθιέρωσε την 1η Μάη ως παγκόσμια μέρα της εργατικής τάξης; Στις 20 Ιουλίου 1889, το ιδρυτικό συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς πήρε την εξής απόφαση: «Θα οργανωθεί μια μεγάλη διεθνής εκδήλωση για μια καθορισμένη ημερομηνία, με τέτοιο τρόπο, ώστε οι εργάτες σε όλες τις χώρες και σε όλες τις πόλεις ν’ απευθύνουν ταυτόχρονα μια συγκεκριμένη μέρα, προς τις δημόσιες αρχές, ένα αίτημα για να καθοριστεί η εργάσιμη μέρα σε οκτώ ώρες και να τεθούν σε ισχύ οι άλλες αποφάσεις του Διεθνούς Συνεδρίου του Παρισιού.Ενόψει του ότι μια τέτοια εκδήλωση έχει ήδη αποφασιστεί από την Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας στο συνέδριό της, το Δεκέμβρη του 1888 στο Σεντ Λούις για την 1η του Μάη 1890, η μέρα αυτή γίνεται δεκτή σαν η μέρα για τη διεθνή εκδήλωση. Οι εργάτες των διαφόρων χωρών θα πρέπει να οργανώσουν την εκδήλωση με τρόπο ανάλογο προς τις συνθήκες της χώρας τους» (Ουίλιαμ Φόστερ: «Η Ιστορία των τριών Διεθνών», Αθήνα 1975, σελ. 175).
Γιατί όμως η 1η Μάη; Ηταν η μέρα της μεγάλης απεργίας στο Σικάγο των ΗΠΑ με αίτημα την καθιέρωση της 8ωρης εργάσιμης μέρας, αντί της 10ωρης, 11ωρης έως και 14ωρης που ήταν ως τότε. Απεργία η οποία συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες και που βάφτηκε στο αίμα των εργατών από το χτύπημα αστυνομίας με εντολή των καπιταλιστών, ενώ οι ηγέτες, πρωτεργάτες των τότε εργατικών κινητοποιήσεων για το 8ωρο καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν. Ετσι η 1η Μάη του 1886 αποφασίστηκε να καθιερωθεί ως η Εργατική Πρωτομαγιά.
 
Αςπαρακολουθήσουμε τα ιστορικά γεγονότα του εργατικού κινήματος της τότε περιόδου. Πηγή το έργο των Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ και Χέρμπερτ Μ. Μόρε, «Η άγνωστη Ιστορία του Εργατικού Κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

Ηταν μια θαυμάσια μέρα
«Παντού βλέπει κανείς αναταραχή για το οχτάωρο», έγραφε ο Τζον Σουίντον στην εφημερίδα του, στις 18 του Απρίλη 1886. Οι εργάτες διαδήλωναν και τραγουδούσαν από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Σαν Φραντσίσκο. Οι εφημερίδες, ομόφωνα και με μικρές διαφοροποιήσεις, δήλωναν ότι το κίνημα ήταν «κομμουνιστικό, ανατριχιαστικό και αχαλίνωτο». Δήλωναν ότι θα έφερνε «μείωση μισθών, φτώχεια και κοινωνική υποβάθμιση του αμερικανικού εργάτη», ενώ θα έσπρωχνε τους εργάτες σε «αλητεία και χαρτοπαιξία, βία, κραιπάλη και αλκοολισμό». Η Νιου Γιορκ Τάιμς, στις 25 του Απρίλη 1886, χαρακτήρισε το κίνημα «αντιαμερικανικό», προσθέτοντας ότι «οι εργατικές αναταραχές προκαλούνται από ξένους»…
Οι εφημερίδες και οι βιομήχανοι διέδιδαν ότι η πρώτη του Μάη ήταν η ημερομηνία που θα γινόταν μια κομμουνιστική εργατική εξέγερση, σύμφωνα με το μοντέλο της Παρισινής Κομμούνας. Ο Μέλβιλ Ε. Στόουν, διευθυντής της εφημερίδας Σικάγκο Ντέιλι Νιους – η οποία χαρακτηριζόταν «η πιο κερδοφόρα έκδοση δυτικά της Νέας Υόρκης» – έλεγε ότι «εύκολα προβλέπεται επανάληψη των ταραχών της Παρισινής Κομμούνας», για την 1η Μάη 1886. Στο φύλλο της μέρας εκείνης, η εφημερίδα του Σικάγου Ιντερ Οσεαν ανακοίνωνε: «Οι σοσιαλιστές ταραχοποιοί δήλωσαν με καμάρι ότι θα χρησιμοποιήσουν τη διαδήλωση για το οχτάωρο προς όφελός τους… Εγινε γνωστό ότι φτάνουν σήμερα στο Σικάγο μερικοί από τους πιο ικανούς καθοδηγητές του σοσιαλιστικού κινήματος»…
Η 1η του Μάη ήταν μια θαυμάσια μέρα. Ο παγωμένος άνεμος της λίμνης, που συχνά ήταν πολύ διαπεραστικός την άνοιξη, ξαφνικά έπεσε και είχε βγει ένας δυνατός ήλιος. Ολα ήταν ήσυχα, τα εργοστάσια άδεια, οι αποθήκες κλειστές, τα φορτηγά βαγόνια αχρησιμοποίητα, οι δρόμοι έρημοι, οι οικοδομές παρατημένες, δεν έβγαινε καπνός από τα φουγάρα των εργοστασίων και οι μάντρες των ζώων ήταν σιωπηλές.
Ηταν Σάββατο, εργάσιμη μέρα. Ομως οι εργάτες γελώντας, κουβεντιάζοντας και ντυμένοι με τα καλά τους, κατευθύνονταν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, στη λεωφόρο Μίτσιγκαν. Ο δρόμος είχε αποκτήσει ατμόσφαιρα γιορτής…
Εξω από τον κύριο όγκο της διαδήλωσης και στους γειτονικούς δρόμους ήταν παραταγμένοι λόχοι αστυνομικών και ειδικών δυνάμεων, έτοιμοι να επιβάλουν «το νόμο και την τάξη». Σε στρατηγικά σημεία, στις στέγες, ήταν μαζεμένοι αστυνομικοί, Πίνκερτον και αξιωματικοί της εθνοφρουράς, κρατώντας όπλα και άλλα σύνεργα πολέμου. Στους στρατώνες, 1.350 εθνοφρουροί με στολή, οπλισμό και πολυβόλα περίμεναν το σύνθημα για να δράσουν. Σε ένα κεντρικό κτίριο γραφείων μαζεύτηκαν ηγετικά στελέχη της Επιτροπής Πολιτών. Συνεδρίαζαν όλη την ημέρα και έπαιρναν αναφορές από έξω για την επικείμενη σύγκρουση. Αυτοί ήταν το γενικό επιτελείο που συντόνιζε τη μάχη για τη διάσωση του Σικάγου από το κομμουνιστικό οχτάωρο…

H σφαγή των εργατών του Σικάγο στην πλατεία Χέιμάρκετ
Η διαδήλωση
Γύρω στους 340.000 εργάτες διαδήλωναν σε όλη τη χώρα. Περίπου 190.000 είχαν κατέβει σε απεργία. Στο Σικάγο 80.000 απεργούσαν για το οχτάωρο και οι περισσότεροι, είπε ο Σπάις δείχνοντας με συγκίνηση, βρίσκονταν εδώ και περίμεναν να αρχίσει η διαδήλωση. Μια δεύτερη σκέψη πέρασε από το μυαλό του και είπε στον Πάρσονς να διαβάσει το κύριο άρθρο της Μέιλ:
«Στην πόλη μας υπάρχουν δύο επικίνδυνοι κακοποιοί, δύο ακαμάτηδες δειλοί που πάνε να δημιουργήσουν φασαρίες. Ο ένας λέγεται Πάρσονς, ο άλλος Σπάις…
»Θυμηθείτε τα ονόματα τους σήμερα. Παρακολουθήστε τους. Θεωρήστε τους προσωπικά υπεύθυνους για όποια φασαρία δημιουργηθεί. Τιμωρήστε τους παραδειγματικά αν σημειωθούν ταραχές!».
Η διαδήλωση άρχιζε, οι χιλιάδες ξεκινούσαν την πορεία και ο καθένας ένιωθε μέσα του τη δύναμη, την τεράστια δύναμη της αλληλεγγύης… όλοι αποφασισμένοι στη διεκδίκηση του οχτάωρου.
Ο Πάρσονς βάδιζε κοντά στην κεφαλή της πορείας… Η πορεία κατευθύνθηκε προς τη λίμνη Φροντ, όπου θα γίνονταν ομιλίες στα αγγλικά, τα τσέχικα, τα γερμανικά και τα πολωνικά. Ο Πάρσονς μίλησε για την ακατανίκητη δύναμη της ενωμένης εργατικής τάξης. Ο Σπάις, τριάντα ενός χρόνων, εκδότης της γερμανόφωνης εργατικής εφημερίδας Αρμπάιτερ – Τσάιτουνγκ και εξίσου εύγλωττος στη μητρική του γλώσσα και στα αγγλικά, ήταν πολύ αγαπητός στους συγκεντρωμένους… Καθώς τα χειροκροτήματα για τον Σπάις έσβηναν, η Πρωτομαγιά ανήκε πια στο παρελθόν.
Δεν έγινε αιματοχυσία, ούτε επαναλήφθηκε η Παρισινή Κομμούνα… Ο Τύπος με απολογητικό ύφος άρχισε να μετριάζει τις βίαιες προβλέψεις του… το Σικάγο τώρα ένιωθε κάπως εξαπατημένο με την ειρηνική διαδήλωση. Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή και ο Πάρσονς πήγε στο Σινσινάτι για να μιλήσει σε μια συγκέντρωση. Τη Δευτέρα η απεργία απλώθηκε και πολλές χιλιάδες εργατών του Σικάγου κατάκτησαν το οχτάωρο, ενώ η Επιτροπή Πολιτών εξακολουθούσε να υποστηρίζει ότι κάτι έπρεπε να γίνει.
Η συγκέντρωση στη Χέιμάρκετ
Η αστυνομία, εξοργισμένη από τη διάψευση των υψηλών προσδοκιών της για την Πρωτομαγιά, παρηγορήθηκε κάπως χτυπώντας τους εργαζόμενους στο λοκάουτ του εργοστασίου θεριστικών μηχανών του Μακ Κόρμικ και βάζοντας μέσα 300 απεργοσπάστες. Την ώρα που έκλεινε το εργοστάσιο, ένα μεγάλο πλήθος εργατών περίμενε να βγουν οι απεργοσπάστες. Τότε, ξαφνικά, τα όπλα των αστυνομικών στράφηκαν κατά πάνω τους. Εκείνοι υποχώρησαν και έκαναν να φύγουν, όταν η αστυνομία, σύμφωνα με έναν αυτόπτη μάρτυρα, «άρχισε να πυροβολεί τους εργάτες πισώπλατα. Μερικοί άντρες και αγόρια σκοτώθηκαν καθώς έτρεχαν να φύγουν». Οι νεκροί ήταν έξι. Ο Σπάις, που μιλούσε εκεί κοντά σε συγκέντρωση απεργών εργατών ξυλουργείων, είδε τη σφαγή και το ανέφερε στους συντρόφους του. Αποφασίστηκε να οργανωθεί συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την αστυνομική βία, το επόμενο βράδυ στην πλατεία Χέιμάρκετ…
Ο Πάρσονς είχε γυρίσει από το Σινσινάτι με ακμαίο ηθικό και ενθουσιασμένος από τα νέα ότι χιλιάδες εργάτες σε όλη τη χώρα κατακτούσαν το οχτάωρο. Αφού ετοίμασε λεπτομερειακή αναφορά για το ταξίδι του, το μεσημέρι και ενώ έτρωγαν στο σπίτι τους της οδού Ιντιάνα, η Λούσι του είπε για τη συγκέντρωση στη Χέιμάρκετ, αλλά πρόσθεσε ότι την Κυριακή, όσο έλειπε, εκείνη συναντήθηκε με γυναίκες ράφτρες που ήθελαν να οργανωθούν. Ο Πάρσονς, ενθουσιασμένος από αυτή την προοπτική, αποφάσισε να μην πάει στη Χεϊμάρκετ, αλλά να συναντηθεί με τον Σαμ Φίλντεν και άλλα στελέχη του Συνδέσμου Εργαζομένων, στο γραφείο της Αλάρμ, στην Πέμπτη Λεωφόρο 107, για να ασχοληθούν με την οργάνωση των γυναικών…
Συζητούσαν ορισμένες προτάσεις πάνω στην οργανωτική καμπάνια, όταν μπήκε λαχανιασμένος ένας απεσταλμένος. «Η συγκέντρωση είναι μεγάλη στη Χέιμάρκετ», είπε, «και ο Σπάις είναι ο μόνος ομιλητής. Θέλει να πας», είπε στον Πάρσονς, «και συ, επίσης, Φίλντεν».
Το πλήθος δεν έφτανε να γεμίσει την πλατεία, γι’ αυτό ο Σπάις, που είχε πάει πρώτος, έσπρωξε ένα άδειο βαγόνι στη γωνία του λιθόστρωτου δρόμου, μισό τετράγωνο πιο πέρα, για να το χρησιμοποιήσουν σαν εξέδρα οι ομιλητές. Εκεί κοντά βρισκόταν το αστυνομικό τμήμα της οδού Ντεπλέν, με διευθυντή τον αστυνόμο Τζον Μπόνφιλντ, που είχε παρατσούκλι «Γκλόμπερ», όπου 180 αστυφύλακες ήταν σε ετοιμότητα για να κάνουν επίθεση στους συγκεντρωμένους αν το καλούσε η περίσταση. Αυτό δεν το ήξερε ο Σπάις, όπως δεν ήξερε και ότι μέσα στο πλήθος ήταν ο δήμαρχος Κάρτερ Χάρισον.
Ο Σπάις μιλούσε από το βαγόνι, όταν είδε τον Πάρσονς να φτάνει μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Τον είδε και ο κόσμος και ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Ο Πάρσονς έβαλε την οικογένειά του σε ένα άλλο άδειο βαγόνι, πήγε στην αυτοσχέδια εξέδρα, σκαρφάλωσε και άρχισε την ομιλία του. «Δε βρίσκομαι εδώ για να ξεσηκώσω κανέναν», είπε, «αλλά για να πω τα πράγματα έτσι όπως έχουν». Ο δήμαρχος του Σικάγου απομακρύνθηκε από το ακροατήριο, πήγε στο αστυνομικό τμήμα και είπε στον αστυνόμο Μπόνφιλντ ότι η συγκέντρωση ήταν ειρηνική, γι’ αυτό, είπε, δε χρειάζονταν οι αστυφύλακες της επιφυλακής και μπορούσαν να επιστρέψουν στα κανονικά καθήκοντά τους.
Η προβοκάτσια
Η ομιλία του Πάρσονς τέλειωσε στις δέκα. Φυσούσε κιόλας ένας παγωμένος άνεμος από τη μεριά της λίμνης και έπεφταν λίγες σταγόνες βροχής. Ερχόταν καταιγίδα. Πολλοί είχαν φύγει. Τώρα μιλούσε ο Σαμ Φίλντεν, αλλά ο Πάρσονς πήρε τη γυναίκα του και τα παιδιά του από το βαγόνι, όπου τους είχε αφήσει, και με μερικούς άλλους μπήκαν σ’ ένα μπαρ, στου Ζεπφ, στη γωνία. Μετά από λίγο η παρέα γελούσε και έλεγε ιστορίες με ένα ποτήρι μπίρα στο χέρι, ενώ έξω ο Φίλντεν συνέχιζε την ομιλία του μπροστά στο πλήθος, που ολοένα μίκραινε.
«Είναι αλήθεια ή όχι», έλεγε, «ότι δεν εξουσιάζουμε την ίδια μας τη ζωή, ότι άλλοι διαμορφώνουν τις συνθήκες ύπαρξής μας, ότι…». Ξαφνικά φωνές ακούστηκαν: «Προσοχή! Η αστυνομία!». Από το τέρμα του δρόμου φάνηκαν οι 180 αστυφύλακες σε στρατιωτικό σχηματισμό, με τα γκλομπ στα χέρια. Επικεφαλής ήταν ο αστυνόμος Μπόνφιλντ και ο αστυνόμος Γουόρντ. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει. Ο Γουόρντ σταμάτησε μπρος στο βαγόνι και είπε στον κατάπληκτο Φίλντεν: «Εν ονόματι του λαού της πολιτείας του Ιλινόις, διατάζω να διαλυθεί αμέσως και ειρηνικά αυτή η συγκέντρωση».
«Μα, Αστυνόμε», είπε ο Φίλντεν με σβησμένη φωνή, «είμαστε ειρηνικοί».
Για μια στιγμή έγινε σιωπή. Μέσα στη νύχτα ακουγόταν ο θόρυβος των ποδιών που έτρεχαν. Ξαφνικά ένα κόκκινο φως έλαμψε και ακούστηκε μια τρομερή έκρηξη. Κάποιος είχε ρίξει μια βόμβα. Ακολούθησε φοβερή σύγχυση. Η αστυνομία πυροβολούσε άγρια προς όλες τις κατευθύνσεις, άνθρωποι έπεφταν στη γη, πολλοί είχαν τραυματιστεί, άλλοι έτρεχαν, έβριζαν, βογκούσαν καθώς τους ποδοπατούσαν ή τους χτυπούσαν με τα γκλομπ οι μανιασμένοι αστυνομικοί, ένας από τους οποίους είχε σκοτωθεί και εφτά ήταν βαριά τραυματισμένοι.
Την άλλη μέρα το Σικάγο και όλη η χώρα είχαν μεταμορφωθεί σε ένα τέρας που διψούσε για εκδίκηση. «Με την έκρηξη της βόμβας», γράφει ο Ντέιβιντ στην αναφορά του στα γεγονότα της Χέιμάρκετ, «ο Τύπος έχασε και το τελευταίο ίχνος αντικειμενικότητας… Ενας χαρακτηριστικός τίτλος ούρλιαζε: «ΤΩΡΑ ΑΙΜΑ!.. Μια βόμβα που ρίχτηκε στις γραμμές της αστυνομίας εγκαινιάζει το έργο του θανάτου».
Η Νιου Γιορκ Τρίμπιουν έγραφε:
«… ο όχλος έμοιαζε να έχει χάσει τα λογικά του, διψούσε για αίμα. Μένοντας σταθερά στη θέση, έριξε καταιγισμούς πυρών στους αστυνομικούς».
Από την αρχή κιόλας, πολλοί σκέφτηκαν ότι η βόμβα ήταν έργο προβοκατόρων και αργότερα αυτή η υπόθεση υποστηρίχτηκε εν μέρει και από την αστυνομία. Το πρωί όμως της 5ης του Μάη, αλλά και πολλές μέρες αργότερα, δεν ήταν φρόνιμο να εκφράζονται τέτοιες σκέψεις. «Συνάντησα πολλές παρέες και άκουσα τις συζητήσεις τους γύρω από τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας», γράφει ένας κάτοικος του Σικάγο εκείνης της εποχής. «Ολοι ήταν σίγουροι ότι δράστες του φοβερού εγκλήματος ήταν οι ομιλητές της συγκέντρωσης και άλλοι υποκινητές των εργατών. “Κρεμάστε τους πρώτα και μετά τους δικάζετε”, ήταν μια φράση που άκουγα συνέχεια… Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη από θυμό, φόβο και μίσος».
Οι εφημερίδες της χώρας δήλωναν με ένα στόμα ότι δεν είχε σημασία αν ο Πάρσονς, ο Σπάις και ο Φίλντεν είχαν βάλει τη βόμβα ή όχι. Επρεπε να κρεμαστούν για τις πολιτικές απόψεις τους, για τα λόγια τους και τη γενική δραστηριότητά τους. Οσο περισσότεροι ταραχοποιοί παραδίνονταν στο δήμιο, τόσο το καλύτερο. «Το αίσθημα δικαιοσύνης του λαού», έλεγε η Σικάγκο Τρίμπιουν, «απαιτεί οι ευρωπαίοι δολοφόνοι Ογκαστ Σπάις, Μάικλ Σβαμπ (ένα άλλο μέλος του Διεθνούς Συνδέσμου Εργαζομένων) και Σάμιουελ Φίλντεν να συλληφθούν, να δικαστούν και να απαγχονιστούν για φόνο… Απαιτεί ακόμα να συλληφθεί ο εγκληματίας Α. Ρ. Πάρσονς, που ντρόπιασε τη χώρα με τη γέννησή του σ’ αυτήν, να δικαστεί και να απαγχονιστεί για φόνο»…
Υπερασπίστηκαν την εργατική τάξη με επιβλητικό και θαυμαστό τρόπο
Η διαδικασία της δίκης άρχισε στις 21 του Ιούνη με δικαστή τον Τζόζεφ Ε. Γκάρι…
…οι μάρτυρες, όλοι τρομοκρατημένοι και μερικοί πληρωμένοι, κατέθεσαν ότι οι κατηγορούμενοι συνωμοτούσαν να ανατρέψουν βίαια την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών και ότι η βόμβα στη Χέιμάρκετ και ο φόνος του Ντίγκαν ήταν το πρώτο χτύπημα μιας γενικότερης επίθεσης ενάντια στην έννομη τάξη. Ομως οι καταθέσεις τους είχαν τόσα αντικρουόμενα στοιχεία, ώστε ανάγκασαν την πολιτική αγωγή να αλλάξει την κατηγορία στη μέση της δίκης. Τώρα ισχυριζόταν ότι ο άγνωστος βομβιστής εμπνεύστηκε την ιδέα να ρίξει τη βόμβα από τα λόγια και τις ιδέες των κατηγορουμένων.
Ετσι, δε δικάζονταν πια οι άνθρωποι, αλλά τα βιβλία και οι γραπτές ιδέες. Το φαινόμενο αυτό επρόκειτο να επαναληφθεί πολλές φορές αργότερα στις ΗΠΑ. Διαβάστηκαν αμέτρητα άρθρα του Πάρσονς και του Σπάις. Εκτέθηκαν στο δικαστήριο όλοι σχεδόν οι λόγοι των κατηγορουμένων. Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα βιβλίων πάνω στο χαρακτήρα και τη φιλοσοφία της πολιτικής, σαν ενοχοποιητικά στοιχεία. Το πολιτικό πρόγραμμα του Συνδέσμου Εργαζομένων, οι αποφάσεις και οι δηλώσεις του θεωρήθηκαν αποδείξεις που ενέπλεκαν τους κατηγορουμένους στο φόνο του Ντίγκαν.
Η ετυμηγορία ήταν δεδομένη. Η μεγάλη μέρα της δίκης έφτασε. Οι κατηγορούμενοι απευθύνθηκαν στο δικαστήριο και κατηγόρησαν τους κατηγόρους τους. Εξήγησαν γιατί δεν έπρεπε να καταδικαστούν σε θάνατο και γιατί οι ένοχοι δεν ήταν αυτοί, αλλά η κοινωνία. Η φωνή τους κυριάρχησε μέσα στην αίθουσα και ακούστηκε το ίδιο δυνατά σε όλη τη χώρα. Καμιά εφημερίδα, όσο συντηρητική κι αν ήταν, δεν αρνήθηκε το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι αψήφησαν το θάνατο και υπερασπίστηκαν την εργατική τάξη με επιβλητικό και θαυμαστό τρόπο…
Βλέπε επίσης:

Ιστορικό αφιέρωμα στην Διεθνή Ημέρα των Εργατών (Πρωτομαγιά), στην Ελλάδα και τον κόσμο

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...