Είναι αλήθεια ότι τα χρήματα που δανειστήκαμε προορίζονται αποκλειστικά για την αποπληρωμή χρεών και τη διάσωση των τραπεζών;με 226,9 δισ.

Ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα, από το 2010 και έπειτα, έχει κατακλυστεί από μία τεράστια συζήτηση, που συχνά μετατράπηκε σε παραφιλολογία, αναφορικά με το δημόσιο χρέος και τη χρηματοδότηση της χώρας στο πλαίσιο του μηχανισμού στήριξης ΕΕ/ΕΚΤ/ΔΝΤ.
Στα ερωτήματα του διαλόγου κυριαρχεί, μεταξύ άλλων, ο προορισμός των κεφαλαίων που δανειστηκε η Ελλάδα κατά την περίοδο 2010-2014: πόσα από αυτά χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη κύριων χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας και πόσα διοχετεύτηκαν κατά κύριο λόγο στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους και τη στήριξη των τραπεζών;
Είναι αλήθεια ότι το ιστορικά μεγάλο ύψος της χρηματοδότησης επιτρέπει, αν όχι τροφοδοτεί, την ανάπτυξη σεναρίων και προσεγγίσεων που, όμως, πολλές φορές απέχουν από την πραγματικότητα. Έχει ενδιαφέρον, λοιπόν, να διερευνηθεί η διοχέτευση των 226,9 δισ. ευρώ του μηχανισμού στήριξης (73 δισ. ευρώ από το 1ο πρόγραμμα και 153,9 δισ. ευρώ από το 2ο πρόγραμμα) που εκταμιεύθηκαν ως τα μέσα του 2014, οπότε και οι χρηματοδοτικές ροές «πάγωσαν» λόγω αδυναμίας επίτευξης συμφωνίας μεταξύ των εταίρων και της Ελλάδας, αφήνοντας -προς το παρόν- αδιάθετα τα υπόλοιπα 18,8 δισ. ευρώ ως και το 2016 (ή 10,6 δισ. ευρώ ως το 2014).
default
Στην περίπτωση της Ελλάδας, το μεγαλύτερο μέρος των χρηματοδοτικών αναγκών, κατά την περίοδο 2010-2014 αφορούσε τη διαχείριση του δημοσίου χρέους, η οποία συμπεριλαμβάνει τόσο την αποπληρωμή χρεολυσίων όσο και την κάλυψη της αναδιάρθρωσής τους.
Στο πρώτο σκέλος, περιλαμβάνεται η κάλυψη καθ' έτος των λήξεων ομολόγων, χρεογράφων και δανείων μέσω νέου δανεισμού, συνεχίζοντας -ουσιαστικά- τη χρόνια τακτική της χώρας να μετακυλύει τις υποχρεώσεις, εκδίδοντας νέο χρέος για να αποπληρώσει το παλιό. Το σύνολο των δαπανών για χρεολύσια μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου χρέους της κεντρικής διοίκησης για την περίοδο Μάιος 2010 - Δεκέμβριος 2014 ανήλθε στα 89,5 δισ. ευρώ.
Όσον αφορά τη διαχείριση του χρέους, αυτή περιλαμβάνει την αναδιάρθρωση του χρέους (PSI) και την επαναγορά χρέους (debt buy-back), μέσω των οποίων το δημόσιο χρέος απομειώθηκε συνολικά κατά 127,1 δισ. ευρώ, 106 δισ. ευρώ και 21,1 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Οι δανειακές ανάγκες από το μηχανισμό στήριξης που δημιουργήθηκαν για να ολοκληρωθούν οι δύο διαδικασίες αναδιάρθρωσης ανήλθαν στα 45,9 δισ. ευρώ.
Συνολικά, λοιπόν, οι χρηματοδοτικές ανάγκες για τη διαχείριση του δημοσίου χρέους, στο πλαίσιο του μηχανισμού στήριξης, διαμορφώθηκαν στα 135,4 δισ. ευρώ (89,5 δισ. ευρώ για την κάλυψη χρεολυσίων και 45,9 δισ. ευρώ για τη διττή αναδιάθρωση).
Η επόμενη πιο σημαντική κατηγορία χρηματοδοτικών αναγκών αφορούσε την κάλυψη της δημοσιονομικής επίδοσης του κράτους, στην οποία συμπεριλαμβάνονται τόσο η ελλειμματική λειτουργία του κράτους (πρωτογενές αποτέλεσμα) όσο και οι δαπάνες για τόκους. Σωρευτικά, η δημοσιονομική επίδοση του κράτους -πρωτογενές αποτέλεσμα και δαπάνη για τόκους- δημιούργησε χρηματοδοτική ανάγκη ύψους 67 δισ. ευρώ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η δημοσιονομική επίπτωση από το πλαίσιο στήριξης των τραπεζών αφού προσεγγίζονται παρακάτω ως διακριτή κατηγορία. Το εν λόγω ποσό, από τη στιγμή που τα τελευταία δύο έτη το πρωτογενές αποτέλεσμα ήταν πλεονασματικό (σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία), προκύπτει από τα 21,1 δισ. ευρώ αναγκών για την κάλυψη των πρωτογενών ελλειμμάτων και τα 45,9 δισ. ευρώ για την κάλυψη της δαπάνης για τόκους. Στο συνολικό ποσό θα ήταν χρήσιμο να προστεθούν και μία σειρά από προγενέστερα χρέη, προσαρμογές και χρηματοοικονομικές ροές που διαμορφώνουν τις εν λόγω ανάγκες κοντά στα 70 δισ. ευρώ.
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας, περιλαμβάνουν και μία τρίτη κατηγορία: τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος, καθώς, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη με την πλειονότητα των άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών, στην περίπτωση της Ελλάδας η «τοξικότητα» μεταφέρθηκε από τις εξελίξεις στα δημόσια οικονομικά της χώρας στις τράπεζες, αν και αυτές ήταν άρρηκτα σχετιζόμενες με τις αδυναμίες του εγχώριου αναπτυξιακού συστήματος.
Για αυτό, άλλωστε, η μεγάλη κρατική αρωγή προς τις τράπεζες πραγματοποιήθηκε κατά την υλοποίηση του δεύτερου πακέτου στήριξης, ώστε να αντιμετωπιστούν τόσο οι συνέπειες της αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους, όσο και οι επιπτώσεις της αρκετά μεγαλύτερης, από την αρχικά εκτιμηθείσα, ύφεσης. Από το δεύτερο πακέτο, τα 48,2 δισ. ευρώ αφορούσαν την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ). Εάν στο ποσό αυτό προστεθούν και οι πόροι που είχαν χορηγηθεί κατά την ίδρυση του ΤΧΣ τότε αυτό ανέρχεται περίπου στα 50 δισ. ευρώ.
Από τη στιγμή που δεν υπάρχει άμεση διασύνδεση χρηματοδοτικών αναγκών και κατανομής πόρων (με εξαίρεση αυτές προς το ΤΧΣ και την αναδιάρθρωση του χρέους), για να ποσοτικοποιηθεί η κατανομή των πόρων του μηχανισμού στήριξης είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη οι παραδοχές κατανομής, αλλά και οι άλλες πηγές χρηματοδότησης και παροχής ρευστότητας.
Πηγές όπως τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις, τα έσοδα από την επιστροφή των κερδών του Ευρωσυστήματος, τα έσοδα από το πλαίσιο στήριξης των τραπεζών, τα έσοδα από την επαναγορά των προνομιούχων μετοχών του Ν. 3723/2008, η επέκταση της έκθεσης σε έντοκα γραμμάτια, η σταδιακή επιστροφή στις αγορές το 2014, η αξιοποίηση της πώλησης τίτλων με τη μέθοδο της επαναγοράς σε φορείς της γενικής κυβέρνησης, η καλύτερη σε σχέση με τους στόχους δημοσιονομική επίδοση των τελευταίων ετών, κ.ά.
Λαμβάνοντας υπόψη την κατανομή των προαναφερθέντων πόρων, εκτιμάται ότι το 53% των χρηματοδοτικών πόρων (ή 119,8 δισ. ευρώ) που άντλησε η Ελλάδα από το μηχανισμό στήριξης αφορούσε τη διαχείριση του -ιδιαίτερα υψηλού- δημοσίου χρέους και, ειδικότερα, το 33% κάλυψε χρεολύσια μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου χρέους και το 20% χρηματοδότησε τη διττή αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους το 2012. Το 25% των χρηματοδοτικών πόρων (ή 57,1 δισ. ευρώ) αφορούσε τη δημοσιονομική δραστηριότητα του κράτους και, συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι το 16% κάλυψε τις δαπάνες για τόκους, το 8% την ελλειμματική δραστηριότητα του κράτους (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ροές για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος). Τέλος, το 22% των χρηματοδοτικών πόρων (ή 50 δισ. ευρώ) αφορούσε τη στήριξη των τραπεζών.
Από την κατανομή αυτή καθίσταται ξεκάθαρο ότι οι πόροι του μηχανισμού στήριξης δεν διοχετεύθηκαν αποκλειστικά στην αποπληρωμή προηγούμενων χρεών και στη στήριξη των τραπεζών, αν και τα δύο αυτά πεδία απορρόφησαν πολύ μεγάλο μέρος των εν λόγω πόρων. Αυτή η κατανομή, ωστόσο, αποτελεί μία στατική εικόνα μίας δυναμικής σχέσης, καθώς οι εξελίξεις σε κάθε πεδίο επηρέαζαν -σχεδόν αμφίδρομα- τις εξελίξεις στα άλλα πεδία. Για αυτό το λόγο η εν λόγω κατανομή αποτελεί μία αρχική προσέγγιση για την απάντηση στο ερώτημα σχετικά με το πού διοχετεύθηκαν οι πόροι του μηχανισμού στήριξης, χωρίς, όμως, να συνιστά και μία ακριβή λογιστική αποτύπωση, η οποία είναι ιδιαίτερα δύσκολη και δύναται να γίνει μόνο από τους αρμόδιους φορείς του Υπουργείου Οικονομικών. Σε κάθε περίπτωση, είναι μία πρώτη εικόνα της κατανομής της μεγαλύτερης χρηματοδοτικής βοήθειας στην ιστορία της ΕΕ.
Οι γνώμες και οι κρίσεις που διατυπώνονται στο συγκεκριμένο άρθρο είναι του συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαία γνώμες και κρίσεις του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).

Χρήστος Τριαντόπουλος
Ο Χρήστος Τριαντόπουλος είναι Ερευνητής στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Σπούδασε Οικονομικά (ΒΑ) στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και έβαλε το μεταπτυχιακό τίτλο του στις Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Σπουδές (MSc) από ..
Από την πρώτη δεκαετία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), η Ελλάδα αποτέλεσε την οικονομία με το μεγαλύτερο πρόβλημα «δίδυμων ελλειμμάτων» λόγω των διαχρονικών παθογενειών του κρατικιστικού αναπτυξιακού υποδείγματος που ακολουθούνταν, το οποίο ήταν βασιζόμενο στην –ιδιωτική και δημόσια– υπερχρέωση και καθοδηγούμενο από την κατανάλωση (Pagoulatos & Triantopoulos, 2014). Τόσο το δημοσιονομικό έλλειμμα, όσο και το αντίστοιχο του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, επί της ουσίας, εδράζονταν στην άμεση ή έμμεση χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές. Το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007/2008 στις ΗΠΑ και η επέκταση αυτής στην Ευρώπη βρήκε, συνεπώς, την Ελληνική οικονομία ευάλωτη. Η συρρίκνωση της ρευστότητας, αλλά και του επενδυτικού ενδιαφέροντος, καθιστούσαν δύσκολη τη συνέχιση της χρηματοδότησης του εγχώριου αναπτυξιακού υποδείγματος από τις αγορές. Οι νέες συνθήκες, καθώς και μία σειρά από εγχώριες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, οδήγησαν τελικά στη κρίση δημοσίου χρέους της Ελλάδας το 2010, καθιστώντας τον επίσημο τομέα –Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ)– το δανειστή ύστατης καταφυγής για το Ελληνικό κράτος.
Από το 2010 ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα κατακλύστηκε από μία τεράστια συζήτηση, και συχνά παραφιλολογία, σχετικά τόσο με τα μεγέθη και τα χαρακτηριστικά του δημοσίου χρέους, όσο και με την αξιοποίηση της χρηματοδότησης που έλαβε η Ελλάδα στο πλαίσιο του προγράμματος προσαρμογής. Συχνά, αντικείμενο των εν λόγω συζητήσεων αποτέλεσε ο προορισμός των πόρων που δανείστηκε η Ελλάδα κατά τα πρώτα τέσσερα χρόνια, περιλαμβάνοντας απόψεις περί αποκλειστικής διοχέτευσης των δανειακών πόρων για την αποπληρωμή προηγούμενων χρεών και τη διάσωση των τραπεζών. Η προσεκτική, ωστόσο, ανάλυση των δεδομένων και των εξελίξεων δεν αφήνει περιθώρια για ελλιπείς ή μεροληπτικές εκτιμήσεις, αλλά επιτρέπει τη διαμόρφωση μίας εικόνας για την κατανομή των δανειακών πόρων της Ελλάδας από το μηχανισμό στήριξης ΕΕ/ ΕΚΤ/ ΔΝΤ, σύμφωνα με την οποία το μεγαλύτερο μέρος κάλυψε τη διαχείριση του δημοσίου χρέους (δηλαδή την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους και την αποπληρωμή των υποχρεώσεων που έληγαν), ενώ το υπόλοιπο αφορούσε την κάλυψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων (πρωτογενές αποτέλεσμα και δαπάνη για τόκους) και τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος.
πλήρες κείμενο ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...