Hταν 30 Μαρτίου του 1952, ώρα
3.48 τα χαράματα, όταν ο τόπος εκτελέσεων στο Γουδί γέμισε από
στρατιωτικά και αστυνομικά αυτοκίνητα. Από το υπ’ αριθ. 99
αυτοκίνητο-κλούβα της Χωροφυλακής κατέβηκαν 4 μελλοθάνατοι με τη
συνοδεία των αστυνομικών: ήταν ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Δημήτρης Μπάτσης, ο Νίκος Καλούμενος και ο Ηλίας Αργυριάδης.
Τα στρατιωτικά αυτοκίνητα μετέφεραν το εκτελεστικό απόσπασμα της ΕΣΑ, τον βασιλικό επίτροπο, συνταγματάρχη Κ. Αθανασούλη, αξιωματικούς και στρατιώτες. Γρήγορα γρήγορα σχηματίστηκαν τα δύο μέτωπα: οι μελλοθάνατοι και απέναντί τους οι εκτελεστές. Στις 4.10 π.μ. ακούστηκε το παράγγελμα «πυρ» κι αμέσως μια ομοβροντία πυροβολισμών. Ολα είχαν τελειώσει. Ηταν Κυριακή. Αυτή τη μέρα δεν εκτελούσαν ούτε οι Γερμανοί…
Ο Νίκος Μπελογιάννης, αναπληρωματικό μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ, έφτασε στην Ελλάδα στις αρχές Ιουνίου του 1950, εννέα μήνες μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου και το πέρασμα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας αρχικά στην Αλβανία και στη συνέχεια στις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ.
Η αποστολή του ήταν σαφής και συγκεκριμένη. Το ΚΚΕ, αμέσως μετά την ήττα, με την 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. του, είχε μεταφέρει το κέντρο βάρους της δουλειάς του στην ειρηνική, μαζική πολιτική δράση και, καθώς ήταν εκτός νόμου, προσανατολίστηκε στην ανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών του οργανώσεων. Η απόφαση εκείνη –ανάμεσα σε άλλα– έλεγε: «Χωρίς αναβολή το Κόμμα πρέπει να προετοιμάσει και να στείλει στις μεγάλες πόλεις ολόκληρη σειρά κομματικά στελέχη για το δυνάμωμα και την αναδιοργάνωση των τοπικών οργανώσεων και για την εξασφάλιση της εφαρμογής της καινούργιας γραμμής».
Λίγο μετά τον Μπελογιάννη, παράνομα στην Ελλάδα πέρασε και ο Νίκος Ακριτίδης, επίσης αναπληρωματικό μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ
Η σύλληψη του Ν. Μπελογιάννη έγινε στις 20 Δεκεμβρίου του 1950, αλλά η Ασφάλεια έδωσε στη δημοσιότητα το γεγονός στις 3 Ιανουαρίου 1951. Την ίδια ημέρα, με βασιλικό διάταγμα επανήλθαν σε ισχύ μια σειρά διατάξεις του Γ’ Ψηφίσματος του 1946 με τις τροποποιήσεις που είχαν επιφέρει σε αυτές τα ψηφίσματα ΛΑ’ και ΛΒ’ του 1947. Πρόκειται για τις διατάξεις που έθεσαν εκτός νόμου το 1947 τον «Ριζοσπάστη» και τον ΕΑΜικό Τύπο.
Στις 4 Ιανουαρίου του 1951 –βάσει αυτών των διατάξεων– το μετεμφυλιακό καθεστώς έθεσε εκτός νόμου τη μοναδική εφημερίδα της Αριστεράς, τον «Δημοκρατικό», διευθυντής και εκδότης του οποίου ήταν ο Διονύσης Χριστάκος, βουλευτής της αριστερής Δημοκρατικής Παράταξης και στενός συνεργάτης του Νίκου Πλουμπίδη, του επικεφαλής, δηλαδή, του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ.
Η πρώτη δίκη
Τις επόμενες ημέρες ανακοινώθηκαν οι συλλήψεις και άλλων κομμουνιστών. Χωρίς αμφιβολία, οι υπηρεσίες δίωξης του κομμουνισμού είχαν καταφέρει ένα ισχυρότατο χτύπημα στον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ. Λίγους μήνες αργότερα πραγματοποιήθηκε η πρώτη δίκη του Ν. Μπελογιάννη και 92 ακόμη συντρόφων του. Η περίφημη δίκη των 93.
Η δίκη αυτή άρχισε, στο έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών, στις 19 Οκτωβρίου 1951 και ολοκληρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Οι κατηγορούμενοι αντιμετώπισαν την κατηγορία ότι παραβίασαν τον Α.Ν. 509, τον νόμο δηλαδή με τον οποίο βγήκε, και τυπικά, παράνομο το ΚΚΕ τον Δεκέμβριο του 1947.
Η σύνθεση του δικαστηρίου αποτελούνταν από «βαμμένους» αντικομμουνιστές-μέλη της παραστρατιωτικής οργάνωσης ΙΔΕΑ. Ανάμεσά τους και ο μετέπειτα δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος. Το αποτέλεσμα της δίκης, προκαθορισμένο. Ο Ν. Μπελογιάννης και 11 ακόμη σύντροφοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο, αλλά η ποινή αυτή δεν υπήρχε πρόθεση να εκτελεστεί, καθώς οι ποινές θανάτου βάσει του 509 εκτελούνταν μόνο «διαρκούσης της ανταρσίας» και ο εμφύλιος πόλεμος είχε ήδη τελειώσει. Το καθεστώς, όμως, είχε προετοιμάσει άλλες λύσεις, για να μπορέσει να στήσει το εκτελεστικό απόσπασμα.
Στις 14 και 15 Νοεμβρίου του 1951, λίγο πριν ανακοινωθεί η απόφαση του δικαστηρίου, η Ασφάλεια γνωστοποίησε μια νέα «επιτυχία». Στη Βίλα «Αύρα» του Ηλία Αργυριάδη στη Γλυφάδα και στο σπίτι του παλιού κομμουνιστή Ν. Καλούμενου στην Καλλιθέα ανακαλύφθηκε δίκτυο ασυρμάτων.
Ενα νέο πογκρόμ συλλήψεων ξεκίνησε. Ανάμεσα στους συλληφθέντες και ο Δημήτρης Μπάτσης, κορυφαίος επιστήμονας, συγγραφέας της αξεπέραστης μελέτης «Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα», εκδότης και διευθυντής του περιοδικού «Ανταίος», του σπουδαιότερου επιστημονικού περιοδικού που εξέδωσε ποτέ στην ιστορία της η Αριστερά.
Επίσης τέθηκε σε ισχύ ο Α.Ν. 375/1936 περί κατασκοπίας που είχε θεσπίσει η δικτατορία Μεταξά. Στις 19 Ιανουαρίου του 1952 η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι ο Ν. Μπελογιάννης, οι καταδικασθέντες σύντροφοί του από την πρώτη δίκη καθώς και όσοι συνελήφθησαν στο πλαίσιο της υπόθεσης των ασυρμάτων θα οδηγούνταν ως… κατάσκοποι σε νέα δίκη στο –τακτικό αυτή τη φορά– στρατοδικείο. Την ίδια ημέρα βγήκε απόφαση που έθετε εκτός νόμου τη «Δημοκρατική», τη μοναδική εφημερίδα της Αριστεράς που πρωτοκυκλοφόρησε στα τέλη Αυγούστου του 1951, σχεδόν ταυτόχρονα με την ίδρυση της ΕΔΑ.
Η δεύτερη δίκη ξεκίνησε στις 15/2 και τελείωσε την 1η Μαρτίου του 1952. Ο Μπελογιάννης και άλλοι επτά σύντροφοί του (Δ. Μπάτσης, Ηλ. Αργυριάδης, Ν. Καλούμενος, Ελ. Ιωαννίδου, Τ. Λαζαρίδης, Χαρ. Τουλιάτος και Μ. Μπισμπιάνος) καταδικάστηκαν σε θάνατο. Αμέσως, προσέφυγαν στο Συμβούλιο Χαρίτων σε μια ύστατη προσπάθεια να εμποδίσουν το μοιραίο συνεπικουρούμενοι από τα εκατομμύρια των επωνύμων και ανωνύμων που αγωνίζονται στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ώστε να αποτραπεί η δολοφονία τους. Τελικά η δολοφονία έγινε και οι τέσσερις από τους οκτώ θανατοποινίτες εκτελέστηκαν γιατί το ήθελαν ο ξένος παράγοντας και η ντόπια οικονομική ολιγαρχία.
Στην απολογία του ο Ν. Μπελογιάννης είχε πει πως οι κομμουνιστές αγαπούν την Ελλάδα με την καρδιά τους και με το αίμα τους. Το είχαν αποδείξει πολλοί πριν απ’ αυτόν. Ο ίδιος φρόντισε να το επιβεβαιώσει.
Η αγάπη του Νίκου Μπελογιάννη για τη λογοτεχνία –όπως αποδεικνύεται– ξεκινούσε, τουλάχιστον, από τα εφηβικά του χρόνια, αν όχι νωρίτερα, και ο ίδιος ασκούνταν στη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων, τα οποία δημοσίευε στο φιλολογικό περιοδικό «Χαραυγή», το οποίο απευθυνόταν στους νέους και άρχισε να κυκλοφορεί το 1932 στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αμαλιάδα.
Επιλέξαμε και αναδημοσιεύουμε ένα από αυτά. Περιγράφει με ιδιαίτερη ευαισθησία και ανθρωπισμό τις τελευταίες στιγμές ενός μάλλον φυματικού νέου – φαινόμενο σύνηθες εκείνη την εποχή, καθώς η φυματίωση, το χτικιό όπως το έλεγε ο λαός, «θέριζε» στην Ελλάδα.
Στερνές στιγμές
Γκουχ… γκουχ... Ο βήχας του ξερός, απαίσιος, αντηχούσε κάπως παράξενα μέσ’ στο μελαγχολικό δωμάτιο.
Γκουχ, γκουχ, έβηχε ο άρρωστος νιος ξαπλωμένος στο φτωχικό του κρεβάτι. Θλιμμένος κι’ αδύνατος σα σκελετός, έμοιαζε με φάντασμα, που μόλις βγήκε απ’ τον τάφο του. Ερημος, απόκληρος, αφού θαλασσοδάρθηκε στα πέλαγα του πόνου, ηύρε λιμάνι απάνεμο το δωματιάκι εκείνο. Κι ήρθε να σβήσει ’κει μέσα, αφού πρώτα έκλεισε για πάντα το βιβλίο της ζήσης του, που μέσ’ στις σελίδες του φάνταζαν παντού με κεφαλαία μαύρα γράμματα, η δυστυχία κι’ η λύπη και ο πόνος.
Και σήμερα να! αιστάνεται σιγά-σιγά την ύπαρξή του να φεύγει, να γλιστράει ασυναίστητα από μέσα του, νοιώθει πως πλησιάζει το μοιραίο...
Πώς θέλει όμως ο φτωχός νιος να χαρεί τις τελευταίες του στιγμές... Δεν είναι μήπως άνθρωπος κι’ αυτός; Αλήθεια, πώς το ποθεί..! Μα πώς; με ποιον τρόπο;...
Σε μια στιγμή τ’ άτονο βλέμμα του πέφτει στην κιθάρα, που κρεμόταν αντίκρυ του. Σηκώθηκε με κόπο, την πήρε στα χέρια του, κι’ άρχισε να παίζει... Κι’ έπαιζε τ’ αγαπημένο του το δικό του τραγούδι.
Θεέ μου, τι παίξιμο ήταν εκείνο... Η κιθάρα του, λες κι’ είχεν ενωθεί με την ψυχή του, πότε έκλαιγε αργά, παραπονιάρικα, πότε θρηνούσε γρήγορα, με πόνο, φορές-φορές γελούσε γέλοιο πικρό κι’ άλλοτε πάλι ξεσπούσε σε λυγμούς. Σιγά-σιγά οι ήχοι όσο πήγαιναν και ξεψυχούσαν, κι’ εγινόνταν πιο παραπονιάρικοι, πιο θλιβοί. Τώρα πια δε γελούσε καθόλου η κιθάρα. Έκλαιγε..., αδιάκοπα έκλαιγε αδιάκοπα. Ο νιος όμως πάντα χαμογελούσε.
Και τα κοκκαλιάρικα δάχτυλά του ζωντάνευαν ακόμα τους ήχους τους άψυχους της κιθάρας, της αγαπημένης του συντρόφισσας, της πιστής του αγάπης. Μαζί πάντα πόνεσαν, μαζί κλάψανε πικρά, μ’ απελπισία. Κι’ αυτή τώρα σα να τον ένοιωθε, σα ν’ άκουγε τον πόνο του, προσπαθούσε να του γλυκάνει τις στερνές του στιγμές.
Σε μια στιγμή όμως, αφήνοντας ένα μακρυνόν παραπονιάρικο ήχο σαν ψυχορράγημα, έπαψε απότομα...
Στα χείλη του νέου άνθιζε ακόμα το πικρό το χαμογέλιο του, ενώ απ’ τα κλειστά του πια μάτια είχαν κυλήσει δυο δάκρυα, κι’ είχαν σταθεί στην άκρη των χειλιών του.
Πόσο όμορφα ο φτωχός νιος χάρηκε τις τελευταίες του στιγμές!
Νίκος Μπελογιάννης
[1]. Αργότερα, το 1982, από τη Σύγχρονη Εποχή, εκδόθηκε το σύνολο των χειρογράφων τα οποία είχε διασώσει από τις φυλακές της Κέρκυρας ο Στάθης Δρομάζος. Τελευταία επανέκδοση όλου του υλικού έχει γίνει από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ.
Τα στρατιωτικά αυτοκίνητα μετέφεραν το εκτελεστικό απόσπασμα της ΕΣΑ, τον βασιλικό επίτροπο, συνταγματάρχη Κ. Αθανασούλη, αξιωματικούς και στρατιώτες. Γρήγορα γρήγορα σχηματίστηκαν τα δύο μέτωπα: οι μελλοθάνατοι και απέναντί τους οι εκτελεστές. Στις 4.10 π.μ. ακούστηκε το παράγγελμα «πυρ» κι αμέσως μια ομοβροντία πυροβολισμών. Ολα είχαν τελειώσει. Ηταν Κυριακή. Αυτή τη μέρα δεν εκτελούσαν ούτε οι Γερμανοί…
Ο Νίκος Μπελογιάννης, αναπληρωματικό μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ, έφτασε στην Ελλάδα στις αρχές Ιουνίου του 1950, εννέα μήνες μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου και το πέρασμα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας αρχικά στην Αλβανία και στη συνέχεια στις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ.
Η αποστολή του ήταν σαφής και συγκεκριμένη. Το ΚΚΕ, αμέσως μετά την ήττα, με την 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. του, είχε μεταφέρει το κέντρο βάρους της δουλειάς του στην ειρηνική, μαζική πολιτική δράση και, καθώς ήταν εκτός νόμου, προσανατολίστηκε στην ανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών του οργανώσεων. Η απόφαση εκείνη –ανάμεσα σε άλλα– έλεγε: «Χωρίς αναβολή το Κόμμα πρέπει να προετοιμάσει και να στείλει στις μεγάλες πόλεις ολόκληρη σειρά κομματικά στελέχη για το δυνάμωμα και την αναδιοργάνωση των τοπικών οργανώσεων και για την εξασφάλιση της εφαρμογής της καινούργιας γραμμής».
Λίγο μετά τον Μπελογιάννη, παράνομα στην Ελλάδα πέρασε και ο Νίκος Ακριτίδης, επίσης αναπληρωματικό μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ
Η σύλληψη του Ν. Μπελογιάννη έγινε στις 20 Δεκεμβρίου του 1950, αλλά η Ασφάλεια έδωσε στη δημοσιότητα το γεγονός στις 3 Ιανουαρίου 1951. Την ίδια ημέρα, με βασιλικό διάταγμα επανήλθαν σε ισχύ μια σειρά διατάξεις του Γ’ Ψηφίσματος του 1946 με τις τροποποιήσεις που είχαν επιφέρει σε αυτές τα ψηφίσματα ΛΑ’ και ΛΒ’ του 1947. Πρόκειται για τις διατάξεις που έθεσαν εκτός νόμου το 1947 τον «Ριζοσπάστη» και τον ΕΑΜικό Τύπο.
Στις 4 Ιανουαρίου του 1951 –βάσει αυτών των διατάξεων– το μετεμφυλιακό καθεστώς έθεσε εκτός νόμου τη μοναδική εφημερίδα της Αριστεράς, τον «Δημοκρατικό», διευθυντής και εκδότης του οποίου ήταν ο Διονύσης Χριστάκος, βουλευτής της αριστερής Δημοκρατικής Παράταξης και στενός συνεργάτης του Νίκου Πλουμπίδη, του επικεφαλής, δηλαδή, του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ.
Η πρώτη δίκη
Τις επόμενες ημέρες ανακοινώθηκαν οι συλλήψεις και άλλων κομμουνιστών. Χωρίς αμφιβολία, οι υπηρεσίες δίωξης του κομμουνισμού είχαν καταφέρει ένα ισχυρότατο χτύπημα στον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ. Λίγους μήνες αργότερα πραγματοποιήθηκε η πρώτη δίκη του Ν. Μπελογιάννη και 92 ακόμη συντρόφων του. Η περίφημη δίκη των 93.
Η δίκη αυτή άρχισε, στο έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών, στις 19 Οκτωβρίου 1951 και ολοκληρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Οι κατηγορούμενοι αντιμετώπισαν την κατηγορία ότι παραβίασαν τον Α.Ν. 509, τον νόμο δηλαδή με τον οποίο βγήκε, και τυπικά, παράνομο το ΚΚΕ τον Δεκέμβριο του 1947.
Η σύνθεση του δικαστηρίου αποτελούνταν από «βαμμένους» αντικομμουνιστές-μέλη της παραστρατιωτικής οργάνωσης ΙΔΕΑ. Ανάμεσά τους και ο μετέπειτα δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος. Το αποτέλεσμα της δίκης, προκαθορισμένο. Ο Ν. Μπελογιάννης και 11 ακόμη σύντροφοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο, αλλά η ποινή αυτή δεν υπήρχε πρόθεση να εκτελεστεί, καθώς οι ποινές θανάτου βάσει του 509 εκτελούνταν μόνο «διαρκούσης της ανταρσίας» και ο εμφύλιος πόλεμος είχε ήδη τελειώσει. Το καθεστώς, όμως, είχε προετοιμάσει άλλες λύσεις, για να μπορέσει να στήσει το εκτελεστικό απόσπασμα.
Στις 14 και 15 Νοεμβρίου του 1951, λίγο πριν ανακοινωθεί η απόφαση του δικαστηρίου, η Ασφάλεια γνωστοποίησε μια νέα «επιτυχία». Στη Βίλα «Αύρα» του Ηλία Αργυριάδη στη Γλυφάδα και στο σπίτι του παλιού κομμουνιστή Ν. Καλούμενου στην Καλλιθέα ανακαλύφθηκε δίκτυο ασυρμάτων.
Ενα νέο πογκρόμ συλλήψεων ξεκίνησε. Ανάμεσα στους συλληφθέντες και ο Δημήτρης Μπάτσης, κορυφαίος επιστήμονας, συγγραφέας της αξεπέραστης μελέτης «Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα», εκδότης και διευθυντής του περιοδικού «Ανταίος», του σπουδαιότερου επιστημονικού περιοδικού που εξέδωσε ποτέ στην ιστορία της η Αριστερά.
Επίσης τέθηκε σε ισχύ ο Α.Ν. 375/1936 περί κατασκοπίας που είχε θεσπίσει η δικτατορία Μεταξά. Στις 19 Ιανουαρίου του 1952 η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι ο Ν. Μπελογιάννης, οι καταδικασθέντες σύντροφοί του από την πρώτη δίκη καθώς και όσοι συνελήφθησαν στο πλαίσιο της υπόθεσης των ασυρμάτων θα οδηγούνταν ως… κατάσκοποι σε νέα δίκη στο –τακτικό αυτή τη φορά– στρατοδικείο. Την ίδια ημέρα βγήκε απόφαση που έθετε εκτός νόμου τη «Δημοκρατική», τη μοναδική εφημερίδα της Αριστεράς που πρωτοκυκλοφόρησε στα τέλη Αυγούστου του 1951, σχεδόν ταυτόχρονα με την ίδρυση της ΕΔΑ.
Η δεύτερη δίκη ξεκίνησε στις 15/2 και τελείωσε την 1η Μαρτίου του 1952. Ο Μπελογιάννης και άλλοι επτά σύντροφοί του (Δ. Μπάτσης, Ηλ. Αργυριάδης, Ν. Καλούμενος, Ελ. Ιωαννίδου, Τ. Λαζαρίδης, Χαρ. Τουλιάτος και Μ. Μπισμπιάνος) καταδικάστηκαν σε θάνατο. Αμέσως, προσέφυγαν στο Συμβούλιο Χαρίτων σε μια ύστατη προσπάθεια να εμποδίσουν το μοιραίο συνεπικουρούμενοι από τα εκατομμύρια των επωνύμων και ανωνύμων που αγωνίζονται στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ώστε να αποτραπεί η δολοφονία τους. Τελικά η δολοφονία έγινε και οι τέσσερις από τους οκτώ θανατοποινίτες εκτελέστηκαν γιατί το ήθελαν ο ξένος παράγοντας και η ντόπια οικονομική ολιγαρχία.
Στην απολογία του ο Ν. Μπελογιάννης είχε πει πως οι κομμουνιστές αγαπούν την Ελλάδα με την καρδιά τους και με το αίμα τους. Το είχαν αποδείξει πολλοί πριν απ’ αυτόν. Ο ίδιος φρόντισε να το επιβεβαιώσει.
Η μεγάλη αγάπη του για τη λογοτεχνία
Ο Νίκος Μπελογιάννης είχε ιδιαίτερη αγάπη στη λογοτεχνία. Είναι άλλωστε γνωστό πως αμέσως μετά τη σύλληψή του ρίχτηκε με πάθος στην προσπάθεια να συγγράψει μια μελέτη για την ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τη μελέτη αυτή κατάφερε να ολοκληρώσει μόνο το δεύτερο κεφάλαιο, το οποίο εκδόθηκε μετά τη δολοφονία του από τον δικηγόρο του Μηνά Γαλέο με το ψευδώνυμο Μ. Κουλουριώτης [1].Η αγάπη του Νίκου Μπελογιάννη για τη λογοτεχνία –όπως αποδεικνύεται– ξεκινούσε, τουλάχιστον, από τα εφηβικά του χρόνια, αν όχι νωρίτερα, και ο ίδιος ασκούνταν στη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων, τα οποία δημοσίευε στο φιλολογικό περιοδικό «Χαραυγή», το οποίο απευθυνόταν στους νέους και άρχισε να κυκλοφορεί το 1932 στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αμαλιάδα.
Επιλέξαμε και αναδημοσιεύουμε ένα από αυτά. Περιγράφει με ιδιαίτερη ευαισθησία και ανθρωπισμό τις τελευταίες στιγμές ενός μάλλον φυματικού νέου – φαινόμενο σύνηθες εκείνη την εποχή, καθώς η φυματίωση, το χτικιό όπως το έλεγε ο λαός, «θέριζε» στην Ελλάδα.
Στερνές στιγμές
Γκουχ… γκουχ... Ο βήχας του ξερός, απαίσιος, αντηχούσε κάπως παράξενα μέσ’ στο μελαγχολικό δωμάτιο.
Γκουχ, γκουχ, έβηχε ο άρρωστος νιος ξαπλωμένος στο φτωχικό του κρεβάτι. Θλιμμένος κι’ αδύνατος σα σκελετός, έμοιαζε με φάντασμα, που μόλις βγήκε απ’ τον τάφο του. Ερημος, απόκληρος, αφού θαλασσοδάρθηκε στα πέλαγα του πόνου, ηύρε λιμάνι απάνεμο το δωματιάκι εκείνο. Κι ήρθε να σβήσει ’κει μέσα, αφού πρώτα έκλεισε για πάντα το βιβλίο της ζήσης του, που μέσ’ στις σελίδες του φάνταζαν παντού με κεφαλαία μαύρα γράμματα, η δυστυχία κι’ η λύπη και ο πόνος.
Και σήμερα να! αιστάνεται σιγά-σιγά την ύπαρξή του να φεύγει, να γλιστράει ασυναίστητα από μέσα του, νοιώθει πως πλησιάζει το μοιραίο...
Πώς θέλει όμως ο φτωχός νιος να χαρεί τις τελευταίες του στιγμές... Δεν είναι μήπως άνθρωπος κι’ αυτός; Αλήθεια, πώς το ποθεί..! Μα πώς; με ποιον τρόπο;...
Σε μια στιγμή τ’ άτονο βλέμμα του πέφτει στην κιθάρα, που κρεμόταν αντίκρυ του. Σηκώθηκε με κόπο, την πήρε στα χέρια του, κι’ άρχισε να παίζει... Κι’ έπαιζε τ’ αγαπημένο του το δικό του τραγούδι.
Θεέ μου, τι παίξιμο ήταν εκείνο... Η κιθάρα του, λες κι’ είχεν ενωθεί με την ψυχή του, πότε έκλαιγε αργά, παραπονιάρικα, πότε θρηνούσε γρήγορα, με πόνο, φορές-φορές γελούσε γέλοιο πικρό κι’ άλλοτε πάλι ξεσπούσε σε λυγμούς. Σιγά-σιγά οι ήχοι όσο πήγαιναν και ξεψυχούσαν, κι’ εγινόνταν πιο παραπονιάρικοι, πιο θλιβοί. Τώρα πια δε γελούσε καθόλου η κιθάρα. Έκλαιγε..., αδιάκοπα έκλαιγε αδιάκοπα. Ο νιος όμως πάντα χαμογελούσε.
Και τα κοκκαλιάρικα δάχτυλά του ζωντάνευαν ακόμα τους ήχους τους άψυχους της κιθάρας, της αγαπημένης του συντρόφισσας, της πιστής του αγάπης. Μαζί πάντα πόνεσαν, μαζί κλάψανε πικρά, μ’ απελπισία. Κι’ αυτή τώρα σα να τον ένοιωθε, σα ν’ άκουγε τον πόνο του, προσπαθούσε να του γλυκάνει τις στερνές του στιγμές.
Σε μια στιγμή όμως, αφήνοντας ένα μακρυνόν παραπονιάρικο ήχο σαν ψυχορράγημα, έπαψε απότομα...
Στα χείλη του νέου άνθιζε ακόμα το πικρό το χαμογέλιο του, ενώ απ’ τα κλειστά του πια μάτια είχαν κυλήσει δυο δάκρυα, κι’ είχαν σταθεί στην άκρη των χειλιών του.
Πόσο όμορφα ο φτωχός νιος χάρηκε τις τελευταίες του στιγμές!
Νίκος Μπελογιάννης
[1]. Αργότερα, το 1982, από τη Σύγχρονη Εποχή, εκδόθηκε το σύνολο των χειρογράφων τα οποία είχε διασώσει από τις φυλακές της Κέρκυρας ο Στάθης Δρομάζος. Τελευταία επανέκδοση όλου του υλικού έχει γίνει από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου