Θα έπρεπε να πάει κανείς πίσω στο 1956 -όταν ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ
συνάντησε τον δικτάτορα Μπατίστα- για να δει τους ηγέτες των ΗΠΑ και της
Κούβας μαζί.
Σχεδόν εξήντα χρόνια μετά, η ιστορική φωτογραφία της 10ης Απριλίου με τη χειραψία ανάμεσα στον Μπαράκ Ομπάμα και τον Ραούλ Κάστρο στο πλαίσιο της 7ης Συνόδου των Κρατών της Αμερικής στον Παναμά
επισφραγίζει τη διαδικασία που ξεκίνησε τον περασμένο Δεκέμβριο για αποκατάσταση των σχέσεων των δύο χωρών.
Σχέσεις που ενσάρκωσαν όλο το φάσμα της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης: αμερικανικό «προτεκτοράτο», δικτατορία, επανάσταση, σοβιετική σφαίρα επιρροής, μια στρατιωτική απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων το 1961, μια απειλή πυρηνικού πολέμου ΗΠΑ - ΕΣΣΔ με την κρίση των πυραύλων το 1962, δεκάδες τρομοκρατικές επιθέσεις κατά του νησιού και απόπειρες δολοφονίας του Φιντέλ Κάστρο, μια κυβέρνηση που στήριξε τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα στον κόσμο και μπήκε στη λίστα των κρατών που προωθούν την τρομοκρατία, ένας αποκλεισμός που έφερε ασφυξία και ανέχεια και συνεχίζεται έως σήμερα.
Hταν πραγματικά ιστορική αυτή η στιγμή όπως τη χαρακτήρισε ο πρόεδρος Ομπάμα αναγνωρίζοντας πως υπήρξαν μαύρες σελίδες, πως «αυτή η αμερικανική πολιτική τα τελευταία πενήντα χρόνια δεν έχει λειτουργήσει» και ήταν απαραίτητο να επιχειρηθεί μια νέα σχέση. «Εγώ δεν είμαι αιχμάλωτος ιδεολογιών... Δεν είμαι όμηρος του παρελθόντος. Δεν με ενδιαφέρουν θεωρητικά επιχειρήματα, αλλά η πρόοδος με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον».
Ο Ραούλ Κάστρο, πιστός στην πεποίθησή του ότι δεν υπάρχει μέλλον με λήθη, αφού θύμισε πως όλοι οι Αμερικανοί πρόεδροι αυτών των δεκαετιών έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με την Κούβα, εξαιρώντας τον Ομπάμα τον οποίο χαρακτήρισε «έντιμο άνθρωπο», τόνισε ότι «δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες γιατί η ιστορία των χωρών έχει υπάρξει εξαιρετικά περίπλοκη».
Προσθέτοντας, ωστόσο, πως «όλα μπορούν να συζητηθούν, περιλαμβανομένων και των ζητημάτων στα οποία διαφωνούμε, εφόσον αυτό γίνεται με σεβασμό στις ιδέες της άλλης πλευράς».
Με συμφιλιωτικό τόνο και οι δύο ηγέτες βεβαίωσαν τη βούλησή τους να προχωρήσουν σταθερά, παρά τις δυσκολίες, στην εξομάλυνση των σχέσεων των χωρών τους ώστε να κλείσει επιτέλους αυτό το κεφάλαιο της ψυχροπολεμικής ιστορίας. Κάτι που σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει γεφύρωση, αλλά σεβασμό των διαφορών τους.
Το τόνισε ο Μπαράκ Ομπάμα βεβαιώνοντας πως στις συζητήσεις «θα συνεχίζουμε να θέτουμε τις ανησυχίες μας για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως και η Κούβα θα μιλήσει για τις δικές ανησυχίες για την αμερικανική πολιτική». Και το ξεκαθάρισε ο Ραούλ Κάστρο δηλώνοντας: «Είμαστε εδώ με το κεφάλι ψηλά και ακέραιη την αξιοπρέπειά μας. Θα συνεχίσουμε αφοσιωμένοι στη διαδικασία εκσυγχρονισμού του οικονομικού μας μοντέλου με στόχο να βελτιώσουμε τον σοσιαλισμό μας, να προχωρήσουμε προς την ανάπτυξη και να εδραιώσουμε τις κατακτήσεις της επανάστασης».
Ο πρόεδρος Ομπάμα ζήτησε από τις υπόλοιπες λατινοαμερικανικές χώρες, πολλές από τις οποίες άσκησαν κριτική στην αμερικανική πολιτική στην περιοχή, να μη μείνουν αγκυλωμένες στο παρελθόν, γιατί κατά τη γνώμη του η αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής προς την Κούβα αποτελεί ένα σημείο καμπής συνολικά για τις σχέσεις ΗΠΑ - Λατινικής Αμερικής.
Εστω κι αν το «δόγμα Ομπάμα» του διαλόγου αντί της μονομέρειας έφτασε αργά και επιλεκτικά στη Λατινική Αμερική, πολλοί συμφωνούν πως η Σύνοδος του Παναμά θα μπορούσε πράγματι να σημάνει την αρχή μιας νέας θετικής ατζέντας συνεργασίας.
Αλλά αρκετοί επισημαίνουν ότι η «ύφεση» που επέλεξε με την Κούβα μπορεί να επισκιαστεί από την όξυνση που διάλεξε για τη Βενεζουέλα. «Η πρωτοβουλία για εξομάλυνση των σχέσεων με την Κούβα προσφέρει στον Ομπάμα μεγαλύτερη επιρροή και αξιοπιστία στη Λατινική Αμερική, αλλά αυτή η αξιοπιστία πλήττεται σοβαρά από το εκτελεστικό διάταγμα της 9ης Μαρτίου και χαρακτηρίζει τη Βενεζουέλα ως “εθνική απειλή” για τις ΗΠΑ» επισήμανε ο Χοσέ Μιγέλ Βικάνο, διευθυντής για την Αμερική του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW).
Η κίνησή του αυτή έγινε μπούμερανγκ, καθώς η Ουάσινγκτον απομονώθηκε στην προσπάθειά της να πείσει πως όλα γίνονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η Λατινική Αμερική θυμάται πολύ καλά το παρελθόν που την καλεί να ξεπεράσει ο πρόεδρος Ομπάμα, όταν ο χαρακτηρισμός μιας χώρας ως εθνική απειλή σήμαινε στρατιωτικές επεμβάσεις και πραξικοπήματα, όπως έγινε στον Αγιο Δομήνικο, στη Νικαράγουα, στον ίδιο τον Παναμά.
Κι όσο κι αν σήμερα μια αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στη χώρα σαφώς και δεν αποτελεί καν σενάριο, η προσφυγή ξανά στην επιθετικότητα που απορρέει από αυτόν τον χαρακτηρισμό προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια.
Η Αμερικανίδα υφυπουργός για θέματα δυτικού ημισφαιρίου, Ρομπέρτα Τζάκσον, εξέφρασε τη λύπη της που οι κυβερνήσεις της ηπείρου δεν στηρίζουν την αμερικανική απόφαση και «στέκονται σε μια διατύπωση» που η ίδια χαρακτήρισε «ατυχή».
Κι ο πρόεδρος Ομπάμα, εν όψει του μετώπου που διαφαινόταν ότι θα αντιμετώπιζε τη σύνοδο, δήλωσε ότι δεν πιστεύει «πως η Βενεζουέλα αποτελεί εθνική απειλή για τις ΗΠΑ ούτε οι ΗΠΑ για τη Βενεζουέλα».
Και τα 33 κράτη της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής χαιρέτισαν θερμά την αμερικανικο-κουβανική προσέγγιση, αλλά σε ομόφωνο προσχέδιο κοινού ανακοινωθέντος απαίτησαν την άρση του εκτελεστικού διατάγματος κατά της Βενεζουέλας και την αναγνώριση και προάσπιση της εθνικής τους κυριαρχίας. Απομονωμένες οι ΗΠΑ, με συνοδοιπόρο τον Καναδά, άσκησαν βέτο.
Γιατί αυτή η εμμονή; Γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχει «δόγμα Ομπάμα», αλλά ένα διπλωματικό στιλ που χωρά αυτές τις αντιφάσεις της «ύφεσης και της όξυνσης» στον βαθμό που εξυπηρετούν πολιτικά συμφέροντα, εξηγεί στο BBC ο Ερικ Λάνγκερ, διευθυντής του Κέντρου Λατινοαμερικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσινγκτον: «Κάθε πολιτική είναι εσωτερική πολιτική. Μετά την προσέγγιση με το Ιράν, η χρονική σύμπτωση του διατάγματος και των κυρώσεων στη Βενεζουέλα με την εξομάλυνση των σχέσεων με την Κούβα δείχνουν πως ο Λευκός Οίκος προσπαθεί να καθησυχάσει τα κέντρα εξουσίας που εντός των ΗΠΑ είναι δυσαρεστημένα με την προσέγγιση με την κυβέρνηση Κάστρο, προσφέροντάς τους ως αντιστάθμισμα τη ρήξη με τον Μαδούρο».
Κάνοντας ακόμη ένα βήμα μπροστά, ο πρόεδρος Ομπάμα ανακοίνωσε την απόσυρση της Κούβας από τη λίστα των χωρών που προωθούν την τρομοκρατία.
Είχε περιληφθεί από τον Ρόναλντ Ρίγκαν το 1982 γιατί «εξήγαγε την ένοπλη επανάσταση» δίνοντας καταφύγιο σε μέλη της βασικής αυτονομιστικής οργάνωσης ΕΤΑ και καταζητούμενους της αμερικανικής δικαιοσύνης, αλλά και γιατί στήριζε ενεργά τα ένοπλα κινήματα της ηπείρου, όπως τις FARC στην Κολομβία, το Μέτωπο Φαραμπούντο Μαρτί στο Σαλβαδόρ ή τους Σαντινίστας στη Νικαράγουα.
Προσκολλημένη σε ένα παρελθόν που τέλειωσε προ πολλού, η Ουάσινγκτον άργησε πολύ να «αντιληφθεί» πως η Κούβα εδώ και χρόνια προωθεί τον διάλογο που τελικά ξεκίνησε μεταξύ των FARC και της κολομβιανής κυβέρνησης ή πως το Φαραμπούντο Μαρτί και οι Σαντινίστας έχουν εγκαταλείψει τον ένοπλο αγώνα προ δεκαετιών και σήμερα κυβερνούν τις χώρες τους έχοντας κερδίσει σε δημοκρατικές εκλογές.
Ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Τζεφ Ράθκι, δήλωσε πως ως ανταπόδοση η Κούβα συμφώνησε να συζητήσει το ζήτημα των καταζητούμενων από την αμερικανική δικαιοσύνη που έχουν καταφύγει στο νησί, όπως η Τζοάν Τσέιμαρντ, που απέδρασε ενώ εξέτιε ποινή για τον φόνο εθνοφύλακα στο Νιου Τζέρσεϊ το 1973, ή ο Ουίλιαμ Μοράλες, Πορτορικανός αυτονομιστής καταζητούμενος για βομβιστικές επιθέσεις στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του ’70.
Το κουβανικό ΥΠΕΞ δεν σχολίασε τις δηλώσεις, αλλά η διευθύντριά του για τις ΗΠΑ και επικεφαλής της κουβανικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις με την Ουάσινγκτον, Χοσεφίνα Βιδάλ, πρόσφατα είχε αποκλείσει την έκδοση οποιουδήποτε πολιτικού πρόσφυγα.
Η κουβανική κυβέρνηση εδώ και χρόνια ζητούσε την έξοδό της από αυτή τη λίστα που διευκολύνει όχι μόνο την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων, οι οποίες διακόπηκαν το 1961, και το άνοιγμα πρεσβειών σε Αβάνα και Ουάσινγκτον, αλλά και την πρόσβαση της Κούβας στις διεθνείς αγορές, τις πιστώσεις και τις επενδύσεις.
Η παραμονή της στη λίστα ήταν ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα για την Κούβα, που θεωρούσε τραγική υποκρισία των ΗΠΑ να μιλούν για κουβανική τρομοκρατία όταν οι ίδιες χρηματοδότησαν και στήριξαν πολυάριθμες τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον του νησιού. Ανάμεσά τους και τη βομβιστική επίθεση κατά αεροσκάφους των κουβανικών γραμμών το 1976 που σκότωσε 73 επιβάτες.
Δύο από τους τέσσερις δράστες βρήκαν καταφύγιο στη Φλόριντα, όπου ο ένας εξ αυτών, ο Λουίς Ποσάδα Καρίλες, συνέχισε να οργανώνει τρομοκρατικές επιθέσεις. «Η χώρα μας έχει υπάρξει θύμα εκατοντάδων τρομοκρατικών δράσεων που έχουν στοιχίσει τη ζωή σε 3.478 ανθρώπους» τόνιζε επίσημη ανακοίνωση του κουβανικού ΥΠΕΞ, «χαιρετίζοντας την έξοδο της Κούβας από μια λίστα στην οποία ποτέ δεν θα έπρεπε να είχε περιληφθεί».
Αλλά στον Παναμά το παρελθόν δεν θα μπορούσε να ήταν περισσότερο παρόν. Στο περιθώριο της συνόδου κατέφτασαν για να συμμετάσχουν στο Φόρουμ της Κοινωνίας των Πολιτών εκπρόσωποι της «ανεξάρτητης» κουβανικής κοινωνίας των πολιτών, περιλαμβανομένης και της κουβανικής κοινότητας του Μαϊάμι.
Πρωτοστάτης στις διαμαρτυρίες κατά της προσέγγισης ΗΠΑ - Κούβα και για το έλλειμμα δημοκρατίας και την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο νησί ήταν ο «Γάτος» Φέλιξ Ροντρίγκες. Πρόκειται για έναν πράκτορα της CIA που υπήρξε από τους βασικούς οργανωτές της Ταξιαρχίας 2506 των μισθοφόρων που στις 17 Απριλίου του 1961 επιχείρησαν απόβαση στην Πλάγια Χιρόν εκεί όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέστησαν την πρώτη τους στρατιωτική ήττα στη Λατινική Αμερική. Ηταν επίσης ένας από τους ανακριτές και εκτελεστές του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα.
Δεκαετίες μετά, ο «Γάτος» Ροντρίγκες επέστρεψε ως μαχητής της ελευθερίας στον Παναμά, στην αμερικανική βάση του οποίου είχε εκπαιδευτεί στην κατασκευή εκρηκτικών, σε σαμποτάζ και μυστικές αποστολές.
Εκπαιδεύτηκε για να σκοτώνει όπως ακριβώς και ο φίλος του τρομοκράτης Ποσάδα Καρίλες, ο οποίος σε σύνοδο Ιβηροαμερικανών αρχηγών κρατών και πάλι στον Παναμά το 2000, αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Φιδέλ Κάστρο, διαφεύγοντας ξανά χάρη στη βοήθεια της CIA.
Σήμερα, όπως πολλοί άλλοι «εξόριστοι υπέρμαχοι των δημοκρατικών δικαιωμάτων», κυκλοφορούν ελεύθεροι στις ΗΠΑ.
Στον Παναμά η Ιστορία είχε από κάθε άποψη την τιμητική της. Και ο διάλογος θα χρειαστεί πολλές απτές χειρονομίες, που στην περίπτωση της Κούβας περιλαμβάνουν και το τέλος του αποκλεισμού και την απομάκρυνση της παράνομης αμερικανικής βάσης του Γκουαντάναμο, για να αποτελέσει πραγματικό σημείο καμπής στις σχέσεις ΗΠΑ - Λατινικής Αμερικής.
πηγη
Σχεδόν εξήντα χρόνια μετά, η ιστορική φωτογραφία της 10ης Απριλίου με τη χειραψία ανάμεσα στον Μπαράκ Ομπάμα και τον Ραούλ Κάστρο στο πλαίσιο της 7ης Συνόδου των Κρατών της Αμερικής στον Παναμά
επισφραγίζει τη διαδικασία που ξεκίνησε τον περασμένο Δεκέμβριο για αποκατάσταση των σχέσεων των δύο χωρών.
Σχέσεις που ενσάρκωσαν όλο το φάσμα της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης: αμερικανικό «προτεκτοράτο», δικτατορία, επανάσταση, σοβιετική σφαίρα επιρροής, μια στρατιωτική απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων το 1961, μια απειλή πυρηνικού πολέμου ΗΠΑ - ΕΣΣΔ με την κρίση των πυραύλων το 1962, δεκάδες τρομοκρατικές επιθέσεις κατά του νησιού και απόπειρες δολοφονίας του Φιντέλ Κάστρο, μια κυβέρνηση που στήριξε τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα στον κόσμο και μπήκε στη λίστα των κρατών που προωθούν την τρομοκρατία, ένας αποκλεισμός που έφερε ασφυξία και ανέχεια και συνεχίζεται έως σήμερα.
Hταν πραγματικά ιστορική αυτή η στιγμή όπως τη χαρακτήρισε ο πρόεδρος Ομπάμα αναγνωρίζοντας πως υπήρξαν μαύρες σελίδες, πως «αυτή η αμερικανική πολιτική τα τελευταία πενήντα χρόνια δεν έχει λειτουργήσει» και ήταν απαραίτητο να επιχειρηθεί μια νέα σχέση. «Εγώ δεν είμαι αιχμάλωτος ιδεολογιών... Δεν είμαι όμηρος του παρελθόντος. Δεν με ενδιαφέρουν θεωρητικά επιχειρήματα, αλλά η πρόοδος με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον».
Ο Ραούλ Κάστρο, πιστός στην πεποίθησή του ότι δεν υπάρχει μέλλον με λήθη, αφού θύμισε πως όλοι οι Αμερικανοί πρόεδροι αυτών των δεκαετιών έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με την Κούβα, εξαιρώντας τον Ομπάμα τον οποίο χαρακτήρισε «έντιμο άνθρωπο», τόνισε ότι «δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες γιατί η ιστορία των χωρών έχει υπάρξει εξαιρετικά περίπλοκη».
Προσθέτοντας, ωστόσο, πως «όλα μπορούν να συζητηθούν, περιλαμβανομένων και των ζητημάτων στα οποία διαφωνούμε, εφόσον αυτό γίνεται με σεβασμό στις ιδέες της άλλης πλευράς».
Με συμφιλιωτικό τόνο και οι δύο ηγέτες βεβαίωσαν τη βούλησή τους να προχωρήσουν σταθερά, παρά τις δυσκολίες, στην εξομάλυνση των σχέσεων των χωρών τους ώστε να κλείσει επιτέλους αυτό το κεφάλαιο της ψυχροπολεμικής ιστορίας. Κάτι που σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει γεφύρωση, αλλά σεβασμό των διαφορών τους.
Το τόνισε ο Μπαράκ Ομπάμα βεβαιώνοντας πως στις συζητήσεις «θα συνεχίζουμε να θέτουμε τις ανησυχίες μας για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως και η Κούβα θα μιλήσει για τις δικές ανησυχίες για την αμερικανική πολιτική». Και το ξεκαθάρισε ο Ραούλ Κάστρο δηλώνοντας: «Είμαστε εδώ με το κεφάλι ψηλά και ακέραιη την αξιοπρέπειά μας. Θα συνεχίσουμε αφοσιωμένοι στη διαδικασία εκσυγχρονισμού του οικονομικού μας μοντέλου με στόχο να βελτιώσουμε τον σοσιαλισμό μας, να προχωρήσουμε προς την ανάπτυξη και να εδραιώσουμε τις κατακτήσεις της επανάστασης».
Ο πρόεδρος Ομπάμα ζήτησε από τις υπόλοιπες λατινοαμερικανικές χώρες, πολλές από τις οποίες άσκησαν κριτική στην αμερικανική πολιτική στην περιοχή, να μη μείνουν αγκυλωμένες στο παρελθόν, γιατί κατά τη γνώμη του η αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής προς την Κούβα αποτελεί ένα σημείο καμπής συνολικά για τις σχέσεις ΗΠΑ - Λατινικής Αμερικής.
Εστω κι αν το «δόγμα Ομπάμα» του διαλόγου αντί της μονομέρειας έφτασε αργά και επιλεκτικά στη Λατινική Αμερική, πολλοί συμφωνούν πως η Σύνοδος του Παναμά θα μπορούσε πράγματι να σημάνει την αρχή μιας νέας θετικής ατζέντας συνεργασίας.
Αλλά αρκετοί επισημαίνουν ότι η «ύφεση» που επέλεξε με την Κούβα μπορεί να επισκιαστεί από την όξυνση που διάλεξε για τη Βενεζουέλα. «Η πρωτοβουλία για εξομάλυνση των σχέσεων με την Κούβα προσφέρει στον Ομπάμα μεγαλύτερη επιρροή και αξιοπιστία στη Λατινική Αμερική, αλλά αυτή η αξιοπιστία πλήττεται σοβαρά από το εκτελεστικό διάταγμα της 9ης Μαρτίου και χαρακτηρίζει τη Βενεζουέλα ως “εθνική απειλή” για τις ΗΠΑ» επισήμανε ο Χοσέ Μιγέλ Βικάνο, διευθυντής για την Αμερική του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW).
Η κίνησή του αυτή έγινε μπούμερανγκ, καθώς η Ουάσινγκτον απομονώθηκε στην προσπάθειά της να πείσει πως όλα γίνονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η Λατινική Αμερική θυμάται πολύ καλά το παρελθόν που την καλεί να ξεπεράσει ο πρόεδρος Ομπάμα, όταν ο χαρακτηρισμός μιας χώρας ως εθνική απειλή σήμαινε στρατιωτικές επεμβάσεις και πραξικοπήματα, όπως έγινε στον Αγιο Δομήνικο, στη Νικαράγουα, στον ίδιο τον Παναμά.
Κι όσο κι αν σήμερα μια αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στη χώρα σαφώς και δεν αποτελεί καν σενάριο, η προσφυγή ξανά στην επιθετικότητα που απορρέει από αυτόν τον χαρακτηρισμό προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια.
Η Αμερικανίδα υφυπουργός για θέματα δυτικού ημισφαιρίου, Ρομπέρτα Τζάκσον, εξέφρασε τη λύπη της που οι κυβερνήσεις της ηπείρου δεν στηρίζουν την αμερικανική απόφαση και «στέκονται σε μια διατύπωση» που η ίδια χαρακτήρισε «ατυχή».
Κι ο πρόεδρος Ομπάμα, εν όψει του μετώπου που διαφαινόταν ότι θα αντιμετώπιζε τη σύνοδο, δήλωσε ότι δεν πιστεύει «πως η Βενεζουέλα αποτελεί εθνική απειλή για τις ΗΠΑ ούτε οι ΗΠΑ για τη Βενεζουέλα».
Και τα 33 κράτη της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής χαιρέτισαν θερμά την αμερικανικο-κουβανική προσέγγιση, αλλά σε ομόφωνο προσχέδιο κοινού ανακοινωθέντος απαίτησαν την άρση του εκτελεστικού διατάγματος κατά της Βενεζουέλας και την αναγνώριση και προάσπιση της εθνικής τους κυριαρχίας. Απομονωμένες οι ΗΠΑ, με συνοδοιπόρο τον Καναδά, άσκησαν βέτο.
Γιατί αυτή η εμμονή; Γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχει «δόγμα Ομπάμα», αλλά ένα διπλωματικό στιλ που χωρά αυτές τις αντιφάσεις της «ύφεσης και της όξυνσης» στον βαθμό που εξυπηρετούν πολιτικά συμφέροντα, εξηγεί στο BBC ο Ερικ Λάνγκερ, διευθυντής του Κέντρου Λατινοαμερικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσινγκτον: «Κάθε πολιτική είναι εσωτερική πολιτική. Μετά την προσέγγιση με το Ιράν, η χρονική σύμπτωση του διατάγματος και των κυρώσεων στη Βενεζουέλα με την εξομάλυνση των σχέσεων με την Κούβα δείχνουν πως ο Λευκός Οίκος προσπαθεί να καθησυχάσει τα κέντρα εξουσίας που εντός των ΗΠΑ είναι δυσαρεστημένα με την προσέγγιση με την κυβέρνηση Κάστρο, προσφέροντάς τους ως αντιστάθμισμα τη ρήξη με τον Μαδούρο».
Οι λίστες και η τρομοκρατία
Κάνοντας ακόμη ένα βήμα μπροστά, ο πρόεδρος Ομπάμα ανακοίνωσε την απόσυρση της Κούβας από τη λίστα των χωρών που προωθούν την τρομοκρατία.
Είχε περιληφθεί από τον Ρόναλντ Ρίγκαν το 1982 γιατί «εξήγαγε την ένοπλη επανάσταση» δίνοντας καταφύγιο σε μέλη της βασικής αυτονομιστικής οργάνωσης ΕΤΑ και καταζητούμενους της αμερικανικής δικαιοσύνης, αλλά και γιατί στήριζε ενεργά τα ένοπλα κινήματα της ηπείρου, όπως τις FARC στην Κολομβία, το Μέτωπο Φαραμπούντο Μαρτί στο Σαλβαδόρ ή τους Σαντινίστας στη Νικαράγουα.
Προσκολλημένη σε ένα παρελθόν που τέλειωσε προ πολλού, η Ουάσινγκτον άργησε πολύ να «αντιληφθεί» πως η Κούβα εδώ και χρόνια προωθεί τον διάλογο που τελικά ξεκίνησε μεταξύ των FARC και της κολομβιανής κυβέρνησης ή πως το Φαραμπούντο Μαρτί και οι Σαντινίστας έχουν εγκαταλείψει τον ένοπλο αγώνα προ δεκαετιών και σήμερα κυβερνούν τις χώρες τους έχοντας κερδίσει σε δημοκρατικές εκλογές.
Ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Τζεφ Ράθκι, δήλωσε πως ως ανταπόδοση η Κούβα συμφώνησε να συζητήσει το ζήτημα των καταζητούμενων από την αμερικανική δικαιοσύνη που έχουν καταφύγει στο νησί, όπως η Τζοάν Τσέιμαρντ, που απέδρασε ενώ εξέτιε ποινή για τον φόνο εθνοφύλακα στο Νιου Τζέρσεϊ το 1973, ή ο Ουίλιαμ Μοράλες, Πορτορικανός αυτονομιστής καταζητούμενος για βομβιστικές επιθέσεις στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του ’70.
Το κουβανικό ΥΠΕΞ δεν σχολίασε τις δηλώσεις, αλλά η διευθύντριά του για τις ΗΠΑ και επικεφαλής της κουβανικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις με την Ουάσινγκτον, Χοσεφίνα Βιδάλ, πρόσφατα είχε αποκλείσει την έκδοση οποιουδήποτε πολιτικού πρόσφυγα.
Η κουβανική κυβέρνηση εδώ και χρόνια ζητούσε την έξοδό της από αυτή τη λίστα που διευκολύνει όχι μόνο την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων, οι οποίες διακόπηκαν το 1961, και το άνοιγμα πρεσβειών σε Αβάνα και Ουάσινγκτον, αλλά και την πρόσβαση της Κούβας στις διεθνείς αγορές, τις πιστώσεις και τις επενδύσεις.
Η παραμονή της στη λίστα ήταν ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα για την Κούβα, που θεωρούσε τραγική υποκρισία των ΗΠΑ να μιλούν για κουβανική τρομοκρατία όταν οι ίδιες χρηματοδότησαν και στήριξαν πολυάριθμες τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον του νησιού. Ανάμεσά τους και τη βομβιστική επίθεση κατά αεροσκάφους των κουβανικών γραμμών το 1976 που σκότωσε 73 επιβάτες.
Δύο από τους τέσσερις δράστες βρήκαν καταφύγιο στη Φλόριντα, όπου ο ένας εξ αυτών, ο Λουίς Ποσάδα Καρίλες, συνέχισε να οργανώνει τρομοκρατικές επιθέσεις. «Η χώρα μας έχει υπάρξει θύμα εκατοντάδων τρομοκρατικών δράσεων που έχουν στοιχίσει τη ζωή σε 3.478 ανθρώπους» τόνιζε επίσημη ανακοίνωση του κουβανικού ΥΠΕΞ, «χαιρετίζοντας την έξοδο της Κούβας από μια λίστα στην οποία ποτέ δεν θα έπρεπε να είχε περιληφθεί».
Αισθητά «παρόν» το παρελθόν
Ο πρόεδρος Ομπάμα απάντησε στις επικρίσεις που δέχτηκε για την αμερικανική πολιτική προς την Κούβα και την ήπειρο, λέγοντας πως δεν θέλει να μείνει προσκολλημένος στο παρελθόν και σε «γεγονότα που συνέβησαν πριν καν γεννηθώ».Αλλά στον Παναμά το παρελθόν δεν θα μπορούσε να ήταν περισσότερο παρόν. Στο περιθώριο της συνόδου κατέφτασαν για να συμμετάσχουν στο Φόρουμ της Κοινωνίας των Πολιτών εκπρόσωποι της «ανεξάρτητης» κουβανικής κοινωνίας των πολιτών, περιλαμβανομένης και της κουβανικής κοινότητας του Μαϊάμι.
Πρωτοστάτης στις διαμαρτυρίες κατά της προσέγγισης ΗΠΑ - Κούβα και για το έλλειμμα δημοκρατίας και την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο νησί ήταν ο «Γάτος» Φέλιξ Ροντρίγκες. Πρόκειται για έναν πράκτορα της CIA που υπήρξε από τους βασικούς οργανωτές της Ταξιαρχίας 2506 των μισθοφόρων που στις 17 Απριλίου του 1961 επιχείρησαν απόβαση στην Πλάγια Χιρόν εκεί όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέστησαν την πρώτη τους στρατιωτική ήττα στη Λατινική Αμερική. Ηταν επίσης ένας από τους ανακριτές και εκτελεστές του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα.
Δεκαετίες μετά, ο «Γάτος» Ροντρίγκες επέστρεψε ως μαχητής της ελευθερίας στον Παναμά, στην αμερικανική βάση του οποίου είχε εκπαιδευτεί στην κατασκευή εκρηκτικών, σε σαμποτάζ και μυστικές αποστολές.
Εκπαιδεύτηκε για να σκοτώνει όπως ακριβώς και ο φίλος του τρομοκράτης Ποσάδα Καρίλες, ο οποίος σε σύνοδο Ιβηροαμερικανών αρχηγών κρατών και πάλι στον Παναμά το 2000, αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Φιδέλ Κάστρο, διαφεύγοντας ξανά χάρη στη βοήθεια της CIA.
Σήμερα, όπως πολλοί άλλοι «εξόριστοι υπέρμαχοι των δημοκρατικών δικαιωμάτων», κυκλοφορούν ελεύθεροι στις ΗΠΑ.
Στον Παναμά η Ιστορία είχε από κάθε άποψη την τιμητική της. Και ο διάλογος θα χρειαστεί πολλές απτές χειρονομίες, που στην περίπτωση της Κούβας περιλαμβάνουν και το τέλος του αποκλεισμού και την απομάκρυνση της παράνομης αμερικανικής βάσης του Γκουαντάναμο, για να αποτελέσει πραγματικό σημείο καμπής στις σχέσεις ΗΠΑ - Λατινικής Αμερικής.
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου