Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ (CIA) έχει
κατορθώσει να διεισδύσει όχι μόνο στα αμερικανικά αλλά και στα διεθνή
μέσα ενημέρωσης, γράφει ο James Tracy στο «Information Clearing
House».
Αποτελεί έτσι μια μορφή Δούρειου Ίππου της κυβέρνησης των ΗΠΑ στους φορείς ενημέρωσης, που επηρεάζει καθημερινά την άποψη του διεθνούς κοινού μέσω όλων των
πληροφοριών που μεταδίδονται. Ο συντάκτης του άρθρου επισημαίνει πως είναι πάρα πολύ δύσκολο να εντοπίσει κανείς τις διασυνδέσεις των δημοσιογράφων με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, αλλά και τον δισταγμό των ερευνητών να ασχοληθούν με το ζήτημα.
Ανάμεσα στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης που φέρονται ως πολύτιμα... περιουσιακά στοιχεία της CIA είναι τα πρακτορεία ABC, NBC, Αssociated Press, UPI, Reuters, Hearst Newspapers, Scripps-Howard και NewsweekΧαρακτηριστικά σημεία ενδιαφέροντος, ο τρόπος που συγκαλύφθηκαν οι πληροφορίες που αναφέρονταν σε συγκλονιστικά γεγονότα, όπως η νοθεία στις αμερικανικές εκλογές το 2000 και το 2004, τα πραγματικά γεγονότα γύρω από την 11η Σεπτεμβρίου 2001, τα αίτια της εισβολής σε Αφγανιστάν και Ιράκ, η αποσταθεροποίηση της Συρίας και η δημιουργία του Ισλαμικού Χαλιφάτου.
Κι όμως, αποτελούν κομβικά σημεία της σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας, για τα οποία τόσο το αμερικανικό όσο και το διεθνές κοινό που επηρεάζεται άμεσα από αυτά προτιμούν να έχουν πλήρη άγνοια. Σε μια συγκυρία μάλιστα όπου, ενώ όλοι καυχιούνται ότι ζούμε στην εποχή της τεχνολογίας της πληροφόρησης, στην πραγματικότητα επικρατεί η απόλυτα ελεγχόμενη παραπληροφόρηση.
Έτσι, παρότι νομίζουμε ότι είμαστε καλά πληροφορημένοι, γνωρίζουμε μόνο εκείνα που θέλουν να μάθουμε.
Απορίας άξιον είναι πώς σε μια χώρα που διαφημίζεται ως «απόλυτα δημοκρατική» σημαντικές ειδήσεις παραμένουν στην... αφάνεια και οι δημοσιογράφοι αρνούνται να ρωτήσουν τους αρμόδιους για τα ζητήματα που διαμόρφωσαν την αμερικανική πολιτική ιστορία τα τελευταία 50 και πλέον χρόνια (σ.σ.: όπως οι πολιτικές δολοφονίες της δεκαετίας του ’60 ή ο κεντρικός ρόλος που έπαιξε η CIA στη διακίνηση ναρκωτικών).
Ακαδημαϊκοί και αναλυτές έχουν υποστηρίξει κατά καιρούς ότι οι λόγοι για την αποτυχία των δημοσιογράφων των λεγόμενων «μέσων του συρμού» να ασχοληθούν επί της ουσίας με αυτές τις «καυτές πατάτες» είναι η κοινωνιολογία της αίθουσας σύνταξης, η πίεση των μεγάλων διαφημιστικών εταιρειών, η εξάρτηση των ρεπόρτερ από τις «επίσημες κυβερνητικές πηγές», τα μεγάλα μονοπώλια των δημοσιογραφικών μέσων και ο πόθος των συντακτών για την «ασφαλή» προώθηση της καριέρας τους.
Η ευρύτατη συνωμοσία σιωπής οφείλεται αναμφισβήτητα και στη μεγάλη ισχύ που διαθέτει η CIA και άλλοι παρόμοιοι κυβερνητικοί μηχανισμοί, καθώς και στη διείσδυσή τους στα μέσα ενημέρωσης για τη γαλούχηση της κοινής γνώμης με τρόπους που δεν μπορεί ούτε καν να φανταστεί ο απλός πολίτης.
Θα παραθέσουμε ως ιστορική καταγραφή μερικά μόνο από έναν μακρύ κατάλογο ονομάτων -άλλων λιγότερο και άλλων περισσότερο γνωστών- της αμερικανικής δημοσιογραφικής οικογένειας, τα οποία διαμόρφωσαν τον τρόπο με τον οποίο «έπρεπε» να πληροφορηθεί η κοινή γνώμη σημαντικά γεγονότα.
Τον έλεγχο της πληροφόρησης τον είχε αναλάβει αρχικά η υπηρεσία OSS του Στέιτ Ντιπάρτμεντ μέσω του Γραφείου Πολιτικού Συντονισμού (OPC) υπό τον Frank Wisner.
Το OPC έγινε με γοργούς ρυθμούς ένα από τα ισχυρότερα ενημερωτικά γραφεία υπό την επίβλεψη της CIA, όπως επισημαίνει η ιστορικός Lisa Pease, και από 302 υπαλλήλους το 1949 έφτασε τους 2.812 στα 1952, με 3.142 ανταποκριτές στο εξωτερικό. Την ίδια περίοδο ο προϋπολογισμός αυξήθηκε από τα 4,7 εκατ. δολάρια στα 82.
Το 1948 το OPC συνενώθηκε με το Γραφείο Ειδικών Επιχειρήσεων (Office of Special Operations), για να δημιουργηθεί η CIA. Τα «περιουσιακά στοιχεία» του OPC που αφορούσαν τα Μέσα απορροφήθηκαν επίσης.
Καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια να... ωραιοποιηθεί η δραστηριότητα της CIA μέσω του πιο μεγάλου προπαγανδιστικού μέσου που διαθέτουν οι ΗΠΑ: του ΧόλιγουντΤότε καταρτίσθηκε το σχέδιο εφαρμογής «ψυχολογικών επιχειρήσεων δημοσιογραφίας» για να επηρεαστεί μαζικά η κοινή γνώμη: «Θα πρέπει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ο υπουργός Εξωτερικών, οι γερουσιαστές, οι βουλευτές, ακόμη και ο ίδιος ο διευθυντής της CIA να εντυπωσιάζονται όταν διαβάζουν ή ακούν ένα κείμενο από τους (σημαντικούς εκείνης της εποχής δημοσιογράφους) Cy Sulzberger, Arnaud de Borchgrave ή Stewart Alsop, ώστε να μη χρειάζεται να διαβάζουν τις αναφορές της CIA» επισημαίνει χαρακτηριστικά έκθεση του πράκτορα της CIA Miles Copeland.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 η CIA χρηματοδοτούσε μυστικά σημαντικές εκδόσεις εφημερίδων και περιοδικών στο εξωτερικό που εκδίδονταν είτε στα αγγλικά είτε στην τοπική γλώσσα και συγκάλυπταν τις επιχειρήσεις της. Όπως γράφει ο Carl Bernstein της «Washington Post», μια από τις εκδόσεις αυτές ήταν η εφημερίδα «Rome Daily American», η οποία ήταν στην ιδιοκτησία της αμερικανικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.
Η σχέση της CIA με τους «Times» ήταν εξίσου «πολύτιμη» τονίζει ο Bernstein σε δημοσίευμα του 1977. «Από το 1950 έως το 1966, περίπου δέκα υπάλληλοι της CIA εμφανίζονταν και δρούσαν ως συντάκτες των "Times", με την έγκριση μάλιστα του τότε εκδότη της εφημερίδας Arthur Hays Sulzberger (σ.σ.: o οποίος, να σημειωθεί, ήταν προσωπικός φίλος του διευθυντή της CIA Allen Dulles, που είχε διοριστεί από τον Eisenhower).
Ο Paley του CBS ήταν στενός συνεργάτης της CIA και ο εκδότης του «National Enquirer» Gene Pope Jr. είχε εργασθεί στο ιταλικό συντακτικό προσωπικό της CIA, στις αρχές της δεκαετίας του '50.
Ο Frank Wisner (επικεφαλής του Office of Strategic Services για επιχειρήσεις στη νοτιοανατολική Ευρώπη μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επικεφαλής του γραφείου προγραμματισμού Directorate of Plans της CIA στη δεκαετία του '50) μαζί με τον Allen Dulles και τον εκδότη της «Washington Post» Phillip Graham ήταν στενοί συνεργάτες, και η εφημερίδα «Post» είχε καταστεί ένα από τα ειδησεογραφικά όργανα σημαντικής επιρροής στις ΗΠΑ. Κι αυτό λόγω των δεσμών της με τη CIA, που την τροφοδοτούσε με «ειδήσεις». Τα δύο πιο γνωστά εβδομαδιαία ειδησεογραφικά περιοδικά «Time» και «Newsweek» διατηρούσαν επίσης στενούς δεσμούς με την CIA.
Αποκαλυπτικά στοιχεία βγαίνουν από τα αρχεία της CIA που περιέχουν γραπτές συμφωνίες με ξένους ανταποκριτές και ρεπόρτερ-ελεύθερους επαγγελματίες που συνεργάστηκαν με τα δύο περιοδικά.
Σύμφωνα με τον Carl Bernstein, «ο Allen Dulles συχνά ζητούσε από τον στενό του φίλο Henry Luce, ιδρυτή των περιοδικών "Time" και "Life" ορισμένα μέλη του προσωπικού των περιοδικών να συνεργάζονται με την Κόμπανι».
Στην αυτοβιογραφία του ο πρώην αξιωματούχος της CIA E. Howard Hunt επικαλείται το δημοσίευμα του Bernstein με τίτλο «The CIA and the Media» («Η CIA και τα Μέσα Ενημέρωσης») υποστηρίζοντας ότι «δεν μπορεί να διαψεύσει ούτε μία λέξη».
Στο «Who’s Who» των αμερικανικών Μέσων -που αποτελούν πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία της CIA- περιλαμβάνονται τα πρακτορεία ABC, NBC, Associated Press, UPI, Reuters, Hearst Newspapers, Scripps-Howard, Newsweek και άλλα.
Η πρώτη αποκάλυψη των στενών σχέσεων της CIA με τον Τύπο είχε γίνει το 1964, μέσα από το βιβλίο «The Invisible Government» των δημοσιογράφων David Wise και Thomas B. Ross. Τότε η CIA είχε εξετάσει το ενδεχόμενο να αγοράσει ολόκληρη την έκδοση, αλλά η δεύτερη σκέψη ήταν ότι ο θόρυβος θα προκαλούσε απανωτές επανεκδόσεις. Έτσι περιορίσθηκε στον αποκλεισμό της διαφήμισης του βιβλίου.
Οι συγγραφείς ανέφεραν ότι «σημαντικές αποφάσεις για την ειρήνη ή τον πόλεμο αποφεύγουν να δουν τη δημοσιότητα. Ένας πληροφορημένος πολίτης μπορεί να αντιληφθεί ότι κάποτε η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ λειτουργεί δημόσια, και άλλοτε μυστικά, κάτω από την εποπτεία μιας μυστικής διακυβέρνησης που τη στρέφει ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση».
Στα τέλη του 1966 οι «New York Times» είχαν ξεκινήσει έρευνα για σειρά ερωτηματικών που δεν μπόρεσε να απαντήσει η περιβόητη επίσημη έκθεση Γουόρεν για τη δολοφονία του προέδρου John Kennedy. Η έρευνα ουδέποτε ολοκληρώθηκε, γράφει ο Jerry Policoff στο βιβλίο «The Media and the Murder of John Kennedy».
Η προκατάληψη του όρου «θεωρίες συνωμοσίας» εισήχθη στο λεξιλόγιο της δυτικής προπαγάνδας από τα «περιουσιακά στοιχεία» της CIA με το έγγραφο «Document 1035-960 Concerning Criticism of the Warren Report», μια ανακοίνωση της CIA που είχε εκδοθεί στις αρχές του 1967 και είχε διανεμηθεί από τα κατά τόπους γραφεία της Κόμπανι στον κόσμο ολόκληρο καθώς φούντωναν οι αποκαλύψεις για τις παραλήψεις της έκθεσης Γουόρεν.
Το 1985 ο καθηγητής της Ιστορίας Joseph Mc Bride αποκάλυψε ένα μεμοράντουμ του J. Edgar Hoover το οποίο έπεσε στα χέρια του, με τίτλο «Η δολοφονία του προέδρου Κένεντι» («Assassination of President John F. Kennedy») και ημερομηνία 29 Νοεμβρίου 1963. Σε αυτό υπάρχει αναφορά σε δύο συγκεκριμένα ονόματα, ένα από τα οποία είναι του «Mr. George Bush (του μετέπειτα προέδρου των ΗΠΑ) της Central Intelligence Agency». Η είδηση είχε «διαψευσθεί αρμοδίως» και ο δημοσιογράφος Russ Baker είχε γράψει τότε στο περιοδικό «The Nation» για τον Τζορτζ Μπους της CIA: «Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί» («The Man Who Wasn’t There, George Bush, C.I.A. Operative»).
Η επιχείρηση Gladio (Προβιά), μια ιδιαίτερα καλά οργανωμένη επιχείρηση της δυτικής αντικατασκοπίας -με τη συμμετοχή της CIA και του NATO-, ήταν υπεύθυνη για σειρά προβοκατόρικων ενεργειών, όπως εκρήξεις βομβών και άλλες τρομοκρατικές επιθέσεις, με στόχο να κατηγορηθούν συγκεκριμένα πρόσωπα, σε ολόκληρη την Ευρώπη, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 ως τη δεκαετία του ’80.
Η επιχείρηση αυτή παραμένει ακόμη και σήμερα άγνωστη στις ΗΠΑ. Η αποκάλυψη της επιχείρησης είχε γίνει επίκεντρο σειράς δημοσιευμάτων και στη χώρα μας.
Έρευνα που έκανε το ερευνητικό κέντρο Lexis Nexis το 2012 για την επιχείρηση Gladio έδειξε ότι μόνο τέσσερα δημοσιεύματα είχαν εμφανισθεί σε αμερικανικά Μέσα, ενώ είχε συγκλονισθεί ολόκληρος ο ευρωπαϊκός Τύπος και ο αγγλόφωνος. Πρόκειται για ένα μονόστηλο που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Tampa Bay Times» και τρία στους «New York Times».
Όπως ήταν φυσικό, οι «New York Times» είχαν προσπαθήσει να υποβαθμίσουν την Gladio αποκαλώντας τη, σε άρθρο θαμμένο στην σελίδα Α16, «φανταστική υπόθεση που είχαν δημιουργήσει οι Ιταλοί».
Όπως είχε αποκαλύψει ντοκιμαντέρ του BBC το 2009, ακόμη και ο τότε Ιταλός Χριστιανοδημοκράτης πρωθυπουργός Giulio Andreotti είχε δημόσια παραδεχθεί το 1990 «την ιταλική συμμετοχή στη διαδικασία».
Κι όμως, ο πρώην διευθυντής της CIA William Colby στα απομνημονεύματά του αναφέρεται «στις συγκαλυμμένες επιχειρήσεις παραστρατιωτικών οργανώσεων, για τις οποίες γνώριζαν καλά αξιόπιστοι άνθρωποι στην Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ», όπως γράφει ο James F. Tracy.
Ο δημοσιογράφος Gary Webb δημοσίευσε στη «San Jose Mercury News» για τη «Σκοτεινή συμμαχία» (Dark Alliance) σειρά άρθρων που αποκάλυπταν τη συμμετοχή της CIA σε εμπόριο ναρκωτικών. Ήταν η πρώτη αναφορά στο σκάνδαλο Ιράν-Κόντρα και τη συμμετοχή της υπηρεσίας πληροφοριών στην πώληση ναρκωτικών για τη χρηματοδότηση του εξοπλισμού των Κόντρας στη Νικαράγουα και την επιχείρηση απελευθέρωσης των ομήρων στην πρεσβεία της Τεχεράνης.
Η δημοσίευση των άρθρων εκείνων είχε προκαλέσει μεγάλη πολιτική αναταραχή στις ΗΠΑ. Πάντως, το τμήμα δημοσίων σχέσεων της Κόμπανι είχε προσπαθήσει να διαψεύσει τις πληροφορίες και τα στοιχεία που αποκάλυπτε ο δημοσιογράφος.
Στις 10 Δεκεμβρίου 2004 ο δημοσιογράφος Gary Webb βρέθηκε νεκρός με δύο σφαίρες των 0,38 χιλιοστών στο κεφάλι. Ο ιατροδικαστής είχε σπεύσει να αποφανθεί: Αυτοκτονία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια να... ωραιοποιηθεί η δραστηριότητα της CIA μέσω του πιο μεγάλου προπαγανδιστικού μέσου που διαθέτουν οι ΗΠΑ: του Χόλιγουντ. Έτσι άλλωστε βρήκαν χρηματοδότηση ταινίες όπως το «Argo» και το «Zero Dark Thirty».
Η διασύνδεση της Κόμπανι με τον τομέα διασκέδασης έκανε τον Tom Hayden να γράψει στην κριτική του από την στήλη «LA Review of Books» ότι «είναι τόσο φυσικό να προσπαθεί να ωραιοποιεί μέσω των διασυνδέσεών της στον Τύπο η CIA, ώστε να εγείρονται όσο το δυνατόν λιγότερα ερωτήματα για τη νόμιμη ή μη δραστηριότητά της».
Ο βετεράνος Γερμανός δημοσιογράφος Udo Ulfkotte, συγγραφέας του βιβλίου «Gekaufte Journalisten» («Εξαγορασμένοι δημοσιογράφοι») αποκαλύπτει πως ο ίδιος -κάτω από την απειλή της απόλυσής του- «υποχρεωνόταν επανειλημμένα να δημοσιεύσει και να υπογράφει άρθρα που του είχαν παραδοθεί από πράκτορες της CIA αλλά και των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών». Ο Ulfkotte είχε κάνει τη συγκλονιστική αποκάλυψη σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Russia Today.
πηγη
Αποτελεί έτσι μια μορφή Δούρειου Ίππου της κυβέρνησης των ΗΠΑ στους φορείς ενημέρωσης, που επηρεάζει καθημερινά την άποψη του διεθνούς κοινού μέσω όλων των
πληροφοριών που μεταδίδονται. Ο συντάκτης του άρθρου επισημαίνει πως είναι πάρα πολύ δύσκολο να εντοπίσει κανείς τις διασυνδέσεις των δημοσιογράφων με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, αλλά και τον δισταγμό των ερευνητών να ασχοληθούν με το ζήτημα.
Ανάμεσα στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης που φέρονται ως πολύτιμα... περιουσιακά στοιχεία της CIA είναι τα πρακτορεία ABC, NBC, Αssociated Press, UPI, Reuters, Hearst Newspapers, Scripps-Howard και NewsweekΧαρακτηριστικά σημεία ενδιαφέροντος, ο τρόπος που συγκαλύφθηκαν οι πληροφορίες που αναφέρονταν σε συγκλονιστικά γεγονότα, όπως η νοθεία στις αμερικανικές εκλογές το 2000 και το 2004, τα πραγματικά γεγονότα γύρω από την 11η Σεπτεμβρίου 2001, τα αίτια της εισβολής σε Αφγανιστάν και Ιράκ, η αποσταθεροποίηση της Συρίας και η δημιουργία του Ισλαμικού Χαλιφάτου.
Κι όμως, αποτελούν κομβικά σημεία της σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας, για τα οποία τόσο το αμερικανικό όσο και το διεθνές κοινό που επηρεάζεται άμεσα από αυτά προτιμούν να έχουν πλήρη άγνοια. Σε μια συγκυρία μάλιστα όπου, ενώ όλοι καυχιούνται ότι ζούμε στην εποχή της τεχνολογίας της πληροφόρησης, στην πραγματικότητα επικρατεί η απόλυτα ελεγχόμενη παραπληροφόρηση.
Έτσι, παρότι νομίζουμε ότι είμαστε καλά πληροφορημένοι, γνωρίζουμε μόνο εκείνα που θέλουν να μάθουμε.
Απορίας άξιον είναι πώς σε μια χώρα που διαφημίζεται ως «απόλυτα δημοκρατική» σημαντικές ειδήσεις παραμένουν στην... αφάνεια και οι δημοσιογράφοι αρνούνται να ρωτήσουν τους αρμόδιους για τα ζητήματα που διαμόρφωσαν την αμερικανική πολιτική ιστορία τα τελευταία 50 και πλέον χρόνια (σ.σ.: όπως οι πολιτικές δολοφονίες της δεκαετίας του ’60 ή ο κεντρικός ρόλος που έπαιξε η CIA στη διακίνηση ναρκωτικών).
Ακαδημαϊκοί και αναλυτές έχουν υποστηρίξει κατά καιρούς ότι οι λόγοι για την αποτυχία των δημοσιογράφων των λεγόμενων «μέσων του συρμού» να ασχοληθούν επί της ουσίας με αυτές τις «καυτές πατάτες» είναι η κοινωνιολογία της αίθουσας σύνταξης, η πίεση των μεγάλων διαφημιστικών εταιρειών, η εξάρτηση των ρεπόρτερ από τις «επίσημες κυβερνητικές πηγές», τα μεγάλα μονοπώλια των δημοσιογραφικών μέσων και ο πόθος των συντακτών για την «ασφαλή» προώθηση της καριέρας τους.
Η ευρύτατη συνωμοσία σιωπής οφείλεται αναμφισβήτητα και στη μεγάλη ισχύ που διαθέτει η CIA και άλλοι παρόμοιοι κυβερνητικοί μηχανισμοί, καθώς και στη διείσδυσή τους στα μέσα ενημέρωσης για τη γαλούχηση της κοινής γνώμης με τρόπους που δεν μπορεί ούτε καν να φανταστεί ο απλός πολίτης.
Θα παραθέσουμε ως ιστορική καταγραφή μερικά μόνο από έναν μακρύ κατάλογο ονομάτων -άλλων λιγότερο και άλλων περισσότερο γνωστών- της αμερικανικής δημοσιογραφικής οικογένειας, τα οποία διαμόρφωσαν τον τρόπο με τον οποίο «έπρεπε» να πληροφορηθεί η κοινή γνώμη σημαντικά γεγονότα.
Τον έλεγχο της πληροφόρησης τον είχε αναλάβει αρχικά η υπηρεσία OSS του Στέιτ Ντιπάρτμεντ μέσω του Γραφείου Πολιτικού Συντονισμού (OPC) υπό τον Frank Wisner.
Το OPC έγινε με γοργούς ρυθμούς ένα από τα ισχυρότερα ενημερωτικά γραφεία υπό την επίβλεψη της CIA, όπως επισημαίνει η ιστορικός Lisa Pease, και από 302 υπαλλήλους το 1949 έφτασε τους 2.812 στα 1952, με 3.142 ανταποκριτές στο εξωτερικό. Την ίδια περίοδο ο προϋπολογισμός αυξήθηκε από τα 4,7 εκατ. δολάρια στα 82.
Το 1948 το OPC συνενώθηκε με το Γραφείο Ειδικών Επιχειρήσεων (Office of Special Operations), για να δημιουργηθεί η CIA. Τα «περιουσιακά στοιχεία» του OPC που αφορούσαν τα Μέσα απορροφήθηκαν επίσης.
Καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια να... ωραιοποιηθεί η δραστηριότητα της CIA μέσω του πιο μεγάλου προπαγανδιστικού μέσου που διαθέτουν οι ΗΠΑ: του ΧόλιγουντΤότε καταρτίσθηκε το σχέδιο εφαρμογής «ψυχολογικών επιχειρήσεων δημοσιογραφίας» για να επηρεαστεί μαζικά η κοινή γνώμη: «Θα πρέπει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ο υπουργός Εξωτερικών, οι γερουσιαστές, οι βουλευτές, ακόμη και ο ίδιος ο διευθυντής της CIA να εντυπωσιάζονται όταν διαβάζουν ή ακούν ένα κείμενο από τους (σημαντικούς εκείνης της εποχής δημοσιογράφους) Cy Sulzberger, Arnaud de Borchgrave ή Stewart Alsop, ώστε να μη χρειάζεται να διαβάζουν τις αναφορές της CIA» επισημαίνει χαρακτηριστικά έκθεση του πράκτορα της CIA Miles Copeland.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 η CIA χρηματοδοτούσε μυστικά σημαντικές εκδόσεις εφημερίδων και περιοδικών στο εξωτερικό που εκδίδονταν είτε στα αγγλικά είτε στην τοπική γλώσσα και συγκάλυπταν τις επιχειρήσεις της. Όπως γράφει ο Carl Bernstein της «Washington Post», μια από τις εκδόσεις αυτές ήταν η εφημερίδα «Rome Daily American», η οποία ήταν στην ιδιοκτησία της αμερικανικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.
Η σχέση της CIA με τους «Times» ήταν εξίσου «πολύτιμη» τονίζει ο Bernstein σε δημοσίευμα του 1977. «Από το 1950 έως το 1966, περίπου δέκα υπάλληλοι της CIA εμφανίζονταν και δρούσαν ως συντάκτες των "Times", με την έγκριση μάλιστα του τότε εκδότη της εφημερίδας Arthur Hays Sulzberger (σ.σ.: o οποίος, να σημειωθεί, ήταν προσωπικός φίλος του διευθυντή της CIA Allen Dulles, που είχε διοριστεί από τον Eisenhower).
Ο Paley του CBS ήταν στενός συνεργάτης της CIA και ο εκδότης του «National Enquirer» Gene Pope Jr. είχε εργασθεί στο ιταλικό συντακτικό προσωπικό της CIA, στις αρχές της δεκαετίας του '50.
Ο Frank Wisner (επικεφαλής του Office of Strategic Services για επιχειρήσεις στη νοτιοανατολική Ευρώπη μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επικεφαλής του γραφείου προγραμματισμού Directorate of Plans της CIA στη δεκαετία του '50) μαζί με τον Allen Dulles και τον εκδότη της «Washington Post» Phillip Graham ήταν στενοί συνεργάτες, και η εφημερίδα «Post» είχε καταστεί ένα από τα ειδησεογραφικά όργανα σημαντικής επιρροής στις ΗΠΑ. Κι αυτό λόγω των δεσμών της με τη CIA, που την τροφοδοτούσε με «ειδήσεις». Τα δύο πιο γνωστά εβδομαδιαία ειδησεογραφικά περιοδικά «Time» και «Newsweek» διατηρούσαν επίσης στενούς δεσμούς με την CIA.
Αποκαλυπτικά στοιχεία βγαίνουν από τα αρχεία της CIA που περιέχουν γραπτές συμφωνίες με ξένους ανταποκριτές και ρεπόρτερ-ελεύθερους επαγγελματίες που συνεργάστηκαν με τα δύο περιοδικά.
Σύμφωνα με τον Carl Bernstein, «ο Allen Dulles συχνά ζητούσε από τον στενό του φίλο Henry Luce, ιδρυτή των περιοδικών "Time" και "Life" ορισμένα μέλη του προσωπικού των περιοδικών να συνεργάζονται με την Κόμπανι».
Στην αυτοβιογραφία του ο πρώην αξιωματούχος της CIA E. Howard Hunt επικαλείται το δημοσίευμα του Bernstein με τίτλο «The CIA and the Media» («Η CIA και τα Μέσα Ενημέρωσης») υποστηρίζοντας ότι «δεν μπορεί να διαψεύσει ούτε μία λέξη».
Στο «Who’s Who» των αμερικανικών Μέσων -που αποτελούν πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία της CIA- περιλαμβάνονται τα πρακτορεία ABC, NBC, Associated Press, UPI, Reuters, Hearst Newspapers, Scripps-Howard, Newsweek και άλλα.
Η πρώτη αποκάλυψη των στενών σχέσεων της CIA με τον Τύπο είχε γίνει το 1964, μέσα από το βιβλίο «The Invisible Government» των δημοσιογράφων David Wise και Thomas B. Ross. Τότε η CIA είχε εξετάσει το ενδεχόμενο να αγοράσει ολόκληρη την έκδοση, αλλά η δεύτερη σκέψη ήταν ότι ο θόρυβος θα προκαλούσε απανωτές επανεκδόσεις. Έτσι περιορίσθηκε στον αποκλεισμό της διαφήμισης του βιβλίου.
Οι συγγραφείς ανέφεραν ότι «σημαντικές αποφάσεις για την ειρήνη ή τον πόλεμο αποφεύγουν να δουν τη δημοσιότητα. Ένας πληροφορημένος πολίτης μπορεί να αντιληφθεί ότι κάποτε η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ λειτουργεί δημόσια, και άλλοτε μυστικά, κάτω από την εποπτεία μιας μυστικής διακυβέρνησης που τη στρέφει ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση».
Στα τέλη του 1966 οι «New York Times» είχαν ξεκινήσει έρευνα για σειρά ερωτηματικών που δεν μπόρεσε να απαντήσει η περιβόητη επίσημη έκθεση Γουόρεν για τη δολοφονία του προέδρου John Kennedy. Η έρευνα ουδέποτε ολοκληρώθηκε, γράφει ο Jerry Policoff στο βιβλίο «The Media and the Murder of John Kennedy».
Η προκατάληψη του όρου «θεωρίες συνωμοσίας» εισήχθη στο λεξιλόγιο της δυτικής προπαγάνδας από τα «περιουσιακά στοιχεία» της CIA με το έγγραφο «Document 1035-960 Concerning Criticism of the Warren Report», μια ανακοίνωση της CIA που είχε εκδοθεί στις αρχές του 1967 και είχε διανεμηθεί από τα κατά τόπους γραφεία της Κόμπανι στον κόσμο ολόκληρο καθώς φούντωναν οι αποκαλύψεις για τις παραλήψεις της έκθεσης Γουόρεν.
Το 1985 ο καθηγητής της Ιστορίας Joseph Mc Bride αποκάλυψε ένα μεμοράντουμ του J. Edgar Hoover το οποίο έπεσε στα χέρια του, με τίτλο «Η δολοφονία του προέδρου Κένεντι» («Assassination of President John F. Kennedy») και ημερομηνία 29 Νοεμβρίου 1963. Σε αυτό υπάρχει αναφορά σε δύο συγκεκριμένα ονόματα, ένα από τα οποία είναι του «Mr. George Bush (του μετέπειτα προέδρου των ΗΠΑ) της Central Intelligence Agency». Η είδηση είχε «διαψευσθεί αρμοδίως» και ο δημοσιογράφος Russ Baker είχε γράψει τότε στο περιοδικό «The Nation» για τον Τζορτζ Μπους της CIA: «Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί» («The Man Who Wasn’t There, George Bush, C.I.A. Operative»).
Η επιχείρηση Gladio (Προβιά), μια ιδιαίτερα καλά οργανωμένη επιχείρηση της δυτικής αντικατασκοπίας -με τη συμμετοχή της CIA και του NATO-, ήταν υπεύθυνη για σειρά προβοκατόρικων ενεργειών, όπως εκρήξεις βομβών και άλλες τρομοκρατικές επιθέσεις, με στόχο να κατηγορηθούν συγκεκριμένα πρόσωπα, σε ολόκληρη την Ευρώπη, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 ως τη δεκαετία του ’80.
Η επιχείρηση αυτή παραμένει ακόμη και σήμερα άγνωστη στις ΗΠΑ. Η αποκάλυψη της επιχείρησης είχε γίνει επίκεντρο σειράς δημοσιευμάτων και στη χώρα μας.
Έρευνα που έκανε το ερευνητικό κέντρο Lexis Nexis το 2012 για την επιχείρηση Gladio έδειξε ότι μόνο τέσσερα δημοσιεύματα είχαν εμφανισθεί σε αμερικανικά Μέσα, ενώ είχε συγκλονισθεί ολόκληρος ο ευρωπαϊκός Τύπος και ο αγγλόφωνος. Πρόκειται για ένα μονόστηλο που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Tampa Bay Times» και τρία στους «New York Times».
Όπως ήταν φυσικό, οι «New York Times» είχαν προσπαθήσει να υποβαθμίσουν την Gladio αποκαλώντας τη, σε άρθρο θαμμένο στην σελίδα Α16, «φανταστική υπόθεση που είχαν δημιουργήσει οι Ιταλοί».
Όπως είχε αποκαλύψει ντοκιμαντέρ του BBC το 2009, ακόμη και ο τότε Ιταλός Χριστιανοδημοκράτης πρωθυπουργός Giulio Andreotti είχε δημόσια παραδεχθεί το 1990 «την ιταλική συμμετοχή στη διαδικασία».
Κι όμως, ο πρώην διευθυντής της CIA William Colby στα απομνημονεύματά του αναφέρεται «στις συγκαλυμμένες επιχειρήσεις παραστρατιωτικών οργανώσεων, για τις οποίες γνώριζαν καλά αξιόπιστοι άνθρωποι στην Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ», όπως γράφει ο James F. Tracy.
Ο δημοσιογράφος Gary Webb δημοσίευσε στη «San Jose Mercury News» για τη «Σκοτεινή συμμαχία» (Dark Alliance) σειρά άρθρων που αποκάλυπταν τη συμμετοχή της CIA σε εμπόριο ναρκωτικών. Ήταν η πρώτη αναφορά στο σκάνδαλο Ιράν-Κόντρα και τη συμμετοχή της υπηρεσίας πληροφοριών στην πώληση ναρκωτικών για τη χρηματοδότηση του εξοπλισμού των Κόντρας στη Νικαράγουα και την επιχείρηση απελευθέρωσης των ομήρων στην πρεσβεία της Τεχεράνης.
Η δημοσίευση των άρθρων εκείνων είχε προκαλέσει μεγάλη πολιτική αναταραχή στις ΗΠΑ. Πάντως, το τμήμα δημοσίων σχέσεων της Κόμπανι είχε προσπαθήσει να διαψεύσει τις πληροφορίες και τα στοιχεία που αποκάλυπτε ο δημοσιογράφος.
Στις 10 Δεκεμβρίου 2004 ο δημοσιογράφος Gary Webb βρέθηκε νεκρός με δύο σφαίρες των 0,38 χιλιοστών στο κεφάλι. Ο ιατροδικαστής είχε σπεύσει να αποφανθεί: Αυτοκτονία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια να... ωραιοποιηθεί η δραστηριότητα της CIA μέσω του πιο μεγάλου προπαγανδιστικού μέσου που διαθέτουν οι ΗΠΑ: του Χόλιγουντ. Έτσι άλλωστε βρήκαν χρηματοδότηση ταινίες όπως το «Argo» και το «Zero Dark Thirty».
Η διασύνδεση της Κόμπανι με τον τομέα διασκέδασης έκανε τον Tom Hayden να γράψει στην κριτική του από την στήλη «LA Review of Books» ότι «είναι τόσο φυσικό να προσπαθεί να ωραιοποιεί μέσω των διασυνδέσεών της στον Τύπο η CIA, ώστε να εγείρονται όσο το δυνατόν λιγότερα ερωτήματα για τη νόμιμη ή μη δραστηριότητά της».
Ο βετεράνος Γερμανός δημοσιογράφος Udo Ulfkotte, συγγραφέας του βιβλίου «Gekaufte Journalisten» («Εξαγορασμένοι δημοσιογράφοι») αποκαλύπτει πως ο ίδιος -κάτω από την απειλή της απόλυσής του- «υποχρεωνόταν επανειλημμένα να δημοσιεύσει και να υπογράφει άρθρα που του είχαν παραδοθεί από πράκτορες της CIA αλλά και των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών». Ο Ulfkotte είχε κάνει τη συγκλονιστική αποκάλυψη σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Russia Today.
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου