Στις 12 Ιανουαρίου, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έδωσε μια συνέντευξη 60
λεπτών στη γερμανική εφημερίδα «Sueddeutsche Zeitung». Η συνέντευξη
δημοσιεύτηκε τρεις μέρες μετά. Στις 66 ώρες που μεσολάβησαν, η εφημερίδα
αντάλλασσε ηλεκτρονικά μηνύματα με το γραφείο Τύπου του γερμανού
υπουργού, μέχρι να δοθεί η τελική «έγκριση» για τη δημοσίευση του
κειμένου.
Είχε προηγηθεί μια ανάλογη υπόθεση, με πρωταγωνιστή αυτή τη φορά, τον διευθύνοντα σύμβουλο του ομίλου VW. Ο freelancer δημοσιογράφος Ben Knight έγραψε ένα άρθρο στη Deutsche Welle. «Μήπως είναι η ώρα να τελειώνουμε με την έγκριση των συνεντεύξεων στη Γερμανία;», αναρωτήθηκε. Επικοινωνήσαμε μαζί του, και τον ρωτήσαμε για αυτά που -δεν ξέραμε ότι- συμβαίνουν στον γερμανικό Τύπο.
της Μάχης Μαργαρίτη
Στις 11 Ιανουαρίου, ο νέος διευθύνων σύμβουλος της Volkswagen, Matthias Mueller, πήγε ένα ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο πλαίσιο της «διαχείρισης κρίσης» ενώπιον αμερικανών καταναλωτών και αρχών, έδωσε μια συνέντευξη στο δίκτυο NPR. Η αναφορά του σε «τεχνικό πρόβλημα», για τις παραποιήσεις των τιμών των ρύπων, έδωσε την εικόνα του «ατυχήματος». Μάλλον όχι αυτό που περίμεναν να ακούσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Λίγο μετά τη μετάδοση της συνέντευξης, εκπρόσωποι της VW ζήτησαν από το αμερικανικό δίκτυο να ηχογραφηθεί νέα συνέντευξη. Το NPR στην ιστοσελίδα του παραθέτει και την πρώτη συνέντευξη, και τη δεύτερη. Τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης ενοχλήθηκαν από τη στάση του Mueller. «Εξευτέλισε τον εαυτό του», έγραψε το Spiegel.
Ήταν, όμως, «άγνωστη» η συμπεριφορά αυτή στον γερμανικό Τύπο; Όχι, έγραψε την περασμένη εβδομάδα στην Deutsche Welle ο δημοσιογράφος Ben Knight. «Ο γερμανικός Τύπος έχει -τουλάχιστον- ένα μερίδιο ευθύνης. Έχει επιτρέψει σε πρόσωπα εξουσίας όπως ο Mueller να θεωρούν δεδομένη την παρέμβασή τους στις συνεντεύξεις που δίνουν…. Πολλοί δημοσιογράφοι πιστεύουν ότι είναι ώρα να τελειώσει αυτή η τυραννία της έγκρισης των λόγων».
Η περίπτωση «Sueddeutsche Zeitung» – Σόιμπλε
Μια χαραμάδα για να δουν οι αναγνώστες τι πραγματικά συμβαίνει, άνοιξε πρόσφατα με ένα άρθρο της η εφημερίδα «Sueddeutsche Zeitung». Το έντυπο, από τα πιο γνωστά της Γερμανίας, πήρε μια συνέντευξη 60 λεπτών από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στις 12 Ιανουαρίου. Από τη στιγμή που δόθηκε η συνέντευξη, πέρασαν 66 ώρες ανταλλαγής ηλεκτρονικών μηνυμάτων με το γραφείο Τύπου του γερμανού υπουργού, μέχρι να δώσει το «ok», «μέχρι οι λέξεις του υπουργού να θεωρηθεί ότι απέδιδαν αυτό που ήθελε να εννοούν», έγραψε ο Ben Knight. Το τελικό κείμενο που έστειλε το γραφείο Τύπου του Σόιμπλε, έφτασε το Σάββατο, τρεις ώρες προτού το φύλλο πάει στο πιεστήριο. Σε αυτό, μια λέξη, η αγγλική «will», μετατράπηκε στο πιο αμφίσημο «would».
«Πρέπει να το κάνουμε, στο όνομα μιας δημοσιογραφίας που μπορεί να επιβιώσει μόνο αν είναι όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητη» – Marcus HesselmannΗ συζήτηση στην κοινότητα των δημοσιογράφων άνοιξε. «Είναι σημαντικό βήμα να συζητηθεί αυτό το θέμα δημόσια. …Επόμενο βήμα: εγκαταλείψτε τη διαδικασία εξουσιοδότησης«, ήταν το σχόλιο του δημοσιογράφου Markus Hesselmann της ηλεκτρονικής έκδοσης της «Tagesspiegel».
«Άφωνοι και σοκαρισμένοι»
To 2007, ένα περιοδικό lifestyle για νέους, το U-mag, πήρε μια συνέντευξη από μια ανερχόμενη ηθοποιό. Αφού, όμως, έδωσε στην ηθοποιό το κείμενο, ο δημοσιογράφος έμεινε «άναυδος και σοκαρισμένος» όταν επέστρεψε η τελική εκδοχή. Είχε τόσες αλλαγές, έλεγε τότε ο ίδιος, ώστε έμοιαζε να έχει δεχτεί επίθεση από «λογοκριτές σε καιρό πολέμου«. Έμοιαζε περισσότερο με αυτό-προωθητικό κείμενο, παρά με ζωντανή συνέντευξη».
Το περιοδικό αποφάσισε τότε να δημοσιεύσει τη συνέντευξη ολόκληρη -και με τις παραγράφους που είχαν κοπεί από την ίδια την ηθοποιό. Θέλησαν, είπαν, να δώσουν στους αναγνώστες την ευκαιρία για μια ματιά μέσα στο σύγχρονο μιντιακό τοπίο.
Η συζήτηση άναψε για αυτό που πολλοί αποκαλούσαν «ιδιαίτερα φιλική σχέση ανάμεσα στα γερμανικά μίντια και τα δημόσια πρόσωπα». Ο εκπρόσωπος της Ένωσης Δημοσιογράφων Χέντρικ Ζέρνερ έκανε δηλώσεις. Μεταξύ άλλων είπε ότι οι μεγαλύτερες εφημερίδες»τείνουν να έχουν πιο καθαρές δημοσιογραφικές πρακτικές», σε σχέση με μικρότερες εφημερίδες.
Με αυτή την άποψη διαφωνούσε η Ίνγκριντ Κολμπ, διευθύντρια τότε της σχολής δημοσιογραφίας Henri Nannen School στο Αμβούργο, που έλεγε τότε ότι κάποια από τα μεγαλύτερα δημοσιογραφικά μέσα της χώρας, ακολουθούσαν την ίδια πρακτική. «Οι μεγάλες συνεντεύξεις που δημοσιεύει το Spiegel με πολύ γνωστά δημόσια πρόσωπα, οι λεγόμενες «κουβέντες», είναι γνωστές για αυτό. Μπορεί να πάνε και να έρθουν δεκάδες φορές, με κάθε πλευρά να προβάλει ένα επιχείρημα, και να το βελτιώνει. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό εξυπηρετεί και τις δύο πλευρές».
«Οι αμερικανοί δημοσιογράφοι θα χλεύαζαν»
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία ή την Αυστραλία, η ιδέα να δίνει ο δημοσιογράφος στον συνεντευξιαζόμενο τη δυνατότητα να ενσωματώσει τα δικά του σχόλια, θα ήταν αιτία χλευασμού, αν όχι απόρριψης, σημείωνε η Τζένιφερ Άμπραμσον στο άρθρο της για τη DW το 2007.
Το 2010, ωστόσο, η Ομοσπονδία εξέδωσε οδηγίες. Είπε ότι η εξουσιοδότηση θα μπορούσε να είναι νομικά σημαντική -από τη στιγμή που ο συνεντευξιαζόμενος έχει τεχνικά συν-γράψει το κείμενο- αλλά θα πρέπει να αφορά διορθώσεις για «δεδομένα και γλωσσικά ζητήματα».
«Έχει γίνει καθημερινή ρουτίνα»…
Επικοινωνήσαμε με τον δημοσιογράφο Μπεν Νάιτ, και τον ρωτήσαμε γιατί, κατά τη γνώμη του, δόθηκαν αυτές οι οδηγίες στους δημοσιογράφους. «Η DJV πιθανά πίστευε ότι υπάρχει νομικό ζήτημα επειδή οι συνεντευξιαζόμενοι μπορούν τεχνικά να ισχυριστούν «συν-συγγραφή» αν χρησιμοποιηθούν οι λέξεις τους. Οπότε, αντί να πει, «Μην επιτρέψετε ποτέ την εξουσιοδότηση», είπε, «ΜΠΟΡΕΙΤΕ να επιτρέψετε την εξουσιοδότηση αν θέλετε, αλλά βεβαιωθείτε ότι αφορά μόνο διορθώσεις γλωσσικές και διευκρινίσεις, και αν ο συνεντευξιαζόμενος απαιτήσει αλλαγές στο περιεχόμενο, έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε». Ο Νάιτ συμπληρώνει ότι η DJV είναι μία μόνο από τις πολλές δημοσιογραφικές ενώσεις στη Γερμανία.
Γιατί, όμως, έχει επικρατήσει η πρακτική της «έγκρισης των συνεντεύξεων» από τα πρόσωπα που μιλούν, προτού δημοσιευτούν; «Πιστεύω ότι απλώς έχει γίνει καθημερινή ρουτίνα. Ένας δημοσιογράφος χρειάζεται μια συνέντευξη, έχει μια προθεσμία, παίρνει τις απαντήσεις του, και μετά, αντί να εμπλακεί σε μια αντιπαράθεση με τον συνεντευξιαζόμενο, απλώς ελέγχει τις δηλώσεις.
Έτοιμοι, ή όχι, για αλλαγή;
Στη συζήτηση που συχνά ανοίγει μεταξύ των γερμανών δημοσιογράφων, πολλοί υποστηρίζουν ότι η «εξουσιοδότηση» έχει τα δικά της πλεονεκτήματα, επειδή μπορεί να βοηθήσει να ξεκαθαριστούν αμφισημίες, και διασφαλίζει ότι ένα πρόσωπο δε μπορεί να ισχυριστεί ότι παραποιήθηκαν οι δηλώσεις του.
Η Σερστίν Γκάμελιν είναι η δημοσιογράφος που έγραψε το άρθρο της SZ για το παρασκήνιο της συνέντευξης Σόιμπλε. Δεν πιστεύει ότι οι συνάδελφοί της είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν την πρακτική. «Εκτιμώ ότι το κακό με την εξουσιοδότηση είναι πως οι δημοσιογράφοι γίνονται εξαρτημένοι από το «ΟΚ»«. Αλλά, προσθέτει, «το πλεονέκτημα είναι ότι υπό συγκεκριμένες συνθήκες οι παρανοήσεις μπορούν να αποτραπούν».
Η Σερστίν Γκάμελιν θεωρεί ότι οι συνήθειες δεν αλλάζουν. Ρωτάμε τον Μπεν Νάιτ αν συμφωνεί με αυτή την πρόβλεψη. Και παρότι αρχικά δε φαίνεται να διαφωνεί, στο τέλος αφήνει ανοιχτό ένα παράθυρο. «Είναι ένα θέμα που επανέρχεται κάθε τόσο, και τίποτα δεν έχει αλλάξει ακόμη, οπότε δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει κάτι. ΟΜΩΣ, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι γνωρίζουν ότι μάλλον μόνο η Γερμανία το εφαρμόζει, και στοιχηματίζω ότι αν κάποιος έκανε μια δημοσκόπηση μεταξύ των δημοσιογράφων, η πλειονότητα θα ζητούσε να αλλάξει αυτή η σύμβαση. Και αν υπήρχε μια συντονισμένη στάση, οι πολιτικοί θα το δέχονταν.»
Ο Ben Knight είναι freelancer δημοσιογράφος από τη Βρετανία. Ζει στο Βερολίνο. Έχει γράψει για τον Guardian, τον Observer, τη Deutsche Welle και πολλά έντυπα.
πηγές: DW, NPR
φωτογραφίες: ΑΠΕ/ΜΠΕ
Είχε προηγηθεί μια ανάλογη υπόθεση, με πρωταγωνιστή αυτή τη φορά, τον διευθύνοντα σύμβουλο του ομίλου VW. Ο freelancer δημοσιογράφος Ben Knight έγραψε ένα άρθρο στη Deutsche Welle. «Μήπως είναι η ώρα να τελειώνουμε με την έγκριση των συνεντεύξεων στη Γερμανία;», αναρωτήθηκε. Επικοινωνήσαμε μαζί του, και τον ρωτήσαμε για αυτά που -δεν ξέραμε ότι- συμβαίνουν στον γερμανικό Τύπο.
της Μάχης Μαργαρίτη
Στις 11 Ιανουαρίου, ο νέος διευθύνων σύμβουλος της Volkswagen, Matthias Mueller, πήγε ένα ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο πλαίσιο της «διαχείρισης κρίσης» ενώπιον αμερικανών καταναλωτών και αρχών, έδωσε μια συνέντευξη στο δίκτυο NPR. Η αναφορά του σε «τεχνικό πρόβλημα», για τις παραποιήσεις των τιμών των ρύπων, έδωσε την εικόνα του «ατυχήματος». Μάλλον όχι αυτό που περίμεναν να ακούσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Λίγο μετά τη μετάδοση της συνέντευξης, εκπρόσωποι της VW ζήτησαν από το αμερικανικό δίκτυο να ηχογραφηθεί νέα συνέντευξη. Το NPR στην ιστοσελίδα του παραθέτει και την πρώτη συνέντευξη, και τη δεύτερη. Τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης ενοχλήθηκαν από τη στάση του Mueller. «Εξευτέλισε τον εαυτό του», έγραψε το Spiegel.
Ήταν, όμως, «άγνωστη» η συμπεριφορά αυτή στον γερμανικό Τύπο; Όχι, έγραψε την περασμένη εβδομάδα στην Deutsche Welle ο δημοσιογράφος Ben Knight. «Ο γερμανικός Τύπος έχει -τουλάχιστον- ένα μερίδιο ευθύνης. Έχει επιτρέψει σε πρόσωπα εξουσίας όπως ο Mueller να θεωρούν δεδομένη την παρέμβασή τους στις συνεντεύξεις που δίνουν…. Πολλοί δημοσιογράφοι πιστεύουν ότι είναι ώρα να τελειώσει αυτή η τυραννία της έγκρισης των λόγων».
Η περίπτωση «Sueddeutsche Zeitung» – Σόιμπλε
Μια χαραμάδα για να δουν οι αναγνώστες τι πραγματικά συμβαίνει, άνοιξε πρόσφατα με ένα άρθρο της η εφημερίδα «Sueddeutsche Zeitung». Το έντυπο, από τα πιο γνωστά της Γερμανίας, πήρε μια συνέντευξη 60 λεπτών από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στις 12 Ιανουαρίου. Από τη στιγμή που δόθηκε η συνέντευξη, πέρασαν 66 ώρες ανταλλαγής ηλεκτρονικών μηνυμάτων με το γραφείο Τύπου του γερμανού υπουργού, μέχρι να δώσει το «ok», «μέχρι οι λέξεις του υπουργού να θεωρηθεί ότι απέδιδαν αυτό που ήθελε να εννοούν», έγραψε ο Ben Knight. Το τελικό κείμενο που έστειλε το γραφείο Τύπου του Σόιμπλε, έφτασε το Σάββατο, τρεις ώρες προτού το φύλλο πάει στο πιεστήριο. Σε αυτό, μια λέξη, η αγγλική «will», μετατράπηκε στο πιο αμφίσημο «would».
«Πρέπει να το κάνουμε, στο όνομα μιας δημοσιογραφίας που μπορεί να επιβιώσει μόνο αν είναι όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητη» – Marcus HesselmannΗ συζήτηση στην κοινότητα των δημοσιογράφων άνοιξε. «Είναι σημαντικό βήμα να συζητηθεί αυτό το θέμα δημόσια. …Επόμενο βήμα: εγκαταλείψτε τη διαδικασία εξουσιοδότησης«, ήταν το σχόλιο του δημοσιογράφου Markus Hesselmann της ηλεκτρονικής έκδοσης της «Tagesspiegel».
«Άφωνοι και σοκαρισμένοι»
To 2007, ένα περιοδικό lifestyle για νέους, το U-mag, πήρε μια συνέντευξη από μια ανερχόμενη ηθοποιό. Αφού, όμως, έδωσε στην ηθοποιό το κείμενο, ο δημοσιογράφος έμεινε «άναυδος και σοκαρισμένος» όταν επέστρεψε η τελική εκδοχή. Είχε τόσες αλλαγές, έλεγε τότε ο ίδιος, ώστε έμοιαζε να έχει δεχτεί επίθεση από «λογοκριτές σε καιρό πολέμου«. Έμοιαζε περισσότερο με αυτό-προωθητικό κείμενο, παρά με ζωντανή συνέντευξη».
Το περιοδικό αποφάσισε τότε να δημοσιεύσει τη συνέντευξη ολόκληρη -και με τις παραγράφους που είχαν κοπεί από την ίδια την ηθοποιό. Θέλησαν, είπαν, να δώσουν στους αναγνώστες την ευκαιρία για μια ματιά μέσα στο σύγχρονο μιντιακό τοπίο.
Η συζήτηση άναψε για αυτό που πολλοί αποκαλούσαν «ιδιαίτερα φιλική σχέση ανάμεσα στα γερμανικά μίντια και τα δημόσια πρόσωπα». Ο εκπρόσωπος της Ένωσης Δημοσιογράφων Χέντρικ Ζέρνερ έκανε δηλώσεις. Μεταξύ άλλων είπε ότι οι μεγαλύτερες εφημερίδες»τείνουν να έχουν πιο καθαρές δημοσιογραφικές πρακτικές», σε σχέση με μικρότερες εφημερίδες.
Με αυτή την άποψη διαφωνούσε η Ίνγκριντ Κολμπ, διευθύντρια τότε της σχολής δημοσιογραφίας Henri Nannen School στο Αμβούργο, που έλεγε τότε ότι κάποια από τα μεγαλύτερα δημοσιογραφικά μέσα της χώρας, ακολουθούσαν την ίδια πρακτική. «Οι μεγάλες συνεντεύξεις που δημοσιεύει το Spiegel με πολύ γνωστά δημόσια πρόσωπα, οι λεγόμενες «κουβέντες», είναι γνωστές για αυτό. Μπορεί να πάνε και να έρθουν δεκάδες φορές, με κάθε πλευρά να προβάλει ένα επιχείρημα, και να το βελτιώνει. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό εξυπηρετεί και τις δύο πλευρές».
«Οι αμερικανοί δημοσιογράφοι θα χλεύαζαν»
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία ή την Αυστραλία, η ιδέα να δίνει ο δημοσιογράφος στον συνεντευξιαζόμενο τη δυνατότητα να ενσωματώσει τα δικά του σχόλια, θα ήταν αιτία χλευασμού, αν όχι απόρριψης, σημείωνε η Τζένιφερ Άμπραμσον στο άρθρο της για τη DW το 2007.
«Γνωρίζω ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά στο θέμα αυτό ανάμεσα στον Αγγλοσαξονικό κόσμο και τον Γερμανικό κόσμο», Ίνγκριντ Κολμπ, 2007Την ίδια χρονιά, ο εκπρόσωπος της Γερμανικής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων, έλεγε ότι η πρακτική της εξουσιοδότησης είναι «μια πραγματική αδυναμία στη γερμανική δημοσιογραφία». Και ανέφερε ότι «οι συνεντεύξεις έχουν σκοπό να ενημερώνουν και να εξηγούν. Αν, όμως, οι συνεντεύξεις τροποποιούνται αφότου δοθούν, δεν είναι πια συνεντεύξεις. Είναι κείμενα δημοσίων σχέσεων«.
Το 2010, ωστόσο, η Ομοσπονδία εξέδωσε οδηγίες. Είπε ότι η εξουσιοδότηση θα μπορούσε να είναι νομικά σημαντική -από τη στιγμή που ο συνεντευξιαζόμενος έχει τεχνικά συν-γράψει το κείμενο- αλλά θα πρέπει να αφορά διορθώσεις για «δεδομένα και γλωσσικά ζητήματα».
«Έχει γίνει καθημερινή ρουτίνα»…
Επικοινωνήσαμε με τον δημοσιογράφο Μπεν Νάιτ, και τον ρωτήσαμε γιατί, κατά τη γνώμη του, δόθηκαν αυτές οι οδηγίες στους δημοσιογράφους. «Η DJV πιθανά πίστευε ότι υπάρχει νομικό ζήτημα επειδή οι συνεντευξιαζόμενοι μπορούν τεχνικά να ισχυριστούν «συν-συγγραφή» αν χρησιμοποιηθούν οι λέξεις τους. Οπότε, αντί να πει, «Μην επιτρέψετε ποτέ την εξουσιοδότηση», είπε, «ΜΠΟΡΕΙΤΕ να επιτρέψετε την εξουσιοδότηση αν θέλετε, αλλά βεβαιωθείτε ότι αφορά μόνο διορθώσεις γλωσσικές και διευκρινίσεις, και αν ο συνεντευξιαζόμενος απαιτήσει αλλαγές στο περιεχόμενο, έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε». Ο Νάιτ συμπληρώνει ότι η DJV είναι μία μόνο από τις πολλές δημοσιογραφικές ενώσεις στη Γερμανία.
Γιατί, όμως, έχει επικρατήσει η πρακτική της «έγκρισης των συνεντεύξεων» από τα πρόσωπα που μιλούν, προτού δημοσιευτούν; «Πιστεύω ότι απλώς έχει γίνει καθημερινή ρουτίνα. Ένας δημοσιογράφος χρειάζεται μια συνέντευξη, έχει μια προθεσμία, παίρνει τις απαντήσεις του, και μετά, αντί να εμπλακεί σε μια αντιπαράθεση με τον συνεντευξιαζόμενο, απλώς ελέγχει τις δηλώσεις.
Πιθανόν στο 95% των περιπτώσεων, ο συνεντευξιαζόμενος ποτέ δε θέλει αλλαγές έτσι κι αλλιώς, και αμφιβάλλω αν -σε περίπτωση που ο ρεπόρτερ δημοσίευε χωρίς έγκριση- ο συνεντευξιαζόμενος θα είχε οποιαδήποτε πιθανότητα να κερδίσει μια δίκη, ακόμη κι αν θεωρούσε ότι έχουν αποδοθεί λάθος αυτά που είπε.Είναι απλώς ένα μίγμα ευγένειας, τεμπελιάς, συνήθειας, διασφάλισης πρόσβασης, και παράδοσης, και το πλεονέκτημα είναι ότι αποφεύγεις παρεξηγήσεις. Είναι όπως οι βρετανοί και η μοναρχία -οι περισσότεροι μπορούν να αντιληφθούν λογικά ότι είναι λάθος και ηθικά αμφιλεγόμενη, αλλά απαιτεί πολλή προσπάθεια να γίνει οποιαδήποτε αλλαγή, οπότε…»
Έτοιμοι, ή όχι, για αλλαγή;
Στη συζήτηση που συχνά ανοίγει μεταξύ των γερμανών δημοσιογράφων, πολλοί υποστηρίζουν ότι η «εξουσιοδότηση» έχει τα δικά της πλεονεκτήματα, επειδή μπορεί να βοηθήσει να ξεκαθαριστούν αμφισημίες, και διασφαλίζει ότι ένα πρόσωπο δε μπορεί να ισχυριστεί ότι παραποιήθηκαν οι δηλώσεις του.
Η Σερστίν Γκάμελιν είναι η δημοσιογράφος που έγραψε το άρθρο της SZ για το παρασκήνιο της συνέντευξης Σόιμπλε. Δεν πιστεύει ότι οι συνάδελφοί της είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν την πρακτική. «Εκτιμώ ότι το κακό με την εξουσιοδότηση είναι πως οι δημοσιογράφοι γίνονται εξαρτημένοι από το «ΟΚ»«. Αλλά, προσθέτει, «το πλεονέκτημα είναι ότι υπό συγκεκριμένες συνθήκες οι παρανοήσεις μπορούν να αποτραπούν».
Η Σερστίν Γκάμελιν θεωρεί ότι οι συνήθειες δεν αλλάζουν. Ρωτάμε τον Μπεν Νάιτ αν συμφωνεί με αυτή την πρόβλεψη. Και παρότι αρχικά δε φαίνεται να διαφωνεί, στο τέλος αφήνει ανοιχτό ένα παράθυρο. «Είναι ένα θέμα που επανέρχεται κάθε τόσο, και τίποτα δεν έχει αλλάξει ακόμη, οπότε δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει κάτι. ΟΜΩΣ, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι γνωρίζουν ότι μάλλον μόνο η Γερμανία το εφαρμόζει, και στοιχηματίζω ότι αν κάποιος έκανε μια δημοσκόπηση μεταξύ των δημοσιογράφων, η πλειονότητα θα ζητούσε να αλλάξει αυτή η σύμβαση. Και αν υπήρχε μια συντονισμένη στάση, οι πολιτικοί θα το δέχονταν.»
Ο Ben Knight είναι freelancer δημοσιογράφος από τη Βρετανία. Ζει στο Βερολίνο. Έχει γράψει για τον Guardian, τον Observer, τη Deutsche Welle και πολλά έντυπα.
πηγές: DW, NPR
φωτογραφίες: ΑΠΕ/ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου