Ο Κρίστοφερ Νάιτ ήταν μόλις 20 ετών όταν πάρκαρε το αυτοκίνητό του
σε ένα απομονωμένο μονοπατάκι στην πολιτεία Μέιν των ΗΠΑ και άρχισε να
περπατά μέσα στο δάσος, κουβαλώντας παρά ελάχιστα πράγματα. Δεν είχε
κάποιο σχέδιο και το μόνο που ήθελε ήταν να αποφύγει την επαφή με τους
ανθρώπους. Και το κατάφερε για 27 ολόκληρα χρόνια. Αυτή είναι η ιστορία
του…
Ο νεαρός τότε Κρίστοφερ απομακρύνθηκε από τους ανθρώπους και τον σύγχρονο τρόπο ζωής, για να βρεθεί έπειτα από περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα.
Ο 20χρονος εργαζόταν στην εγκατάσταση συναγερμών σε σπίτια και οχήματα, κοντά στη Βοστόνη, όταν ξαφνικά, χωρίς να ενημερώσει το αφεντικό του, παραιτήθηκε. Δεν επέστρεψε ούτε τα εργαλεία του. Εξαργύρωσε την επιταγή του μισθού του και εγκατέλειψε την πόλη.
Δεν είπε σε κανέναν πού πήγαινε. «Δεν είχα κανέναν για να το πω», λέει ο ίδιος. «Δεν είχα φίλους. Δεν είχα κανένα ενδιαφέρον για τους συναδέλφους μου». Άρχισε να οδηγεί στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ, τρώγοντας φαστ φουντ και μένοντας σε φτηνά ξενοδοχεία, τα φτηνότερα που μπορούσε να βρει. Ταξίδεψε επί μέρες μόνος, μέχρι που βρέθηκε στη Φλόριντα. Ξαναβγήκε και πάλι στον δρόμο, αυτή τη φορά προς βορρά. Στο ταξίδι του άκουγε ραδιόφωνο. Πρόεδρος τότε ήταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν, το δυστύχημα στο Τσέρνομπιλ είχε μόλις συμβεί. Μια σκέψη στριφογύριζε στο κεφάλι του: όλη του τη ζωή, απολάμβανε τη μοναξιά του. Η αλληλεπίδραση με τους άλλους συχνά του προκαλούσε εκνευρισμό.
Ο δρόμος τον οδήγησε στο Μέιν, όπου είχε μεγαλώσει. Πέρασε με το αυτοκίνητο μπροστά από το οικογενειακό του σπίτι, για να συνεχίσει και σύντομα θα έφτανε σε μια λίμνη, τη μεγαλύτερη στο Μέιν. «Οδήγησα μέχρι να ξεμείνω σχεδόν από βενζίνη. Πήρα έναν μικρό δρόμο. Μετά ένα μονοπάτι». Οδήγησε τόσο μέσα στη φύση όσο το όχημά του το επέτρεπε.
Πάρκαρε το αυτοκίνητό του και πέταξε τα κλειδιά μέσα σε αυτό. Είχε πάνω του μια τέντα και ένα σακίδιο, όχι όμως πυξίδα ούτε χάρτη. Χωρίς να γνωρίζει πού πήγαινε, μπήκε μέσα στο δάσος και άρχισε να περπατά.
Γιατί όμως ένας 20χρονος να εγκατέλειπε έτσι ξαφνικά τον κόσμο; «Για τον υπόλοιπο κόσμο, έπαψα να υπάρχω», λέει ο ίδιος, σύμφωνα με τη βρετανική Guardian. Μετά την εξαφάνισή του, η οικογένειά του δεν είχε ιδέα για το τι είχε απογίνει και δεν μπορούσε να δεχτεί την ιδέα ότι ήταν νεκρός. Η τελευταία του κίνηση, να αφήσει τα κλειδιά μέσα στο αμάξι του, ήταν ιδιαιτέρως παράξενη. Έχοντας μεγαλώσει να εκτιμά την αξία του χρήματος, το αυτοκίνητό του ήταν ό,τι πιο ακριβό είχε στην κατοχή του. Γιατί δεν κράτησε τα κλειδιά σε περίπτωση που κάτι συμβεί; Και αν αποφάσιζε ότι δεν του άρεσε η ζωή που είχε αποφασίσει να ξεκινήσει;
«Το αμάξι δεν μου χρησίμευε σε τίποτα. Είχα σχεδόν μηδενική βενζίνη και βρισκόμουν πολύ μακριά από βενζινάδικο», ανέφερε ο Νάιτ αργότερα. Το όχημα αυτό βρίσκεται πιθανότατα στο ίδιο σημείο όπου εγκαταλείφθηκε, με το δάσος να το έχει «καταβροχθίσει».
Πάντως, ο ίδιος δεν γνωρίζει γιατί αποφάσισε να τα αφήσει όλα πίσω του και να φύγει. Η ερώτηση αυτή τον έχει απασχολήσει αρκετές φορές, χωρίς όμως να καταλήγει σε κάποια απάντηση. Αποφάσισε λοιπόν πως πρόκειται για ένα «μυστήριο». Δεν ήταν λόγοι θρησκείας, δεν επρόκειτο για μια μορφή διαμαρτυρίας στη σύγχρονη κοινωνία, ούτε για κάποιο είδος καλλιτεχνικής ή φιλοσοφικής αναζήτησης. Δεν τράβηξε ποτέ ούτε μια φωτογραφία, δεν έγραψε καμία γραμμή για την περιπέτειά του. Κανείς δεν γνώριζε πού ήταν. Είχε γυρίσει πλήρως την πλάτη του στον κόσμο. Και δεν υπήρχε κάποιος ξεκάθαρος λόγος που να το δικαιολογεί αυτό. «Δεν μπορώ να εξηγήσω τις πράξεις μου. Δεν είχα κάποια σχέδια όταν έφυγα, δεν σκεφτόμουν τίποτα», δήλωσε ο Νάιτ, ένας πραγματικός ερημίτης.
Στόχος του ήταν να χαθεί μέσα στο δάσος μόνος του. Κουβαλούσε μαζί του ορισμένα σύνεργα του κάμπινγκ, λίγα ρούχα και λίγο φαγητό. Δεν είναι όμως εύκολο να χαθείς πραγματικά. Και ο Νάιτ ήξερε πως κατευθυνόταν νότια. Συνέχισε να περπατά σε πλαγιές και λασπώδεις υγροτόπους. «Σύντομα έχασα την αίσθηση του πού βρισκόμουν. Δεν με ένοιαζε. Συνέχιζα να προχωράω. Ήμουν ικανοποιημένος από την επιλογή που είχα κάνει».
Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: το φαγητό. Ο Νάιτ πεινούσε και δεν ήξερε πώς να βρει τροφή. Δεν είχε προνοήσει για τίποτα. Ήταν σαν να ξεκινούσε για κάμπινγκ το Σαββατοκύριακο και να επέστρεφε μετά από 27 χρόνια. Δεν είχε μαζί του σύνεργα για να κυνηγήσει ή να ψαρέψει. Τα δάση όπου βρισκόταν δεν είχαν ούτε δέντρα από τα οποία μπορούσε να βρει κάποια τροφή. Δεν ήθελε όμως και να πεθάνει.
Τρώγοντας ελάχιστα, συνέχισε τον δρόμο του προς τον νότο, μέχρι που μπροστά του εμφανίστηκαν δρόμοι. Βρήκε μια πέρδικα που είχε χτυπηθεί από αμάξι, αλλά δεν είχε τρόπο να την ψήσει. Έτσι την έφαγε ωμή. Πέρασε δίπλα από σπίτια με κήπους, αλλά η ανατροφή του και η περηφάνειά του δεν του επέτρεπαν να αναζητήσει εκεί την τροφή του. Όταν όμως έχεις να φας επί 10 ημέρες, οι αντιστάσεις του καθενός θα κάμπτονταν, καθώς δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί η πείνα. Άρπαξε λοιπόν κάποια λαχανικά από μερικούς κήπους.
Συνέχισε να κινείται νότια, παίρνοντας πράγματα από κήπους και κάποια στιγμή βρέθηκε σε μια περιοχή που του φάνηκε κάπως οικεία. Δεν ήταν βέβαιος πού βρισκόταν, αλλά αποδείχθηκε αργότερα ότι δεν ήταν μακριά από το σπίτι των παιδικών του χρόνων. Στη διάρκεια των επόμενων μηνών, δοκίμασε να μείνει σε αρκετά σημεία στην περιοχή, χωρίς να μένει ικανοποιημένος. Ξαφνικά βρέθηκε σε μια περιοχή «πνιγμένη» από τα δέντρα που του ταίριαξε.
Παρέμενε όμως νηστικός και δεν ήθελε να ζητήσει βοήθεια. Ήθελε να μείνει αποκλειστικά μόνος. Τότε ήταν που πρόσεξε πως κάποια σπιτάκια που βρίσκονταν σε μια απόσταση από την περιοχή όπου επέλεξε να εγκατασταθεί, είχαν ελάχιστα μέτρα ασφαλείας. Οι ιδιοκτήτες άφηναν συχνά τα παράθυρα ανοιχτά, ακόμη και όταν έλειπαν. Το δάσος πρόσφερε μια καλή κάλυψη για τον ίδιο σε μια περιοχή που είχε λίγους μόνιμους κατοίκους. Και έτσι αποφάσισε να αρχίσει τις κλοπές.
Οι καλύτερες περιπτώσεις ήταν τα σπίτια με αποθέματα στα ντουλάπια τους, από τα οποία απουσίαζε η οικογένεια για το Σαββατοκύριακο. Στην πλειοψηφία των διαρρήξεων φρόντιζε να ανοίγει το παράθυρο ή την πόρτα με τα εργαλεία που κουβαλούσε μαζί του. Καθώς οι κάτοικοι άρχισαν να ασφαλίζουν καλύτερα τα σπίτια τους, ο Νάιτ προσαρμόστηκε. Ήξερε από συναγερμούς λόγω της προηγούμενης δουλειάς του και χρησιμοποίησε τη γνώση αυτή για να συνεχίσει τις κλοπές.
Γλίτωσε από δεκάδες περιπτώσεις που παραλίγο να πιαστεί είτε από την αστυνομία είτε από πολίτες. Αυτό που έκανε εντύπωση στις αρχές, ήταν ο σεβασμός που έδειχνε στον χώρο που έκλεβε. Μάλιστα, μια αστυνομική έκθεση έκανε λόγο για την «ασυνήθιστη τάξη» που επικρατούσε στον χώρο μετά τη διάρρηξη. Ο ίδιος ανέφερε ότι τη στιγμή που παραβίαζε μια κλειδαριά και έμπαινε σε ένα σπίτι, ένα κύμα ντροπής τον κυρίευε. «Κάθε φορά είχα απόλυτη συναίσθηση ότι κάνω κάτι λάθος. Δεν το απολάμβανα καθόλου».
Έπειτα από 27 χρόνια απόλυτης απομόνωσης, ο Νάιτ συνελήφθη ενώ έκλεβε τρόφιμα από μια καλοκαιρινή κατασκήνωση στις όχθες μιας λίμνης. Οδηγήθηκε στην τοπική φυλακή, αλλά η ιστορία του προκάλεσε τεράστιο ενδιαφέρον. Γράμματα και επισκέπτες έφταναν στη φυλακή και περίπου 500 δημοσιογράφοι ζήτησαν μια συνέντευξη από τον ίδιο. Την εμφάνισή της έκανε και μια ομάδα που ήθελε να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τον ίδιο. Μια γυναίκα τού έκανε πρόταση γάμου!
Τελικά ο Νάιτ επέτρεψε σε έναν δημοσιογράφο να συναντηθεί μαζί του και στη διάρκεια μιας εννιάωρης επίσκεψης, μοιράστηκε την ιστορία της ζωής του, το πώς κατάφερε να επιβιώσει και το πώς αισθάνθηκε τόσο καιρό στην απόλυτη απομόνωση. Ο δημοσιογράφος αυτός ήταν ο Μάικλ Φίνκελ, ο οποίος εξέδωσε μάλιστα και ένα βιβλίο με τίτλο «Ο άγνωστος στο δάσος: Η απίστευτη ιστορία του τελευταίου πραγματικού ερημίτη».
Δείτε όλα τα θέματα του Weekend
Ο νεαρός τότε Κρίστοφερ απομακρύνθηκε από τους ανθρώπους και τον σύγχρονο τρόπο ζωής, για να βρεθεί έπειτα από περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα.
Ο 20χρονος εργαζόταν στην εγκατάσταση συναγερμών σε σπίτια και οχήματα, κοντά στη Βοστόνη, όταν ξαφνικά, χωρίς να ενημερώσει το αφεντικό του, παραιτήθηκε. Δεν επέστρεψε ούτε τα εργαλεία του. Εξαργύρωσε την επιταγή του μισθού του και εγκατέλειψε την πόλη.
Δεν είπε σε κανέναν πού πήγαινε. «Δεν είχα κανέναν για να το πω», λέει ο ίδιος. «Δεν είχα φίλους. Δεν είχα κανένα ενδιαφέρον για τους συναδέλφους μου». Άρχισε να οδηγεί στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ, τρώγοντας φαστ φουντ και μένοντας σε φτηνά ξενοδοχεία, τα φτηνότερα που μπορούσε να βρει. Ταξίδεψε επί μέρες μόνος, μέχρι που βρέθηκε στη Φλόριντα. Ξαναβγήκε και πάλι στον δρόμο, αυτή τη φορά προς βορρά. Στο ταξίδι του άκουγε ραδιόφωνο. Πρόεδρος τότε ήταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν, το δυστύχημα στο Τσέρνομπιλ είχε μόλις συμβεί. Μια σκέψη στριφογύριζε στο κεφάλι του: όλη του τη ζωή, απολάμβανε τη μοναξιά του. Η αλληλεπίδραση με τους άλλους συχνά του προκαλούσε εκνευρισμό.
Ο δρόμος τον οδήγησε στο Μέιν, όπου είχε μεγαλώσει. Πέρασε με το αυτοκίνητο μπροστά από το οικογενειακό του σπίτι, για να συνεχίσει και σύντομα θα έφτανε σε μια λίμνη, τη μεγαλύτερη στο Μέιν. «Οδήγησα μέχρι να ξεμείνω σχεδόν από βενζίνη. Πήρα έναν μικρό δρόμο. Μετά ένα μονοπάτι». Οδήγησε τόσο μέσα στη φύση όσο το όχημά του το επέτρεπε.
Πάρκαρε το αυτοκίνητό του και πέταξε τα κλειδιά μέσα σε αυτό. Είχε πάνω του μια τέντα και ένα σακίδιο, όχι όμως πυξίδα ούτε χάρτη. Χωρίς να γνωρίζει πού πήγαινε, μπήκε μέσα στο δάσος και άρχισε να περπατά.
Γιατί όμως ένας 20χρονος να εγκατέλειπε έτσι ξαφνικά τον κόσμο; «Για τον υπόλοιπο κόσμο, έπαψα να υπάρχω», λέει ο ίδιος, σύμφωνα με τη βρετανική Guardian. Μετά την εξαφάνισή του, η οικογένειά του δεν είχε ιδέα για το τι είχε απογίνει και δεν μπορούσε να δεχτεί την ιδέα ότι ήταν νεκρός. Η τελευταία του κίνηση, να αφήσει τα κλειδιά μέσα στο αμάξι του, ήταν ιδιαιτέρως παράξενη. Έχοντας μεγαλώσει να εκτιμά την αξία του χρήματος, το αυτοκίνητό του ήταν ό,τι πιο ακριβό είχε στην κατοχή του. Γιατί δεν κράτησε τα κλειδιά σε περίπτωση που κάτι συμβεί; Και αν αποφάσιζε ότι δεν του άρεσε η ζωή που είχε αποφασίσει να ξεκινήσει;
«Το αμάξι δεν μου χρησίμευε σε τίποτα. Είχα σχεδόν μηδενική βενζίνη και βρισκόμουν πολύ μακριά από βενζινάδικο», ανέφερε ο Νάιτ αργότερα. Το όχημα αυτό βρίσκεται πιθανότατα στο ίδιο σημείο όπου εγκαταλείφθηκε, με το δάσος να το έχει «καταβροχθίσει».
Πάντως, ο ίδιος δεν γνωρίζει γιατί αποφάσισε να τα αφήσει όλα πίσω του και να φύγει. Η ερώτηση αυτή τον έχει απασχολήσει αρκετές φορές, χωρίς όμως να καταλήγει σε κάποια απάντηση. Αποφάσισε λοιπόν πως πρόκειται για ένα «μυστήριο». Δεν ήταν λόγοι θρησκείας, δεν επρόκειτο για μια μορφή διαμαρτυρίας στη σύγχρονη κοινωνία, ούτε για κάποιο είδος καλλιτεχνικής ή φιλοσοφικής αναζήτησης. Δεν τράβηξε ποτέ ούτε μια φωτογραφία, δεν έγραψε καμία γραμμή για την περιπέτειά του. Κανείς δεν γνώριζε πού ήταν. Είχε γυρίσει πλήρως την πλάτη του στον κόσμο. Και δεν υπήρχε κάποιος ξεκάθαρος λόγος που να το δικαιολογεί αυτό. «Δεν μπορώ να εξηγήσω τις πράξεις μου. Δεν είχα κάποια σχέδια όταν έφυγα, δεν σκεφτόμουν τίποτα», δήλωσε ο Νάιτ, ένας πραγματικός ερημίτης.
Στόχος του ήταν να χαθεί μέσα στο δάσος μόνος του. Κουβαλούσε μαζί του ορισμένα σύνεργα του κάμπινγκ, λίγα ρούχα και λίγο φαγητό. Δεν είναι όμως εύκολο να χαθείς πραγματικά. Και ο Νάιτ ήξερε πως κατευθυνόταν νότια. Συνέχισε να περπατά σε πλαγιές και λασπώδεις υγροτόπους. «Σύντομα έχασα την αίσθηση του πού βρισκόμουν. Δεν με ένοιαζε. Συνέχιζα να προχωράω. Ήμουν ικανοποιημένος από την επιλογή που είχα κάνει».
Η πείνα και οι κλοπές
Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: το φαγητό. Ο Νάιτ πεινούσε και δεν ήξερε πώς να βρει τροφή. Δεν είχε προνοήσει για τίποτα. Ήταν σαν να ξεκινούσε για κάμπινγκ το Σαββατοκύριακο και να επέστρεφε μετά από 27 χρόνια. Δεν είχε μαζί του σύνεργα για να κυνηγήσει ή να ψαρέψει. Τα δάση όπου βρισκόταν δεν είχαν ούτε δέντρα από τα οποία μπορούσε να βρει κάποια τροφή. Δεν ήθελε όμως και να πεθάνει.
Τρώγοντας ελάχιστα, συνέχισε τον δρόμο του προς τον νότο, μέχρι που μπροστά του εμφανίστηκαν δρόμοι. Βρήκε μια πέρδικα που είχε χτυπηθεί από αμάξι, αλλά δεν είχε τρόπο να την ψήσει. Έτσι την έφαγε ωμή. Πέρασε δίπλα από σπίτια με κήπους, αλλά η ανατροφή του και η περηφάνειά του δεν του επέτρεπαν να αναζητήσει εκεί την τροφή του. Όταν όμως έχεις να φας επί 10 ημέρες, οι αντιστάσεις του καθενός θα κάμπτονταν, καθώς δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί η πείνα. Άρπαξε λοιπόν κάποια λαχανικά από μερικούς κήπους.
Συνέχισε να κινείται νότια, παίρνοντας πράγματα από κήπους και κάποια στιγμή βρέθηκε σε μια περιοχή που του φάνηκε κάπως οικεία. Δεν ήταν βέβαιος πού βρισκόταν, αλλά αποδείχθηκε αργότερα ότι δεν ήταν μακριά από το σπίτι των παιδικών του χρόνων. Στη διάρκεια των επόμενων μηνών, δοκίμασε να μείνει σε αρκετά σημεία στην περιοχή, χωρίς να μένει ικανοποιημένος. Ξαφνικά βρέθηκε σε μια περιοχή «πνιγμένη» από τα δέντρα που του ταίριαξε.
Παρέμενε όμως νηστικός και δεν ήθελε να ζητήσει βοήθεια. Ήθελε να μείνει αποκλειστικά μόνος. Τότε ήταν που πρόσεξε πως κάποια σπιτάκια που βρίσκονταν σε μια απόσταση από την περιοχή όπου επέλεξε να εγκατασταθεί, είχαν ελάχιστα μέτρα ασφαλείας. Οι ιδιοκτήτες άφηναν συχνά τα παράθυρα ανοιχτά, ακόμη και όταν έλειπαν. Το δάσος πρόσφερε μια καλή κάλυψη για τον ίδιο σε μια περιοχή που είχε λίγους μόνιμους κατοίκους. Και έτσι αποφάσισε να αρχίσει τις κλοπές.
Οι καλύτερες περιπτώσεις ήταν τα σπίτια με αποθέματα στα ντουλάπια τους, από τα οποία απουσίαζε η οικογένεια για το Σαββατοκύριακο. Στην πλειοψηφία των διαρρήξεων φρόντιζε να ανοίγει το παράθυρο ή την πόρτα με τα εργαλεία που κουβαλούσε μαζί του. Καθώς οι κάτοικοι άρχισαν να ασφαλίζουν καλύτερα τα σπίτια τους, ο Νάιτ προσαρμόστηκε. Ήξερε από συναγερμούς λόγω της προηγούμενης δουλειάς του και χρησιμοποίησε τη γνώση αυτή για να συνεχίσει τις κλοπές.
Γλίτωσε από δεκάδες περιπτώσεις που παραλίγο να πιαστεί είτε από την αστυνομία είτε από πολίτες. Αυτό που έκανε εντύπωση στις αρχές, ήταν ο σεβασμός που έδειχνε στον χώρο που έκλεβε. Μάλιστα, μια αστυνομική έκθεση έκανε λόγο για την «ασυνήθιστη τάξη» που επικρατούσε στον χώρο μετά τη διάρρηξη. Ο ίδιος ανέφερε ότι τη στιγμή που παραβίαζε μια κλειδαριά και έμπαινε σε ένα σπίτι, ένα κύμα ντροπής τον κυρίευε. «Κάθε φορά είχα απόλυτη συναίσθηση ότι κάνω κάτι λάθος. Δεν το απολάμβανα καθόλου».
Από την απομόνωση του δάσους στη φυλακή
Κάθε επιδρομή του εξασφάλιζε αποθέματα για δύο εβδομάδες, οπότε αποσυρόταν στο δάσος, «στο μέρος της ασφάλειας». «Δεν επιθυμούσα τίποτα, δεν είχα ούτε όνομα. Για να το θέσω ρομαντικά, ήμουν απολύτως ελεύθερος». Ούτε και αισθανόταν μόνος: «Αν σου αρέσει η μοναξιά, δεν είσαι ποτέ μόνος».Έπειτα από 27 χρόνια απόλυτης απομόνωσης, ο Νάιτ συνελήφθη ενώ έκλεβε τρόφιμα από μια καλοκαιρινή κατασκήνωση στις όχθες μιας λίμνης. Οδηγήθηκε στην τοπική φυλακή, αλλά η ιστορία του προκάλεσε τεράστιο ενδιαφέρον. Γράμματα και επισκέπτες έφταναν στη φυλακή και περίπου 500 δημοσιογράφοι ζήτησαν μια συνέντευξη από τον ίδιο. Την εμφάνισή της έκανε και μια ομάδα που ήθελε να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τον ίδιο. Μια γυναίκα τού έκανε πρόταση γάμου!
Τελικά ο Νάιτ επέτρεψε σε έναν δημοσιογράφο να συναντηθεί μαζί του και στη διάρκεια μιας εννιάωρης επίσκεψης, μοιράστηκε την ιστορία της ζωής του, το πώς κατάφερε να επιβιώσει και το πώς αισθάνθηκε τόσο καιρό στην απόλυτη απομόνωση. Ο δημοσιογράφος αυτός ήταν ο Μάικλ Φίνκελ, ο οποίος εξέδωσε μάλιστα και ένα βιβλίο με τίτλο «Ο άγνωστος στο δάσος: Η απίστευτη ιστορία του τελευταίου πραγματικού ερημίτη».
Δείτε όλα τα θέματα του Weekend
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου