Για τη γενιά που ενηλικιώθηκε κάτω από τη σιδερένια φτέρνα του δικτατορικού καθεστώτος κάποιοι λογαριασμοί λύθηκαν, κάποιοι μένουν ανοιχτοί.
Μια βαριά υποθήκη, κληροδοτημένη στους επόμενους που παραλαμβάνουν μια χώρα σε προχωρημένη σήψη. Οπου τα τανκς δεν είναι ατσάλινα, αλλά ψηφιακά. Η λογοκρισία του συνταγματάρχη Ξεφτίλα είναι πλέον αχρείαστη, αφού τώρα υπάρχει η επιδοτούμενη αυτολογοκρισία των αυτοεξευτελιζόμενων μιντιαρχών. Οι «Γεωργαλάδες» του σήμερα δεν είναι βλοσυροί – είναι σχεδόν… γλυκομίλητοι και χρησιμοποιούν ένα «πιασάρικο» new speak που προσπαθεί να εξασφαλίσει, τουλάχιστον, την ανοχή και τον εφησυχασμό.Ανατρέχοντας στο κλίμα των ημερών
Πίσω στις μέρες που προηγήθηκαν του Πολυτεχνείου και εν πολλοίς το προετοίμασαν: Γινόταν φανερό ότι οι μέρες της «αθώας» ανοχής προς τη χούντα είχαν παρέλθει. Οι λίγοι τολμηροί που είχαν ορθώσει ανάστημα τον πρώτο καιρό του 1967 είχαν γίνει πολλοί. Ενα κίνημα χτιζόταν καθημερινά με επίκεντρο το φοιτητικό κίνημα και προσπαθούσε να εξακτινωθεί στην κοινωνία. Στους αγώνες για τα επαγγελματικά δικαιώματα των αυριανών επιστημόνων, για τις ακαδημαϊκές ελευθερίες, για το άσυλο. Χτιζόταν στα σινεμά τέχνης και στις συναυλίες. Στις κυψέλες των τοπικών φοιτητικών συλλόγων. Στα «σκαλάκια» της Νομικής.
Το 1973 η δυσαρέσκεια ήταν διάχυτη, το καζάνι έβραζε χωρίς βαλβίδα εκτόνωσης. Τα ποικιλόχρωμα «Γουέμπλεϊ» και οι φιέστες της «Πολεμικής Αρετής» στο Καλλιμάρμαρο δεν απείχαν περισσότερο από δύο χρόνια αλλά είχαν περάσει ανεπιστρεπτί.
Το «Πολυτεχνείο» κατάφερε να κινητοποιήσει ακόμη και αυτούς τους ανυποψίαστους θαμώνες. Τους μέχρι πρότινος αδιάφορους, τους ηττοπαθείς («αυτοί δεν θα φύγουν ούτε σε 30 χρόνια»), τους νεαρούς επαρχιώτες που είχαν έρθει στην πρωτεύουσα αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα που ποτέ δεν συνάντησαν. Τους φοιτητές. Οσους συντηρητικούς αισθάνονταν πως οι συνταγματάρχες πρόσβαλλαν τη νοημοσύνη τους. Ακόμη και κάποιους χουντίσαντες που άρχιζαν να λένε ανέκδοτα για τον Παττακό και να τραγουδάνε Θεοδωράκη στις ταβέρνες (ας εκληφθεί και ως προσωπική μαρτυρία). Το καθεστώς είχε εγγύτατη ημερομηνία λήξης. Αποδείχτηκε τα ξημερώματα, όταν ακόμη και «νοικοκυραίοι» άνοιξαν τις πόρτες τους για να κρύψουν του καταδιωκόμενους.
Ενας τυφώνας που τα παρασύρει όλα
Εκείνο το νοεμβριανό τριήμερο του ’73 υπήρξε η λυδία λίθος και για το δικτατορικό καθεστώς αλλά και για το αντιστασιακό φοιτητικό κίνημα. Αρπαξε με την ισχύ ενός τυφώνα χιλιάδες νέους, δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες και τους έριξε στα βαθιά. Αποφασισμένους να αναμετρηθούν με όσα είχαν διαβάσει στις επαναστατικές μπροσούρες ή στα δημοκρατικά μανιφέστα, αλλά απροετοίμαστους απέναντι στους σιδερόφρακτους πραιτοριανούς. Δεν νίκησε, μόνο προδιέγραψε το επερχόμενο τέλος τους.
Εσχατον αλλ’ ουκ έλασσον: Ο εύπεπτος αστικός μύθος της «γενιάς του Πολυτεχνείου που φταίει για όλα», κυρίως για την κατάντια της μεταπολίτευσης. Πατάει πάνω στην άγνοια προσώπων και καταστάσεων. Και σε μια πονηρή στατιστική που λέει: «Πόσους από τους δεκάδες χιλιάδες αυτής της γενιάς μπορεί να γνωρίζει ο μέσος πολίτης;». Μόνο τους λίγους που λέρωσαν τα χέρια τους! Τους χιλιάδες «ανώνυμους» που έζησαν έντιμα δεν τους ξέρει –και δεν μπορεί να τους ξέρει– ο ανυποψίαστος άνθρωπος. Αυτή η λαθροχειρία δεν είναι καθόλου αθώα. Ισως υποκρύπτει μια απόπειρα απενοχοποίησης των «απόντων».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου