Στην Αµερική λένε ότι οι προκριµατικές εκλογές της Αϊοβα για το προεδρικό χρίσµα, οι πρώτες στη µακρά σειρά των εσωκοµµατικών «καλλιστείων», συνήθως δεν «βγάζουν πρόεδρο» αλλά ξεχωρίζουν την ήρα από το σιτάρι – αποτελούν, δηλαδή, ένα πρώτο..
«ξεσκαρτάρισµα» µεταξύ των πολυάριθµων υποψηφίων. Πράγµατι, αµέσως µετά την οριακή νίκη του µορµόνου πρώην κυβερνήτη της Μασαχουσέτης Μιτ Ρόµνι στην Αϊοβα, δύο από τα «αστέρια» του Κόµµατος του Τσαγιού, του υπερσυντηρητικού µορφώµατος πουέχει κυριαρχήσει στο «µετά Μπους» Ρεπουµπλικανικό Κόµµα, η (ανεκδιήγητη) Μισέλ Μπάκµαν και ο βέρος ακροδεξιός Ρικ Πέρι δήλωσαν πως αποχωρούν από την κούρσα πριν από τον δεύτερο γύρο του Νιου Χάµσαϊρ, ενώ περιορισµένες φαίνονται και οι δυνατότητες των άλλων «σοβαρών» διεκδικητών, όπως ο Νιουτ Γκίνγκριτς και ο Ρον Πολ, να αµφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία του Ρόµνι, ο οποίος, παρά τις ιδιαιτερότητές του, φαντάζει αυτή τη στιγµή ως ο µόνος «εκλέξιµος» υποψήφιος. Στο άλλο στρατόπεδο, αντίθετα, τα πράγµατα είναι ξεκάθαρα: ο µόνος ουσιαστικός αντίπαλος του Μπαράκ Οµπάµα στον δρόµο προς την επανεκλογή είναι ο… εαυτός του – και η βαθιά απογοήτευση που έχει ενσπείρει στη µεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του, αφού η εµπόλεµη και βαθύτατα άνιση Αµερική του 2012 λίγο διαφέρει από την Αµερική του «τοξικού Τεξανού» Τζορτζ Μπους. Θα καταφέρει άραγε ο πρώτος µαύρος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ να αντιστρέψει το εις βάρος του αρνητικό κλίµα και να ξανακερδίσει την εύνοια της πανταχόθεν βαλλόµενης µεσαίας τάξης; ’Η θα γίνει άλλος ένας «one- term president» σαν τον Τζίµι Κάρτερ φέρνοντας στην εξουσία το πιο ακραίο και επικίνδυνο Ρεπουµπλικανικό Κόµµα των τελευταίων δεκαετιών;
Το 2008 ο άγνωστος και άφθαρτος Οµπάµα εξελέγη πανηγυρικά, αφού έπεισε εκατοµµύρια ανθρώπους που στις προηγούµενες εκλογές δεν είχαν καν ψηφίσει να πάνε στις κάλπες µε το σύνθηµα «Ναι, µπορούµε». Η προεκλογική καµπάνια του ήταν άλλωστε αψεγάδιαστη: ο Οµπάµα εµφανίστηκε ως το αντίπαλο δέος των σκοτεινών πολιτικο-επιχειρηµατικών ελίτ που είχαν οδηγήσει τις ΗΠΑ στη βαθύτερη οικονοµική κρίση µετά το 1929, ο µαύρος εκδικητής των µειονοτήτων και της µεσαίας τάξης, που θα ξέπλενε µεµιάς την κόπρο του Αυγεία στη Wall Street, θα σταµατούσε το όργιο των εξώσεων και των απολύσεων, θα έλυνε το ασφαλιστικό πρόβληµα προσφέροντας καθολική κάλυψη στα ευρωπαϊκά πρότυπα και θα έβαζε τους φαύλους τραπεζίτες φυλακή, ενώ την ίδια στιγµή θα απέσυρε τους φαντάρους από τα σφαγεία του Ιράκ και του Αφγανιστάν, θα τερµάτιζε το άγος του Γκουαντάναµο και θα αποκαθιστούσε, αν όχι την τιµή και την υπόληψη, τουλάχιστον την ηγετική θέση των ΗΠΑ στον υπόλοιπο κόσµο. Εκτός από την προεδρία, οι ∆ηµοκρατικοί κέρδισαν και την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη Γερουσία – πράγµα σπάνιο στις συνήθως «µοιρασµένες» µεταξύ των δύο κοµµάτων εξουσίας ΗΠΑ. Ο Οµπάµα µπορούσε ουσιαστικά, τουλάχιστον για τα πρώτα δύο χρόνια της θητείας του, να «περάσει» ό,τι νόµο ήθελε, ενώ η δηµοτικότητά του άγγιξε ακόµη και το 80%. Τι µπορούσε να τον σταµατήσει;
Τρία χρόνια αργότερα, όµως, ακόµη και οι πιο φανατικοί υποστηρικτές του δεν βρίσκουν πλέον καλά λόγια για να πουν: η χώρα βγήκε µεν – προσωρινά; – από την ύφεση, αλλά η ανεργία παραµένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, αφού ο (ψευδο-κεϊνσιανιστής) Οµπάµα επέλεξε να υπηρετήσει τον «σοσιαλισµό των πλουσίων», διασώζοντας µε αµύθητα ποσά τις ίδιες τράπεζες που µε τα τοξικά subprime δάνεια και τα παράγωγα προϊόντα τους δυναµίτισαν την αµερικανική και την παγκόσµια οικονοµία. Τη «λυπητερή» αυτών των εξωφρενικών «bail-out» κλήθηκαν να πληρώσουν εκατοµµύρια Αµερικανοί που έχασαν τις δουλειές τους και τα σπίτια τους στην κρίση, αλλά µάταια περιµένουν ακόµη να ανακτήσουν το προηγούµενο επίπεδο ζωής τους, αφού τα λεφτά πήγαν αλλού...
Είναι η άλλη Αµερική των ανέργων, των αστέγων, των απελπισµένων – η Αµερική που είδαµε τους τελευταίους µήνες να γεµίζει τα πάρκα και τις λεωφόρους των µεγαλουπόλεων, να συγκρούεται µε την αστυνοµία και να φωνάζει στους τραπεζίτες της Wall Street (και τον πρώην εκλεκτό της στον Λευκό Οίκο) πως «είµαστε το 99%». Η Αµερική που ψήφισε Οµπάµα για να δει επιτέλους χειροπιαστές αλλαγές και στοιχειώδη κοινωνική δικαιοσύνη αλλά παραµένει ανασφάλιστη και στήνεται καθηµερινά στις ουρές για ένα κουπόνι σίτισης και ένα κρεβάτι στα καταφύγια των αστέγων. Η Αµερική που ακούει στις ειδήσεις για τρισεκατοµµύρια φρεσκοτυπωµένα δολάρια αλλά δεν τα βλέπει ποτέ, αφού, ως συνήθως, καταλήγουν στις λάθος τσέπες. Η Αµερική τού «outsourcing», της µαζικής εξαγωγής θέσεων εργασίας, που βλέπει τα εργοστάσια που την έθρεψαν και δηµιούργησαν τον πλούτο της να µετακοµίζουν «όπως είναι επιπλωµένα», αλλά χωρίς τους εργάτες τους, στον φτηνό Νότο και στην ακόµη φτηνότερη Απω Ανατολή.
Ο Οµπάµα όµως έχει έναν µεγάλο άσο στο µανίκι του: µπορεί η Αµερική και ο υπόλοιπος πλανήτης να έχουν απογοητευθεί σφόδρα από τις ως τώρα «επιδόσεις» του, αλλά µόλις γυρίσουν το κανάλι και δουν λίγο Fox TV, το αγαπηµένο κανάλι των ακροδεξιών... µπουµπουκιών του Τσαγιού, και ακούσουν τις απόψεις της πλειονότητας των Ρεπουµπλικανών υποψηφίων για το πώς σκέφτονται την ιδανική κοινωνία τού αύριο, πείθονται αµέσως πως ο µαύρος δικηγόρος από το Σικάγο ήταν και παραµένει η µοναδική τους επιλογή...
ΤΑ «ΚΑΛΛΙΣΤΕΙΑ» ΤΗΣ ΑΪΟΒΑ
Γαϊτανάκι δολαρίων και ακροδεξιών ιδεών
∆ύο ήταν τα χαρακτηριστικά της εναρκτήριας προεδρικής
«µάχης της Αϊοβα»: αφενός, το γεγονός ότι το αδιαφιλονίκητο φαβορί της
προεδρικής κούρσας, ο Μιτ Ρόµνι, κινδύνευσε να χάσει από τον εκλεκτό της χριστιανικής ∆εξιάς και της εργατιάς, τον Ρικ Σαντόρουµ, τον οποίο τελικά νίκησε µε µόλις οκτώ ψήφους διαφορά σε σύνολο 120.000 ψηφισάντων! Μάλιστα ο Ρόµνι πήρε λιγότερες ψήφους από ό,τι το 2008, όταν είχε βγει δεύτερος πίσω από τον ξεχασµένο πια Μάικ Χάκαµπι, ενώ, ως γνωστόν, το χρίσµα τελικά κατέληξε στον Τζον Μακ Κέιν: ένα ακόµη δείγµα της αποστροφής που νιώθουν πλέον πολλοί Αµερικανοί απέναντι στα πλούσια και καλοσπουδαγµένα µέλη της πολιτικοεπιχειρηµατικής ελίτ – άσχετα αν, όπως όλα δείχνουν, στο τέλος θα κερδίσει, ως συνήθως, αυτός που θα βάλει τα περισσότερα λεφτά!
Και, αφετέρου, ότι όλοι οι υποψήφιοι πρόεδροι, ακόµη και οι… τρελοί ακροδεξιοί του Κόµµατος του Τσαγιού, απέφυγαν προσεκτικά κάθε αναφορά στον προηγούµενο Ρεπουµπλικανό πρόεδρο, τον Τζορτζ Μπους.
Από εκεί και πέρα η πρεµιέρα της πολύµηνης προεκλογικής µάχης απέδειξε την πλήρη εξάρτηση της πολιτικής διαδικασίας από το χρήµα, αφού µέσα σε λίγες ηµέρες ξοδεύτηκαν 12,5 εκατ. δολάρια σε πάσης φύσεως εκστρατείες «προώθησης» των πλουσιότερων υποψηφίων – δηλαδή, πάνω από 100 δολάρια ανά ψήφο! Πρόκειται για ένα άνευ προηγουµένου ρεκόρ που, αν εφαρµοζόταν επαγωγικά στο σύνολο των ΗΠΑ, θα οδηγούσε τον λογαριασµό των εφετινών εκλογών στα… 15 δισ. δολάρια. Ενδεικτικά αναφέρουµε ότι µια θέση στο Κογκρέσο κοστίζει κατά µέσον όρο 10 εκατ. δολάρια, ενώ η Γερουσία αποτιµάται στα 14 εκατ. δολάρια το «κεφάλι»!
∆εν είναι τυχαίο πως, ενώ αρχικά στις δηµοσκοπήσεις προηγούνταν στην Αϊοβα ακροδεξιά στελέχη του Τσαγιού όπως η Μισέλ Μπάκµαν , ο Ρικ Πέρι και ο (πρόωρα αποσυρθείς λόγω σεξουαλικών σκανδάλων) Χέρµαν Κέιν, στη συνέχεια ξεπρόβαλε ως φαβορί ο πιο «µετριοπαθής» Νιουτ Γκίνγκριτς, ο οποίος όµως τελικά βγήκε τρίτος και καταϊδρωµένος, αφού οι «επιτροπές χορηγών» του Ρόµνι και του Πέρι ξόδεψαν την τελευταία εβδοµάδα εκατοµµύρια δολάρια για να «υπενθυµίσουν» στο κοινό παλαιότερα σκάνδαλα στα οποία αυτός εµπλεκόταν. Οι επιτροπές αυτές, γνωστές ως PACs (Political Action Committees, Επιτροπές Πολιτικής ∆ράσης), έχουν πλέον αναβαθµιστεί σε… «Super PACs» έπειτα από σχετική προπέρσινη απόφαση του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου που ανέτρεψε όλους τους προηγούµενους περιορισµούς στη διακίνηση «στοχευµένου» πολιτικού χρήµατος. Χάρη σε τέτοιες «Super PACs» µόνον ο βαθύπλουτος Ρόµνι, πρώην διευθυντής της επενδυτικής Bain Capital, έχει συγκεντρώσει µέσα σε λίγες εβδοµάδες 16 εκατ. δολάρια σε δωρεές!
Παραφωνία σε αυτόν τον πακτωλό αποτελεί ο Σαντόρουµ – ένας φανατικός καθολικός, πατέρας επτά παιδιών, που µπορεί να µην έχει πολλά χρήµατα, αλλά ελκύει τους ψηφοφόρους µε την εργατική καταγωγή του και τις ιδιαίτερα σκληρές δεξιές θέσεις του: µιλάµε για έναν πολιτικό που τάσσεται αναφανδόν υπέρ του βοµβαρδισµού των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων και ενάντια στους γάµους οµοφυλοφίλων, στην αντισύλληψη και στις αµβλώσεις – ακόµα και σε περίπτωση βιασµού!
Ο Ρον Πολ, από τη µεριά του, µπορεί να έχει χρήµατα αλλά βρίσκεται σε καθοδική πορεία διότι επικρίθηκε από τους σκληρούς Ρεπουµπλικανούς για τις «µετριοπαθείς» θέσεις του στον τοµέα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, δηλαδή ενάντια στον βοµβαρδισµό των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν και υπέρ του τερµατισµού της αµερικανικής βοήθειας προς το Ισραήλ! Ενα ακόµη δείγµα ότι το Κόµµα του Τσαγιού έχει οριστικά επιβάλει την ατζέντα του στο σύνολο του Ρεπουµπλικανικού Κόµµατος και στρέφει τη συντηρητική παράταξη των ΗΠΑ ολοένα και πιο (ακρο)δεξιά…
ΠΛΑΝΗΤΑΡΧΗΣ
Ενας φιλοπόλεµος «ειρηνιστής»
Η οικονοµία, όπως χαρακτηρίζεται από το παράδοξο της
jobless recovery, της ανάκαµψης χωρίς δουλειές, είναι το µεγαλύτερο
αγκάθι για τον Οµπάµα – αλλά όχι το µοναδικό: εξίσου µεγάλο «φάουλ» για
τους πρώην ψηφοφόρους του είναι και η επιµονή ενός, υποτίθεται,
«ειρηνιστή» προέδρου στη συνέχιση και κλιµάκωση του αφγανικού πολέµου – ο
οποίος επί προεδρίας του έχει µεταφερθεί και στο γειτονικό Πακιστάν, µε
περισσότερους από 240 βοµβαρδισµούς από µη επανδρωµένα αεροσκάφη και,
για «κερασάκι», την «εξωδικαστική εκτέλεση» του Οσάµα µπιν Λάντεν µε
καταδροµική ενέργεια στο κέντρο της «σύµµαχης» χώρας, πριν από λίγους
µήνες. Το χειρότερο για τον Οµπάµα είναι ότι ο «πόλεµος ΑfPak», ή «πόλεµος του Οµπάµα», όπως τον αποκαλούν οι αµερικανοί δηµοσιογράφοι, δεν κερδίζεται µε τίποτε – παρά τη συνεχή αύξηση (surge) σε έµψυχο και πολεµικό υλικό, και τις εκατόµβες µάχιµων και (κυρίως) αµάχων νεκρών.
Ακόµη και τα «γεράκια» του Πενταγώνου έχουν συνειδητοποιήσει πλέον ότι ο µόνος τρόπος για αξιοπρεπή αποχώρηση από το Αφγανιστάν είναι ένα «ντιλ» µε τους φανατικούς ισλαµιστές αντάρτες. Γι’ αυτό άλλωστε η Ουάσιγκτον επέτρεψε πριν από λίγες ηµέρες το άνοιγµα «πολιτικού γραφείου» των Ταλιµπάν στο Κατάρ – σε µια προσπάθεια για επίτευξη κάποιας µορφής ανακωχής πριν από την εαρινή σύνοδο του ΝΑΤΟ στην «πατρίδα» του Οµπάµα, το Σικάγο, και πάντως πριν από τις εκλογές της 6ης Νοεµβρίου.
Και στο Ιράκ όµως, όπου υποτίθεται ότι πριν από λίγες εβδοµάδες τερµατίστηκε επισήµως η αµερικανική κατοχή, τίποτε δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει: η χώρα συνεχίζει να µατώνει καθηµερινά από τον ακήρυχτο εµφύλιο, ενώ η πλειονότητα των αµερικανών στρατιωτικών µετακόµισε απλά στο Αφγανιστάν και στο γειτονικό Κατάρ, από όπου προετοιµάζεται πυρετωδώς για τ η ν επόµε- νη µεγάλη µεσανατολική «σταυροφορία»: την τιµωρία του ανυπάκουου Ιράν, που τολµά – άκουσον άκουσον – να αµφισβητήσει το πυρηνικό µονοπώλιο του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή...
Στο ερώτηµα βέβαια γιατί οι Αµερικανοί και οι Ισραηλινοί δεν βοµβαρδίζουν τόσα χρόνια τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Πακιστάν, µιας χώρας που διατηρεί αποδεδειγµένα σχέσεις µε τροµοκρατικές για τις ΗΠΑ οργανώσεις και παραµένει ορµητήριο και θερµοκοιτίδα της ισλαµικής τροµοκρατίας, ο Οµπάµα φυσικά δεν έχει απάντηση. Η επιµονή του Λευκού Οίκου στην άκριτη στήριξη του Ισραήλ και η διφορούµενη στάση του απέναντι στα κινήµατα της «Αραβικής Ανοιξης», µε αποκορύφωµα την «ανθρωπιστική»-νεοαποικιοκρατική ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι στη Λιβύη, τον έχουν άλλωστε καταστήσει αντιπαθή στην πλειονότητα του αραβικού και εν γένει µουσουλµανικού κόσµου, ο οποίος είχε αρχικά επενδύσει σε αυτόν τις ελπίδες του για συµφιλίωση µε τη χριστιανική υπερδύναµη.
Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι ο πρώτος νόµος που υπέγραψε ο Οµπάµα το 2012 είναι ο National Defense Authorization Act (Πράξη Εξουσιοδότησης Εθνικής Αµυνας, NDAA), ο οποίος επιτρέπει ουσιαστικά στο αµερικανικό Πεντάγωνο να συλλάβει και να κρατήσει επ’ αόριστον χωρίς δίκη οποιοδήποτε πρόσωπο, είτε πρόκειται για αµερικανό πολίτη είτε όχι, οπουδήποτε στον κόσµο, µε µοναδικό προαπαιτούµενο την προεδρική εντολή! Πρόκειται για έναν νόµο που έχει σοκάρει τους νοµικούς κύκλους παγκοσµίως, αφού εκτός από το ∆ιεθνές ∆ίκαιο καταργεί στην πράξη και τη βασική αρχή του δικαίου, το habeas corpus – την αρχή που απαιτεί από τις Αρχές να αποδεικνύουν µε στοιχεία την ενοχή του κατηγορουµένου.
Οπως δήλωσε περιχαρής ο Ρεπουµπλικανός γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαµ, µε τον νόµο αυτόν «όλος ο κόσµος, περιλαµβανοµένων και των ΗΠΑ, µετατρέπεται σε πεδίο µάχης» κατά της Αλ Κάιντα, των Ταλιµπάν και οποιουδήποτε άλλου εχθρού επιλεγεί µελλοντικά. Σε ανακοίνωσή της η Αµερικανική Ενωση Πολιτικών Ελευθεριών (ACLU) τονίζει εµφατικά πως «κάθε ελπίδα ότι η κυβέρνηση Οµπάµα θα αντέστρεφε τις συνταγµατικές αυθαιρεσίες του Τζορτζ Μπους ως προς τον πόλεµο κατά της τροµοκρατίας και θα προστάτευε τα δηµοκρατικά δικαιώµατα των πολιτών σήµερα εξαλείφθηκε»...
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου