Με ένα μετέωρο βήμα, που δεν οδηγεί στην ανακοπή του αιματηρού εμφυλίου πολέμου, ο οποίος έχει ήδη στοιχίσει 100.000 νεκρούς στη Συρία, και δεν αποτρέπει το ενδεχόμενο διάχυσης μιας θρησκευτικής σύγκρουσης σε ολόκληρη τη Μ. Ανατολή, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα αποφάσισε να αντιδράσει στην παραβίαση της «κόκκινης γραμμής, που σε ανύποπτο χρόνο είχε θέσει: τη χρήση χημικών όπλων.
Ο Αμερικανός πρόεδρος εγκλωβίστηκε σε μια απόφαση για χτύπημα
εναντίον της Συρίας, χωρίς να εντάσσεται αυτή η κίνηση σε μια ενιαία και
συνολική στρατηγική για τη Μ. Ανατολή, γεγονός που καθιστά αμφίβολη την
αποτελεσματικότητα της όποιας δράσης αναληφθεί εναντίον της Δαμασκού.
Ο Μπ. Ομπάμα είχε δεσμευθεί πέρυσι το καλοκαίρι στην προεκλογική
περίοδο ότι η χρήση των χημικών όπλων από το καθεστώς Ασαντ είναι η
«κόκκινη γραμμή» για τις ΗΠΑ, αλλά δεν ήθελε καν να φανταστεί ότι θα
βρισκόταν στη δύσκολη θέση να διακινδυνεύσει μια νέα στρατιωτική εμπλοκή
με τη Συρία, αυτός που εξελέγη με σύνθημα την απεμπλοκή των ΗΠΑ από το
Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Ο Ομπάμα, που υποχρεώθηκε από τη σπουδή
Βρετανών και Γάλλων να αφήσει την αποστασιοποιημένη πολιτική του για το
θέμα της Συρίας, βρέθηκε ξαφνικά μετά την απόφαση της βρετανικής Βουλής
και τους θεωρητικούς λεονταρισμούς του Γάλλου πρόεδρου, μόνος στην πρώτη
γραμμή, έχοντας να αντιμετωπίσει, εκτός των άλλων, μια απολύτως
επιφυλακτική κοινή γνώμη και μια ιδιαίτερα ευαίσθητη Γερουσία.
Το μήνυμα
Με την επιλογή του περιορισμένου χειρουργικού χτυπήματος εναντίον
συγκεκριμένων στόχων (κέντρων ελέγχων και επικοινωνίας του συριακού
Στρατού και των υποδομών εκτόξευσης πυραυλικών συστημάτων με χημικά
όπλα), η Ουάσιγκτον ελπίζει ότι θα αποφύγει την περαιτέρω στρατιωτική
εμπλοκή, διευκολύνοντας την επανάληψη της πολιτικής διαδικασίας και
κυρίως θα αποκαταστήσει την αξιοπιστία του Μπ. Ομπάμα, στέλνοντας το
μήνυμα ότι οι «κόκκινες γραμμές» του Αμερικανού πρόεδρου πρέπει να
γίνονται σεβαστές.
Η τακτική αυτή όμως έχει αντιμετωπίσει ήδη
πολλά προβλήματα και ακόμη περισσότερα είναι τα ανοικτά ερωτήματα που
αφήνει για την επόμενη ημέρα.
Η ανάληψη περιορισμένης
στρατιωτικής δράσης με την εκτόξευση κυρίως πυραύλων Τόμαχοκ δεν θα
ανατρέψει τις ισορροπίες στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας και όπως όλα
δείχνουν, ούτε αυτός είναι ο στόχος των Αμερικανών.
Εξάλλου, η
άμεση εμπλοκή υπέρ της μίας πλευράς σε έναν πόλεμο που έχει εξελιχθεί σε
βαθιά θρησκευτική σύγκρουση μεταξύ σιιτών και σουνιτών δεν θα
αποτελούσε σώφρονα επιλογή.
Ομως, τα χειρουργικά χτυπήματα θα
ερμηνευθούν αντιφατικά στη Συρία: το καθεστώς Ασαντ θα θεωρήσει ότι
μόνον η χρήση χημικών όπλων μπορεί να προκαλέσει την έξωθεν επέμβαση και
επομένως, βλέποντας την αμφιθυμία της Δύσης, θα επιχειρήσει μια τελική
αντεπίθεση εναντίον των ανταρτών. Ενώ η αντιπολίτευση, η οποία δεν
εκφράζεται ενιαία, θα επιχειρήσει να εκβιάσει κλιμάκωση της ξένης
επέμβασης εναντίον του Ασαντ. Και στις δύο περιπτώσεις μάλλον θα
αποδυναμωθεί η διάθεση και των δύο αντιμαχόμενων πλευρών για να
προσέλθουν σε συνομιλίες...
Και φυσικά πάντοτε παραμένει το
ερώτημα τι θα πράξει η διεθνής κοινότητα ή η «Συμμαχία των Προθύμων»
(που δεν είναι και τόσο πολλοί) εάν από κάποια πλευρά γίνει και πάλι
χρήση χημικών όπλων.
Σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση όμως έχουν φέρει
την κυβέρνηση Ομπάμα, καθώς και όσους ζητούν την ενεργό στήριξη της
αντιπολίτευσης, οι διεργασίες στο εσωτερικό των αντιπάλων του Ασαντ. Κι
αυτό γιατί το «πάνω χέρι» σε στρατιωτικό επίπεδο έχουν πάρει τρεις
οργανώσεις που πρόσκεινται στην Αλ Κάιντα. Το «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ
και της Λεβαντίνης», η «Αλ Νούσρα» και η «Αχραρ Αλ Σχαμ» (οι «Ελεύθεροι
Ανδρες της Λεβαντίνης»), έχοντας εξασφαλίσει χρηματοδότηση από τον Κόλπο
και με τη συνδρομή τζιχαντιστών απ' όλο τον κόσμο, έχουν θέσει στο
περιθώριο τις μετριοπαθείς δυνάμεις της αντιπολίτευσης.
Και μόνο η
ιδέα ότι ακραίες δυνάμεις τζιχαντιστών της Αλ Κάιντα θα αναλάβουν τον
έλεγχο της Συρίας με τη... συνδρομή της Δύσης, προκαλεί ανατριχίλα και
στην Ουάσιγκτον και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς, εκτός των άλλων
(και εφόσον δεν προβλέπεται χερσαία επέμβαση της Δύσης), θα τους
προσφέρει και πρόσβαση στο οπλοστάσιο χημικών όπλων του Ασαντ.
Δεν πρέπει να υποτιμάται επίσης το γεγονός ότι αυτές οι ακραίες
σουνιτικές ομάδες δεν κρύβουν (ακόμη και από την ονομασία τους που αφορά
τον ενιαίο χώρο της Λεβαντίνης) την πρόθεσή τους να επεκτείνουν τη
δράση τους για την «απελευθέρωση» ολόκληρης της περιοχής της Ανατολικής
Μεσογείου...
Η εμπλοκή σε έναν πόλεμο με έντονη θρησκευτική
διάσταση θεωρείται δεδομένο ότι θα προκαλέσει την αντίδραση όχι μόνο του
Ιράν με τον συμπαγή σιιτικό πληθυσμό αλλά και της σιιτικής πλειοψηφίας
του Ιράκ, της σιιτικής Χεζμπολάχ και των σιιτικών μειονοτήτων στις χώρες
του Κόλπου.
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Για τους Αμερικανούς
όλα αυτά δεν αποτελούν έκπληξη καθώς ήδη από τις 19 Ιουλίου, με
επιστολή του στη Γερουσία, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των ΗΠΑ
στρατηγός Μάρτιν Ντέμπσεϊ, είχε εκφράσει επιφυλάξεις για την ανάληψη
στρατιωτικής δράσης στη Συρία, κάνοντας λόγο ευθέως για έναν «περίπλοκο
θρησκευτικό πόλεμο». Ο Αμερικανός στρατηγός περιορίζει τις δυνατότητες
εμπλοκής στη διευκόλυνση παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας και στην
ενίσχυση της ασφάλειας των γειτονικών χωρών. Μάλιστα αναφέρει μια σειρά
επιλογών, τις οποίες όμως πρακτικά απορρίπτει και ο ίδιος θεωρώντας ότι
εμπεριέχουν κινδύνους όπως να υποχρεωθούν οι ΗΠΑ σε χερσαία επέμβαση ή
να αποκτήσουν οι εξτρεμιστές πρόσβαση σε στρατιωτικές δυνατότητες και
στο χημικό οπλοστάσιο της Συρίας. Οι επιλογές αυτές είναι «η εκπαίδευση
και ενίσχυση της αντιπολίτευσης, η πραγματοποίηση περιορισμένων
αεροπορικών επιδρομών, η εγκαθίδρυση Ζώνης Απαγόρευσης Πτήσεων, η
εγκαθίδρυση Ζωνών Ασφαλείας και ο Ελεγχος των Χημικών Οπλων»...
ΤΟΥΡΚΙΑ
Ρίχνει τους τόνους και επενδύει σε πολιτική διαδικασία
ΗΤουρκία, έχοντας έρθει σε σύγκρουση με τη Δύση με αφορμή την Αίγυπτο
βρέθηκε να υπερθεματίζει για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης εναντίον
της Συρίας, ελπίζοντας ότι οι «πρόθυμοι» Αμερικανοί, Γάλλοι και
Βρετανοί, θα αναλάβουν να υλοποιήσουν την επιλογή του Τ. Ερντογάν για
ανατροπή του Ασαντ, την οποία δεν είναι σε θέση να επιτύχει μόνη της η
Τουρκία.
Παρά τις αρχικές φιλοπολεμικές κραυγές της Αγκυρας, την
Παρασκευή ο υπουργός Εξωτερικών Α. Νταβούτογλου μαλάκωσε τους τόνους
κάνοντας λόγο για επιχείρηση που θα εξαναγκάσει το καθεστώς Ασαντ να
προσέλθει στις συνομιλίες της Γενεύης ΙΙ, αλλάζοντας ουσιαστικά τακτική
και επενδύοντας στην εξουδετέρωσή του μέσω της πολιτικής διαδικασίας
παράλληλα με την πίεση των ανταρτών.
Η Αγκυρα έχει ένα ακόμη
σημαντικό πρόβλημα να αντιμετωπίσει καθώς επανειλημμένα τις τελευταίες
ημέρες ο ηγέτης των Κούρδων της Συρίας (PYD) Σαλίμ Μουσλίμ στήριξε τον
Ασαντ (απορρίπτοντας τις κατηγορίες για τη χρήση χημικών όπλων)
δείχνοντας τις διαθέσεις του πολυπληθούς κουρδικού στοιχείου (10% του
συριακού πληθυσμού).
Αποσταθεροποίηση
Η
άτακτη αποσταθεροποίηση στη Συρία θα ενισχύσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις
και ήδη το PYD έχει δηλώσει ότι θα επιδιώξει τη συγκρότηση μιας
κουρδικής κρατικής δομής στη Βόρεια Συρία. Η εξέλιξη της συριακής κρίσης
άφησε τελικά την Αγκυρα χωρίς επιλογές, με εχθρικές τη Μόσχα και το
Ιράν, με τον διαρκή κίνδυνο μιας επίθεσης αντιπερισπασμού με χημικά όπλα
από τη Δαμάσκο και με την καχυποψία των χωρών του Κόλπου για τον ρόλο
που θέλει να αναλάβει ο κ. Ερντογάν στη Μ. Ανατολή...
ΡΩΣΙΑ
Στηρίζει τον Ασαντ και... ψάχνει νέα στρατηγική στη Μ. Ανατολή
ΗΡωσία μέχρι την τελευταία στιγμή στέκεται στο πλευρό του παραδοσιακού
συμμάχου της, της Συρίας και της κυβέρνησης Ασαντ. Ομως όλοι οι αναλυτές
συμφωνούν ότι όποιες κι αν είναι οι αντιδράσεις σε ένα κτύπημα εναντίον
της Συρίας, η Μόσχα δεν πρόκειται να κάνει πόλεμο για να σώσει τον
Ασαντ. Οι εξελίξεις στη Συρία και η επίθεση εναντίον της χώρας θα
αποτελέσουν ένα ακόμη πλήγμα για το διεθνές κύρος της Ρωσίας. Χάνοντας
τον τελευταίο σύμμαχο στη Μ. Ανατολή, στην ατζέντα του Βλ. Πούτιν θα
τεθεί η αναζήτηση νέου στρατηγικού δόγματος για τη ρώσικη πολιτική στη
Μ. Ανατολή.
Χαμένη υπόθεση
Η Μόσχα ως
χώρα-μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με το βέτο της στέρησε τη
δυνατότητα σε ΗΠΑ-Βρετανία και Γαλλία να νομιμοποιήσουν με ένα ψήφισμα
του ΣΑ την επίθεση εναντίον του καθεστώτος Ασαντ και συγχρόνως κάνει
αισθητή τη ναυτική παρουσία της στην περιοχή.
Για τη Μόσχα
πάντως, η Συρία έχει ήδη χαθεί, καθώς είναι προφανές ότι όποια κι αν
είναι η έκβαση του εμφυλίου, δύσκολα θα διατηρηθεί το καθεστώς της
ρωσικής βάσης της Ταρτούς. Εξάλλου η σχέση της με τη Συρία κάθε άλλο
παρά τη βοηθούσε να αποκαταστήσει σχέσεις με τον αραβικό κόσμο (μια και η
κυβέρνηση Ασαντ ήταν σιιτική) και είναι χαρακτηριστικό ότι η Σαουδική
Αραβία επιχείρησε να «εξαγοράσει» την ουδετερότητα της Μόσχας
προσφέροντας 15 δισ. δολάρια για αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων με
αντάλλαγμα την εγκατάλειψη του Ασαντ. Η Συρία υπήρξε σημαντικός πελάτης
της ρώσικης πολεμικής βιομηχανίας (απορροφούσε το 5% των ρωσικών οπλικών
συστημάτων), αλλά πλέον η Μόσχα μπορεί να αντέξει την απώλεια ενός
τέτοιου «πελάτη».
Η Ρωσία πάντως επέσπευσε την ανανέωση της
αρμάδας στην Ανατολική Μεσόγειο, με την αποστολή του μεγαλύτερου
πυραυλικού καταδρομικού του ρωσικού στόλου, του «Moskva», ενώ
προβλέπεται και η άφιξη του πυραυλικού καταδρομικού «Varyag», που θα
αντικαταστήσει το μεγάλο ανθυποβρυχιακό «Vice Admiral Panteleev».
Την Παρασκευή εκπρόσωπος του ρωσικού ναυτικού ανακοίνωσε ότι έξι πλοία
του στόλου της Μαύρης Θάλασσας είναι σε ετοιμότητα για να σπεύσουν στην
Ανατολική Μεσόγειο και να μεταφέρουν τους περίπου 3.000 Ρώσους πολίτες
που βρίσκονται στη Συρία.
ΝΙΚΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ
nmeletis@pegasus.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου