Ζουλί Γκαγιέ : Πώς η ηθοποιός με το μεγαλοαστικό background βρέθηκε να παίζει στα σοσιαλιστικά κλιπάκια της καμπάνιας Ολάντ

Η λεπτή φιγούρα τυλιγμένη ολόγυρα με ένα μαύρο κασκόλ φαινόταν να τουρτουρίζει ολόκληρη περιμένοντας μέσα στο χιόνι. Η ίδια υπολόγιζε ότι πρέπει να ήταν πάνω από ένα τέταρτο στημένη στην παγωνιά. Οσο περίμενε, με τον χειμώνα ολόγυρά της, η εσωτερική αλλαγή έπαιρνε ένα άλλο, πρωτόγνωρο νόημα: έκανε εκείνες τις στιγμές που ανέμενε τον πρώτο άνδρα της χώρας -αν και αυτή η έκφραση ποτέ δεν θα μπορούσε να σταθεί στα γαλλικά- να μοιάζουν αιώνες.


Για πρώτη φορά η Ζουλί ένιωθε απόλυτα μπερδεμένη ή, μάλλον καλύτερα, αξεδιάλυτα μπλεγμένη με το χιόνι που έτριζε ανυποψίαστο από τα βαθιά πατήματα των αδιάφορων περαστικών, με τη βαθιά μπλε πόρτα του «παράνομου» -όπως θα αποδειχτεί σε λίγο- διαμερίσματος στο βάθος, με τη θαμπάδα από τα αχνιστά παράθυρα. Παρότι γνώριζε τον φίλο της Φρανσουά εδώ καιρό, εκείνη τη μέρα ένιωθε μια αμηχανία σπάνια για μια ηθοποιό όπως εκείνη. Για τη Ζουλί που είχε γνωρίσει στη ζωή της κάθε καρυδιάς καρύδι -από τον ίδιο τον Μαστρογιάνι, που ήταν ο μεγάλος μέντοράς της, μέχρι τον Μπελμοντό- δεν υπήρχαν στιγμές αμηχανίας. Αυτή τη βραδιά, όμως, το ένιωθε σχεδόν από ένστικτο ή, μάλλον, το είχε σχεδόν προαποφασίσει: η λεπτή ισορροπία της φιλίας της με τον Φρανσουά Ολάντ επρόκειτο να ανατραπεί.

Μέσα σε λίγες ώρες εκείνη τη χιονισμένη βραδιά του 2012 η Ζουλί Γκαγιέ - όπως καταθέτουν έγκυρες πηγές, αν και το «Closer» επιμένει ότι χρονολογείται πιο πριν- θα γινόταν από έμπιστη και κολλητή φίλη η επίσημη μετρέσα. Η ίδια δεν μπορούσε να καταλήξει στο τι την τραβούσε σε εκείνον τον ψυχρό στους υπόλοιπους αλλά τόσο προσηνή στην ίδια άνδρα. Ισως ήταν το κυνικό του χιούμορ, ο τρόπος που της ανταπέδιδε τις γρήγορες ατάκες, η ευαισθησία και ταυτόχρονα η ανασφάλειά του, ότι δεν φοβόταν να της εξομολογηθεί τις φοβίες του όταν βρίσκονταν μαζί - σαν να τον ήξερε χρόνια. Επειτα ήταν τα κοινά τους βιώματα: ο Φρανσουά είχε κι αυτός έναν εκρηκτικό και ιδιόρρυθμο πατέρα, γιατρό στο επάγγελμα, που συνιστούσε το μέτρο όλων των πραγμάτων. Για τη Ζουλί ο μεγαλοχειρουργός και διάσημος στη Γαλλία πατέρας της ήταν αυτός που μετρούσε πάνω από οτιδήποτε άλλο στη ζωή της, ενώ για τον πολιτικό ο πατέρας του ήταν το απόλυτο πρότυπο - ο άνθρωπος με τον οποίο έπρεπε να αντιπαρατεθεί μια ζωή στον δύσβατο δρόμο προς την επιτυχία. Αντίστοιχα πάλι, ο πατέρας της Ζουλί ανέκαθεν της έλεγε ότι πρέπει να γίνει καταρχάς κυρία του εαυτού της και να μη χάνει ποτέ την ψυχραιμία της, γι’ αυτό και την έβαζε να παρακολουθεί από μικρή εγχειρήσεις - οπότε εκείνη για να αντέξει μετέτρεπε τις απεχθείς εικόνες στο μυαλό της σε θεατρικό έργο ή σε ταινία. Και ήταν και πάλι ο πατέρας της αυτός που επέμενε ότι ο άνδρας που θα έμενε δίπλα της θα έπρεπε να την προστατεύει χωρίς να καταπιέζει τον ιδιωτικό χώρο και την ελευθερία της. Επίσης χαιρόταν που η κόρη του ήταν ταυτόχρονα ροκ και ονειροπόλα, μια έφηβη που λάβωνε με παραμάνες τα φθαρμένα της πέτσινα και που έκλαιγε γοερά σαν άκουγε τις άριες της Κάλλας. Εξ ου και το ότι φρόντισε να τη στείλει στο Λονδίνο για να ολοκληρώσει τις σπουδές της στο λυρικό τραγούδι, στο περίφημο Actors Studio, προτρέποντάς την να ακολουθήσει το όνειρό της. «Το Παρίσι είναι μια πόλη με χαμένες ευκαιρίες και γεμάτη δεξιούς εθνικιστές» συνήθιζε να της λέει, θυμίζοντάς της ότι το τρίπτυχο «ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα» δεν ήταν ένα απλό σύνθημα γραμμένο στους γαλλικούς τοίχους. Ηταν ένας τρόπος ζωής που θα έκανε την ίδια, ακολουθώντας πιστά τα χνάρια του πατέρα της, να ανήκει για πάντα πολιτικά στην Αριστερά, αλλά και να απολαμβάνει σχεδόν απενοχοποιημένα τη joie de vivre.



Ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ αγκαλιάζει τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ μετά την ομιλία της στο Μονπελιέ υπό το βλέμμα της Ζουλί Γκαγιέ. Ηταν 24 Απριλίου 2007



Οι τρεις γυναίκες του προέδρου σε μία φωτογραφία. Καρμική στιγμή για τον Ολάντ... Η μητέρα των παιδιών του, η σύντροφός του και η ερωμένη του


Η γνωριμία με τον Ελληνα κολλητό

Στο Λονδίνο πάντως η Ζουλί Γκαγιέ βρήκε αυτό που περίμενε, μια μοντέρνα αστραφτερή πόλη, «με πραγματικούς κοσμοπολίτες και όχι μονήρεις καταθλιπτικούς όπως στο Παρίσι». Εκεί μπορούσε να τραγουδάει ελεύθερα στους δρόμους και να είναι αρεστή χωρίς να την παρεξηγούν. Από το Λονδίνο πετούσε συχνά για Νέα Υόρκη, μια πόλη που την έφερνε ολοένα και πιο κοντά στο όνειρό της. Οπως θα της έλεγε εκ των υστέρων και ο ελληνικής καταγωγής κολλητός της, επίσης ηθοποιός Ντενίς Ποδαλίδης, «οι γνωριμίες με τους μεγάλους παραγωγούς είναι που θα σε κάνουν γνωστή, μακριά από τη γαλλική βιομηχανία των ΜΚ2», ήτοι τα multicinemas της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής. Ο ίδιος ο Ποδαλίδης εκ των υστέρων θα αποδειχτεί όχι μόνο ένας από τους συνεπέστερους φίλους της Γκαγιέ, αλλά και ένας από τους πιο γνωστούς αστέρες της Γαλλίας, ερμηνεύοντας -κατά ειρωνεία της τύχης- με επιτυχία στο σινεμά τον μεγάλο ανταγωνιστή του Ολάντ, τον Σαρκοζί.  Και είναι πάλι ο ίδιος ο Ποδαλίδης που δεν θα κρύψει ποτέ τα φιλοσοσιαλιστικά του αισθήματα υποστηρίζοντας σθεναρά τον Ολάντ και προτείνοντάς του τη φιλενάδα του Ζουλί Γκαγιέ ως το πρόσωπο της κεντρικής προεκλογικής του καμπάνιας. Χάρη στην παρέμβαση του Γαλλοέλληνα φίλου της, η Ζουλί όχι μόνο θα εξασφαλίσει μια περίοπτη θέση δίπλα στον Φρανσουά Ολάντ, αλλά θα κερδίσει και συμμετοχή στα προεκλογικά του κλιπάκια. Επιπλέον, με τις τότε δημόσιες δηλώσεις της ότι στέκεται δίπλα στον πρόεδρο θα μπορέσει να μεταπείσει ένα ευρύ φάσμα καλλιτεχνών να κινηθεί με συμπάθεια προς το μέρος του. Αλλωστε, αν είχε καταφέρει κάτι πολύ καλά στην καριέρα της μέχρι τότε, αυτό ήταν να συνενώνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους εξεζητημένους ανθρώπους της τέχνης και στον κόσμο της «μαζικής κουλτούρας», όπως θα έλεγε και ο αγαπημένος της θεωρητικός Αντόρνο, πρωταγωνιστώντας σε δράματα όπως «Select Hotel» και «La turbulence des fluides», αλλά και σε γνωστές κωμωδίες όπως «La Belle Etoile» (ο πρώτος της μεγάλος ρόλος το 1994) και «Delphine 1 - Yvan 0». Ακροβατώντας ιδανικά ανάμεσα στην ποιότητα και τη μαζική επιτυχία, η πρώτη γνωστή της συμμετοχή θα είναι σε ταινία του Κισλόφσκι το 1993 (είχε έναν μικρό ρόλο στη «Μπλε ταινία»), ενώ ταυτόχρονα δεν θα αρνηθεί να πρωταγωνιστήσει σε ταινίες που θα της δώσουν τη σφραγίδα της κωμικής ηθοποιού. Iσως αυτή να αποδίδεται και στο περίφημο αυτοσαρκαστικό της χιούμορ που θα κερδίσει και την προσοχή του πρώην άνδρα της, γνωστού διανοούμενου, σκηνοθέτη και συγγραφέα Σαντιάγο Αμιγκορένα. Ο Αργεντίνος είναι ήδη γνωστό μέλος των γαλλικών γραμμάτων όταν θα τον γνωρίσει η νεαρά Ζουλί κι αυτός που μέσω των γνωριμιών του θα καταφέρει να την εντάξει στον ευρύτερο καλλιτεχνικό κύκλο. Παρότι η ίδια δεν υπήρξε ποτέ μοιραία γυναίκα, η γήινη παρουσία και η έμφυτη ανεξαρτησία της την έκαναν πάντα ιδιαίτερα θελκτική στους άνδρες. Τουλάχιστον αυτά ομολογεί ο ίδιος ο Αμιγκορένα σε κάποιο από τα τέσσερα αυτοβιογραφικά του πονήματα, και παρότι δεν κατονομάζει, φωτογραφίζει την πρώην σύζυγό του με κάτι παραπάνω από σατανική ακρίβεια. Σε μία από τις εκπομπές όπου ήταν καλεσμένος για να παρουσιάσει την «Πρώτη ήττα», ένα από τα δύο βιβλία όπου αναφέρεται λεπτομερώς στον χωρισμό του με την Γκαγιέ, ομολόγησε ότι δεν κατάφερε ποτέ να την ξεπεράσει απόλυτα, επιμένοντας ωστόσο ότι τα βιβλία του ενέχουν μεγάλα ποσοστά μυθοπλασίας. Κρίνοντας ωστόσο από τους δύο πρώτους τόμους που είχε εκδώσει με επιτυχία και οι οποίοι αναφέρονται στα παιδικά του χρόνια στην Αργεντινή, το αυτοβιογραφικό στοιχείο είναι αρκετό ώστε να αποκαλύψει αυτό που υποπτεύονταν όλοι - ότι ποτέ δεν ξεπέρασε το γεγονός ότι η Γκαγιέ έκλεισε μια μέρα πίσω της, χωρίς καμία δικαιολογία, την πόρτα της οικογενειακής ευτυχίας. Ακόμη και όταν ο συγγραφέας βρήκε παρηγοριά στην αγκαλιά της Ζιλιέτ Μπινός, με την οποία διατηρούσε προηγουμένως φιλική σχέση, η Ζουλί ήταν αυτή που του προκαλούσε «ντελιριακά ξεσπάσματα μέσα στη νύχτα, όταν ξυπνώντας συνειδητοποιούσε ότι αυτή είχε δολοφονήσει την αγάπη τους και είχε σκοτώσει ολάκερο τον κόσμο. Αλλά ας είναι: οι σοσιαλιστές της Γαλλίας δεν είχαν ακόμη προδώσει τις σπάνιες ιδέες τους και τα μεγαλοκαταστήματα δεν ήταν αρκετά ώστε να εξαφανίσουν τα μικρά βιβλιοπωλεία», έγραφε σχεδόν προφητικά ο εγκαταλελειμμένος σύζυγος στο σχεδόν 700 σελίδων (!) βιβλίων του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η πρώτη ήττα». Εκεί ο ήρωάς του αναπολεί τις μοναδικές στιγμές που είχαν ζήσει μαζί, τα ταξίδια τους στον κόσμο και τις ανήκουστες τρέλες τους. «Είχαμε περάσει χρόνια μοναδικής ευτυχίας με τη Ζουλί», παραδέχτηκε ο ίδιος ο συγγραφέας σε μία από τις τηλεοπτικές συνεντεύξεις του αναπολώντας κάποια καλοκαίρια στην Ευρώπη, καθώς και «την ανεξίτηλη μυρωδιά που είχαν τα πεσμένα σύκα στην Ελλάδα και τα υπέροχα, αλησμόνητα ηλιοβασιλέματα στην Πάτμο», όπως έλεγε χαρακτηριστικά με τη γνωστή λυρική νότα που χαρακτηρίζει κάθε διανοούμενο Γάλλο. Μια επαναλαμβανόμενη, κατά κόρον, αμετροέπεια και ένας εκτεταμένος μελοδραματισμός έκαναν τους Γάλλους να περιγράφουν ζευγάρια όπως η Γκαγιέ και ο άλλοτε σύζυγός της ως χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της «gauche caviar» (Αριστερά του χαβιαριού) στην προσπάθειά τους να περιγράψουν τους αριστερίζοντες Γάλλους της υψηλής κοινωνίας. Τον ίδιο χαρακτηρισμό παραδόξως θα αποδώσουν, την ίδια περίπου χρονική περίοδο, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στο ζευγάρι Ολάντ και Ρουαγιάλ όταν πρωταγωνιστούσε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθιερώνοντας ένα νέο τύπο διασημοτήτων που ζούσαν σε ακριβά σπίτια, μοιράζονταν κοινές αξίες, υιοθετούσαν δύσκολες λέξεις και ήταν δεινοί ρήτορες, με κυριότερο στοιχείο όλων την καλή ανατροφή και καταγωγή. Διόλου τυχαίο ότι αμφότεροι -Ρουαγιάλ και Ολάντ- ήταν απόφοιτοι της περίφημης ENA (Ecole Nationale d’ Administration), της γαλλικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, από την οποία οφείλει κανείς να αποφοιτήσει αν θέλει να δει το όνομά του να πρωταγωνιστεί στον δημόσιο βίο. Είναι η σχολή που ανέκαθεν παραχωρούσε στους αποφοίτους της το απαραίτητο διαβατήριο για τη γαλλική πολιτική ελίτ, μετατρέποντάς τους σε αδιαφιλονίκητους πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής. Για τον Ολάντ και τη Ρουαγιάλ ωστόσο αυτό δεν ήταν αρκετό, αφού μαζί με τις πολιτικές περγαμηνές δεν ήθελαν με τίποτα να χάσουν την περίφημη αριστερή «ελευθεριότητα» με την οποία είχαν γαλουχηθεί από μικροί. Αρνούνταν να παντρευτούν, παρά τις όποιες κοινωνικές πιέσεις, και διαλαλούσαν παντού την ανοιχτοσύνη -μέχρι ενός σημείου βέβαια- που διέπει τη σχέση τους. «Πρότυπό τους ήταν ο Ζαν-Πολ Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ», θα ομολογήσει κατόπιν ο Σιλβέν Κουράζ, διευθυντής σύνταξης του «Nouvel Observateur» και συγγραφέας του βιβλίου «Ρουαγιάλ, η πρώην», αφιερωμένο αποκλειστικά στο περίοπτο ζευγάρι. Σε αυτή ακριβώς την προσπάθειά τους να φανούν ανοιχτοί στο κοινό και στις προκλήσεις, δέχτηκαν να φιλοξενήσουν στο σπίτι τους, στο 6ο Διαμέρισμα (την περιοχή όπου κατοικοεδρεύουν οι άνθρωποι της εξουσίας), δύο δημοσιογράφους από το «Paris Match» για να απαθανατίσει στιγμές οικογενειακής ευτυχίας. Μία από αυτές ήταν τότε και η Βαλερί Τριερβελέρ.

Η πρόταση γάμου από τη Ρουαγιάλ και η γνωριμία με την Τριερβελέρ




Πίσω, λοιπόν, από τη φαινομενική ευτυχία που χαρακτήριζε το διάσημο πολιτικό ζευγάρι διαφαινόταν ήδη μια υποδόρια κόντρα. Δεν είναι εύκολο να μοιράζονται ένα σπίτι άνθρωποι με κοινές (υψηλές) φιλοδοξίες και ίδιο επάγγελμα - ειδικά αν πρόκειται για τον άκρως ανταγωνιστικό χώρο της πολιτικής. Πιο υψιπετής και έντονη προσωπικότητα από τον ίδιο, η Σεγκολέν Ρουαγιάλ είχε από νωρίς ξεχωρίσει στην ανδροκρατούμενη πολιτική κονίστρα ούσα σε ηλικία μόλις 29 ετών ήδη σύμβουλος του Μιτεράν, ενώ μέσα σε λίγα χρόνια θα γινόταν υπουργός αφού πρώτα είχε εκλεγεί πανηγυρικά βουλευτής. Κανείς δεν μπορούσε τότε να αναλογιστεί ότι αντίστοιχες βλέψεις μπορούσε να τρέφει ο χαμηλών τόνων σύζυγός της Φρανσουά Ολάντ, καθώς τα προσόντα του δεν ήταν ακόμη ιδιαίτερα προβεβλημένα. «Βέβαια όλοι οι φίλοι ξέραμε ότι αυτός ήταν πολύ πιο έξυπνος και ταλαντούχος απ’ ό,τι η Σεγκολέν», θα ομολογήσει πρόσφατα ο Αλί Μπαντού, επιφανής σχολιαστής του καναλιού CANAL+, που βέβαια τελεί υπό προεδρική επιρροή. Η χαμηλών τόνων πολιτική εικόνα του αντισταθμιζόταν τότε από την προσήνεια και τη μελαγχολική τρυφερότητα των τρόπων του, καθώς ήταν θιασώτης του «διαλόγου» και ενός ιδιόμορφου μεσογειακού αυθορμητισμού. Τα χαρακτηριστικά αυτά τον έκαναν συμπαθή σε έναν ευρύ κύκλο ανθρώπων μέσα στο κόμμα, με αποτέλεσμα ο Ολάντ να βρει εύκολα την κατάλληλη υποστήριξη όταν θα θελήσει να διεκδικήσει μια πιο σίγουρη θέση ανάμεσα στους Γάλλους σοσιαλιστές. Προκειμένου να καταφέρει να τονώσει ακόμη περισσότερο τη δημόσια εικόνα του κάπου στις αρχές της νέας χιλιετίας, το μυαλό του πήγε στη νεαρή δημοσιογράφο που είχαν καλέσει κάποτε μαζί με τη Ρουαγιάλ για να καταγράψει τις προσωπικές τους στιγμές σε εκείνο το εξώφυλλο του «Paris Match», τη Βαλερί Τριερβελέρ. Το αλαζονικό ύφος της δημοσιογράφου σε συνδυασμό με τα παγωμένα χαρακτηριστικά που την έκαναν να μοιάζει με πρωταγωνίστρια του Χίτσκοκ ήταν στοιχεία που την ανέδειξαν σε μία από τις δημοφιλέστερες πολιτικές συντάκτριες και άνκοργουμεν της Γαλλίας, κάτι σαν την Ελλη Στάη με μεγαλύτερη τάση στην υπερβολή. Η Τριερβελέρ άλλωστε ήταν η μόνη που είχε εμπιστευτεί η Ρουαγιάλ για να της παραχωρήσει την πρώτη συνέντευξη, μέσα κιόλας στο μαιευτήριο, λίγες ώρες μετά τη γέννηση της κόρης της Φλόρα, στις αρχές του καλοκαιριού το 1992. Γνωρίζοντας επομένως ο Ολάντ ότι η γυναίκα του δεν θα είχε τότε καμιά αντίρρηση να προσλάβει τη Βαλερί ως έμπιστη δημοσιογράφο για να προβάλει την καριέρα του, την κάλεσε για να αναλάβει την προώθηση της εικόνας του. «Στη συνέντευξη που είχε πάρει από τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ η Βαλερί ήταν μόλις 27 ετών», τονίζει ο συγγραφέας/δημοσιογράφος Σέρζ Ραφί στο βιβλίο του «Φρανσουά Ολάντ - Μυστική πορεία». Και συνεχίζει: «Λίγο αργότερα τα ζευγάρια Ολάντ - Ρουαγιάλ και Τριερβελέρ θα αρχίσουν να βγαίνουν αναπτύσσοντας μια ιδιαίτερα φιλική σχέση. Ο σύζυγος Ντενίς Τριερβελέρ, με καταγωγή από την Αλσατία, ήταν επίσης δημοσιογράφος στο “Paris Match”, όπου έτυχε να γνωρίσει τη Βαλερί. Ηταν τότε μέλος της συντακτικής ομάδας, καθώς και ανάμεσα στους πιο περίοπτους γερμανόφωνους στη χώρα. Αντίστοιχα πάλι η Βαλερί είχε κι αυτή καταγωγή από την επαρχία, αν και από καλή οικογένεια, γνωστή για το ακαταμάχητο ψυχρό στυλ και την εκρηκτική ομορφιά της. Είχε προλάβει να παντρευτεί σε μικρή ηλικία τον παιδικό της φίλο Φρανκ και να χωρίσει σύντομα, με το που θα μετακόμιζε από την επαρχιακή πόλη στο Παρίσι. Κατόπιν παντρεύτηκε τον Ντενίς Τριερβελέρ, ο οποίος ενθάρρυνε τις μεγάλες της φιλοδοξίες να γίνει πολιτική ρεπόρτερ. Ο χώρος του Κοινοβουλίου ήταν ιδιαίτερα θελκτικός για την Τριερβελέρ, με την ίδια να γοητεύεται τα μάλα από τους δυναμικούς, “μάτσο” εκπροσώπους της πολιτικής. Πολλοί είναι στην πορεία οι πολιτικοί που έχουν δηλώσει θύματα της γοητείας της, όπως, μεταξύ άλλων, ο Πιερ Μοσκοβισί και ο Λιονέλ Ζοσπέν, αλλά η ίδια για χρόνια δεν ενέδιδε στις προκλήσεις». Ολα αυτά τα στοιχεία θα κερδίσουν αρχικά τη συμπάθεια και κατόπιν το ερωτικό ενδιαφέρον του τότε συντρόφου της Σεγκολέν και μέλους του Σοσιαλιστικού Κόμματος Φρανσουά Ολάντ. Η Βαλερί Τριερβελέρ θα αναλάβει δυναμικά την προώθηση των πολιτικών του σχεδίων στις αρχές του 2000 και μέσα σε δύο χρόνια θα γίνει η εξ απορρήτων του, ενώ το 2003 και 2004 θα τον συνοδεύει στα περισσότερα ταξίδια που θα κάνει όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και στο εξωτερικό. Και ήταν τότε που είχε αρχίσει να διαφαίνεται ότι η μεταξύ τους συμπάθεια δεν είναι τόσο συγγνωστή και αρεστή στα μάτια της έξυπνης συντρόφου. Υποπτευόμενη η Σεγκολέν ότι η συμπάθεια ενδεχομένως να έχει παρεκκλίνουσα πορεία, καλεί την πρώην της αγαπημένη συντάκτρια στο γραφείο και την προειδοποιεί: «Εχεις τρία παιδιά, έχω τέσσερα. Σε παρακαλώ, πρόσεχε!». Ταυτόχρονα τηλεφωνεί επανειλημμένως στους εκάστοτε αρχισυντάκτες και διευθυντές του «Paris Match»  παρακαλώντας τους να απομακρύνουν την Τριερβελέρ από το πόστο της πολιτικής συντάκτριας - και δη αυτής που ακολουθεί από κοντά τον άνδρα της, αλλά όχι σύζυγό της. Κι αυτό έχει σημασία, αφού για πρώτη φορά στα χρονικά η Σεγκολέν σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο να επισημοποιήσει την κάπως αμφίβολη πλέον συντροφική σχέση με τον Ολάντ κάνοντάς του δημόσια πρόταση γάμου από τη γαλλική τηλεόραση. Ενα ζευγάρι που έγινε γνωστό χάρη στα Μέσα δεν θα μπορούσε παρά να χρησιμοποιήσει τους δημοσιογράφους για να επισημοποιήσει -αν όχι να αναθερμάνει- τη σχέση του. Τότε η φιλική στο ζευγάρι τηλεόραση της Γαλλίας είναι αυτή που μεταδίδει on air την πρόταση της απελπισμένης συντρόφου, για να εισπράξει την αμήχανη απάντηση εκ μέρους του κυρίου «θα σου πω μετά την εκπομπή». Καθώς φαίνεται όλες οι αγαπητικές του Ολάντ -από σύζυγοι, πρώην σύντροφοι και δυνάμει ερωμένες- πρέπει να περιμένουν ώστε να ξέρουν αν θα είναι μόνιμες ή αν θα παραμείνουν για πάντα στον προθάλαμο. Αυτή βέβαια που περίμενε τότε μάταια στο προθάλαμο ήταν η Σεγκολέν, με τον ίδιο μάταιο ίσως τρόπο που περιμένει για την ώρα τις βουλές του μεσιέ Ολάντ η Βαλερί. Κατά τραγική ειρωνεία, τη στιγμή που η Σεγκολέν θα ξεστόμιζε δημόσια λόγια αγάπης στον πατέρα των τεσσάρων τέκνων της, η μοιραία Βαλερί θα είχε ήδη αποσπάσει ιδιωτικά τις πρώτες δηλώσεις τρυφερότητας. Θα είχε νιώσει το λίγο πιο ύποπτο χάδι του σημερινού προέδρου να περνάει κάπως πιο έντονα από τα μαλλιά της. Και όταν θα του έλεγε ότι νιώθει αβέβαιη φοβούμενη ότι θα καταλήξει μια μοιραία Αννα Καρένινα -«comme la comtesse Karenina», όπως χαρακτηριστικά του έλεγε-, εκείνος θα της έλεγε απλώς να κάνει υπομονή. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η διαφορά του Ολάντ με τον εκάστοτε αρχηγό της Γαλλίας, επιρρεπή στην απιστία και θιασώτη του θεσμού της μετρέσας: στο ότι δεν αρκείται στις εξωσυζυγικές κλίνες, αλλά τις επισημοποιεί. Δεν θέλγεται μόνο από τη θηλυκή αγκαλιά, από το παροδικό έστω απάγκιο της γυναικείας σάρκας, αλλά παρασύρεται από τις βαθιά ριζωμένες μέσα του ανασφάλειες που επιζητούν την εμπράγματη συναισθηματική -και όχι μόνο σαρκική- κάλυψη μιας γυναίκας. Στην περίπτωση του μόνιμου ανταγωνισμού που κατέτρυχε τη σχέση του με τη Ρουαγιάλ, η Τριερβελέρ λειτούργησε ως το δυναμικό αντιστάθμισμα, ως η εξίσου δυναμική γυναίκα με περγαμηνές, που επέμενε να τον θαυμάζει αντί να τον λοιδωρεί. Κι εκεί που η ομόκλινος σοσιαλίστρια πολιτικός θα κατέκρινε τις υψιπετείς πολιτικές φιλοδοξίες του καλώντας τον να ρίξει τους τόνους και να συμμορφωθεί, η δημοσιογράφος θα έστηνε με περισσή σχολαστικότητα το δημόσιο προφίλ του. Η ιστορία του Ολάντ διαφέρει από αυτή του Σιράκ -με τις αμέτρητες ερωμένες, η οποία ωστόσο ποτέ δεν είδε ακριβώς το φως της δημοσιότητας-, αλλά και από του συνεπούς στον θεσμό της μετρέσας Φρανσουά Μιτεράν, στο γεγονός ότι νιώθει την ανάγκη να επισημοποιήσει δημόσια και θεσμικά τα παραστρατήματά του.



Για παράδειγμα, ο Ντομινίκ Στρος-Καν παραμένει, όχι τυχαία, εξίσου δημοφιλής ύστερα από τις απειράριθμες κατηγορίες για βιασμό έχοντας σκιαγραφηθεί αντί για πολιτικό ζώο με σκέτο (σαρκολάγνο) ζώο - σε αντίθεση με τον Ολάντ που χλευάζεται και δεν παινεύεται για τις απανωτές ερωμένες. Κι αν οι δημοσκοπήσεις θέλουν κάπως βελτιωμένο το δημόσιο προφίλ του, αυτό μάλλον έχει να κάνει με την αποκάλυψη ότι παραμένει ένας άνθρωπος επιρρεπής στις ανθρώπινες ηδονές και όχι ένα ουδέτερο, ψυχρό ον με τάση στις πολιτικές γκάφες και αστοχίες . Βέβαια, η υποταγή του στις διαταγές της Ανγκελα Μέρκελ για πολλούς Γάλλους συνάδει με την πειθήνια συμμόρφωσή του στις βουλές της εκάστοτε συντρόφου, την οποία ποτέ δεν παντρεύεται, αλλά στην οποία υποτάσσεται κάθε φορά με την ίδια θέρμη. Ετσι όμως η δημόσια εικόνα του τον εξισώνει με τον μέσο φοβισμένο ανθρωπάκο αντί με τον ισχυρό πολιτικό και τον ταυτίζει με τον εγκλωβισμένο εραστή του παράνομου διαμερίσματος, μέσα στο οποίο έμοιαζε οχυρωμένος εδώ και καιρό.

Και κάπως έτσι βρίσκει τρόπο και ορμά με την κάμερά του ο δαιμόνιος παπαράτσο Σεμπαστιάν Βαλιελά, σπάζοντας το φράγμα που ήθελε τον ιδιωτικό βίο των πολιτικών να μένει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, σε μια άρρητη συμφωνία μεταξύ των αρχηγών και των εκάστοτε δημοσιογράφων. Βέβαια, οι τελευταίοι δεν χάνουν ευκαιρία να στριμώχνουν -όσο μπορούν- τους πολιτικούς άνδρες, γνωρίζοντας τα τρωτά τους σημεία - αυτό έκαναν και στην περίπτωση του Νικολά Σαρκοζί, αναγκάζοντάς τον να παραδεχτεί δημόσια τον κρυφό του δεσμό με την Κάρλα Μπρούνι, να πάρει διαζύγιο από την πρώην σύζυγο και να την παντρευτεί. Ωστόσο, δεν ήταν αναγκασμένος να το κάνει, αφού οι Γάλλοι συγχωρούν τέτοιου είδους παραστρατήματα, αλλά όχι σε περίπτωση που συνοδεύονται από τον πάντοτε άγραφο νόμο της ανδρικής πολιτικής τιμής. Κι αυτή δεν φαίνεται τώρα να τη διαθέτει ο σημερινός πρόεδρος, που μοιάζει να γελοιοποιείται περισσότερο και από την πρώτη του δημόσια εμφάνιση με το βαμμένο μαλλί. Οι πάντοτε φιλελεύθεροι στον έρωτα Γάλλοι δεν εντυπωσιάζονται, ούτε καταλαβαίνουν από τα εξώφυλλα του «Closer», εκνευρίζονται όμως όταν βλέπουν έναν πρόεδρο να παραπαίει μπροστά στην εικόνα μιας γυναίκας που του έχει πάρει τον αέρα. Στο κάτω-κάτω, οι Γάλλοι είναι εκείνοι που έχουν καθιερώσει την απογευματινή ώρα ως «την ώρα που επισκέπτεται ο εκάστοτε παντρεμένος την ερωμένη του», σε αντίθεση με τους Βρετανούς που θεωρούν το απόγευμα ως συνώνυμο ενός νερουλού τσαγιού συνοδευμένου από άνοστα μπισκότα. Εκεί που οι Βρετανοί βάζουν τους κανόνες, οι Γάλλοι βάζουν τον έρωτα. Αυτόν τραγουδούν και υμνούν σε κάθε περίπτωση και τα ακαταμάχητα βέλη του είναι που θεωρούν παντοδύναμα σε σχέση με κάθε άλλη θεοκρατική εξουσία, την οποία, εξάλλου, έχουν προ πολλού αποποιηθεί. Ο έρωτας όμως για μια γυναίκα δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εικόνα ενός φοβισμένου ηγέτη - και κάπως έτσι μοιάζει τελευταία ο Φρανσουά Ολάντ που δεν μπορεί να τιθασεύσει, πόσο μάλλον να ηρεμήσει την ανεξέλεγκτη πλέον και μονίμως υστερική Τριερβελέρ. Τι είναι όμως αυτό που μετέτρεψε τη διάσημη δημοσιογράφο στα μάτια των Γάλλων από δυναμική μετρέσα σε αντιπαθητική συγκάτοικο των Ηλυσίων;

Η αντιπαθητική Τριερβελέρ




Καταρχάς το πρώτο φάουλ που κατάφερε η Βαλερί προτού δεχτεί το μοιραίο και αναπόφευκτο αυτογκόλ ήταν να τα βάλει με τη μητέρα των παιδιών του Ολάντ - και όχι μόνο αυτό. Το ότι επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στη μάχη ενάντια στην πρώην σύζυγο ανάγκασε και τα τέσσερα τέκνα του σημερινού προέδρου της Γαλλίας να απομακρυνθούν από την «κακιά μάγισσα», όπως την αποκαλούν. Εκτός πάντως από το προσωνύμιο «μάγισσα» που κέρδισε σχεδόν δικαιωματικά η Τριερβελέρ, εξίσου χαρακτηριστικές είναι και οι περιγραφές της ως «σκύλας» (για τους θαμώνες της πρωθυπουργικής κατοικίας) και «σιδηράς κυρίας» (για τα πιο ευγενή μίντια). Τα ατελέσφορα χτυπήματα της Βαλερί κατά της Σεγκολέν, σε συνδυασμό με μια υψιπέτεια που δεν αρμόζει σε μια μη επίσημη σύντροφο και προσωρινή ένοικο των Ηλυσίων Πεδίων, έκαναν την άλλοτε τρανή δημοσιογράφο ιδιαίτερα αντιπαθή στους πάντες. Οι διακυμάνσεις της συμπεριφοράς της, τα εναλλασσόμενα κρεσέντο και δημόσια ξεσπάσματά της είχαν ως αποτέλεσμα να θέσουν την εικόνα της σε «δημόσια διαβούλευση». Το «φαρμάκι της ζήλιας και το τρίο της κολάσεως» ήταν οι τίτλοι που επέλεγε η «L’Express» πολύ προτού ξεσπάσει το σκάνδαλο «Γκαγιέ», επιμένοντας ότι τον πρόεδρο τον σέρνουν από τη μύτη πότε μια εγωκεντρική γυναίκα τυφλωμένη από την εξουσία (Ρουαγιάλ) και πότε μια υστερική παρασυρμένη από την παράνοια (Τριερβελέρ). Απόδειξη της παρανοϊκής ζήλιας που είχε ενσκήψει στα άδυτα της προεδρικής κατοικίας ήταν η συμπεριφορά της Τριερβελέρ τη βραδιά της νίκης στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο δημοσιογράφος που συνόδευε τον Ολάντ σε όλη την προεκλογική εκστρατεία για τις ανάγκες συγγραφής του βιβλίου «Rien ne se passe comme prevu» («Κόντρα σε όλες τις προβλέψεις»), την ώρα που όλοι άνοιγαν σαμπάνιες εν πτήσει μαθαίνοντας τα καλά νέα της νίκης, η Βαλερί Τριερβελέρ απλώς φώναζε: «Και τώρα να δω τι θα κάνει η άλλη!». Προφανώς δεν απέσπασε καμία απάντηση από τους επιβαίνοντες στο αεροπλάνο, αλλά «μόνο και μόνο το ότι έκανε αυτή τη δήλωση τη στιγμή της απόλυτης ευφορίας μαρτυρεί πολλά γι’ αυτήν», ομολογεί ο συγγραφέας του βιβλίου και παρών στο επεισόδιο. «Προσπαθούσαμε επανειλημμένα να τη δικαιολογήσουμε, αλλά μας διέψευδε διαρκώς με άλλο ένα ακόμη παρανοϊκό ξέσπασμα. Επιπλέον, η ίδια απαιτούσε να την αποκαλούν όχι πρώτη κυρία της Γαλλίας αλλά πρώτη δημοσιογράφο της Γαλλίας», προσθέτει η Αννα Καμπανά, ρεπόρτερ της εβδομαδιαίας πολιτικής επιθεώρησης «Marianne» και μια εκ των συγγραφέων του βιβλίου «Ανάμεσα σε δυο πυρά», με τις Σεγκολέν Ρουαγιάλ και Βαλερί Τριερβελέρ να δεσπόζουν στο εξώφυλλο. Κι ήταν όντως αλήθεια: σε μια αντίστοιχη κίνηση παροξυσμού που δικαιολογείται εν μέρει από το γεγονός ότι ο Ολάντ προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τα βρει, σε επίπεδο πολιτικών σχέσεων, με την πρώην γυναίκα του, χωρίς να το γνωρίζει η Βαλερί, οι αυτόπτες μάρτυρες μιλάνε για φωνές που ακούστηκαν και πέρα από τους τοίχους των Ηλυσίων. «Τα κάνεις πλακάκια μαζί της πίσω από την πλάτη μου!», καταγράφει επίσης στο βιβλίο της η Καμπανά και συνεχίζει: «Θα δεις τι είμαι ικανή να κάνω!». Και το έκανε. Στο επόμενο τουίτ που θα δακτυλογραφούσε η Βαλερί από το γραφείο της θα υποστήριζε σθεναρά τον αντίπαλο της Σεγκολέν για την υποψηφιότητα, απευθύνοντάς της σε δεύτερο πρόσωπο την απειλή: «Είσαι ήδη πολιτικά νεκρή». Ο ακατάβλητος ρυθμός με τον οποίο εξαπέλυε μύδρους ενάντια σε κάθε κατεύθυνση, εκμεταλλευόμενη τη θέση της δίπλα στον πρόεδρο, έφτασε σε τέτοιο σημείο που έκανε τον Ολάντ να αναρωτιέται μήπως εντέλει όλα αυτά τα χρόνια δεν έκανε τίποτε άλλο από το να παραβλέπει διαρκώς κάτι που φώλιαζε βαθιά μες στην ψυχή της Βαλερί, κάτι που σήμερα μοιάζει να βρίσκεται κοντά σε αυτή την απελπισία που εκφράζει τώρα χαπακωμένη από τα ηρεμιστικά σε κάποιο κρεβάτι του νοσοκομείου: την υπέρμετρη φιλοδοξία της. Οι Γάλλοι από ένστικτο εξακολουθούν να αποκαλούν τη Βαλερί Τριερβελέρ «Λαίδη Μάκμπεθ» ή «Ροτβάιλερ», επίθετα που σπάνια επικαλείται κανείς για να περιγράψει μια απατημένη σύντροφο. Πάντως, από όλα τα περιστατικά, αυτό που καταγράφεται ως καίριας σημασίας στο να εντείνει ο πρόεδρος τις επισκέψεις στο παράνομο διαμέρισμα της οδού Du Cirque είναι το δημόσιο φιλί τη βραδιά της νίκης των εκλογών. Αγκαλιάζοντας τρυφερά τη σύντροφό του μπροστά στις κάμερες, ο Ολάντ τη φιλάει τρυφερά και απαλά στο μάγουλο ενόσω το πλήθος από κάτω επευφημεί για τη θριαμβευτική σοσιαλιστική νίκη. Εκείνη όμως δεν είναι ευχαριστημένη: «Φίλα με τώρα! Στο στόμα!», τον διατάζει επιτακτικά μπροστά στα έκπληκτα μάτια των οπαδών και των ρεπόρτερ. Ηταν η στιγμή που η ζυγαριά άρχισε να μετατοπίζεται προς τη μεριά της Ζουλί, κάνοντας τους Γάλλους να μιλάνε για μια πιο πολύπλοκη ιστορία απιστίας, με αμφίβολα τα όρια του θύματος και του θύτη. Είναι καθιερωμένες οι ιστορίες των σεξουαλικά εξαρτημένων προέδρων και ανδρών που πάντα αφήνουν τη σύζυγο και σύντροφο για μια νεότερη, αλλά εδώ τα σενάρια ξεπερνούν τα θέλγητρα της ηλικίας. Προφανώς ο Ολάντ δεν μπόρεσε να εκτιμήσει τις παράφορες αντιδράσεις της Τριερβελέρ παρά μόνο τώρα που οι πολιτικές αποφάσεις επισκιάζουν τις ερωτικές, που οι αντιδράσεις της και τα ατοπήματά του βάζουν σε κίνδυνο την ασφάλεια της ίδιας του της εξουσίας. «Αν ο πρόεδρος δεν μπορεί να αποφασίσει για τη γυναίκα που θέλει να τον συνοδεύει στη ζωή του, πώς θα μπορέσει για τα μέτρα που θα πρέπει να πάρει για τη Γαλλία;» αναρωτιούνται εύλογα πολίτες και δημοσιογράφοι, ή «εδώ δεν μπορεί να κάνει καλά τα του οίκου του, θα μπορέσει να σώσει ολόκληρη τη χώρα;» είναι τα ρητορικά σχεδόν ερωτήματα που εύλογα έρχονται στα χείλη των Γάλλων που βλέπουν τον συνεπέστερο Σαρκοζί να παραμονεύει σαν γεράκι για να υφαρπάξει όπως μπορεί την ευάλωτη στα σεξουαλικά ατοπήματα προεδρική εξουσία. Η σέπια της μελαγχολίας που είχε χτυπήσει ανελέητα τον πρόεδρο όταν δυσκολευόταν να χωρίσει από τη μητέρα των παιδιών του φαινόταν να επανέρχεται δυναμικά και να μην του επιτρέπει να χαρεί τις μέρες στον θώκο της εξουσίας. Παρότι η ομολογουμένη στους φίλους του δυστυχία του δεν είναι επαρκής για να αιτιολογήσει τα ερωτικά του παραστρατήματα, ωστόσο είναι αρκετή για να εξηγήσει την ανικανότητά του να πάρει μια τελεσίδικη απόφαση στο ερώτημα που επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την εξουσία - «ποια θα είναι η κυρία που θα τον συνοδεύσει στο ταξίδι του στις ΗΠΑ;». Κι αν πάλι δεν είναι ικανός να βρει την απάντηση, οφείλει τουλάχιστον να αποφασίσει σύντομα προκειμένου να γνωρίζουν οι Γάλλοι ποια κυρία πληρώνουν με 19.472 ευρώ τον μήνα, ποσό με το οποίο τιμολογείται η ιστοσελίδα που διατηρεί για την ώρα η αστεφάνωτη πρώτη κυρία. Η ολοένα και πιο πεσμένη δημοτικότητα του Ολάντ, που κατά κύριο λόγο σχετίζεται με την ανυπαρξία των πολιτικών του επιλογών, αναμένεται να πέσει ακόμη περισσότερο αν ο πρόεδρος δεν αποφασίσει για την κυριότητα, έστω, της προεδρικής κατοικίας.

Από τη Ζουλί και τη Βαλερί ποια να διαλέξω;




Οι γνωρίζοντες πάντως επιμένουν ότι ο πρόεδρος έχει ήδη επιλέξει -άσχετα αν δεν το ομολογεί- να συνεχίσει χωρίς τη Βαλερί - ακόμη κι αν μείνει στο πλευρό της λίγο για τα μάτια του κόσμου. Παρότι εύλογα η εικόνα του δεν παραπέμπει σε αυτήν του γυναικοκατακτητή και καμία σχέση δεν έχει με τον μονίμως ηλιοκαμένο Δον Ζουάν -αν και εξίσου υπερφίαλο- Σαρκοζί, οι γυναίκες πάντα περιστοίχιζαν τον Ολάντ. Σαν τα φεγγάρια γύρω από τον Δία ήταν οι εκάστοτε γραμματείς και υποψήφιες ερωμένες, που τον περιβάλλουν ακόμη και σήμερα, αλλά αυτός είχε κάθε λόγο να είναι ιδιαίτερα καχύποπτος απέναντι στις γυναίκες που μυρίζονται σαν τα σκυλιά την εξουσία. Η Ζουλί, αντικομφορμίστρια εκ πεποιθήσεως και από ένα οικογενειακό περιβάλλον που της έμαθε να νιώθει άνετα με τη διασημότητα από μικρή, ήταν η κατάλληλη για να παρηγορήσει -ή μήπως καλύτερα να αποπλανήσει;- τον πρόεδρο. Ο ίδιος ομολογεί ότι ποτέ δεν μπόρεσε να ξεχάσει την εικόνα της από τότε που η Ζουλί ερμήνευσε τη γυναίκα του Μπορίς Βιαν σε κάποια ταινία και, παρότι ο ίδιος πόρρω απέχει από τον αναρχικό συγγραφέα, εύλογο είναι να παθιάζεται με την κυρίαρχη εικόνα της ανυπότακτης γυναίκας που αψηφά την εξουσία. Στα μάτια του η Ζουλί είναι το σύμβολο της κοσμοπολίτισσας που θέλγεται από τις μικρές απολαύσεις της ζωής - τις μουσικές του Ιβ Μοντάν, μια βόλτα στο αγαπημένο της εστιατόριο «Le Petre Ile» στην, κατά τα άλλα, κακόφημη περιοχή της Πιγκάλ, τους πίνακες του Μιρό ή του Λούσιαν Φρόιντ. Επιπλέον, παρότι απελευθερωμένη και κατά καιρούς πρωταγωνίστρια σε ταινίες με τολμηρές σκηνές, δεν έχει σοκάρει με την παρουσία της σε κάποια προκλητική ταινία. Η ίδια ομολογεί ότι αρνήθηκε τον ρόλο της Σάρλοτ στον «Αντίχριστο» του Λαρς Φον Τρίερ, ενώ έχει επίσης δηλώσει ότι δεν θα συμμετείχε σε ταινίες που θα έθεταν σε κίνδυνο την εικόνα της. Οι κακές γλώσσες βέβαια λένε ότι δεν χρειάστηκε ακριβώς να το κάνει γιατί πάντα τύγχανε υψηλής προστασίας - παλαιότερα του διάσημου συγγραφέα άντρα της, τα τελευταία τρία χρόνια του Φρανσουά Ολάντ. Κι αν αναλογιστεί κανείς ότι η σχέση μετράει ήδη τόσα χρόνια, τότε δεν είναι να απορεί κανείς για τη θέση που είχε η Γκαγιέ σε δημόσια πόστα και εμφανίσεις. Ο Τύπος μιλάει εδώ και καιρό για προνομιακή μεταχείριση των ταινιών της σε κρατικές επιχορηγήσεις και για τη συμμετοχή της σε διάφορες επιτροπές - μεταξύ των οποίων και της πολυσυζητημένης στη «Βίλα των Μεδίκων». Τα γαλλικά μίντια, γνωρίζοντας προφανώς περισσότερα απ’ όσα είχαν δημοσιοποιήσει, φαίνονταν να διασκεδάζουν εδώ και καιρό με την ιστορία. «Ο πρόεδρος έχει εντρυφήσει σε όλη τη φιλμογραφία της Γκαγιέ», έλεγε δηκτικά ο Γκασπάρ Προυστ στην εκπομπή του στο CANAL+ πριν από έναν χρόνο ακριβώς, ενώ η ίδια ηθοποιός είχε συνηθίσει να τη ρωτάνε για τον πρόεδρο κάθε φορά που την καλούσαν στην τηλεόραση. Αντίστοιχες έμμεσες «ριπές» δεχόταν και η ερωμένη, αυτή τη φορά από τα πάνελ των τηλεοπτικών εκπομπών. Τον Δεκέμβριο του 2012 η Ζουλί βρέθηκε, για τις ανάγκες προώθησης της νέας της ταινίας «Les Ames de papier» («Χάρτινες ψυχές»), στο πλατό του διάσημου «Grand Journal», όταν ο οικοδεσπότης Αντουάν ντε Γκον τη ρώτησε αν υποστήριζε πάντα με το ίδιο σθένος τον Ολάντ. «Κι εσείς, Ζουλί; Υποστηρίζετε πάντα τον πρόεδρο;», για να εισπράξει τον ηχηρό γέλωτα του πρωταγωνιστή της ταινίας, Στεφάν Γκιγιόν. «Ο πρόεδρος αγαπάει ιδιαίτερα την ταινία... Ερχεται και στα γυρίσματα», ήταν το περιπαικτικό σχόλιο του συμπρωταγωνιστή της, αποκαλυπτικό, εκ των υστέρων, του μεγέθους που είχε λάβει η διόλου κρυφή ιστορία. Λίγες ημέρες αργότερα, κάποιος δημοσιογράφος ρωτούσε τον πρόεδρο αν συμφωνούσε με τις κινηματογραφικές αφίσες που στολίζουν τους ρυπαρούς τοίχους του Παρισιού, δίνοντας έμφαση σε αυτές όπου πρωταγωνιστεί η Ζουλί Γκαγιέ - ακόμη και σε εκείνες όπου το όνομά της δεν περιλαμβανόταν στα πρωτοκλασάτα και ηχηρά της ταινίας. «Θέλουν να καλοπιάσουν τον πρόεδρο γι’ αυτό βάζουν αφίσες με τη Ζουλί», επέμεναν οι κακές γλώσσες που ήξεραν ότι ο Ολάντ της έχει, αν μη τι άλλο, ιδιαίτερη αδυναμία. Και οι υποψίες κατέληγαν να γίνονται αδιαμφισβήτητο γεγονός όταν τα παραπολιτικά των εφημερίδων ανέφεραν ότι η Γαλλίδα ηθοποιός είχε ξεχωριστή και μάλλον αδικαιολόγητη οικειότητα με τα παιδιά του Ολάντ. Στο μεταξύ, διάφοροι από τον στενό κύκλο του προέδρου φαινόταν να μπαινοβγαίνουν ιδιαίτερα συχνά στα δύο διαμερίσματα που διατηρούσε σε απόσταση αναπνοής από το Προεδρικό Μέγαρο, τα οποία υποτίθεται πως ενοικίαζε ο υπόδικος για ξέπλυμα χρήματος μιας μαφιόζικης συμμορίας από την Κορσική, Μισέλ Φερατσί. Κολλητός του Φερατσί λέγεται ότι ήταν ο δολοφονηθείς Ριζάρ Καζανοβά (άλλη μια τραγική ειρωνεία), ο οποίος ήταν φίλος της επίσης κολλητής της Γκαγιέ, Εμμανουέλ Ολ. Αλλο ένα, δηλαδή, ύποπτο τρίγωνο που κρύβει χορό εκατομμυρίων, δολοφονικές επιθέσεις και ύποπτα μυστικά. Αν αναλογιστεί κανείς ότι στην ίδια πολυκατοικία διέμεναν επίσης διάφοροι σεπτοί ένοικοι, μεταξύ των οποίων και ο Πιερ Καρντέν, τότε δεν μιλάμε μόνο για ένα σενάριο διεστραμμένης ερωτικής ταινίας αλλά και για ένα καλοστημένο αστυνομικό. Τουλάχιστον αυτά τα εργαλεία, του αστυνομικού ρεπόρτερ, επικαλείται κανείς στην προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσει τις ημέρες ακριβώς που ο πρόεδρος διατηρούσε παράλληλο δεσμό και με τις δύο κυρίες - ή την ακριβή ημερομηνία οπότε άρχισε να απομακρύνεται από την πιο ευρύχωρη κλίνη των Ηλύσιων Πεδίων. Οι πηγές θέλουν το επίσημο προεδρικό ζευγάρι να είναι ψυχραμένο εδώ και καιρό και προς επίρρωσιν τούτου επικαλούνται τα χωριστά ταξίδια που κάνουν μήνες τώρα. Απόδειξη, σύμφωνα με το νέο δημοσίευμα του περιοδικού «Closer» μετά τις επίμαχες φωτογραφίες, οι μοναχικές διακοπές της κυρίας Τριερβελέρ στην Ερμιόνη και η καταφανής μελαγχολία που συνόδευε τις περισσότερες από τις πόζες της. Αλλοι πάλι στοιχηματίζουν ότι, παρά τα φαινόμενα, ο πρόεδρος δεν θα τολμήσει αυτή τη φορά να εγκαταλείψει τη συντετριμμένη Βαλερί - απόδειξη και η επίσκεψή του στο νοσοκομείο, της οποίας είχαν προηγηθεί σοκολατάκια και λουλούδια. Οι περισσότεροι ωστόσο πιστεύουν ότι ο χωρισμός είναι απλώς ζήτημα χρόνου και σωστού τάιμινγκ. Τίποτα απ’ όσα πάντως αντικρίζει κανείς από την κλειδαρότρυπα της Γαλλίας δεν είναι απόλυτα κλειδωμένα στον χώρο και στον χρόνο, τουλάχιστον μέσα στο δωμάτιο της περίκλειστης εξουσίας, αφού επαναλαμβάνεται αιώνες τώρα από την εποχή που οι εκάστοτε Λουδοβίκοι μοίραζαν εξουσίες στις πάμπολλες έως άπειρες ερωμένες του παλατιού. Ολα φαντάζουν πλέον ως φυσικά ανοίγματα σε έναν τόπο που έχει κάνει προ πολλού τη σεξουαλική του επανάσταση, διαχωρίζοντας τον ερωτικό βίο απ’ αυτόν της εξουσίας και δίνοντας το δικαίωμα στους εκάστοτε άρχοντες να κινούνται σε περιβάλλον ιδιαζόντως ερωτικής πολυμορφίας. Τα άπειρα παραδείγματα από διάφορες μορφές της εξουσίας είναι αυτά που παρέχουν το συγκυριακό πλαίσιο, αλλά και τα ίδια τα εργαλεία για να αποκωδικοποιήσει κανείς μια ιστορία που δεν είναι διόλου πρωτότυπη για τα δεδομένα της Γαλλίας. Αυτό ωστόσο που είναι πρωτότυπο είναι ο τρόπος που ο Γάλλος πρόεδρος καταφέρνει να περιπλέκει διαρκώς τα πράγματα. Προσοχή, γιατί κάπου εκεί, ανάμεσα στα βέλη και τα ξέστρωτα σεντόνια, παραμονεύει ο συνειδητοποιημένα λάγνος (των γυναικών και της εξουσίας) Σαρκοζί με την καθ’ όλα επίσημη και πάντα δημοφιλή τέως κυρία της Γαλλίας/μοντέλο/τραγουδίστρια Κάρλα Μπρούνι.

Δικό της Chateau

Σαν βγαλμένος από περιγραφή της «Ιουλιέτας» του Ντε Σαντ μοιάζει ο πύργος Château de Cadreils που ανήκει στην οικογένεια της Ζουλί Γκαγιέ στη Νοτιοδυτική Γαλλία. Στη μικρή κοινότητα Μπεράκ που ανήκει στην περιφέρεια Ζερς εδρεύει ο μεσαιωνικός πύργος (1689) που αγόρασε το 2005 η οικογένεια Γκαγιέ από τον υπουργό Μαρτίν Ομπρί, στον οποίο ανήκε μέχρι τότε, όπως τουλάχιστον θέλουν οι φήμες. Το θέμα τώρα είναι κατά πόσο είχε επισκεφθεί τον πύργο ο ίδιος ο Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος είχε βρεθεί στην περιοχή τον περασμένο Αύγουστο και οι περίοικοι τον θέλουν να διασχίζει τις βαριές πόρτες του πύργου (και πάλι στα κρυφά)



Η Ζουλί Γκαγιέ σε σέξι σκηνή από την ταινία «Η Κλάρα κι εγώ»


πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...