Η φυλακή Kviabryggja στη δυτική Ισλανδία δεν χρειάζεται ούτε τοίχους
ούτε συρματοπλέγματα ούτε πύργους για να «κρατήσει» τους τροφίμους της.
Μόνη της, σε ένα ανεμοδαρμένο ακρωτήριο, η πρώην αγροικία είναι η ίδια δέσμια του παγωμένου Βόρειου Ατλαντικού από τη μια πλευρά και μιας χιονισμένης πεδιάδας από την άλλη, η οποία αποτελείται από βράχους λάβας.
Ανατολικά δεσπόζει το Snaefellsjokull, ένα κοιμισμένο ηφαίστειο σκεπασμένο με πάγο.
Σε αυτό το άγριο τοπίο, που θυμίζει σκηνικό της γνωστής ρωσικής ταινίας «Λεβιάθαν», βρίσκονται σήμερα οι μοναδικοί στον κόσμο φυλακισμένοι επικεφαλής τραπεζών, που η δράση τους συνδέθηκε με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Στη φυλακή Kviabryggja -στην οποία αφιέρωσε πρόσφατα ένα εξαιρετικό άρθρο το περιοδικό Bloomberg Markets- κατοικούν σήμερα ο πρώην πρόεδρος της Kaupthing Bank, Sigurdur Einarsson, και ο πρώην διευθύνων σύμβουλος, Hreidar Mar Sigurdsson.
Αμφότεροι έχουν καταδικαστεί για χειραγώγηση της αγοράς και απάτη.
Περνούν τις μέρες τους στο γυμναστήριο της φυλακής, πλένοντας τα ρούχα τους και σερφάροντας στο Ιντερνετ.
Τους κάνουν παρέα δύο παλιοί συνεργάτες τους, ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της θυγατρικής της Kaupthing στο Λουξεμβούργο, Magnus Gudmundsson, και ο δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος της τράπεζας τον καιρό της κατάρρευσής της, Olafur Olafsson.
Τη λίστα των καταδίκων του «ιδρύματος» συμπληρώνουν ακόμη 19 άτομα, που έχουν καταδικαστεί όλα για μη βίαια εγκλήματα.
Ολοι αυτοί είναι ελεύθεροι να κάνουν βόλτες εκτός φυλακής.
Ομως, σε ένα τέτοιο τοπίο δεν έχουν και μεγάλα περιθώρια απομάκρυνσης.
Η διαβίωσή τους σε σχέση με τον Κορυδαλλό ίσως να μην είναι και τόσο άσχημη, είναι σίγουρα διαφορετική, όμως, σε σχέση με τις παλιές καλές ημέρες.
Τότε οι τραπεζίτες της Kaupthing και των άλλων δύο μεγάλων τραπεζών της νησιωτικής χώρας διοργάνωναν πάρτι για τους πελάτες τους σε πολυτελή γιοτ στο Μόντε Κάρλο και προσλάμβαναν για τη διασκέδασή τους σε γκαλά που έστηναν στο Λονδίνο ξεπεσμένες φίρμες της ποπ, όπως ο Τομ Τζόουνς.
Τότε, δέκα χρόνια πριν, όλα ήταν διαφορετικά. Εκμεταλλευόμενες την «απελευθέρωση» διακίνησης των κεφαλαίων και την άπλετη και φτηνή -σχεδόν τζάμπα- ρευστότητα σε όλον τον κόσμο, οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας (Kaupthing, Landsbanki, Glitnir) άντλησαν τεράστιες ποσότητες κεφαλαίων από τις διεθνές αγορές.
Ευλογημένες από τους οίκους με αξιολογήσεις της τάξης των τριών ΑΑΑ και διάπλατα ανοιχτές τις πόρτες της Ε.Ε., οι τρεις δανείστηκαν μόνο το 2005 περί τα 14 δισ. ευρώ, τα διπλάσια σε σχέση με το 2014, έναντι επιτοκίου μόλις 0,2%.
Επαναδανείζοντας σε υψηλότερα επιτόκια κατάφεραν να έχουν τεράστια κέρδη και να καταγράψουν αποδόσεις ύψους 19,7% στους τίτλους τους το 2007.
Πλημμυρισμένα από δάνεια και χορηγήσεις, τα ισλανδικά νοικοκυριά άρχισαν να αγοράζουν διαμερίσματα στο Λονδίνο, να ταξιδεύουν για ψώνια στο Παρίσι, να γεμίζουν τους δρόμους του Ρέικιαβικ με πολυτελή τζιπ.
Ως το 2008 τα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών είχαν φουσκώσει στα 175 δισ. δολάρια, σε 10πλάσια δηλαδή επίπεδα από το ΑΕΠ της χώρας.
Και τότε -τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς- καταρρέει η Lehman Brothers, σκάει το κραχ και οι διεθνείς αγορές παραλύουν.
Οι ισλανδικές τράπεζες χάνουν τη βραχυπρόθεσμη χρηματοδότησή τους και δεν μπορούν πια να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους.
Tον Οκτώβριο του 2008 οι τρεις τράπεζες χρεοκοπούν αθετώντας χρέη 85 δισ. δολαρίων.
Η συνέχεια ωστόσο δεν ήταν ανάλογη αυτής που βίωσαν η Ελλάδα και οι υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Αρνούμενοι τον άγριο εκφοβισμό της Βρετανίας και της Ολλανδίας, τα προγράμματα λιτότητας του ΔΝΤ και το «φετίχ» της ένωσης με την Ε.Ε., οι Ισλανδοί πήραν την τύχη στα χέρια τους και πολύ γρήγορα ανέκαμψαν.
Και βέβαια έκαναν αυτό που δεν τόλμησε κανένας άλλος λαός του πλανήτη: έβαλαν τους υπευθύνους του κραχ να πληρώσουν.
Συνολικά 26 τραπεζίτες και χρηματιστές έχουν καταδικαστεί στην Ισλανδία από το 2010 για απάτη, χειραγώγηση της αγοράς και άλλα εγκλήματα που σχετίζονται με την ασύδοτη δράση τους στην περίοδο των παχιών αγελάδων.
Αντιθέτως, στο επίκεντρο του παγκόσμιου κραχ, στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, δεν καταδικάστηκε ούτε ένας πρόεδρος ούτε ένας διευθύνων σύμβουλος τράπεζας, παρότι όλοι τους ήταν βαθιά χωμένοι στην απάτη των δομημένων σε υψηλού κινδύνου στεγαστικά δάνεια (subprime) ομολόγων.
«Σηκώστε τη σημαία σας και κηρύξτε την ανεξαρτησία σας Μην τους αφήνετε να σας φέρονται έτσι». Bjork
Oταν ο λαός της Ισλανδίας κλήθηκε να αναλάβει την ευθύνη για τα προβλήματα μιας τράπεζας έθεσα το ζήτημα σε δημοψήφισμα. Και όχι μία φορά, αλλά δύο. Ηταν η πρώτη φορά που η δημοκρατική βούληση του λαού κρίθηκε σημαντικότερη από τα οικονομικά συμφέροντα των αγορών».
Τα λόγια του Ισλανδού προέδρου Ολάφουρ Ράγκναρ Γκρίμσον αντηχούν ακόμη στα αυτιά των περίπου 300.000 κατοίκων της Ισλανδίας, που έσωσαν τη χώρα τους αρνούμενοι να πληρώσουν ένα απεχθές χρέος το οποίο δημιουργήθηκε σε βάρος τους και χωρίς τη συγκατάθεσή τους. «Αποφασίσαμε», εξηγούσε παλαιότερα ο Γκρίμσον, «να μη διασώσουμε τις τράπεζες και να τις αφήσουμε να καταρρεύσουν, επιβάλαμε ελέγχους στη ροή κεφαλαίων, υποτιμήσαμε το νόμισμα και δεν ακολουθήσαμε την πολιτική λιτότητας των υπόλοιπων χωρών».
Η επιτυχία της Ισλανδίας ήταν τόσο μεγάλη ώστε ακόμη και το ΔΝΤ αναγκάστηκε ύστερα από μερικά χρόνια να παραδεχτεί σε έκθεσή του ότι ο λόγος για τον οποίο η ισλανδική οικονομία αναπτύσσεται, όταν οι υπόλοιπες βυθίζονταν στην ύφεση, είναι ότι δεν ακολούθησε κανέναν από τους κανόνες που συνήθως προτείνουν οι θεσμοί.
Αναζητώντας εναγωνίως δικαιολογίες για να αμφισβητήσουν το success story της Ισλανδίας, οι οπαδοί των μνημονίων προωθούν την άποψη ότι «στην Ισλανδία οι τράπεζες συμπαρέσυραν τον υγιή δημόσιο τομέα ενώ στην Ελλάδα ο δημόσιος τομέας συμπαρέσυρε τις υγιείς τράπεζες».
Οπως απέδειξε όμως στο προκαταρκτικό της πόρισμα η Επιτροπή Αλήθειας Δημόσιου Χρέους, τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα. Στην Ελλάδα, όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο, οι κυβερνήσεις της λιτότητας μετέτρεψαν μια κρίση του ιδιωτικού τομέα σε δημοσιονομική, παρεμβαίνοντας για τη διάσωση τραπεζών που με βάση και τους πιο σκληρούς κανόνες της καπιταλιστικής οικονομίας θα έπρεπε να έχουν αφεθεί να καταρρεύσουν και να εθνικοποιηθούν αυτομάτως από το κράτος.
Δεκάδες μύθοι ακόμη επιχειρούν να αμφισβητήσουν τους τρεις πυλώνες που οδήγησαν στην επιτυχία της Ισλανδίας, δηλαδή την προσφυγή σε δημοψήφισμα, την απόφαση για αθέτηση πληρωμών ενός παράνομου και απεχθούς χρέους αλλά και την ικανότητα υποτίμησης του νομίσματος – καθώς η Ισλανδία δεν ήταν μέλος της ευρωζώνης. «Το ισλανδικό Δημόσιο ακολούθησε και αυτό πολιτική λιτότητας» υποστήριζε πριν από μερικές εβδομάδες αρθρογράφος των «New York Times», θεωρώντας ότι εντόπισε κάποια τρύπα στην εξήγηση της επιτυχίας. Είναι αλήθεια ότι το Ρέικιαβικ κατάφερε να περιορίσει δαπάνες του Δημοσίου αλλά το έκανε με τρόπο που προστάτευσε και ενίσχυσε τα ασθενέστερα στρώματα.
Μία από τις πρώτες αποφάσεις ήταν η αύξηση των δαπανών για την υγεία, προκειμένου να προληφθούν τα αυξημένα περιστατικά καρδιαγγειακών παθήσεων που συνήθως ακολουθούν τις μεγάλες οικονομικές κρίσεις. Λίγο αργότερα η κυβέρνηση προχώρησε και σε γενναίο κούρεμα των ιδιωτικών χρεών των νοικοκυριών και μικρών επιχειρήσεων, δίνοντας μια ισχυρή δόση οξυγόνου το οποίο επέστρεψε με πολλαπλασιαστικά οφέλη στην εθνική οικονομία.
Και φυσικά, αφού αμφισβήτησε έμπρακτα όλα όσα πρεσβεύει η Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως την υποδούλωση χωρών στο χρέος, την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών και την ενίσχυση των τραπεζών σε βάρος των ανθρώπων και της κοινωνικής συνοχής, η Ισλανδία πήρε και την τελική απόφαση να διακόψει οριστικά τις διαδικασίες ένταξης στην Ε.Ε. Οι δρόμοι τους δεν ήταν πλέον απλώς ασύμπτωτοι, αλλά οδηγούσαν σε σύγκρουση αρχών και αξιών.
Εν τέλει όποιο και αν ήταν το ερώτημα που τέθηκε στην Ισλανδία -όσο βαθιά οικονομικό ή νομικό- η απάντηση ήταν: δημοκρατία. Τα δημοψηφίσματα έφεραν την αστική δημοκρατία της Ευρώπης όσο πιο κοντά γινόταν στην αληθινή δημοκρατία που οραματιζόταν η Ντολόρες Ιμπαρούρι όταν έλεγε την περίφημη φράση της: «Καλύτερα να πεθάνεις όρθιος παρά να ζήσεις για πάντα γονατιστός».
ΔΝΤ, Ισλανδία, δάνεια, τράπεζες
Μόνη της, σε ένα ανεμοδαρμένο ακρωτήριο, η πρώην αγροικία είναι η ίδια δέσμια του παγωμένου Βόρειου Ατλαντικού από τη μια πλευρά και μιας χιονισμένης πεδιάδας από την άλλη, η οποία αποτελείται από βράχους λάβας.
Ανατολικά δεσπόζει το Snaefellsjokull, ένα κοιμισμένο ηφαίστειο σκεπασμένο με πάγο.
Σε αυτό το άγριο τοπίο, που θυμίζει σκηνικό της γνωστής ρωσικής ταινίας «Λεβιάθαν», βρίσκονται σήμερα οι μοναδικοί στον κόσμο φυλακισμένοι επικεφαλής τραπεζών, που η δράση τους συνδέθηκε με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Στη φυλακή Kviabryggja -στην οποία αφιέρωσε πρόσφατα ένα εξαιρετικό άρθρο το περιοδικό Bloomberg Markets- κατοικούν σήμερα ο πρώην πρόεδρος της Kaupthing Bank, Sigurdur Einarsson, και ο πρώην διευθύνων σύμβουλος, Hreidar Mar Sigurdsson.
Αμφότεροι έχουν καταδικαστεί για χειραγώγηση της αγοράς και απάτη.
Περνούν τις μέρες τους στο γυμναστήριο της φυλακής, πλένοντας τα ρούχα τους και σερφάροντας στο Ιντερνετ.
Τους κάνουν παρέα δύο παλιοί συνεργάτες τους, ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της θυγατρικής της Kaupthing στο Λουξεμβούργο, Magnus Gudmundsson, και ο δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος της τράπεζας τον καιρό της κατάρρευσής της, Olafur Olafsson.
Τη λίστα των καταδίκων του «ιδρύματος» συμπληρώνουν ακόμη 19 άτομα, που έχουν καταδικαστεί όλα για μη βίαια εγκλήματα.
Ολοι αυτοί είναι ελεύθεροι να κάνουν βόλτες εκτός φυλακής.
Ομως, σε ένα τέτοιο τοπίο δεν έχουν και μεγάλα περιθώρια απομάκρυνσης.
Η διαβίωσή τους σε σχέση με τον Κορυδαλλό ίσως να μην είναι και τόσο άσχημη, είναι σίγουρα διαφορετική, όμως, σε σχέση με τις παλιές καλές ημέρες.
Τότε οι τραπεζίτες της Kaupthing και των άλλων δύο μεγάλων τραπεζών της νησιωτικής χώρας διοργάνωναν πάρτι για τους πελάτες τους σε πολυτελή γιοτ στο Μόντε Κάρλο και προσλάμβαναν για τη διασκέδασή τους σε γκαλά που έστηναν στο Λονδίνο ξεπεσμένες φίρμες της ποπ, όπως ο Τομ Τζόουνς.
Τότε, δέκα χρόνια πριν, όλα ήταν διαφορετικά. Εκμεταλλευόμενες την «απελευθέρωση» διακίνησης των κεφαλαίων και την άπλετη και φτηνή -σχεδόν τζάμπα- ρευστότητα σε όλον τον κόσμο, οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας (Kaupthing, Landsbanki, Glitnir) άντλησαν τεράστιες ποσότητες κεφαλαίων από τις διεθνές αγορές.
Ευλογημένες από τους οίκους με αξιολογήσεις της τάξης των τριών ΑΑΑ και διάπλατα ανοιχτές τις πόρτες της Ε.Ε., οι τρεις δανείστηκαν μόνο το 2005 περί τα 14 δισ. ευρώ, τα διπλάσια σε σχέση με το 2014, έναντι επιτοκίου μόλις 0,2%.
Επαναδανείζοντας σε υψηλότερα επιτόκια κατάφεραν να έχουν τεράστια κέρδη και να καταγράψουν αποδόσεις ύψους 19,7% στους τίτλους τους το 2007.
Πλημμυρισμένα από δάνεια και χορηγήσεις, τα ισλανδικά νοικοκυριά άρχισαν να αγοράζουν διαμερίσματα στο Λονδίνο, να ταξιδεύουν για ψώνια στο Παρίσι, να γεμίζουν τους δρόμους του Ρέικιαβικ με πολυτελή τζιπ.
Ως το 2008 τα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών είχαν φουσκώσει στα 175 δισ. δολάρια, σε 10πλάσια δηλαδή επίπεδα από το ΑΕΠ της χώρας.
Και τότε -τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς- καταρρέει η Lehman Brothers, σκάει το κραχ και οι διεθνείς αγορές παραλύουν.
Οι ισλανδικές τράπεζες χάνουν τη βραχυπρόθεσμη χρηματοδότησή τους και δεν μπορούν πια να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους.
Tον Οκτώβριο του 2008 οι τρεις τράπεζες χρεοκοπούν αθετώντας χρέη 85 δισ. δολαρίων.
Αρνήθηκαν τον εκβιαστή
Τα ισλανδικά νοικοκυριά έχασαν πάνω από το 1/5 της αγοραστικής τους δύναμης και οι πολίτες περικυκλώνουν το Κοινοβούλιο της νησιωτικής χώρας πετώντας αυγά και πέτρες.Η συνέχεια ωστόσο δεν ήταν ανάλογη αυτής που βίωσαν η Ελλάδα και οι υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Αρνούμενοι τον άγριο εκφοβισμό της Βρετανίας και της Ολλανδίας, τα προγράμματα λιτότητας του ΔΝΤ και το «φετίχ» της ένωσης με την Ε.Ε., οι Ισλανδοί πήραν την τύχη στα χέρια τους και πολύ γρήγορα ανέκαμψαν.
Και βέβαια έκαναν αυτό που δεν τόλμησε κανένας άλλος λαός του πλανήτη: έβαλαν τους υπευθύνους του κραχ να πληρώσουν.
Συνολικά 26 τραπεζίτες και χρηματιστές έχουν καταδικαστεί στην Ισλανδία από το 2010 για απάτη, χειραγώγηση της αγοράς και άλλα εγκλήματα που σχετίζονται με την ασύδοτη δράση τους στην περίοδο των παχιών αγελάδων.
Αντιθέτως, στο επίκεντρο του παγκόσμιου κραχ, στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, δεν καταδικάστηκε ούτε ένας πρόεδρος ούτε ένας διευθύνων σύμβουλος τράπεζας, παρότι όλοι τους ήταν βαθιά χωμένοι στην απάτη των δομημένων σε υψηλού κινδύνου στεγαστικά δάνεια (subprime) ομολόγων.
Το «όχι» που έσωσε την Ισλανδία από την καταστροφή
«Σηκώστε τη σημαία σας και κηρύξτε την ανεξαρτησία σας Μην τους αφήνετε να σας φέρονται έτσι». Bjork
Oταν ο λαός της Ισλανδίας κλήθηκε να αναλάβει την ευθύνη για τα προβλήματα μιας τράπεζας έθεσα το ζήτημα σε δημοψήφισμα. Και όχι μία φορά, αλλά δύο. Ηταν η πρώτη φορά που η δημοκρατική βούληση του λαού κρίθηκε σημαντικότερη από τα οικονομικά συμφέροντα των αγορών».
Τα λόγια του Ισλανδού προέδρου Ολάφουρ Ράγκναρ Γκρίμσον αντηχούν ακόμη στα αυτιά των περίπου 300.000 κατοίκων της Ισλανδίας, που έσωσαν τη χώρα τους αρνούμενοι να πληρώσουν ένα απεχθές χρέος το οποίο δημιουργήθηκε σε βάρος τους και χωρίς τη συγκατάθεσή τους. «Αποφασίσαμε», εξηγούσε παλαιότερα ο Γκρίμσον, «να μη διασώσουμε τις τράπεζες και να τις αφήσουμε να καταρρεύσουν, επιβάλαμε ελέγχους στη ροή κεφαλαίων, υποτιμήσαμε το νόμισμα και δεν ακολουθήσαμε την πολιτική λιτότητας των υπόλοιπων χωρών».
Η επιτυχία της Ισλανδίας ήταν τόσο μεγάλη ώστε ακόμη και το ΔΝΤ αναγκάστηκε ύστερα από μερικά χρόνια να παραδεχτεί σε έκθεσή του ότι ο λόγος για τον οποίο η ισλανδική οικονομία αναπτύσσεται, όταν οι υπόλοιπες βυθίζονταν στην ύφεση, είναι ότι δεν ακολούθησε κανέναν από τους κανόνες που συνήθως προτείνουν οι θεσμοί.
Αναζητώντας εναγωνίως δικαιολογίες για να αμφισβητήσουν το success story της Ισλανδίας, οι οπαδοί των μνημονίων προωθούν την άποψη ότι «στην Ισλανδία οι τράπεζες συμπαρέσυραν τον υγιή δημόσιο τομέα ενώ στην Ελλάδα ο δημόσιος τομέας συμπαρέσυρε τις υγιείς τράπεζες».
Οπως απέδειξε όμως στο προκαταρκτικό της πόρισμα η Επιτροπή Αλήθειας Δημόσιου Χρέους, τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα. Στην Ελλάδα, όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο, οι κυβερνήσεις της λιτότητας μετέτρεψαν μια κρίση του ιδιωτικού τομέα σε δημοσιονομική, παρεμβαίνοντας για τη διάσωση τραπεζών που με βάση και τους πιο σκληρούς κανόνες της καπιταλιστικής οικονομίας θα έπρεπε να έχουν αφεθεί να καταρρεύσουν και να εθνικοποιηθούν αυτομάτως από το κράτος.
Δεκάδες μύθοι ακόμη επιχειρούν να αμφισβητήσουν τους τρεις πυλώνες που οδήγησαν στην επιτυχία της Ισλανδίας, δηλαδή την προσφυγή σε δημοψήφισμα, την απόφαση για αθέτηση πληρωμών ενός παράνομου και απεχθούς χρέους αλλά και την ικανότητα υποτίμησης του νομίσματος – καθώς η Ισλανδία δεν ήταν μέλος της ευρωζώνης. «Το ισλανδικό Δημόσιο ακολούθησε και αυτό πολιτική λιτότητας» υποστήριζε πριν από μερικές εβδομάδες αρθρογράφος των «New York Times», θεωρώντας ότι εντόπισε κάποια τρύπα στην εξήγηση της επιτυχίας. Είναι αλήθεια ότι το Ρέικιαβικ κατάφερε να περιορίσει δαπάνες του Δημοσίου αλλά το έκανε με τρόπο που προστάτευσε και ενίσχυσε τα ασθενέστερα στρώματα.
Μία από τις πρώτες αποφάσεις ήταν η αύξηση των δαπανών για την υγεία, προκειμένου να προληφθούν τα αυξημένα περιστατικά καρδιαγγειακών παθήσεων που συνήθως ακολουθούν τις μεγάλες οικονομικές κρίσεις. Λίγο αργότερα η κυβέρνηση προχώρησε και σε γενναίο κούρεμα των ιδιωτικών χρεών των νοικοκυριών και μικρών επιχειρήσεων, δίνοντας μια ισχυρή δόση οξυγόνου το οποίο επέστρεψε με πολλαπλασιαστικά οφέλη στην εθνική οικονομία.
Και φυσικά, αφού αμφισβήτησε έμπρακτα όλα όσα πρεσβεύει η Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως την υποδούλωση χωρών στο χρέος, την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών και την ενίσχυση των τραπεζών σε βάρος των ανθρώπων και της κοινωνικής συνοχής, η Ισλανδία πήρε και την τελική απόφαση να διακόψει οριστικά τις διαδικασίες ένταξης στην Ε.Ε. Οι δρόμοι τους δεν ήταν πλέον απλώς ασύμπτωτοι, αλλά οδηγούσαν σε σύγκρουση αρχών και αξιών.
Εν τέλει όποιο και αν ήταν το ερώτημα που τέθηκε στην Ισλανδία -όσο βαθιά οικονομικό ή νομικό- η απάντηση ήταν: δημοκρατία. Τα δημοψηφίσματα έφεραν την αστική δημοκρατία της Ευρώπης όσο πιο κοντά γινόταν στην αληθινή δημοκρατία που οραματιζόταν η Ντολόρες Ιμπαρούρι όταν έλεγε την περίφημη φράση της: «Καλύτερα να πεθάνεις όρθιος παρά να ζήσεις για πάντα γονατιστός».
ΔΝΤ, Ισλανδία, δάνεια, τράπεζες
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου