Βρετανοί κάθε ηλικίας αποτίουν φόρο τιμής στη Τζο Κοξ, στην Parliament Square στο Λονδίνο, την Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016
Η ευρωπαϊκή ιστορία έχει αποδείξει με τον πιο τραγικό τρόπο ότι είναι οι απώλειες των προσώπων που ορίζουν τη μοίρα της Γηραιάς Ηπείρου περισσότερο από την παρουσία τους.
Η είδηση πως η βουλευτής των Εργατικών Τζο Κοξ (Jo Cox) υπέκυψε στα τραύματά
της, λίγες ώρες μετά από τη δολοφονική επίθεση που είχε δεχτεί στην εκλογική της περιφέρεια, συντάραξε τη Μ. Βρετανία και την Ευρώπη, με τον τρόπο που μόνο οι τραγικές απώλειες ορίζουν.
Η δολοφονία μίας πολιτικού εν μέσω προεκλογικής περιόδου σε ένα από τα πιο αναπτυγμένα κοινωνικοπολιτικά συστήματα του πλανήτη δεν θα μπορούσε παρά να επιτρέψει σκέψεις και πράξεις που νωρίτερα δεν θα ήταν δυνατόν να εκφραστούν.
Σε ένα πρώτο στάδιο, οι συνέπειες του γεγονότος αποτυπώνονται στην ίδια την πολιτική διαδικασία. Πολύ πριν καν ανακοινωθεί η τραγική είδηση του θανάτου της 42χρονης πολιτικού, τα δύο στρατόπεδα του δημοψηφίσματος ανακοίνωσαν πως αναστέλλουν τις προεκλογικές τους καμπάνιες.
Η ομάδα υπέρ της παραμονής «Stronger In» ανακοίνωσε ότι αναστέλλει κάθε δραστηριότητα, που ήταν προγραμματισμένη για σήμερα πρώτη, ενώ οι υποστηρικές του Brexit «Vote Leave» ανακοίνωσαν πως αναστέλλουν την καμπάνια τους.
Ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον (David Cameron) ανακοίνωσε μέσω Twitter ότι ακυρώνει προεκλογική του συγγκέντρωση στο Γιβραλτάρ: «είναι σωστό όλες οι προεκλογικές εκδηλώσεις να σταματήσουν μετά από την τρομερή επίθεση στην Τζο Κοξ».
Σε μεταγενέστερο, όμως, στάδιο, οι συνέπειες ενδέχεται να αποδειχθούν καθοριστικές όχι μόνο για τη Βρετανία, αλλά και για την ίδια την Ευρώπη, καθώς εδώ και πολλούς μήνες οι δύο πλευρές έχουν μπλεχτεί σε ένα αδιέξοδο ρόλων και διακηρύξεων πάνω σε όλα σχεδόν τα μεγάλα ζητήματα της εποχής, που με ανεπανάληπτο τρόπο έχουν ενσωματωθεί στο ερώτημα του βρετανικού δημοψηφίσματος.
Η έρευνα είχε δημοσιευτεί τον περασμένο Ιανουάριο από το Κέντρο Αξιολόγησης Στοχευμένης Απειλής (FTAC), της πρώτης κοινής υπηρεσίας του NHS και της βρετανικής αστυνομίας. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είχε τότε θεωρηθεί το εύρημα σύμφωνα με το οποίο ένας στους πέντε βουλευτές που απάντησαν στην έρευνα είχαν δεχθεί επίθεση, τέσσερις στους δέκα είχαν δεχθεί απειλές, ενώ οι μισοί εξ αυτών δήλωναν πεπεισμένοι πως παρακολουθούνταν.
Ο βρετανικός τύπος προσπάθησε να κρατήσει χαμηλά τους τόνους. Στον Independent τονίστηκε η ανάγκη να μην γίνονται γενικεύσεις, καθώς η μεγαλύτερη απειλή κατά βουλευτών ήταν οι επιθέσεις του IRA.
Γεγονός παραμένει πως ο θάνατος της Κοξ καταγράφεται ως η πρώτη δολοφονία Βρετανού πολιτικού από το 1990. Τον Ιούλιο εκείνου του έτους, ο 53χρονος Ίαν Γκόου (Ian Gow), βουλευτής των συντηρητικών και πρώην υφυπουργός και κοινοβουλευτικός γραμματέας της Μάργκαρετ Θάτσερ (Margaret Thatcher), δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι του στο Ανατολικό Σάσεξ από έκρηξη βόμβας που είχε τοποθετήσει ο IRA στο αυτοκίνητό του.
Τον Νοέμβριο του 1981, είχε δολοφονηθεί από μαχητές του IRA ο 40χρονος βορειοϊρλανδός βουλευτής Ρόμπερτ Μπράντφορντ (Robert Bradford). Τον Μάρτιο του 1979, είχε δολοφονηθεί ο 63χρονος Έρι Νιβ (Airey Neave), βετεράνος του Β' ΠΠ και σκιώδης υπουργός της Θάτσερ για τη Β. Ιρλανδία. Σκοτώθηκε από έκρηξη παγιδευμένου αυτοκινήτου στο υπόγειο πάρκινγκ του βρετανικού κοινοβουλίου, την οποία είχε αναλάβει φράξια του IRA. Tα υπόλοιπα ονόματα, που συμπληρώνουν τη λίστα των πολιτικών δολοφονιών στο Ηνωμένο Βασίλειο τις τελευταίες δεκαετίες, σχετίζονται αποκλειστικά με το βορειοϊρλανδικό ζήτημα και την περίοδο των Troubles, που συγκλόνισαν τη χώρα, απειλώντας δύο φορές τη ζωή Βρετανών πρωθυπουργών (Θάτσερ 1984, Μέιτζορ 1991).
Η δολοφονία της Τζο Κοξ δεν είναι απλώς η πρώτη στη Βρετανία μετά από 26 χρόνια, αλλά η πρώτη που δεν σχετίζεται με τη σύγκρουση Λονδίνου–IRA και η πρώτη γυναίκας πολιτικού. Συμβαίνει δε ακριβώς μία εβδομάδα πριν από την ημέρα διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, το οποίο έχει πολώσει σε πρωτοφανή βαθμό τη βρετανική κοινωνία, επιτείνοντας την αγωνία εντός και εκτός της χώρας, καθώς καθίσταται σαφές το προβάδισμα των ευρωσκεπτικιστών στην τελική ευθεία.
Εξαιρουμένων δε των αναποφάσιστων και των μη εγγεγραμμένων, η ψαλίδα φαίνεται να ανοίγει, καταγράφοντας 53% και 47% αντίστοιχα για τα δύο στρατόπεδα. Το πρώτο νούμερο συνιστά τη υψηλότερη στήριξη που έχει καταγραφεί για το Brexit, στα τρία χρόνια που διαρκεί το σχετικό ντιμπέιτ. Σε δημοσκόπηση της ίδιας εταιρείας τον Μάιο, υπέρ της παραμονής τασσόταν το 55% και κατά το 37% των ερωτηθέντων αντίστοιχα. Συνολικά στις επτά τελευταίες δημοσκοπήσεις, οι έξι δείχνουν υπεροχή των υποστηρικτών του Brexit.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων που έχουν ανατρέψει τις τελευταίες εβδομάδες τα δεδομένα της προεκλογικής εκστρατείας.
Η πιθανότητα το βρετανικό κοινοβούλιο να μην επικυρώσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος εισήλθε ορμητικά μαζί με τον Ιούνιο στην πολιτική αντιπαράθεση. Πριν από δέκα μέρες, το BBC αποκάλυψε ότι συζητείται ζωηρά στους διαδρόμους του Westminster αυτή ακριβώς η πιθανότητα. Με δεδομένο ότι οι βουλευτές που έχουν δηλώσει την υποστήριξή τους στην καμπάνια υπέρ της παραμονής υπερέχουν συντριπτικά έναντι όσων έχουν ταχθεί κατά (454–147), έχει δηλωθεί από μερίδα των πρώτων ότι δεν θα επιτρέψουν κοινοβουλευτικά την αποχώρηση της Μ. Βρετανίας από την κοινή αγορά των 500 εκατομμυρίων Ευρωπαίων.
Την περασμένη Τρίτη, ο Άγγλος δικηγόρος και μπλόγκερ Ντέιβιντ Άλεν Γκριν (David Allen Green), γνωστός για την αρθρογραφία του επί νομικών θεμάτων σε μεγάλες βρετανικές εφημερίδες, υποστήριξε από τις σελίδες των Financial Times ότι το επικείμενο δημοψήφισμα έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα και δεν δεσμεύει νομικά την Downing Street. «Τίποτα δεν θα συμβεί» την επαύριο του δημοψηφίσματος έγραψε χαρακτηριστικά, εξηγώντας ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι για το Λονδίνο να ακυρώσει ενδεχόμενη ψήφο υπέρ του Brexit.
Υποστηρίζοντας ότι το δημοψήφισμα είναι ζήτημα πολιτικής και όχι νομοθεσίας, πρόταξε τη χαμηλή συμμετοχή ως ενδεχόμενη αιτιολογία εκ μέρους της κυβέρνησης για μη αποδοχή του αποτελέσματος. Υπέδειξε, επιπλέον, την παραπομπή του θέματος σε κοινοβουλευτική διαδικασία ή την επαναδιαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους και διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος: «Εξάλλου, μία παράδοση των κρατών–μελών της ΕΕ είναι να επαναλαμβάνουν τα σχετιζόμενα με την ΕΕ δημοψηφίσματα μέχρι οι ψηφοφόροι να ψηφίσουν "σωστά"».
Ο αρθρογράφος παρέπεμπε εμμέσως στην εμπειρία των δύο ιρλανδικών δημοψηφισμάτων για την Συνθήκη της Λισαβόνας. Το πρώτο διεξήχθη τον Ιούνιο του 2008 με τους Ιρλανδούς να απορρίπτουν την ευρωπαϊκή πρόταση με 53,4% έναντι 46,6% και συμμετοχή του εκλογικού σώματος στο 53%. Ένα και πλέον χρόνο μετά, τον Οκτώβριο του 2009, με τη χρεοκοπία του τραπεζικού συστήματος και την ύφεση της οικονομίας σε πλήρη εξέλιξη, οι Ιρλανδοί ψήφισαν υπέρ με 67,1% έναντι 32,9% και συμμετοχή στο 59%.
Η κυνική παραδοχή του Γκριν ότι αυτά συμβαίνουν στην Ευρώπη ενδεχομένως να μην ξένισε το αναγνωστικό κοινό των Financial Times. Εν τούτοις, θα μπορούσε άνετα να ενσωματωθεί στην επιχειρηματολογία των αντιευρωπαϊστών του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι αναλύσεις από μεγάλες επενδυτικές τράπεζες, που είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες, έδειξαν ότι τα πράγματα είναι σοβαρά για τον Ντέιβιντ Κάμερον και τους «Stronger In».
Σε ομιλία του στη Νέα Υόρκη το βράδυ της Τετάρτης, ο πρόεδρος της Deutschebank Πολ Αχλάιτνερ (Paul Achleitner) χαρακτήρισε το Brexit «οικονομική καταστροφή για την Βρετανία και πολιτική καταστροφή για την Ευρώπη». Οι καταστροφικές συνέπειες ενός Brexit στην οικονομία θεωρούνται δεδομένες από τους μεγάλους παίκτες των αγορών.
Όπως έδειξε η εμπειρία του ελληνικού δημοψηφίσματος, αλλά και το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, το επιχείρημα της οικονομικής κατάρρευσης χρησιμοποιήθηκε με ιδιαίτερη ευχέρεια. Ο αρθρογράφος των Financial Times θα συμφωνούσε ότι έτσι γίνεται στην Ευρώπη.
Όμως, το ερώτημα του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου δεν χωροθετείται όπως θα γινόταν σε μια χρεοκοπημένη οικονομία της ευρωζώνης ή σε μια περιφερειακή οικονομία που ζυγίζει τις εθνικές της προοπτικές στη διεύρυνση της φορολογικής της βάσης και τα πετρελαϊκά έσοδα μιας υπό συρρίκνωση βιομηχανίας.
Tα μεγέθη και η σημασία της βρετανικής οικονομίας αποκλείουν την τιμωρητική προοπτική που αντιμετώπιζε η Ελλάδα στην επιλογή απομάκρυνσης από τον γαλλογερμανικό άξονα. Eνδεχόμενη υποχώρηση της βρετανικής οικονομίας –μιας οικονομίας που μετέρχεται όλων των εργαλείων διάσωσης του New Normal– είναι αυτονόητο ότι θα ανατρέψει τις ήδη εύθραυστες ισορροπίες στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, φέρνοντας πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες αντιμέτωπους με τα κοινωνικά ζητήματα που τεχνηέντως άφησαν αναπάντητα στη διαχείριση της μεγάλης κρίσης.
Τα παραπάνω δεν συνιστούν αυτόματα επιχείρημα υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Πολλοί, φερειπείν, οπαδοί του Brexit δεν κρύβουν ότι θα ήθελαν να δούν τις σεισμικές δονήσεις της αποχώρησης να κλονίζουν το γραφειοκρατικό κατεστημένο των Βρυξελλών.
Το δε επιχείρημα των αντιπάλων του Brexit ότι θα επέλθει οικονομικό σόκ αποδυναμώνεται στα επίσημα στοιχεία που δείχνουν ότι η εθνική οικονομία ήδη υποχωρεί. Το περασμένο καλοκαίρι, ο υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Όσμπορν (George Osborne) καυχιόταν για τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης που κατέγραφε η Βρετανία ανάμεσα στους G7. Στα δύο πρώτα τρίμηνα του 2016, οι επιδόσεις αυτές μοιάζουν παρελθόν, η δημιουργία θέσεων απασχόλησης έχει πέσει σε χαμηλό δυόμισι ετών, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη έχει υποχωρήσει σε χαμηλό τριετίας, οι δείκτες μεταποίησης κατασκευών και υπηρεσιών προμηνύουν κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
Η κυβέρνηση αποδίδει την απώλεια της εμπιστοσύνης στην αναταραχή και αβεβαιότητα που προκαλεί η προεκλογική διαδικασία. Πολλοί αναλυτές, όμως, αντιτείνουν ότι τα αίτια της δυσπραγίας θα πρέπει να αναζητηθούν στην ακολουθούμενη πολιτική. Υποδεικνύουν ότι ποτέ άλλοτε στη Μ. Βρετανία δεν υπήρξε δεκαετής συρρίκνωση των κρατικών της δαπανών, υπογραμμίζοντας ότι το επιχειρηματικό μοντέλο που βασίζεται στη μείωση του κόστους εργασίας έφτασε στα όριά του και πως απαιτείται αλλαγή στρατηγικής μακριά από αυτό που διαπιστώνεται σήμερα ως διεθνής τάση και είναι η απροθυμία για επενδύσεις.
Εξαρτάται αυτή η αλλαγή στρατηγικής από ένα δημοψήφισμα ή οφείλει να είναι το αποτέλεσμα μιας άλλης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας; Δεν είναι ούτε απλό, ούτε ίδιο το ερώτημα, όταν έχει προηγηθεί η δολοφονία ενός βουλευτή.
Η δολοφονία, όμως, ενός πολιτικού προσώπου περνά την αντιπαράθεση σε άλλη διάσταση. Οι πρώτες πληροφορίες που έρχονταν από τα βρετανικά μέσα το απόγευμα της Πέμπτης ανέφεραν ότι ο 52χρονος δολοφόνος φώναξε «Britain First» («πρώτη η Βρετανία»). Το Britain First είναι ακροδεξιό κόμμα, που σχηματίστηκε το 2011 από πρώην μέλη του Βρετανικού Εθνικού Κόμματος (BNP). Ο αρχηγός του κόμματος έχει υπάρξει μέλος του νεοναζιστικού Εθνικού Μετώπου, ενώ πιο πρόσφατα έχει συνδεθεί με παραστρατιωτικές ομάδες στους κόλπους των ενωτικών της Β. Ιρλανδίας.
Από την πρώτη στιγμή, το Britain First καταδίκασε τη δολοφονία της Κοξ και προσπάθησε με κάθε τρόπο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να καταδείξει ότι ο δολοφόνος δεν φώναξε το όνομα–σύνθημα του κόμματος. Πρόσφατως, οι Βρετανοί ακροδεξιοί είχαν χαρακτηρίσει «καταληψία» τον νεοεκλεγέντα μουσουλμάνο δήμαρχο των Εργατικών στο Λονδίνο, απειλώντας τον με «άμεση δράση».
Στο άκουσμα του θανάτου της Φοξ, υπέρμαχοι της παραμονής απελευθέρωσαν ένα πηγαίο κύμα οργής στο Twitter, όχι μόνο ενάντια του Britain First, αλλά και κατά των πιο εμβληματικών μορφών του Brexit, του Νάιτζελ Φάρατζ (Nigel Farage) και του Μπόρις Τζόνσον (Boris Johnson).
Στο συνέδριο των Συντηρητικών του περασμένου Οκτωβρίου, ο Κάμερον είχε εξηγήσει γιατί οι δημοσκοπήσεις έπεσαν έξω στις προβλέψεις τους για το εκλογικό αποτέλεσμα του Μαΐου: «Η Βρετανία και το Twitter δεν είναι το ίδιο πράγμα». Προσπερνώντας την ειρωνία του πράγματος, όπου κάθε πολιτικός και από τα δύο στρατόπεδα έσπευσε να εκφράσει με 140 χαρακτήρες την οδύνη του για τον τραγικό χαμό της Φοξ, έρχεται κανείς αντιμέτωπος με τα σχόλια αρκετών χρηστών που βλέπουν γύρω από τη δολοφονία μία σύγκρουση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές αξίες και στον πολιτισμό των tabloid.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν οι θεματοφύλακες των ευρωπαϊκών αξιών εξαρτούν την πολιτική τους από τα tabloid, όπως κατά κόρον έχει συμβεί στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια;
Η οικονομία υπήρξε μέχρι σήμερα το ισχυρό χαρτί της πλειοψηφίας στο Westminster, φέρνοντας τους Εργατικούς στην δύσκολη θέση να υπερασπίζονται την παραμονή της χώρας στην ΕΕ ταυτόχρονα με την ανάγκη κατάργησης των οικονομικών πολιτικών του διδύμου Κάμερον–Όσμπορν, που στη βασική τους σύλληψη δεν διαφέρουν από τα πεπραγμένα των Βρυξελλών. Στον αντίποδα, οι υποστηρικτές του Brexit αναδείκνυαν την ταξική διάσταση του ζητήματος, προβάλλοντας εαυτούς ως προστάτες των συμφερόντων των λαϊκών τάξεων που πλήττονται από τη λιτότητα, χωρίς όμως να δεσμεύονται (οι προερχόμενοι από τους Tories) ότι θα συμπεριλάβουν την άρση της στο μελλοντικό τους κυβερνητικό πρόγραμμα.
Έρευνα του YouGov τον περασμένο Σεπτέμβριο έδειχνε ότι οι φιλοευρωπαϊστές ψηφόφοροι έτειναν να ανήκουν στη μεσαία τάξη, να έχουν μεγαλύτερα εισοδήματα και εργασία, να υπερέχουν σε πανεπιστημιακή μόρφωση και να είναι νεότεροι σε αντίθεση με τους αντιευρωπαϊστές του Brexit, που ανήκαν κατά κύριο λόγο στην εργατική τάξη, στη γενιά των baby boomers και όσων βίωσαν την περίοδο Θάτσερ από τα χαμηλότερα επίπεδα της κοινωνικής ιεραρχίας.
Αν πιστέψουμε τα μαθηματικά των δημοσκοπήσεων, η εκλογική βάση που ανέδειξε τον Τζέρεμι Κόρμπιν (Jeremy Corbyn) στην ηγεσία των Εργατικών –κόντρα στις επιθυμίες της κομματικής ελίτ– δεν μπορεί να καταχωρηθεί αυτούσια στην επίσημη θέση του κόμματος υπέρ της παραμονής. Αντίστοιχα, τα εκλογικά ποσοστά των συντηρητικών δεν θα αρκούσαν στον πρωθυπουργό Κάμερον για να αποτρέψει το Brexit, που ο ίδιος έβαλε στις ράγες για να ικανοποιήσει το εσωκομματικό του ακροατήριο. Αθροιζόμενα τα ποσοστά των Tories και των Εργατικών στις τελευταίες εκλογές δίνουν πάνω από 67%.
Η ιστορία του Brexit δεν ξεκίνησε από τον Κάμερον το 2013 μόνο ως οικονομικό αίτημα απέναντι στις Βρυξέλλες. Ο Βρετανός πρωθυπουργός απαίτησε και πήρε διαβεβαιώσεις για σημαντικές εξίσου αλλαγές στη μεταναστευτική πολιτική των «28». Η Κάμερον επιδίωξε να λάβει το μέγιστο δυνατό στο δραματικό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 18ης-19ης Φεβρουαρίου, ώστε να προλάβει εντός των νομοθετικών προβλέψεων να προκηρύξει δημοψήφισμα πριν αυξηθούν οι μεταναστευτικές ροές το καλοκαίρι –όπως τότε εκτιμούσε ότι θα συμβεί το επιτελείο του.
Στην πολιτική ιστορία, οι δολοφονίες πολιτικών προσώπων παγιώνουν αντίπαλες συσπειρώσεις, που σε έναν δεδομένο βαθμό πόλωσης δεν επιτρέπουν την οποιαδήποτε ώσμωση ανάμεσά τους. Υπάρχει τότε κίνδυνος οι διαλλακτικές φωνές κάθε πλευράς –που στο μέλλον θα αναλάμβαναν εκ των πραγμάτων την επούλωση του διχασμού– να χαθούν πίσω από τις ακραίες αναγνώσεις του τραγικού γεγονότος· αναγνώσεις που θα καταδικάζουν μεν τη δολοφονία, θα την αποδίδουν δε στον αντίπαλο, λειτουργώντας εσαεί ως παραμορφωτικός καθρέφτης της αμεσοδημοκρατικής διαδικασίας, όπως θα ερμηνεύουν τις οικονομικές προτεραιότητες με όρους πολιτισμικών επιταγών.
Τίποτα δεν κινητοποιεί περισσότερο μια κοινότητα ανθρώπων από την αίσθηση ότι απειλούνται οι ζωές τους και οι αξίες τους. Η καμπάνια του Brexit επέτρεψε να ενεργοποιηθούν τέτοια αντανακλαστικά, προτάσσοντας τη μεταναστευτική απειλή. Αν δεν υπάρξει ακύρωση του δημοψηφίσματος, οι υποστηρικτές της παραμονής θα ψηφίσουν αναμφίβολα με την σκέψη τους στην Τζο Κοξ, βρίσκοντας το δικό τους σημείο αναφοράς απέναντι σε μία επερχόμενη απειλή.
Με τι όρους, όμως, θα την ερμηνεύσουν; Εδώ είναι το σημείο που το ζήτημα γίνεται εξαιρετικά ευαίσθητο. Με δεδομένη την πόλωση που επικρατεί στη Βρετανία, δεν είναι δύσκολο η δολοφονία της Κοξ να αποδοθεί με όρους συλλογικής ευθύνης στο σύνολο των οπαδών του Brexit, που καταχωρούνται ως οι λιγότερο προνομιούχοι, μετατρέποντας την δολοφονία μιας πολιτικού σε πολιτική δολοφονία.
Όταν τον Μάιο του 2010 έγινε απόπειρα με μαχαίρι κατά του βουλευτή των Εργατικών Στίβεν Τιμς (Stephen Timms) από την 21χρονη πρώην φοιτήτρια του King's College Ροσονάρα Τσούντρι (Roshonara Choudhry), που δήλωνε υποστηρίκτρια της Αλ Κάιντα, οι φιλελεύθερες φωνές έκαναν έκκληση να μην ταυτίζεται το Ισλάμ με τέτοιες ακραίες πράξεις. Η υπόδειξη εκ μέρους τους ηθικών, πολιτικών αυτουργών στη δολοφονία της Κόξ θα τις έφερνε τελικά πολύ πιο κοντά σε αυτό που καταδίκαζαν παλαιότερα.
Θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να προχωρήσει κανείς σε τέτοιου είδους καταχωρήσεις. Επισήμως, τα κίνητρα του δράστη παραμένουν άγνωστα. Η οδύνη δεν αφήνει χώρο για ερμηνείες. Οι ηγεσίες τηρούν την ενδεδειγμένη στάση αναμονής. Όπως έδειξε η αντιπαράθεση Ομπάμα–Τραμπ για το ποιος κρύβεται πίσω από το μακελειό στο Ορλάντο, η πολιτική αρετή ανήκει σε αυτούς που ερμηνεύουν με ψυχραιμία και πράττουν με πειθώ.
Αν πρέπει κανείς να λειτουργήσει έτσι, είναι γιατί την επομενη μέρα Βρετανία και Ευρώπη θα πρέπει να μιλήσουν για την άνοδο της ακροδεξιάς. Η δολοφονία της νεαρής βουλευτίνας μητέρας δύο παιδιών θα καταχωρήσει οριστικά την ακροδεξιά στις αντιευρωπαϊκές δυνάμεις.
Σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα που θα κληθούν όλοι να απαντήσουν την επόμενη μέρα είναι: πώς μπαίνει τέλος στη βαρβαρότητα των καιρών;
Σε μία εποχή βάρβαρων επιθέσεων, όπως αυτές στο Ορλάντο, στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι, στην Άγκυρα, στη Βηρυττό και στην Κωνσταντινούπολη, η ανάδειξη του ανθρωπισμού ως υπέρτατης πολιτικής αξίας συγκρούεται με τη λογική των φραχτών και τη ρητορική του μίσους.
Για ένα μεγάλο κομμάτι του πλανήτη που ζει στην περιφέρεια του αναπτυγμένου κόσμου, η βαρβαρότητα βιώνεται καθημερινά και με απόλυτο τρόπο. Η Κοξ υπήρξε μια από τις περιπτώσεις πολιτικών, που στήριξε χωρίς περιστροφές τα δικαιώματα των προσφύγων, αναγνωρίζοντας το δράμα των ανθρώπων που εγκαταλείπουν τις εστίες τους εξαιτίας του πολέμου και της τρομοκρατίας.
Η μεταναστευτική πολιτική αποτελεί κομβικό ζήτημα στην υπόθεση βρετανικό δημοψήφισμα. Όμως, το παράδειγμα της Κοξ δεν ήταν το παράδειγμα ούτε του Κάμερον ούτε του Φάρατζ, που καλλιέργησαν ή εξακολουθούν να καλλιεργούν τα φοβικά σύνδρομα συντηρητικών ψηφοφόρων ή εξαντλημένων από τους κοινωνικούς αυτοματισμούς εργατικών στρωμάτων· παράδειγμα υποχώρησης και αναδίπλωσης που αποθεώθηκε σε ύψιστες πολιτικές επιλογές των ηγεσιών στην «ηπειρωτική» ΕΕ.
Όπως έχουν εξελιχτεί τα πράγματα, ο φόβος –ο φόβος απέναντι σε μια οικονομική κατάρρευση ή ο φόβος απέναντι στους μετανάστες– αναδεικνύεται ως ο καταλύτης σε αυτήν την αμεσοδημοκρατική διαδικασία, όπου υποτίθεται ότι ξεδιπλώνεται το όραμα των πολιτών για ένα λαμπρότερο μέλλον.
Αυτή είναι πιθανότατα και η χειρότερη συνέπεια που μπορεί να επιφέρει στα ευρωπαϊκά πράγματα η απώλεια ενός προσώπου όπως της Τζο Φοξ. Υποτίθεται πως η δημοκρατία, όπως γεννήθηκε και ωρίμασε στην Ευρώπη, συμβόλιζε ανέκαθεν τη νίκη της ελεύθερης επιλογής της πλειοψηφίας απέναντι στον φόβο που επέβαλαν μειοψηφίες με σιδηρά ισχύ. Όταν σε μία εμβληματική δημοκρατική διαδικασία η όποια επιλογή ορίζεται υπό το καθεστώς το φόβου, τότε αυτομάτως ακυρώνεται η ουσία της δημοκρατικής επιλογής.
Πολλοί εικάζουν ήδη ότι η χθεσινή εξελίξη θα ανατρέψει τα δεδομένα υπέρ της παραμονής στην ΕΕ. Η Τζο Κοξ θα ήθελε πριν από την κάλπη οι Βρετανοί πολίτες να θυμηθούν την παρουσία της· και τη δική τους.
πηγη
Η ευρωπαϊκή ιστορία έχει αποδείξει με τον πιο τραγικό τρόπο ότι είναι οι απώλειες των προσώπων που ορίζουν τη μοίρα της Γηραιάς Ηπείρου περισσότερο από την παρουσία τους.
Η είδηση πως η βουλευτής των Εργατικών Τζο Κοξ (Jo Cox) υπέκυψε στα τραύματά
της, λίγες ώρες μετά από τη δολοφονική επίθεση που είχε δεχτεί στην εκλογική της περιφέρεια, συντάραξε τη Μ. Βρετανία και την Ευρώπη, με τον τρόπο που μόνο οι τραγικές απώλειες ορίζουν.
Η δολοφονία μίας πολιτικού εν μέσω προεκλογικής περιόδου σε ένα από τα πιο αναπτυγμένα κοινωνικοπολιτικά συστήματα του πλανήτη δεν θα μπορούσε παρά να επιτρέψει σκέψεις και πράξεις που νωρίτερα δεν θα ήταν δυνατόν να εκφραστούν.
Σε ένα πρώτο στάδιο, οι συνέπειες του γεγονότος αποτυπώνονται στην ίδια την πολιτική διαδικασία. Πολύ πριν καν ανακοινωθεί η τραγική είδηση του θανάτου της 42χρονης πολιτικού, τα δύο στρατόπεδα του δημοψηφίσματος ανακοίνωσαν πως αναστέλλουν τις προεκλογικές τους καμπάνιες.
Η ομάδα υπέρ της παραμονής «Stronger In» ανακοίνωσε ότι αναστέλλει κάθε δραστηριότητα, που ήταν προγραμματισμένη για σήμερα πρώτη, ενώ οι υποστηρικές του Brexit «Vote Leave» ανακοίνωσαν πως αναστέλλουν την καμπάνια τους.
Ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον (David Cameron) ανακοίνωσε μέσω Twitter ότι ακυρώνει προεκλογική του συγγκέντρωση στο Γιβραλτάρ: «είναι σωστό όλες οι προεκλογικές εκδηλώσεις να σταματήσουν μετά από την τρομερή επίθεση στην Τζο Κοξ».
Σε μεταγενέστερο, όμως, στάδιο, οι συνέπειες ενδέχεται να αποδειχθούν καθοριστικές όχι μόνο για τη Βρετανία, αλλά και για την ίδια την Ευρώπη, καθώς εδώ και πολλούς μήνες οι δύο πλευρές έχουν μπλεχτεί σε ένα αδιέξοδο ρόλων και διακηρύξεων πάνω σε όλα σχεδόν τα μεγάλα ζητήματα της εποχής, που με ανεπανάληπτο τρόπο έχουν ενσωματωθεί στο ερώτημα του βρετανικού δημοψηφίσματος.
Από τη Θάτσερ στον Κάμερον
Τα βρετανικά μέσα δεν παραλείπουν να παραθέσουν το ιστορικό των πολιτικών δολοφονιών στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπενθυμίζοντας πρόσφατη έρευνα στην οποία προέκυψε ότι οι Βρετανοί βουλευτές χρήζουν αυξημένης προστασίας λόγω των απειλών που δέχονται κατά της ζωής των ιδίων ή συγγενικών τους προσώπων.Η έρευνα είχε δημοσιευτεί τον περασμένο Ιανουάριο από το Κέντρο Αξιολόγησης Στοχευμένης Απειλής (FTAC), της πρώτης κοινής υπηρεσίας του NHS και της βρετανικής αστυνομίας. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είχε τότε θεωρηθεί το εύρημα σύμφωνα με το οποίο ένας στους πέντε βουλευτές που απάντησαν στην έρευνα είχαν δεχθεί επίθεση, τέσσερις στους δέκα είχαν δεχθεί απειλές, ενώ οι μισοί εξ αυτών δήλωναν πεπεισμένοι πως παρακολουθούνταν.
Ο βρετανικός τύπος προσπάθησε να κρατήσει χαμηλά τους τόνους. Στον Independent τονίστηκε η ανάγκη να μην γίνονται γενικεύσεις, καθώς η μεγαλύτερη απειλή κατά βουλευτών ήταν οι επιθέσεις του IRA.
Γεγονός παραμένει πως ο θάνατος της Κοξ καταγράφεται ως η πρώτη δολοφονία Βρετανού πολιτικού από το 1990. Τον Ιούλιο εκείνου του έτους, ο 53χρονος Ίαν Γκόου (Ian Gow), βουλευτής των συντηρητικών και πρώην υφυπουργός και κοινοβουλευτικός γραμματέας της Μάργκαρετ Θάτσερ (Margaret Thatcher), δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι του στο Ανατολικό Σάσεξ από έκρηξη βόμβας που είχε τοποθετήσει ο IRA στο αυτοκίνητό του.
Τον Νοέμβριο του 1981, είχε δολοφονηθεί από μαχητές του IRA ο 40χρονος βορειοϊρλανδός βουλευτής Ρόμπερτ Μπράντφορντ (Robert Bradford). Τον Μάρτιο του 1979, είχε δολοφονηθεί ο 63χρονος Έρι Νιβ (Airey Neave), βετεράνος του Β' ΠΠ και σκιώδης υπουργός της Θάτσερ για τη Β. Ιρλανδία. Σκοτώθηκε από έκρηξη παγιδευμένου αυτοκινήτου στο υπόγειο πάρκινγκ του βρετανικού κοινοβουλίου, την οποία είχε αναλάβει φράξια του IRA. Tα υπόλοιπα ονόματα, που συμπληρώνουν τη λίστα των πολιτικών δολοφονιών στο Ηνωμένο Βασίλειο τις τελευταίες δεκαετίες, σχετίζονται αποκλειστικά με το βορειοϊρλανδικό ζήτημα και την περίοδο των Troubles, που συγκλόνισαν τη χώρα, απειλώντας δύο φορές τη ζωή Βρετανών πρωθυπουργών (Θάτσερ 1984, Μέιτζορ 1991).
Η δολοφονία της Τζο Κοξ δεν είναι απλώς η πρώτη στη Βρετανία μετά από 26 χρόνια, αλλά η πρώτη που δεν σχετίζεται με τη σύγκρουση Λονδίνου–IRA και η πρώτη γυναίκας πολιτικού. Συμβαίνει δε ακριβώς μία εβδομάδα πριν από την ημέρα διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, το οποίο έχει πολώσει σε πρωτοφανή βαθμό τη βρετανική κοινωνία, επιτείνοντας την αγωνία εντός και εκτός της χώρας, καθώς καθίσταται σαφές το προβάδισμα των ευρωσκεπτικιστών στην τελική ευθεία.
«Έτσι συμβαίνει στην Ευρώπη»
Την ώρα που η βρετανική κοινή γνώμη συγκλονιζόταν από την είδηση της δολοφονίας, στον βρετανικό τύπο δημοσιευόταν δημοσκόπηση, που επιβεβαίωνε την πλήρη αντιστροφή της τάσης των ψηφοφόρων σε σχέση με έναν μήνα πριν. Σύμφωνα με την έρευνα της Ipsos MORI, το 51% των ερωτηθέντων (11-14/6) δήλωσε ότι θέλει την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ έναντι 49% που τάσσεται υπέρ της παραμονής.Εξαιρουμένων δε των αναποφάσιστων και των μη εγγεγραμμένων, η ψαλίδα φαίνεται να ανοίγει, καταγράφοντας 53% και 47% αντίστοιχα για τα δύο στρατόπεδα. Το πρώτο νούμερο συνιστά τη υψηλότερη στήριξη που έχει καταγραφεί για το Brexit, στα τρία χρόνια που διαρκεί το σχετικό ντιμπέιτ. Σε δημοσκόπηση της ίδιας εταιρείας τον Μάιο, υπέρ της παραμονής τασσόταν το 55% και κατά το 37% των ερωτηθέντων αντίστοιχα. Συνολικά στις επτά τελευταίες δημοσκοπήσεις, οι έξι δείχνουν υπεροχή των υποστηρικτών του Brexit.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων που έχουν ανατρέψει τις τελευταίες εβδομάδες τα δεδομένα της προεκλογικής εκστρατείας.
Η πιθανότητα το βρετανικό κοινοβούλιο να μην επικυρώσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος εισήλθε ορμητικά μαζί με τον Ιούνιο στην πολιτική αντιπαράθεση. Πριν από δέκα μέρες, το BBC αποκάλυψε ότι συζητείται ζωηρά στους διαδρόμους του Westminster αυτή ακριβώς η πιθανότητα. Με δεδομένο ότι οι βουλευτές που έχουν δηλώσει την υποστήριξή τους στην καμπάνια υπέρ της παραμονής υπερέχουν συντριπτικά έναντι όσων έχουν ταχθεί κατά (454–147), έχει δηλωθεί από μερίδα των πρώτων ότι δεν θα επιτρέψουν κοινοβουλευτικά την αποχώρηση της Μ. Βρετανίας από την κοινή αγορά των 500 εκατομμυρίων Ευρωπαίων.
Την περασμένη Τρίτη, ο Άγγλος δικηγόρος και μπλόγκερ Ντέιβιντ Άλεν Γκριν (David Allen Green), γνωστός για την αρθρογραφία του επί νομικών θεμάτων σε μεγάλες βρετανικές εφημερίδες, υποστήριξε από τις σελίδες των Financial Times ότι το επικείμενο δημοψήφισμα έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα και δεν δεσμεύει νομικά την Downing Street. «Τίποτα δεν θα συμβεί» την επαύριο του δημοψηφίσματος έγραψε χαρακτηριστικά, εξηγώντας ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι για το Λονδίνο να ακυρώσει ενδεχόμενη ψήφο υπέρ του Brexit.
Υποστηρίζοντας ότι το δημοψήφισμα είναι ζήτημα πολιτικής και όχι νομοθεσίας, πρόταξε τη χαμηλή συμμετοχή ως ενδεχόμενη αιτιολογία εκ μέρους της κυβέρνησης για μη αποδοχή του αποτελέσματος. Υπέδειξε, επιπλέον, την παραπομπή του θέματος σε κοινοβουλευτική διαδικασία ή την επαναδιαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους και διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος: «Εξάλλου, μία παράδοση των κρατών–μελών της ΕΕ είναι να επαναλαμβάνουν τα σχετιζόμενα με την ΕΕ δημοψηφίσματα μέχρι οι ψηφοφόροι να ψηφίσουν "σωστά"».
Ο αρθρογράφος παρέπεμπε εμμέσως στην εμπειρία των δύο ιρλανδικών δημοψηφισμάτων για την Συνθήκη της Λισαβόνας. Το πρώτο διεξήχθη τον Ιούνιο του 2008 με τους Ιρλανδούς να απορρίπτουν την ευρωπαϊκή πρόταση με 53,4% έναντι 46,6% και συμμετοχή του εκλογικού σώματος στο 53%. Ένα και πλέον χρόνο μετά, τον Οκτώβριο του 2009, με τη χρεοκοπία του τραπεζικού συστήματος και την ύφεση της οικονομίας σε πλήρη εξέλιξη, οι Ιρλανδοί ψήφισαν υπέρ με 67,1% έναντι 32,9% και συμμετοχή στο 59%.
Η κυνική παραδοχή του Γκριν ότι αυτά συμβαίνουν στην Ευρώπη ενδεχομένως να μην ξένισε το αναγνωστικό κοινό των Financial Times. Εν τούτοις, θα μπορούσε άνετα να ενσωματωθεί στην επιχειρηματολογία των αντιευρωπαϊστών του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι αναλύσεις από μεγάλες επενδυτικές τράπεζες, που είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες, έδειξαν ότι τα πράγματα είναι σοβαρά για τον Ντέιβιντ Κάμερον και τους «Stronger In».
Σε ομιλία του στη Νέα Υόρκη το βράδυ της Τετάρτης, ο πρόεδρος της Deutschebank Πολ Αχλάιτνερ (Paul Achleitner) χαρακτήρισε το Brexit «οικονομική καταστροφή για την Βρετανία και πολιτική καταστροφή για την Ευρώπη». Οι καταστροφικές συνέπειες ενός Brexit στην οικονομία θεωρούνται δεδομένες από τους μεγάλους παίκτες των αγορών.
Όπως έδειξε η εμπειρία του ελληνικού δημοψηφίσματος, αλλά και το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, το επιχείρημα της οικονομικής κατάρρευσης χρησιμοποιήθηκε με ιδιαίτερη ευχέρεια. Ο αρθρογράφος των Financial Times θα συμφωνούσε ότι έτσι γίνεται στην Ευρώπη.
Όμως, το ερώτημα του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου δεν χωροθετείται όπως θα γινόταν σε μια χρεοκοπημένη οικονομία της ευρωζώνης ή σε μια περιφερειακή οικονομία που ζυγίζει τις εθνικές της προοπτικές στη διεύρυνση της φορολογικής της βάσης και τα πετρελαϊκά έσοδα μιας υπό συρρίκνωση βιομηχανίας.
Tα μεγέθη και η σημασία της βρετανικής οικονομίας αποκλείουν την τιμωρητική προοπτική που αντιμετώπιζε η Ελλάδα στην επιλογή απομάκρυνσης από τον γαλλογερμανικό άξονα. Eνδεχόμενη υποχώρηση της βρετανικής οικονομίας –μιας οικονομίας που μετέρχεται όλων των εργαλείων διάσωσης του New Normal– είναι αυτονόητο ότι θα ανατρέψει τις ήδη εύθραυστες ισορροπίες στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, φέρνοντας πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες αντιμέτωπους με τα κοινωνικά ζητήματα που τεχνηέντως άφησαν αναπάντητα στη διαχείριση της μεγάλης κρίσης.
Τα παραπάνω δεν συνιστούν αυτόματα επιχείρημα υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Πολλοί, φερειπείν, οπαδοί του Brexit δεν κρύβουν ότι θα ήθελαν να δούν τις σεισμικές δονήσεις της αποχώρησης να κλονίζουν το γραφειοκρατικό κατεστημένο των Βρυξελλών.
Το δε επιχείρημα των αντιπάλων του Brexit ότι θα επέλθει οικονομικό σόκ αποδυναμώνεται στα επίσημα στοιχεία που δείχνουν ότι η εθνική οικονομία ήδη υποχωρεί. Το περασμένο καλοκαίρι, ο υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Όσμπορν (George Osborne) καυχιόταν για τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης που κατέγραφε η Βρετανία ανάμεσα στους G7. Στα δύο πρώτα τρίμηνα του 2016, οι επιδόσεις αυτές μοιάζουν παρελθόν, η δημιουργία θέσεων απασχόλησης έχει πέσει σε χαμηλό δυόμισι ετών, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη έχει υποχωρήσει σε χαμηλό τριετίας, οι δείκτες μεταποίησης κατασκευών και υπηρεσιών προμηνύουν κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
Η κυβέρνηση αποδίδει την απώλεια της εμπιστοσύνης στην αναταραχή και αβεβαιότητα που προκαλεί η προεκλογική διαδικασία. Πολλοί αναλυτές, όμως, αντιτείνουν ότι τα αίτια της δυσπραγίας θα πρέπει να αναζητηθούν στην ακολουθούμενη πολιτική. Υποδεικνύουν ότι ποτέ άλλοτε στη Μ. Βρετανία δεν υπήρξε δεκαετής συρρίκνωση των κρατικών της δαπανών, υπογραμμίζοντας ότι το επιχειρηματικό μοντέλο που βασίζεται στη μείωση του κόστους εργασίας έφτασε στα όριά του και πως απαιτείται αλλαγή στρατηγικής μακριά από αυτό που διαπιστώνεται σήμερα ως διεθνής τάση και είναι η απροθυμία για επενδύσεις.
Εξαρτάται αυτή η αλλαγή στρατηγικής από ένα δημοψήφισμα ή οφείλει να είναι το αποτέλεσμα μιας άλλης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας; Δεν είναι ούτε απλό, ούτε ίδιο το ερώτημα, όταν έχει προηγηθεί η δολοφονία ενός βουλευτή.
Σύγκρουση δύο κόσμων;
Μέχρι χτες, όλοι αντιλαμβάνονταν ότι το ζήτημα της οικονομίας ήταν το τελευταίο και πιο ισχυρό χαρτί υπέρ της παραμονής· και αναλόγως έπρατταν στις δημόσιες εμφανίσεις τους οι υποστηρικτές της. Κάμερον και Κόρμπιν από διαφορετικές αφετηρίες συνέκλιναν στην άποψη ότι η βρετανική οικονομία –όπως την οραματίζεται ο καθένας– έχει περισσότερες ευκαιρίες εντός ΕΕ.Η δολοφονία, όμως, ενός πολιτικού προσώπου περνά την αντιπαράθεση σε άλλη διάσταση. Οι πρώτες πληροφορίες που έρχονταν από τα βρετανικά μέσα το απόγευμα της Πέμπτης ανέφεραν ότι ο 52χρονος δολοφόνος φώναξε «Britain First» («πρώτη η Βρετανία»). Το Britain First είναι ακροδεξιό κόμμα, που σχηματίστηκε το 2011 από πρώην μέλη του Βρετανικού Εθνικού Κόμματος (BNP). Ο αρχηγός του κόμματος έχει υπάρξει μέλος του νεοναζιστικού Εθνικού Μετώπου, ενώ πιο πρόσφατα έχει συνδεθεί με παραστρατιωτικές ομάδες στους κόλπους των ενωτικών της Β. Ιρλανδίας.
Από την πρώτη στιγμή, το Britain First καταδίκασε τη δολοφονία της Κοξ και προσπάθησε με κάθε τρόπο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να καταδείξει ότι ο δολοφόνος δεν φώναξε το όνομα–σύνθημα του κόμματος. Πρόσφατως, οι Βρετανοί ακροδεξιοί είχαν χαρακτηρίσει «καταληψία» τον νεοεκλεγέντα μουσουλμάνο δήμαρχο των Εργατικών στο Λονδίνο, απειλώντας τον με «άμεση δράση».
Στο άκουσμα του θανάτου της Φοξ, υπέρμαχοι της παραμονής απελευθέρωσαν ένα πηγαίο κύμα οργής στο Twitter, όχι μόνο ενάντια του Britain First, αλλά και κατά των πιο εμβληματικών μορφών του Brexit, του Νάιτζελ Φάρατζ (Nigel Farage) και του Μπόρις Τζόνσον (Boris Johnson).
Στο συνέδριο των Συντηρητικών του περασμένου Οκτωβρίου, ο Κάμερον είχε εξηγήσει γιατί οι δημοσκοπήσεις έπεσαν έξω στις προβλέψεις τους για το εκλογικό αποτέλεσμα του Μαΐου: «Η Βρετανία και το Twitter δεν είναι το ίδιο πράγμα». Προσπερνώντας την ειρωνία του πράγματος, όπου κάθε πολιτικός και από τα δύο στρατόπεδα έσπευσε να εκφράσει με 140 χαρακτήρες την οδύνη του για τον τραγικό χαμό της Φοξ, έρχεται κανείς αντιμέτωπος με τα σχόλια αρκετών χρηστών που βλέπουν γύρω από τη δολοφονία μία σύγκρουση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές αξίες και στον πολιτισμό των tabloid.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν οι θεματοφύλακες των ευρωπαϊκών αξιών εξαρτούν την πολιτική τους από τα tabloid, όπως κατά κόρον έχει συμβεί στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια;
Η οικονομία υπήρξε μέχρι σήμερα το ισχυρό χαρτί της πλειοψηφίας στο Westminster, φέρνοντας τους Εργατικούς στην δύσκολη θέση να υπερασπίζονται την παραμονή της χώρας στην ΕΕ ταυτόχρονα με την ανάγκη κατάργησης των οικονομικών πολιτικών του διδύμου Κάμερον–Όσμπορν, που στη βασική τους σύλληψη δεν διαφέρουν από τα πεπραγμένα των Βρυξελλών. Στον αντίποδα, οι υποστηρικτές του Brexit αναδείκνυαν την ταξική διάσταση του ζητήματος, προβάλλοντας εαυτούς ως προστάτες των συμφερόντων των λαϊκών τάξεων που πλήττονται από τη λιτότητα, χωρίς όμως να δεσμεύονται (οι προερχόμενοι από τους Tories) ότι θα συμπεριλάβουν την άρση της στο μελλοντικό τους κυβερνητικό πρόγραμμα.
Έρευνα του YouGov τον περασμένο Σεπτέμβριο έδειχνε ότι οι φιλοευρωπαϊστές ψηφόφοροι έτειναν να ανήκουν στη μεσαία τάξη, να έχουν μεγαλύτερα εισοδήματα και εργασία, να υπερέχουν σε πανεπιστημιακή μόρφωση και να είναι νεότεροι σε αντίθεση με τους αντιευρωπαϊστές του Brexit, που ανήκαν κατά κύριο λόγο στην εργατική τάξη, στη γενιά των baby boomers και όσων βίωσαν την περίοδο Θάτσερ από τα χαμηλότερα επίπεδα της κοινωνικής ιεραρχίας.
Αν πιστέψουμε τα μαθηματικά των δημοσκοπήσεων, η εκλογική βάση που ανέδειξε τον Τζέρεμι Κόρμπιν (Jeremy Corbyn) στην ηγεσία των Εργατικών –κόντρα στις επιθυμίες της κομματικής ελίτ– δεν μπορεί να καταχωρηθεί αυτούσια στην επίσημη θέση του κόμματος υπέρ της παραμονής. Αντίστοιχα, τα εκλογικά ποσοστά των συντηρητικών δεν θα αρκούσαν στον πρωθυπουργό Κάμερον για να αποτρέψει το Brexit, που ο ίδιος έβαλε στις ράγες για να ικανοποιήσει το εσωκομματικό του ακροατήριο. Αθροιζόμενα τα ποσοστά των Tories και των Εργατικών στις τελευταίες εκλογές δίνουν πάνω από 67%.
Η ιστορία του Brexit δεν ξεκίνησε από τον Κάμερον το 2013 μόνο ως οικονομικό αίτημα απέναντι στις Βρυξέλλες. Ο Βρετανός πρωθυπουργός απαίτησε και πήρε διαβεβαιώσεις για σημαντικές εξίσου αλλαγές στη μεταναστευτική πολιτική των «28». Η Κάμερον επιδίωξε να λάβει το μέγιστο δυνατό στο δραματικό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 18ης-19ης Φεβρουαρίου, ώστε να προλάβει εντός των νομοθετικών προβλέψεων να προκηρύξει δημοψήφισμα πριν αυξηθούν οι μεταναστευτικές ροές το καλοκαίρι –όπως τότε εκτιμούσε ότι θα συμβεί το επιτελείο του.
Στην πολιτική ιστορία, οι δολοφονίες πολιτικών προσώπων παγιώνουν αντίπαλες συσπειρώσεις, που σε έναν δεδομένο βαθμό πόλωσης δεν επιτρέπουν την οποιαδήποτε ώσμωση ανάμεσά τους. Υπάρχει τότε κίνδυνος οι διαλλακτικές φωνές κάθε πλευράς –που στο μέλλον θα αναλάμβαναν εκ των πραγμάτων την επούλωση του διχασμού– να χαθούν πίσω από τις ακραίες αναγνώσεις του τραγικού γεγονότος· αναγνώσεις που θα καταδικάζουν μεν τη δολοφονία, θα την αποδίδουν δε στον αντίπαλο, λειτουργώντας εσαεί ως παραμορφωτικός καθρέφτης της αμεσοδημοκρατικής διαδικασίας, όπως θα ερμηνεύουν τις οικονομικές προτεραιότητες με όρους πολιτισμικών επιταγών.
Η επόμενη μέρα
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο από εκείνη την έρευνα του You Gov είναι ότι οι υποστηρικτές του Brexit συζητούσαν περισσότερο το ζήτημα της βρετανικής θέσης στην ΕΕ σε σχέση με αυτούς που υποτίθεται ότι τάσσονταν σθεναρά υπέρ αυτής.Τίποτα δεν κινητοποιεί περισσότερο μια κοινότητα ανθρώπων από την αίσθηση ότι απειλούνται οι ζωές τους και οι αξίες τους. Η καμπάνια του Brexit επέτρεψε να ενεργοποιηθούν τέτοια αντανακλαστικά, προτάσσοντας τη μεταναστευτική απειλή. Αν δεν υπάρξει ακύρωση του δημοψηφίσματος, οι υποστηρικτές της παραμονής θα ψηφίσουν αναμφίβολα με την σκέψη τους στην Τζο Κοξ, βρίσκοντας το δικό τους σημείο αναφοράς απέναντι σε μία επερχόμενη απειλή.
Με τι όρους, όμως, θα την ερμηνεύσουν; Εδώ είναι το σημείο που το ζήτημα γίνεται εξαιρετικά ευαίσθητο. Με δεδομένη την πόλωση που επικρατεί στη Βρετανία, δεν είναι δύσκολο η δολοφονία της Κοξ να αποδοθεί με όρους συλλογικής ευθύνης στο σύνολο των οπαδών του Brexit, που καταχωρούνται ως οι λιγότερο προνομιούχοι, μετατρέποντας την δολοφονία μιας πολιτικού σε πολιτική δολοφονία.
Όταν τον Μάιο του 2010 έγινε απόπειρα με μαχαίρι κατά του βουλευτή των Εργατικών Στίβεν Τιμς (Stephen Timms) από την 21χρονη πρώην φοιτήτρια του King's College Ροσονάρα Τσούντρι (Roshonara Choudhry), που δήλωνε υποστηρίκτρια της Αλ Κάιντα, οι φιλελεύθερες φωνές έκαναν έκκληση να μην ταυτίζεται το Ισλάμ με τέτοιες ακραίες πράξεις. Η υπόδειξη εκ μέρους τους ηθικών, πολιτικών αυτουργών στη δολοφονία της Κόξ θα τις έφερνε τελικά πολύ πιο κοντά σε αυτό που καταδίκαζαν παλαιότερα.
Θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να προχωρήσει κανείς σε τέτοιου είδους καταχωρήσεις. Επισήμως, τα κίνητρα του δράστη παραμένουν άγνωστα. Η οδύνη δεν αφήνει χώρο για ερμηνείες. Οι ηγεσίες τηρούν την ενδεδειγμένη στάση αναμονής. Όπως έδειξε η αντιπαράθεση Ομπάμα–Τραμπ για το ποιος κρύβεται πίσω από το μακελειό στο Ορλάντο, η πολιτική αρετή ανήκει σε αυτούς που ερμηνεύουν με ψυχραιμία και πράττουν με πειθώ.
Αν πρέπει κανείς να λειτουργήσει έτσι, είναι γιατί την επομενη μέρα Βρετανία και Ευρώπη θα πρέπει να μιλήσουν για την άνοδο της ακροδεξιάς. Η δολοφονία της νεαρής βουλευτίνας μητέρας δύο παιδιών θα καταχωρήσει οριστικά την ακροδεξιά στις αντιευρωπαϊκές δυνάμεις.
Σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα που θα κληθούν όλοι να απαντήσουν την επόμενη μέρα είναι: πώς μπαίνει τέλος στη βαρβαρότητα των καιρών;
Σε μία εποχή βάρβαρων επιθέσεων, όπως αυτές στο Ορλάντο, στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι, στην Άγκυρα, στη Βηρυττό και στην Κωνσταντινούπολη, η ανάδειξη του ανθρωπισμού ως υπέρτατης πολιτικής αξίας συγκρούεται με τη λογική των φραχτών και τη ρητορική του μίσους.
Για ένα μεγάλο κομμάτι του πλανήτη που ζει στην περιφέρεια του αναπτυγμένου κόσμου, η βαρβαρότητα βιώνεται καθημερινά και με απόλυτο τρόπο. Η Κοξ υπήρξε μια από τις περιπτώσεις πολιτικών, που στήριξε χωρίς περιστροφές τα δικαιώματα των προσφύγων, αναγνωρίζοντας το δράμα των ανθρώπων που εγκαταλείπουν τις εστίες τους εξαιτίας του πολέμου και της τρομοκρατίας.
Η μεταναστευτική πολιτική αποτελεί κομβικό ζήτημα στην υπόθεση βρετανικό δημοψήφισμα. Όμως, το παράδειγμα της Κοξ δεν ήταν το παράδειγμα ούτε του Κάμερον ούτε του Φάρατζ, που καλλιέργησαν ή εξακολουθούν να καλλιεργούν τα φοβικά σύνδρομα συντηρητικών ψηφοφόρων ή εξαντλημένων από τους κοινωνικούς αυτοματισμούς εργατικών στρωμάτων· παράδειγμα υποχώρησης και αναδίπλωσης που αποθεώθηκε σε ύψιστες πολιτικές επιλογές των ηγεσιών στην «ηπειρωτική» ΕΕ.
Όπως έχουν εξελιχτεί τα πράγματα, ο φόβος –ο φόβος απέναντι σε μια οικονομική κατάρρευση ή ο φόβος απέναντι στους μετανάστες– αναδεικνύεται ως ο καταλύτης σε αυτήν την αμεσοδημοκρατική διαδικασία, όπου υποτίθεται ότι ξεδιπλώνεται το όραμα των πολιτών για ένα λαμπρότερο μέλλον.
Αυτή είναι πιθανότατα και η χειρότερη συνέπεια που μπορεί να επιφέρει στα ευρωπαϊκά πράγματα η απώλεια ενός προσώπου όπως της Τζο Φοξ. Υποτίθεται πως η δημοκρατία, όπως γεννήθηκε και ωρίμασε στην Ευρώπη, συμβόλιζε ανέκαθεν τη νίκη της ελεύθερης επιλογής της πλειοψηφίας απέναντι στον φόβο που επέβαλαν μειοψηφίες με σιδηρά ισχύ. Όταν σε μία εμβληματική δημοκρατική διαδικασία η όποια επιλογή ορίζεται υπό το καθεστώς το φόβου, τότε αυτομάτως ακυρώνεται η ουσία της δημοκρατικής επιλογής.
Πολλοί εικάζουν ήδη ότι η χθεσινή εξελίξη θα ανατρέψει τα δεδομένα υπέρ της παραμονής στην ΕΕ. Η Τζο Κοξ θα ήθελε πριν από την κάλπη οι Βρετανοί πολίτες να θυμηθούν την παρουσία της· και τη δική τους.
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου